Κυριακή 9 Ιουνίου 2013

ΚΑΙ ΠΟΥ ΛΕΣ ΕΥΤΥΧΙΑ, ΕΥΤΥΧΙΑ ΔΕΝ ΒΡΗΚΑΜΕ...

Της Σάνιας Μωραΐτου niki.vikou

Έχω ένα κουσούρι από παιδί. Μου αρέσει να γνωρίζω όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους, να μαθαίνω πως πορεύονται πάνω στη γή και μετά να κλέβω κομμάτια από την ζωή τους για να πλάθω στο χαρτί, δικές μου ιστορίες ή και συχνά, απλά να τις μεταφέρω αυτούσιες, αλλάζοντας μόνον ονόματα κι ότι άλλο μπορεί να φανερώσει την ταυτότητα τους.

Σήμερα θα σας πω για την Ευτυχία.

Γνωριστήκαμε πριν δυο περίπου χρόνια. Τότε που κάθε απόγευμα πήγαινα να κάνω παρέα στον μακαρίτη τον θειο μου, στην κλινική χρονίων παθήσεων που νοσηλευόταν. Για αυτόν θα σας μιλήσω άλλη φορά...


Καθώς περνούσα λοιπόν έξω από το προσκυνητάρι των Δώδεκα Αποστόλων, το μάτι μου έπεφτε καθημερινά, πάνω σε μια μεσήλικη, γεροδεμένη, γκριζομάλα γυναίκα, βουτηγμένη στα μαύρα, που καθότανε ανακούρκουδα στο πλατύσκαλο, με τρόπο όμως που να μην έχει στραμμένα τα νώτα στις εικόνες. Μπροστά της, κρατούσε σφιχτά και με τα δυο της χέρια, μια μεγάλη, χάρτινη, μαύρη τσάντα. Το βλέμμα της έμοιαζε να είναι στραμμένο κάπου στο άπειρο. Κάθε φορά που ένας περαστικός ήθελε να προσκυνήσει, σηκωνότανε, ψέλλιζε κάτι και τραβιότανε πίσω από την κολώνα. Ζητιάνα δεν ήταν σίγουρα, για νεωκόρος μου φαινόταν περίεργη η στάση της. Έπρεπε να την γνωρίσω πάση θυσία και τι πιο απλό, από το να ανάψω κι εγώ ένα κερί. Αμ έπος, αμ έργο λοιπόν!

Μόλις την πλησίασα πετάχτηκε όρθια, με απίστευτη ταχύτητα για τον όγκο της και μου ψυθύρισε φοβισμένα, με βαριά ποντιακή προφορά που έχει χαθεί πια από τους πρόσφυγες των αρχών του 20ου αιώνα:

- Θέλετε τσιγάρα;
- Όχι ευχαριστώ!


Μου φάνηκε περίεργο, επειδή τα στέκια των πωλητών λαθραίων τσιγάρων είναι στο κέντρο, σε πολυσύχναστους δρόμους και πάντα είναι πολλοί μαζί. Έκτοτε χαιρετιόμασταν από μακριά, ώσπου, για να μην τα πολυλογώ, κάποια στιγμή βρεθήκαμε καθισμένες κι οι δυο πλάι - πλάι, στο μαρμάρινο κατώφλι του παρεκκλησιού, να μιλάμε για τις ζωές μας, όταν βέβαια κέρδισα την εμπιστοσύνη της.

"Ήρθαμε στην Ελλάδα το 1993. Μόλις είχα χάσει τον άνδρα μου και στην πατρίδα τα πράγματα με τις πολιτικές αλλαγές, είχαν γίνει πολύ δύσκολα. Δεν υπήρχαν δουλειές, άσε που δεν ξέραμε πια σε πια χώρα είμασταν πολίτες. Γεννίοταν το καινούριο, μα ώσπου να ανδρωθεί, το παλιό και το ξένο πλήρωνε τα σπασμένα. Κι εμείς ξαφνικά θυμήθηκαν πως είμασταν ξένοι, Έλληνες. Εμείς βέβαια δεν το ξεχάσαμε ποτέ! Για αυτό μας κακοφαίνεται όταν μας λέτε Ρωσοπόντιους!

Μια βραδιά, ο γιος μου τότε ήτανε κοντά στα τέσσερα, εκεί που τρώγαμε, λέει ο πατέρας μου: "Όταν ο άνθρωπος θέλει βοήθεια από που την ζητά πρώτα, αν όχι από τημάνα του; " "Μπα σε καλό σου, Δημόκριτε", γέλασε η μητέρα μου. "Και πως μπορεί να μας βοηθήσει η μακαρίτισα η μάνα σου από το κοιμητήρι;" "Την άλλη μάνα λέω, την μεγάλη, την Ελλάδα"

Για πότε πουλήσαμε τα πράγματα, κάναμε τα χαρτιά κι ήρθαμε στη Θεσσαλονίκη, ούτε που το κατάλαβα! Στην αρχή μείναμε σε ένα υπόγειο, ο ένας πάνω στον άλλο. Κάθε πρωί πατέρας μου, αν και εξηντάρης, κατέβαινε στην Αριστοτέλους κι επειδή ήταν τεχνίτης καλός, έβρισκε εύκολα μεροκάματο στις οικοδομές. Η μάνα μου, έπλεκε παπαλάκια, σκουφάκια και ζιπουνάκια για τα μωρά, τερλίκια για τους μεγάλους που τα πουλούσα εγώ στις λαϊκές αγορές. Τότε ο κόσμος είχε λεφτά κι επειδή οι γυναίκες τα αγοράζατε όλα έτοιμα, φεύγανε τα χειροποίητα σαν ζεστά κουλουράκια. Μέχρι και κυρίες με γούνες ερχόντουσαν στο "Ρώσικο" παζάρι για να παραγείλουν μωρουδιακά για τα εγγόνια τους, τάχα πως τα έπλεξαν αυτές...

Δόξα τω Θεώ, τα βγάζαμε πέρα μια χαρά! Μετά μας δώσανε το δάνειο κι αγοράσαμε το σπίτι. Παλιό σπίτι, που τα χεράκια του κυρ Δημόκριτου το κάνανε καινούριο! Ωραίο σπίτι, στον πρώτο όροφο, με τρεις κρεβατοκάμαρες, στην οδό.... ( Δεν θα το πιστέψετε, είμασταν γειτόνισες! Δυο οικοδομές πιο μέσα στο στενό, έμενε)

Όλον αυτόν τον καιρό μεγάλωνε κι ο Αγαθοκλής μου. Καλό παιδί, σου μιλούσε και κοκκίνιζε σαν κορίτσι, με σέβαση για τους μεγαλύτερους και κάθε Κυριακή παπαδοπαίδι. Μόνον που δεν τα ήθελε τα γράμματα! Μόλις τέλειωσε το Γυμνάσιο μας είπε. "θέλω να πάω σε σχολή, να γίνω φούρναρης. Θα φτιάξω δικό μου μαγαζί το Αρτοπωλείον ο ωραίος Πόντος, θα βάλλω και γλυκά, γιαούρτια, αριάνι, όλα τα καλά του Θεού. Εσύ μανούλα στο ταμείο κι εσύ παππού τα κλειδιά". "Εγώ δεν θα κάνω τίποτα;" "Εσύ γιαγιά, θα μάθεις στο προσωπικό τις συνταγές σου για τις πίττες, τα πιροσκί και τα κουλουράκια σου" Ποιός του χαλούσε ποτέ χατήρι! Φούρναρης; φούρναρης! Πήγε στη σχολή, τον πήρανε και μαθητευόμενο σε έναν φούρνο στην Καλαμαριά και άγαπούσε τόσο πολύ τη δουλειά, που το αφεντικό τον πλήρωνε σαν κανονικό τεχνίτη. Με τον μισθό του, μαύρη η ώρα και η στιγμή που συμφώνησα, αγόρασε ένα μηχανάκι, γιατί τη νύχτα που φτιάχνεται το ψωμί, όπως ξέρεις, δεν έχει πολλά αστικά. Στα δεκαοχτώ του πια, μας έφερε και το κορίτσι του στο σπίτι. Από τα μέρη μας, όμορφη κοπέλλα, πωλήτρια στου Φωκά... έκλεισε κι αυτός...

Στο μεταξύ ο πατέρας μου πήρε τη σύνταξη του ομογενή ανασφάλιστου, 300 ευρώ, έβγαινε η δόση του σπιτιού, αλλά έβρισκε ακόμα και μερεμέτια στη γειτονιά. Η μητέρα μου σταμάτησε το πλέξιμο, αφού τα χέρια της, στα εβδομήντα πέντε της, δεν την βοηθούσαν, άσε που κι ο κόσμος σταμάτησε να αγοράζει, δεν είμασταν πια μόδα, λιγόστεψαν και τα λεφτά. Εγώ, βρήκα δουλειά, αυτήν κάνω ακόμα. Κοιτάζω μιαν ηλικιωμένη ανάπηρη, απ΄τις εφτά το πρωί ως τις τρεις το μεσημέρι. Καθαρίζω και το σπίτι, ψωνίζω, μαγειρεύω για τον γιο της που μένει μαζί της. Τότε μου δίνανε εξακόσια ευρώ, τώρα μόνον τριακόσια πενήντα. Όλα πήγαιναν μια χαρά, την Άνοιξη το παιδί μου θα πήγαινε στρατιώτης για αυτό μας ζήτησε να τον αρραβωνιάσουμε τα Χριστούγεννα. Είχαμε φτάσει πια στον Δεκέμβρη του 2010. Ασπρίσαμε, λουστράραμε τα πατώματα και τα έπιπλα κι ετοιμαζόμασταν για τις χαρές του γιου μου!

Εκείνη τη βραδιά, μετά από χρόνια με αγκάλιασε και με φίλησε ο Αγαθοκλής μου, φεύγοντας, την ώρα που κολλάριζα τα ασπροκεντήματα, γιατί δεν είχα ύπνο.. Έξω μάνιαζε ο Βαρδάρης κι έριχνε θυμωμένος ο Θεός την μια αστραπή μετά την άλλη και με τα κανάτια το νερό. "Μην πας απόψε, πάρε τηλέφωνο και πες ότι αρρώστησες" "Μπα σε καλό σου, μωρό είμαι για να φοβηθώ την μπόρα! Αύριο που θα πάω φαντάρος, τι θα κάνεις;" Τουλάχιστον μην πάρεις τη μηχανή" "Καλά! Πέσε για ύπνο, τώρα". Τράβηξε την πόρτα κι έφυγε.

Όταν σε λίγο σηκώθηκα για να κλειδώσω, είδα πως λείπανε οι γαλότσες και το αδιάβροχο και το χειρότερο, δεν πήρε μαζί του το κράνος. Με ζώσανε τα φίδια! Στην ώρα πάνω, τηλεφώνησα στο μαγαζί. Δεν είχε φτάσει ακόμη. Τον πήρα στο κινητό, δεν απαντούσε. Ειδοποίησα την αστυνομία. Στις τέσσερεις με κάλεσαν από το Ιπποκράτειο. Στις πέντε τον αγκάλιαζα μουσκεμένον ως το κόκκαλο, ζεστόν ακόμα, στο νεκροθάλαμο.... Σε τρεις μέρες θα έκλεινε τα δεκαοχτώ και σε δέκα θ΄άλλαζε βέρες..."

Τα έλεγε όλα αυτά και ούτε ένα δάκρυ δεν ύγρανε τα μάτια της. Μάτια τόσο στεγνά όμως, που μαρτυρούσαν πόσο πολύ έκλαψε στη ζωή της, τόσο, που στερέψανε πια.

-Λυπάμαι, αν κι ότι να πω, δεν μπορώ κι ο Θεός να με αξιώσει να μην έρθω. στη θέση σου
-Να μην έρθεις, μ΄ακούς! να μην νοιώσει τον πόνο μου καμιά άλλη μάνα, να φύγει πριν από το παιδί της!

"Πριν από λίγο καιρό, στον χρόνο πάνω, έφυγε και η μάνα μου, πήγε να βρει το καμάρι της, δεν άντεξε μακριά του. Μείναμε δυο κούτσουρα μοναχά, ο μπαρμπα Δημόκριτος κι εγώ. Είπα να πουλήσω το σπίτι, τι να το κάνουμε τόσο μεγάλο, αλλά πάλι δεν μου πήγαινε καλά! Σε αυτό μεγάλωσε το αγόρι μου, ακούω ακόμη το γέλιο του φορές - φορές, από αυτό τον αποχαιρέτησα ντυμένον γαμπρό. Τώρα, μετά τη δουλειά, πάω κατευθείαν σε αυτόν. Το έχω αγορασμένο το καινούριο του σπίτι! Να μην μπορέσει να τον διώξει κανείς, όταν έρθει η σειρά μου να φύγω κι εγώ! Για αυτό πουλάω και τα τσιγάρα, δεν φτάσαν τα λεφτά που βάζαμε στην άκρη για τον φούρνο, ξοφλάω τον τάφο ακόμα. Θα μου πεις είναι παράνομο. Το ξέρω! Αλλά αν είναι τόσο μεγάλο το κρίμα μου, ας με τιμωρήσει ο Θεός. Στο κάτω - κάτω, γιατί τα φορτώνει το κράτος με τόσους φόρους, να μην μπορεί ο φτωχός να καπνίσει το τσιγαράκι του, να πάνε κάτω τα φαρμάκια."

-Ευτυχία, αν επιτρέπεται, πόσα κερδίζεις εσύ στο πακκέτο;
-Είκοσι λεπτά. Αν είμαι τυχερή και πουλήσω μια - δυο κούτες, μπορεί να πιάσω και πέντε ευρώ ως το βράδυ.

Κάποια στιγμή, έφυγε κι ο θειός μου, την έχασα.
Προχθές μου χτύπησε το κουδούνι.


- Καλώς την να. Πως και ήταν αυτό το καλό; Πέρασε
- Ξέρεις κανέναν δικηγόρο;
- Ναι, τι συμβαίνει;

- Κόψανε τη σύνταξη του πατέρα μου με νόμο. Όχι μόνον του πατέρα μου δηλαδή, ολωνών των ομογενών. Έπρεπε να είχανε λέει είκοσι χρόνια στην Ελλάδα όταν κάνανε τα χαρτιά τους για να την πάρουν. Εμείς ήρθαμε το 93, τη σύνταξη την πήρε το 2008, θα του την ξαναδώσουν τον Νοέμβριο λένε κι ως τότε θά έχω χάσει ή το σπίτι ή τον τάφο.

- Και τα τσιγάρα;
- Πάνε αυτά. Με πιάσανε και θα με περνούσαν αυτόφωρο. Με αφήσανε τα παιδιά, αφού τους ορκίστηκα πως δεν θα τα ξαναπιάσω στα χέρια μου.... Και δεν θέλω να πατήσω τον όρκο μου!