Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

ΡΕ ΦΙΛΕ ΜΕ ΤΡΟΜΑΖΕΙΣ

ένας Μπάμπης
της Μαρίας Στρίγκου

Αυτά που δεν έζησες έρχονται στον ύπνο σου για να σε βασανίσουν. Σαν εφιάλτες σε σκούρο φόντο. Στερημένος και λίγος απόμεινες μωρέ. Γι’ αυτό κοιμάσαι με χάπια και ξυπνάς κατευθείαν στην κόλαση. Αποκοιμήθηκες με το όνειρο ενός «αλλιώτικου» κόσμου και ξύπνησες στη φρίκη του δανείου και των αμέτρητων εισφορών. Τώρα σε κάθε γκαζάκι που σκάει ωρύεσαι.

Σου τάξανε τον ουρανό με τ’ άστρα – λες - όταν ήσουνα μικρός και πού είναι; Μα εσύ βολεύτηκες με το τριάρι στον Καρέα και το χτιστό τζάκι στο σαλόνι, για ντεκόρ και για κοψίδια. Τι τα θες τα τηλεσκόπια λοιπόν; Εκεί παίζεται το δικό σου παιχνίδι. Στις στάχτες που ορίζεις.
Ρουφιάνοι οι δημοσιογράφοι, αλήτες οι μπάτσοι, πρεζόνια οι αναρχικοί, καρχαρίες οι τραπεζίτες, λαμόγια οι πολιτικοί, πουτάνες οι γκόμενες, σάπιο το σύστημα, πουλημένο το ποδόσφαιρο, ανύπαρκτος κι ο Θεός σου.

Ρε φίλε με τρομάζεις. Με τρομάζεις γιατί σε είδα το πρωί να οδηγείς χαλαρός την αμαξάρα σου, παίρνοντας σβάρνα τα stop και τα κόκκινα, με το κινητό κολλημένο στο αυτί σου και το μάτι σου χαμένο στο αλλού. Με τρομάζεις γιατί, τελειώνοντας το τσιγάρο σου, άνοιξες το παράθυρο και το πέταξες στην άσφαλτο σα να μην έτρεχε τίποτα.

Κι ύστερα, στο καφενείο, κοκορεύτηκες για τη γκομενίτσα που πήδηξες προχτές, γιατί «τα ’θελε» όπως μας τόνισες – εκείνη όχι εσύ αλλά και τι να έκανες; - κι ήταν η γυναίκα του φίλου κι “αδερφού” σου. Κι ήταν καλή, πολύ καλή στις πίπες. Κι αυτό φρόντισες να το μάθουν όλοι.

Το απόγευμα που γύρισες σπίτι σου, άραξες στον καναπέ, συμβούλεψες το γιο σου να σπάσει τα μούτρα στο Ρουμανάκι που του κολλάει στο σχολείο, έτσι κι αλλιώς ξένος είν’ αυτός και να μη μας τα πρήζει μες τον τόπο μας κι ύστερα έριξες καντήλια στη γυναίκα σου γιατί έδωσε τα αποφόρια της στη δουλάρα που καθαρίζει το σπίτι. Στα σκουπίδια καλύτερα παρά σ’ αυτούς. Παίρνουν αέρα μωρή, δε βλέπεις τι γίνεται στη Βικτώρια και στον Άγιο Παντελεήμονα; Δεν τα πήγαινες στις εκδηλώσεις του δήμου καλύτερα; Ξέρουν αυτοί τι να τα κάνουν. Και βοηθάς και φαίνεσαι κιόλας! Τι ήθελα και σε παντρεύτηκα γαμώ το σπίτι μου! Για τίποτα δεν κάνεις!

Μόνο όταν βγήκε ο αρχηγός σώπασες για λίγο. Ο εναλλακτικός αριστερός πεφωτισμένος με το μούτρο παρκέ γυαλισμένο κι είπε για τις καινούριες προοπτικές που έχει ο τόπος αν… Ενθουσιάστηκες σε είδα. Μαγκιά το αν αλλά να είσαι μάστορας. Για να του βγάλεις το μέσα έξω και να το κάνεις να. Κι εσύ τα χειρωνακτικά δεν τα παλεύεις. Δε σπούδαζες σχεδόν δέκα χρόνια για να παιδεύεσαι στο σήμερα ούτε για να φτιάξεις καλύτερο τον κόσμο τους. Σας γελάσανε μαλάκες λες. Κι έχεις δίκιο. Σπούδαζες για να μάθεις να γαμάς. Και θα το κάνεις!

Πουτάνες, φίλους, συγγενείς, μετανάστες ή συναδέλφους, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει που κι εσένα σε γαμήσανε σαν ήσουνα μικρός οι Άλλοι. Εδώ πληρώνονται όλα λες και αλλάζεις θέση. Σειρά σας και σειρά μου καριόληδες.

Ρε φίλε με τρομάζεις το πρωί, που έρχεσαι βλαστημώντας στη δουλειά σου. Κι όταν σε καλεί ο προϊστάμενος, ακροδεξιός και καθίκι, δίνεις με τη μία και στεγνά δυο συναδέλφους σου για παραβατική συμπεριφορά εν ώρα εργασίας. Πίνουν καφέ συνέχεια και αργούνε το πρωί. Τι σκατά, θα τους πληρώνουμε στο τζάμπα; Τεμπέλης λαός! Ούτε κι η κρίση δεν τους συνέφερε! Μουρμουρίζεις θυμωμένος κι ύστερα, σκουπίζεις τα χέρια σου και κάθεσαι στο γραφείο σου να δουλέψεις, ανοίγοντας τον υπολογιστή στο facebook.

Με τρομάζεις όταν πας να ψηφίσεις σαν τιμωρός, όταν μιλάς σαν τραμπούκος, όταν ζεις σαν απαίδευτος, όταν ζευγαρώνεις σα ζώο, όταν διδάσκεις σαν αγράμματος, όταν καθοδηγείς σα χαμένος, όταν επικοινωνείς σαν άγριος κι όταν ονειρεύεσαι σα μαστουρωμένος.

Και δεν φταίει η αιθαλομίχλη του τζακιού. Του μυαλού σου η κάπνα φταίει ρε! Και η οσμή από καμένο πλαστικό που αναδύει η επανάσταση του ακίνητου καναπέ σου!

Πώς θα αλλάξει το σύστημα κι ο κόσμος μας αν δεν αλλάξεις πρώτα εσύ ρε φίλε;

Ακόμα κι οι θεοί κάτω από τέτοιες συνθήκες κατεβαίνουν συχνά σ’ απεργία. Μην τους υπολογίζεις για βοήθεια.

Από το 9ο τεύχος του ηλεκτρονικού περιοδικου Λόγων Παίγνια