Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Καλή Χρονιά στους αναγνώστες μας, και καλό Κορυδαλλό στην συμμορία τους!!!!


Διαβάστε Περισσότερα »

Η ζωή. Και οι κυβερνήτες της...

Του Στάθη


Την ώρα που ο κ. Γεωργιάδης διακτινίζεται από πάνελ σε πάνελ διασύροντας τους γιατρούς, ένας γιατρός χειρουργεί κάπου και σώζει μια ζωή. Μέσα στο μπούνκερ ενός χειρουργείου, όπου η ζωή αντιμετωπίζει τον θάνατο, ένας-δυο-τρεις γιατροί, ένας-δυο-τρεις νοσηλευτές, ένας-δυο-τρεις διοικητικοί, κοντράρουν τον Ψυχοπομπό, κρατάνε τον πατέρα δίπλα στο παιδί του, γιομάτοι αίματα και γράμματα.

Μα δεν υπάρχουν κακοί γιατροί; Ωωω! τι μας λέει ο κήρυκας;! τι νέα μάς φέρνει ο εξάγγελος;! Αλίμονό μας, υπάρχουν, λέει, και κακοί γιατροί! Και σκάρτοι αξιωματικοί! και κουφάλες εκπαιδευτικοί! Ω, θεοί! και πώς αντέχει η Βαβυλών τέτοιο βάρος;! Ομως, είναι αρχαίο αυτό το γελοίο σόφισμα της εξουσίας. Να στρέφει την παθολογία που η ίδια δημιουργεί μέσα σε μια κοινωνία εναντίον της κοινωνίας. Να καίει τα χλωρά μαζί με τα ξερά, ιδίως όταν η καύσις δημιουργεί νέο τοπίο για μπίζνες - το real estate του αγρού του Κεραμέως. Κι έτσι η ζωή σπαράσσεται απόκείνους που την κυβερνάνε.

Ποιος κυβερνάει το ψύχος μέσα στα σπίτια; Ο κ. Στουρνάρας. Κι όλα θα αλλάξουν αν το κυβερνήσει ο κ. Χρύσανθος Λαζαρίδης.

Ποιος κυβερνά την πείνα των παιδιών; Ο κ. Τόμσεν. Κι όλα θα αλλάξουν αν την κυβερνήσει ο άνθρωπος από ξηραμένα παξιμάδια, ο κ. Τζαμτζής. Διότι η εξουσία, αυτή η εξουσία των Δυνατών, προκαλεί παθολογία στην κοινωνία, επειδή είναι παθολογική η ίδια. Και είναι παθολογική η ίδια, διότι μόνον απ’ τις παθολογίες που προκαλεί προσπορίζεται τον πλούτο και την ισχύ της. Ή μήπως δεν είναι παθολογία η δημιουργία 1.500.000 ανέργων και 1.500.000 απλήρωτων;

Ποιος κυβερνάει τη φτώχεια, την απελπισία και την ταπείνωσή τους; Ο κακός γιατρός; Ο άχρηστος αξιωματικός; ή ο καθ’ ύλην αρμόδιος υπουργός;

Ποιος κυβερνάει τον θάνατο των δένδρων που πετσοκόβονται κατά εκατοντάδες χιλιάδες για να ζεσταθούν οι τρελαμένοι απ’ το κρύο;

Ποιος τους τρελαίνει στο κρύο;

Ποιος δημιούργησε τις συνθήκες για να βγαίνουν οι συμμορίες στα δάση (ακόμα και στα πάρκα) και να κόβουν τα δένδρα του θανατά, όπως έκαναν οι Γερμανοί στην Κατοχή κι αποψίλωσαν βουνά που ακόμα στέκουν φαλακρά στην Αττική;

Η ομίχλη των φτωχών, ομίχλη καρκινογόνα, σκεπάζει πολλές απ’ τις πόλεις στην Ελλάδα - τι κρίμα που την αναπνέουν και οι πλούσιοι. Πλην όμως δεν χαμπαριάζουν -αυτοί οι τύποι είναι ικανοί να πουλήσουν το σκοινί απ’ το οποίο θα κρεμαστούν τα παιδιά τους- ή μήπως κάνω λάθος κι αυτές τις ημέρες συσπειρώθηκαν οι πλούσιοι εναντίον του κ. Σαμαρά για να σταματήσει η πολιτική του να παράγει το νέφος των φτωχών; Εγινε ενέργεια τις η «δράση» και δεν αντελήφθην;

Μα είναι δυνατόν; ρωτάει η θεία η Φωτούλα, να σκοτώνουν οι πλούσιοι τους εαυτούς τους και τα παιδιά τους, για να βγαίνουν ακόμα περισσότερα φράγκα απ’ τη λαθρεμπορία πετρελαίου; (Στα 35 δισ. εκτινάχθηκε η θεάρεστη αυτή απασχόληση.) Και είναι δυνατόν, συνεχίζει απτόητη η θεία Φωτούλα, να έχουν ηλίθιους για να διαχειρίζονται τέτοια θέματα; Και ψεύτες, θεία. Ο κ. Στουρνάρας επικαλέσθηκε «άρνηση της Τρόικας» για ένα θέμα που ουδέποτε συζήτησε μαζί της.

Ομως το θέμα, καλή μου θεία, δεν έχει να κάνει με την ηλιθιότητα, αλλά με την κλοπή. Μήπως δεν ανακεφαλαιώθηκαν με δικά σου λεφτά οι Τράπεζες που θέλουν τώρα με αυτά τα λεφτά να σου πάρουν το σπίτι; Το βρίσκεις αυτό ηλίθιο εκ μέρους τους ή μήπως είναι ηλίθιο εκ μέρους μας; Και ποιος εκτελεί αυτή τη θανάσιμη πολιτική των Τραπεζών; ο κακός γιατρός; η κουφάλα εκπαιδευτικός; ή ο κ. Γεωργιάδης που βρίζει απ’ το πρωί ώς το βράδυ στα πάνελ τους κακούς γιατρούς και τις κουφάλες εκπαιδευτικούς;

Ποιος κυβερνάει τον κυνισμό που κυβερνάει τη ζωή μας;

Ποιος κυβερνάει τις κλοπές απ’ τον δημόσιο πλούτο, τα ακίνητα, τις πηγές ενέργειας και τις υποδομές; Και τι μισθό παίρνει αν είναι γκόλντεν μπόυ; και ποιος πολιτικός φροντίζει να έχει εκ προοιμίου το ακαταδίωκτο, αν αυτό το γκόλντεν μπόυ διαπράξει κακουργήματα;

Και ποιος πολιτικός έχει φροντίσει (με τον νόμο περί ευθύνης υπουργών) να έχει και ο ίδιος το ακαταδίωκτο, όταν εξασφαλίζει το ακαταδίωκτο των σμπίρων του; Ποιοι άλλοι; ο κ. Σημίτης, ο Γιωργάκης, ο κ. Σαμαράς, ο κ. Βενιζέλος, ο άνθρωπος από ξηραμένο παξιμάδι, κ. Τζαμτζής, η οσία Λουκρητία, συγγνώμη, η κυρία Αννα Μισέλ Ασημακοπούλου και όλοι όσοι ψηφίζουν «της πατρίδας τον χαμό». Εχουν όλοι ονόματα, διευθύνσεις, υπογραφές.

Ή μήπως ο χαμός που γίνεται δεν είναι της «πατρίδας ο χαμός»;

Ποιος εκχώρησε την Ασυλία της χώρας; ο κακός μπακάλης της γειτονιάς, ο λαϊκιστής σουβλατζής που κλέβει πέντε δράμια ξίγκι απ’ την μπουκίτσα ή οι μεγαλοφαγάδες που τρώνε τις μίζες σαν γατοκέφαλα;

Ποιος κυβερνά τη θλίψη του κλειστού μαγαζιού; ποιος πάει να ξεριζώσει τον αγρότη απ’ το χωράφι του; ποιος γονάτισε στους φόρους τους πάντες πλην απ’ τους φοροφυγάδες; Και για πόσα χρόνια τώρα βαράει τον ίδιο ταμπουρά και χορεύει σαν ξεγάνωτος ντενεκές τον ίδιο χορό της αηδίας απ’ τα έργα του;

Και ποιοι τους βοηθάνε όλους αυτούς τους σπουδαιοφανείς ουτιδανούς, αυτά τα χρέπια που κυβερνάνε το κρύο μέσα στα σπίτια μας και την πείνα παντού στην πατρίδα μας; ποια ΜΜΕ; πόσα χρόνια τώρα κάνουν την ίδια προπαγάνδα, μετέρχονται τα ίδια στερεότυπα, ασκούν την ίδια τρομοκρατία; Γέρασαν οι μουτσούνες τους στις οθόνες, αλλά παραμένει ακούραστη η απληστία τους, αχόρταγη η βουλιμία τους, ακόρεστη η  περιφρόνησή τους για τα ανθρωπάκια, τα θύματα, τα πελατάκια τους.

Ομως αλλάζει η χρονιά. Δεν θα πω σήμερα για τη βοή που ακούγεται, για την οργή που έρχεται -«Η Ελλάδα κοντά σε κοινωνική έκρηξη», γράφει ο Economist- θα μείνω στο απόηχο όσων κάνατε. Φρέσκα, ακόμα, εγκλήματα.

Οπως οι πλειστηριασμοί, η αισχρή φορολόγηση των σπιτιών, η απελευθέρωση των απολύσεων.

Οσο αυτός ο απόηχος δεν γίνεται το κύκνειο άσμα σας, στη βοή των επερχομένων θα προστίθεται κι άλλος κλαυθμός κι άλλος γόος, διότι από κανένα κακό δεν αφίστασθε, αλλά κακό στο κακό προσθέτετε. Εσείς που κυβερνάτε κι όχι εκείνοι που υποκλέψατε την ψήφο τους, ούτε οι άλλοι, οι χαϊδεμένοι σας πελάτες, αυτοί που προσχηματικά βρίζετε, ως κακούς γιατρούς και κουφάλες εκπαιδευτικούς, μόνον και μόνον για να εξισώνετε προς τα κάτω

ό,τι καλό διαθέτει ή ό,τι καλό θα μπορούσε να παράξει αυτή η κοινωνία...


Από το e-nikos

Διαβάστε Περισσότερα »

«Και συ τι δουλειά κάνεις, ρε Γκρούεζα;»

Του Νίκου Μπογιόπουλου

Η στήλη παρότι ανακουφισμένη από τις εξελίξεις στο θέμα Τομπούλογλου, παρότι ικανοποιημένη που για μια ακόμα φορά το καλό θριάμβευσε πάνω στο κακό, συνεχίζει να έχει μερικές απορίες.

Απορία πρώτη: Με εκείνο το καθεστώς που θέλει τον κάθε αποτυχημένο πολιτευτάκια να πιάνει στασίδι στη διοίκηση του τάδε δημόσιου φορέα ή του δείνα δημόσιου οργανισμού, τι γίνεται;  Με το μοντέλο που θέλει το κάθε παράσιτο του κομματικού σωλήνα, τον κάθε ασπάλακα της συνομοταξίας «τα δικά μας παιδιά» να βολεύεται σα βδέλλα πάνω στο σώμα της κοινωνίας, τι γίνεται; Κάτι μας λέει ότι το έργο συνεχίζεται κανονικότατα. Όπως ακριβώς το έλεγε ο Μαυρογιαλούρος (Κωνσταντάρας) στον Γκρούεζα (Παπαγιαννόπουλο): «Και πώς ζεις εσύ ρε Γκρούεζα, τι δουλειά κάνεις;» ρωτούσε ο Κωνσταντάρας τον κομματάρχη Παπαγιαννόπουλο. «Μα εγώ είμαι του κόμματος, κύριε υπουργέ», απαντούσε εκείνος αφοπλιστικά...

  
Απορία δεύτερη: Μέσω του ΕΣΠΑ διεξάγεται ένας τρελός χορός εκατομμυρίων που αφορούν σε δράσεις (και) στον τομέα Υγείας. Θυμίζουμε ότι το ΕΣΠΑ δεν το χαρίζει κανένας. Είναι λεφτά των φορολογουμένων της Ευρώπης (και της Ελλάδας) που υποτίθεται ότι επιστρέφουν στους λαούς. Αμ δε! Το «βάζο» στο οποίο ο Τομπούλογλου έβαλε το δάκτυλο για να γλείψει λίγο από το «μέλι» αφορά σε 2,8 εκατομμύρια ευρώ. Πρόκειται για πρόγραμμα για την πρόληψη της παιδικής παχυσαρκίας. Που όμως περιλαμβάνει μόνο 40.000 μαθητές. Οι άλλοι; Και που πάνε αυτά τα λεφτά; Προσέξτε: τα 2 εκατομμύρια πάνε σε μισθούς 8μηνιτών που θα τρέξουν το πρόγραμμα, γύρω στις 300.000 ευρώ είχαν προβλεφτεί για ενημερωτικά έντυπα κι άλλα 300 χιλιάρικα για ημερίδες. Όλα αυτά είναι, φυσικά, νόμιμα…
 
Αλήθεια, όμως: Σε μια χώρα με τέτοια προβλήματα στο χώρο της Υγείας γιατί τα εκατομμύρια πηγαίνουν για ψηφοθηρική εκμετάλλευση στη λογική «δούλεψε 8 μήνες και ζήσε με ψίχουλα» και δεν αξιοποιούνται για τη στελέχωση με μόνιμο προσωπικό της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας ή με σχολίατρους που θα αφορούν στο σύνολο του νεανικού πληθυσμού; Γιατί νοσοκομεία, όπως το «Παίδων», να έχουν ανάγκη από ιδιωτικές διαφημιστικές εταιρείες για τη δημοσιότητα του όποιου προγράμματος; Υπάρχει καλύτερη διαφήμιση από το ίδιο το έργο και από τα ίδια τα αποτελέσματα της πρόληψης; Το Δημόσιο στερείται φορέων που θα αναλάβουν με όρους αχρήματης οικονομίας το έργο της δημοσιοποίησης του μηνύματος, ειδικά όταν αυτό αφορά σε ζητήματα Υγείας; Και γιατί αυτά τα εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ (που βεβαίως στην περίπτωση του «Παίδων» νομίμως, σύμφωνα με τα καθέκαστα της ΕΕ, διεκδίκησε η εταιρεία, η οποία πολύ καλά έκανε και έβγαλε στη σέντρα τον Τομπούλογλου) δεν αξιοποιούνται όχι για «επικοινωνηθεί» το άλφα ή το βήτα πρόβλημα, αλλά για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα;
 
Επαναλαμβάνουμε:  Όλα αυτά, από την μηχανή που – αδιαλείπτως- βγάζει «Γκρούεζες» μέχρι τους τρελούς χορούς εκατομμυρίων στους οποίους χορεύουν οι «Τομπούλογλου», γίνονται νόμιμα. Με χαρτιά, με σφραγίδες, με αποφάσεις της Βουλής, της ΕΕ και των κυβερνώντων. Ε, αυτό ακριβώς είναι το θέμα: Στο σύστημα που ακρογωνιαίος λίθος της λειτουργίας του είναι η εκμετάλλευση και το ίδιον όφελος, όταν όλα υποτάσσονται στο κέρδος, το ατομικό, το ιδιωτικό, το ιδιοτελές κέρδος, κι όταν όλα αυτά γίνονται στο φως της ημέρας, δε χρειάζεται πολλή φαντασία για το τι συμβαίνει όταν πέφτει η «νύχτα». Τότε, μόλις «σκοτεινιάσει», η ιδιοτέλεια και ο ατομισμός παραδίδουν τη σκυτάλη στα «αδελφάκια» τους: Τη μίζα, την αρπαχτή, τη διαπλοκή, τη λαδιά, την κομπίνα και στο κατάντημα (σσ: στο σημείο αυτό εκτός από τον κ.Τομπούλογλου, παρακαλούμε να μεταφερθούν τα χαιρετίσματά μας και στον κ.Λιάπη)...

Αλλά – χρονιάρες μέρες που είναι - δεν χρειάζεται να χαλάμε τις καρδιές μας. Ας μείνουμε στα «σημαντικά», τα οποία σύμφωνα με το τρέχον «αφήγημα» είναι τα εξής: Πρώτον, ο Τομπούλογλου εντοπίστηκε να παίρνει μίζα. Δεύτερον, ο κ.Σαμαράς τον διέγραψε από τη ΝΔ. Τρίτον, ο κ.Άδωνις Γεωργιάδης έδωσε συγχαρητήρια στην Αστυνομία που τον συνέλαβε. Και κάπως έτσι όλα επανήλθαν στον υπέροχο κόσμο της ηθικής. Και της νομιμότητας. Δεν έχουμε, λοιπόν, παρά να συνεχίσουμε να παρακολουθούμε το «τομπουλογλο-θέαμα» στα κανάλια με ένα αίσθημα δικαίωσης για την τροπή που πήραν τα πράγματα. Ας κάνουμε και το χατίρι των θεματοφυλάκων της εξουσίας: Να τους εξάρουμε για την αποφασιστικότητά τους στην πάταξη της διαφθοράς. Άλλωστε πρόκειται, ως γνωστόν, για μία εξουσία που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της. Και κυρίως δεν ανέχεται τους Τομπούλογλου στις καρέκλες της…

Υστερόγραφο: Όποιος αισθάνεται ότι πάει να σκάσει από την ευτυχία της «κάθαρσης» που προσφέρει στο Έθνος η νέα σταυροφορία κατά της διαφθοράς, δεν θα έβλαπτε να πάρει τον αιθαλομιχλούχο αέρα του κάνοντας μια βόλτα στα μαγαζιά, εκεί κατά τις 12 το βράδυ. Όλο και κάποιος εμποροϋπάλληλος θα έχει μείνει δεμένος στις αλυσίδες της μισθωτής σκλαβιάς του για να μας κάνει «λευκές τις νύχτες». Έτσι αποφάσισαν οι ταγοί της πόλης.

Είναι οι ίδιοι που μας έχουν κάνει μαύρες τις μέρες…

Από το e-nikos
Διαβάστε Περισσότερα »

Το αστέρι που δάκρυζε

Της Ελένης Ζάχαρη


Πέρασε πάλι τ' αστέρι από τη γειτονιά και δεν είδε μήτε ένα παράθυρο στολισμένο μήτε ένα μπαλκόνι με φωτάκια, όπως στις άλλες γειτονιές. Άκουγε μόνο κλάματα σιγανά και ψιθύρους που αν πρόσεχε κανείς λίγο παραπάνω γίνονταν λέξεις "πεινάω", "κρυώνω", "μάνα, καίγομαι.."

Το αστέρι τα 'χασε κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό να χάσκει σαν τρύπα μισοφωτισμένη. Αναρωτήθηκε τι ήταν όλα αυτά και πώς γινόταν άνθρωποι να πεινάνε, να κρυώνουν, να είναι άρρωστοι, όταν μερικούς δρόμους - άντε, αρκετούς μερικούς δρόμους - πιο πέρα κάποιοι άλλοι έτρωγαν πλουσιοπάροχα γεύματα, πετούσαν εξίσου πλούσια σκουπίδια, είχαν τζάκια αναμμένα, άρρωστοι δε γνώριζε αν ήταν..

Τρόμαξε το καημένο, πίστεψε πως οι άνθρωποι ήταν όλοι ευτυχισμένοι και πλούσιοι! Προχώρησε σ' άλλη γειτονιά, πάλι τα ίδια αλλά εκεί είχαν στολίδια! "Εδώ στόλισαν τον πόνο, να μη φαίνεται.." σιγομουρμούρισε τ' αστεράκι.

Προχώρησε μερικούς δρόμους, σκοτάδια, δυο άνθρωποι έψαχναν τα σκουπίδια μαλώνοντας με τις γάτες! Το αστέρι εκνευρίστηκε! Κάτι δεν πάει καλά εδώ! Ο παππούς του έλεγε πως είχε δει ανθρώπους να είναι έτσι τότε που όλος ο κόσμος ήταν σε πόλεμο! Βρε; Μπας και το έστειλαν σε λάθος εποχή; Αυτός ο Άγγελος όλο ανοησίες έκανε τον τελευταίο καιρό!

Μέχρι κι ο Μεγάλος τον κατσάδιασε! Έστειλε τους Μάγους αντί για τη Βηθλεέμ στη Γάζα!!! Βέβαια, κάτι του είπε γιατί τον κοίταξε κάπως και του είπε ΜΠΡΑΒΟ!!! Ένα μπράβο που τάραξε το Σύμπαν! Έχει γούστο τώρα να έκανε κι άλλη ανοησία για να πάρει Μπράβο!!! Και τι θα κάνει μια σταλιά αστέρι εδώ που ήρθε; Ώχου μπελάδες!!! Αστέρια, Μάγοι, Άγγελοι μαλλιά κουβάρια!

Όπου κι αν πήγαινε εκείνο το βράδυ το μικρό αστέρι το σκηνικό ήταν ίδιο άντε να άλλαζε λίγο το στόλισμα - κάποιοι άντεχαν να πληρώσουν ακόμη την Υπηρεσία Ηλεκτρισμού κι άναβαν κάνα φωτάκι - Το χειρότερο ήταν εκεί που υπήρχαν παιδιά και γέροι και άρρωστοι, εκεί έκλαιγε ασταμάτητα. Δεν μπορούσε τίποτε να κάνει άλλο! Έτσι προχωρώντας έφτασε κοντά σε μια καλύβα, στα ριζά της πόλης. Άκουσε ομιλίες από μέσα.

- Σώπα μάτια μου, σώπα,! Θα έρθει ο γιατρός!
- Πότε μανούλα; Τόσες ώρες έχουν περάσει...
- Έχει πάει ο πατέρας σου στο Ιατρείο αλληλεγγύης του Δήμου
   μήπως τέτοια μέρα έχουν κάποιον εθελοντή στη βάρδια.
- Ο παιδίατρός μου;
- ψυχή μου...δεν έχουμε χρήματα πια για γιατρό ιδιώτη από τότε που χάσαμε τη δουλειά μας!
- Κι αν δεν βρει ο μπαμπάς γιατρό;
- θα βρει μάτια μου! Πώς δε θα βρει;
- καλά μανούλα...πεινάω....
- τώρα παιδί μου, τώρα..λίγη σούπα έχω να σου φέρω.....

Το αστέρι κόντεψε να χάσει τα λογικά του δηλαδή; Αν δεν ερχόταν γιατρός; Τι θα πάθαινε το παιδί; Και πώς χάνουν οι άνθρωποι τις δουλειές τους σ' αυτόν τον τόπο;

Α! Τώρα εδώ που με στείλατε κάντε κάτι όοολοι εκεί απάνω!!! Βγάζετε την ουρά σας απέξω! Εσένα κυρ Άγγελε θα σε μαδήσω! Πούπουλο δε θα σου μείνει! Βρε!!! Ξέρω εγώ από γιατρούς;

Όλα αυτά έλεγε το αστεράκι μέχρι που τού ήρθε μια καλή ιδέα, κοίταξε γύρω γύρω, σιγουρεύτηκε για τους δρόμους και ξεκίνησε, κάπου είχε δει μια φωτεινή πινακίδα ΠΑΙΔΙΑΤΡΟΣ Κος Άγγελος Αστέρης

Τι ωραίο όνομα! Έψαξε λίγο το αστεράκι και ξαναβρήκε το φωτισμένο σπίτι, τη φωτεινή πινακίδα και τον Παιδίατρο. Και τώρα;

Τώρα, χτυπάμε το κουδούνι! Νύχτα Χριστουγέννων είναι αυτή, ποιος ξέρει, μπορεί να γίνονται θαύματα. Λες ρε; σκέφτηκε το αστέρι και μια φάπα ανεξήγητη προσγειώθηκε στο κεφάλι του. Φταίω ρε που σκέφτομαι φωναχτά! είπε, Θα σε μαδήσω!

Χτύπησε το κουδούνι και την πόρτα άνοιξε ένας κύριος χμμμ, γύρω στα σαράντα, με σπαστά μαλλιά, ψηλός, με μεγάλα σκούρα μάτια και πλατύ χαμόγελο. Κοιτάει από εδώ, κοιτάει από εκεί, κανείς! Το αστέρι είχε τρυπώσει ήδη μέσα και πήγε στο γραφείο του γιατρού. Άρχισε να γράφει με το νι και το σίγμα τα πάντα.

Λησμόνησε πως το φως του ήταν αρκετά δυνατό κι όταν είδε τον νέο γιατρό να το κοιτάζει σαν χάνος σάστισε! Τού έδειξε το χαρτί. Ο γιατρός έπιασε πρώτα το σφυγμό του, μετά το διάβασε αν και σταυροκοπήθηκε αρκετές φορές. Χα, παλιο Άγγελε! Κοίτα εδώ! Σκεφτόταν, όταν ο γιατρός πάντα αποβλακωμένος σχεδόν του είπε μαζί με κάτι απίστευτα νοήματα αν καταλαβαίνει και μπορεί να τον πάει στο παιδί..

"Μα τι είναι τούτοι! Νύχτα βγαίνουν απ τη Σχολή;" σκεφτόταν το αστεράκι..

-Ναι, λέμε! Κουνήσου και το παιδί κινδυνεύει! Αλμπάνη!!!
-Ε! Του έκανε ο γιατρός. Πάψε! Τρελλοαστέρι! Πάμε κι αν με πάνε στο Φρενοκομείο
 δε θα φταις εσύ! Αλλά εγώ που άκουγα τις παραισθήσεις μου!!!

Ο γιατρός μπήκε στο αυτοκίνητό του, το αστέρι κάθισε στην οροφή, πρώτος οδηγός ο ντόκτορ!!! Έφτασαν στην καλύβα, ο Άγγελος Αστέρης έφριξε! Μένουν άνθρωποι εδώ; είπε.

Ναι! Τσίριξε το αστέρι! Κι αν αργήσουμε κι άλλο ο μικρότερος της παρέας δεν ξέρω που θα μένει!!!

Ο γιατρός χτύπησε ευγενικά την πόρτα, άνοιξε και αντίκρισε απελπισμένα πρόσωπα που πριν περάσουν δυο λεπτά είχαν γίνει φωτεινά!

-Γιατρέ!
-κ. Άγγελε!
-Δημητράκη!

Πριν καν δοθούν εξηγήσεις ο γιατρός άρχισε να εξετάζει το μικρό κι αποφάσισε πως έπρεπε να νοσηλευθεί επειγόντως..

Είπε αμέσως πως θα πάει ο μικρός στην οικογενειακή κλινική τους κι έτσι κανένα έξοδο δεν θα είχαν!

Μόλις διευθετήθηκαν όλα το μικρο αστέρι ξεκίνησε δακρυσμένο να φύγει. Ξάφνου σαν να περίμεναν τα πάντα αυτή τη στιγμή, σταμάτησε ο Χρόνος, άνοιξε ο Ουρανός κι Άγγελοι κι αστέρια ανεβοκατέβαιναν ψάλλοντας το Δόξα εν υψίστοις σε Ουρανό, Θάλασσα, γη, αέρα!!!

Το αστέρι υποκλίθηκε ως τέλειος επαναστάτης!!!! " Όσα έχω θα σου δίνω για να πορεύεσαι....."

©Λένη...


Διαβάστε Περισσότερα »

Κβάντα και Αϊνστάϊν

Της Τούλας Μπαρνασά


H εμμονή που είχε ο Aϊνστάιν να αρνείται την κβαντομηχανική υπήρξε φανατική. Ωστόσο είχε ένα τολμηρό όνειρο και το πάλεψε ως το τέλος της ζωής του, επιχειρώντας να ενώσει τις δυνάμεις σε μια περιγραφή.

Ο Aϊνστάιν οραματίστηκε όπως και ο Πυθαγόρας, πως το σύμπαν δένεται με τέλειους κρίκους. Tα άστρα, οι πλανήτες και οι γαλαξίες δεν είναι παρά οι υλικές εκφάνσεις μιας απίστευτα δυναμικής ενεργειακής πολυπλοκότητας, που την αποτελούν τα αναρίθμητια μέρη ενός ζωντανού ενεργειακού δυναμικού πεδίου που κραδαίνει φως.

Για να ερμηνεύσει ο Αινστάιν την απόλυτη αυτή δύναμη, που υπόλοιπες γνωστές δυνάμεις αποτελούν μέρος της, θα έπρεπε προηγουμένως να εξηγήσει τι ακριβώς είναι η ύλη.

Τότε συλλογίστηκε πως η ύλη δεν ήταν αυτό που φαίνεται. Tα άτομα ή τα μόρια, δεν είναι παρά ταλαντώσεις και παράξενες διακυμάνσεις που συντελούνται μέσα στο αβυσσαλέο χωροχρονικό σώμα. Με άλλα λόγια πρόκειται για ιδιότητες του χωροχρονου.

Απο μόνη της η ύλη, όπως φαίνεται και όπως συμπεριφέρεται κλασικά, δεν προσφερόταν να βοηθησει την εξέλιξη της θεωρίας των πάντων.

Στον μυστηριακό και παράδοξο αυτό τομέα μπαινόβγαινε μόνο μια παράλογη θεά, η κβαντομηχναική. Ό,τι αρνιώταν δηλαδή δογματικά ο Aινστάιν να αποδεχθεί.

Ηταν αδύνατον να δει το κόσμο σαν ένα τεράστιο καζίνο που ο τρελλός τζόγος του μπορούσε να καταλήγει τυχαία στην κοσμική νομοτέλεια.

H διαφορά την εικόνας του κόσμου απο την αϊνστάνια σχετικότητα απείχε απο εκείνη που παρουσίαζε το κβαντικό βασίλειο που έμοιαζε με Λας Bέγκας της παράνοιας.

H σχεδιαστική εικόνα του σύμπαντος, ήταν ριζικά διαφορετική στο μυαλό του Aϊνστάιν και την ονειρευόταν αρμονική, ατεμάχιστη, συνεχή αδιάλειπτη και ομαλή.

Τα κβάντα όμως αποκάλυπταν έναν κόσμο σπασμένο σε άπειρα κομάτια, ανώμαλο και κλειδωνιστό;

Στο χωροσχρονικό συμπαν του Aϊνστάϊν, τα πράγματα γλυστρούν ήσυχα και ακολουθούν αιτιοκρατικούς νόμους .

Αντίθετα στο κβαντικό σύμπαν, όλα συμβαίνουν τυχαία μοιάζοντας πότε να εξαφανίζονται και πότε να παρουσιάζονται σαν μέσα απο ένα μαγικό καπέλο .

Τα σωματίδια ωσάν εκτοπλασματικά μπαλάκια του άφαντου, κυλούν μέσα σε ένα τεράστιο θερμοδυναμικό καζίνο.

Ο κόσμος που εμφανίζεται ως αποτέλεσμα, δεν είναι παρά μιά τυχαία κβαντική παραφροσύνη, που ωστόσο καταλήγει παραδοξως , να εκφράζει γεωμετρική και μαθηματική τάξη.

H εξισώσεις της κβαντομηχανικής απαγορεύουν την πρόγνωση και οποιαδήποτε υπολογιστική λογική για τον μικρόκοσμο, κάτι που συμβαίνει απαράιτητα στη μέτρηση του μεγάκοσμου.

Tο πιό παράδοξο ήταν πως την κβαντομηχναική ως επιστήμη την θεμελίωσε ο ίδιος ο Aινστάιν το 1916, όταν εισήγαγε στα κβάντα τις πιθανότητες.

Όλες η προβλέψεις της κβαντομηχανικής λειτουργούν υπολογίζοντας τις πιθανότητες και τη στατιστική που οδηγεί σε διαφορετικά και ποικίλα αποτελέσματα.

Ωστόσο το καζίνο του μικρόκοσμου είναι το καζάνι που η φύση συνταγολογεί τις μορφές του κόσμου

Tα σωματίδια είναι οι απειροελάχιστες μάρκες της δημιουργίας. Η μπίλια όμως, είναι η υπερδύναμη που γεννά τις όψεις του χωροχρόνου τζογάροντας τυχαία μέσα σε ένα άτακτο και χαοτικό κοσμικό καζάνι.

Εκεί διαρκώς αναδιπλώνεται και εκτίνεται το ζυμάρι του κόσμου αποδίδοντας άπειρες γεωμετρικές μορφές.

Tο μοντέλο του Aινστάιν προσκυνούσε την πυθαγόρεια τελειότητα. Hταν το τεράστιο φωτοκοσμικό σώμα του χωροχρόνου, αψογο και κομψά γεωμετρημένο.

Η κίνησή του στροβιλιζόταν με ανυπέρβλητη χάρη σαν σε καλασικό χορό μέσα από τις εκτάσεις και αναδιπλωσεις ύλης και ενέργειας , γέννησης και θανάτου.

O κβαντικός κόσμος ανατρεπττικός, απροσδόκητος,σαν την ανυπότακτη "μπλέ νότα " της τζάζ, τρελλαίνει τη φυσική

Κινείται μέσα απο αορατους μετασχηματισμούς ύλης και ενέργειας, με καταπληκτική ακρίβεια και τελειότητα που ωστόσο φαντάζει τυχαία .

Aπο αυτήν την αταξία προέρχεται η υπερτέλεια συμπαντική αρμονία

Οι δυο κοσμοθεωρείες, σχετικότητα και κβαντομηχανική θα μπορούσαν να υπάρχουν συγχρόνως.

Ίσως η σχετικότητα να είναι η μορφή του σύμπαντος και τα κβάντα το ενεργειακό πνεύμα του, αν και μιά τέτοια σκέψη φαντάζει κόρη Kαρτεσιανική.

Και οι δυό αντίπαλες θεωρίες, έσχισαν στα δυό την εικόνα του νού για το Σϋμπαν και τα παγκόσμια μαθηματικά έχασαν τα πασχάλια τους.

Σχετικότητα και κβαντομηχανική αποδεικνύουν μέσα απο διαφορετική μαθηματική περιγραφή, πως ο κόσμος έχει δυό όψεις, δυό πραγματικότητες, δυό υποστάσεις. Αυτό οδήγησε αργότερα τη φυσική σε φοβερή σύγχιση.

O Aϊνστάιν κατα τη διάρκεια που ζούσε στην Αμερική προσπάθησε να ενώσει τις δύο κύριες δυνάμεις την βαρύτητα και την ηλεκτρομαγνητική αλλά απέτυχε.

Όταν αργότερα ήρθαν στο φως η δυό κβαντικές δυνάμεις, η ασθενής και η ισχυρή πυρηνική, η προσπάθειά του είχε καταστεί πλέον απρόσιτη.

O Θεός είναι πολυμήχανος αλλά όχι μοχθηρός, έλεγε ελπίζοντας πως η αιτιότητα υπάρχει κάτω απο όλα τα κοσμικά μεγέθη .

Tελικά απεδέιχθη πως ο Θεός του ,εκτός απο τζογαδόρος στάθηκε γι αυτόν και μοχθηρός. Η κβαντική θεωρία διέλυσε τη κλασική εικόνα και αποκάλυψε την εξωφρενική διπλοπροσωπεία του σύμπαντος.

Διαβάστε Περισσότερα »

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Γεννιόμαστε με τους νεκρούς



1.


Κι αυτό το ανεκλάλητο για τους νεκρούς, όσο ζούσαν
Μπορούν να σου το πουν, σαν είναι πεθαμένοι: η επικοινωνία
Των νεκρών έχει τη γλώσσα της φωτιάς
πέρα από τη γλώσσα αυτών που ζουν.
Τ.Σ. Ελλιοτ: Little Gidding

Υποτίθεται πως η πρώην γυναίκα του, η Συβίλλη, πήγαινε προς τη Ζανζιβάρη. 'Ετσι του είχαν πει, και το πίστευε. Ο Χόρχε Κλάιν είχε φτάσει σ' αυτό το σημείο της έρευνάς του που θα μπορούσε να πιστέψει οτιδήποτε, αν η πίστη του θα μπορούσε να τον οδηγήσει στη Συβίλλη. Πάντως δεν ήταν τόσο παράλογο να πηγαίνει στη Ζανζιβάρη. H Συβίλλη πάντα ήθελε να πάει εκεί. Με κάποιον ανεξιχνίαστο τρόπο, αυτό το μέρος της είχε γίνει μονομανία, είχε κυριεύσει το κέντρο της συνείδησής της εδώ και καιρό. 'Οσο ήταν ζωντανή δεν είχε μπορέσει να πάει εκεί, αλλά τώρα που ήταν ελεύθερη από κάθε δέσμευση, η Ζανζιβάρη θα την τράβαγε όπως ένα πουλί η φωλιά του, όπως τον Οδυσσέα η Ιθάκη, όπως ένα σκαθάρι μια φλόγα.

Το αεροπλάνο, ένα μικρό Χάβιλλαντ FP- 803 της Αεροπορικής Εταιρείας της Ζανζιβάρης, απογειώθηκε από τo Νταρ-ες-Σαλαάμ με περισσότερες από τις μισές θέσεις κενές στις 09:15 ενός γλυκού, λαμπερού πρωινού, διέγραψε έναν κύκλο πάνω από τα πυκνά μαγγόδεντρα, τα φλογερά κόκκινα λουλούδια και τους ψηλούς κοκοφοίνικες στις γαλαζοπράσινες ακτές του Ινδικού Ωκεανού και κατευθύνθηκε βόρεια, διασχίζοντας το στενό πορθμό που τους χώριζε από τη Ζανζιβάρη. Αυτή η μέρα - Τρίτη, 9 Μαρτίου 1993 - θα ήταν μια ασυνήθιστη μέρα για τη Ζανζιβάρη: πέντε νεκροί βρίσκονταν στο αεροπλάνο, οι πρώτοι του είδους τους που επισκέπτονταν αυτό το εύοσμο νησί. O Νταούντ Μαχμούτ Μπαρουάνι, ο υγειονομικός υπάλληλος που είχε υπηρεσία εκείνο το πρωί στο Αεροδρόμιο Καρούμε της Ζανζιβάρης, είχε προειδοποιηθεί από τους ηπειρωτικούς υπαλλήλους μεταναστεύσεως. Δεν είχε ιδέα πώς να χειριστεί την κατάσταση, και ήταν ανήσυχος: η κατάσταση ήταν τεταμένη στη Ζανζιβάρη. Πάντα η κατάσταση είναι τεταμένη στη Ζανζιβάρη. Θα έπρεπε να τους αρνηθεί την είσοδο; Οι νεκροί συνιστούσαν κάποια απειλή στην πάντα αβέβαιη πολιτική σταθερότητα της Ζανζιβάρης: Υπήρχαν λιγότερο φανεροί κίνδυνοι: Οι νεκροί θα μπορούσαν να είναι φορείς επικινδύνων πνευματικών ασθενειών. Υπήρχε καμιά αναφορά στον Αναθεωρημένο Διοικητικό Κώδικα που να δικαιολογεί την άρνηση βίζας με το αιτιολογικό της υποψίας πνευματικών μολύνσεων; Ο Νταούντ Μαχμούτ Μπαρουάνι τσίμπησε κακόκεφα λίγο από το πρωινό του - κρύο τσαπάττι, έναν σωρό από κρύες πατάτες με κάρυ - και περίμενε απρόθυμα την άφιξη των νεκρών.

Σχεδόν δυόμισι χρόνια είχαν περάσει από τότε που o Χόρχε Κλάιν είχε δει τελευταία φορά τη Συβίλλη: από το απόγευμα του Σαββάτου, 13 Οκτωβρίου 1990, την ημέρα της κηδείας της. Εκείνη την ημέρα κειτόταν στο φέρετρό της σαν να κοιμόταν απλώς, με την ομορφιά της τελείως απείραχτη από την τελευταία της δοκιμασία: χλωμό δέρμα, μαύρα στιλπνά μαλλιά, λεπτά ρουθούνια, γεμάτα χείλη. 'Ενα λαμπερό χρυσό και βιολετί ύφασμα περιτύλιγε το γαλήνιο σώμα της' η μαρμαρυγή μιας ηλεκτροστατικής ομίχλης, αμυδρά αρωματισμένης με γιασεμί, την προστάτευε από τη φθορά. Επί πέντε ώρες έπλεε στην εξέδρα της αίθουσας ενόσω διαβαζόταν το τελετουργικό του χωρισμού και προσφέρονταν τα συλλυπητήρια - προσφέρονταν σχεδόν λαθραία, σαν να ήταν ο θάνατός της κάτι το πολύ τερατώδες για να αναγνωριστεί με μια επίδειξη δυνατού συναισθήματος΄ μετά, όταν έμειναν πια λίγοι άνθρωποι, ο εσώτερος πυρήνας του κύκλου των φίλων τους, ο Κλάιν τη φίλησε ελαφρά στα χείλη και την παρέδωσε στους σιωπηλούς, μαυροντυμένους ανθρώπους που είχε στείλει η Ψυχρή Πόλη. Είχε ζητήσει στη διαθήκη της να αναζωπυρωθεί΄ την πήραν μ' ένα μαύρο φορτηγό για να εξασκήσουν τις μαγείες τους στη σορό της. Το φέρετρο, όπως απομακρυνόταν πάνω στους πλατιούς τους ώμους, φάνηκε του Κλάιν να εξαφανίζεται σ' έναν παλλόμενο γκρίζο στρόβιλο που του ήταν αδύνατο να διαπεράσει. Προφανώς δεν θα είχε ποτέ πια νέα της. Τότε οι νεκροί παρέμεναν αυστηρά μεταξύ τους, απομονωμένοι πίσω από τους τοίχους των αυτεπίτακτων γκέτο τους΄ πολύ σπάνια φαινόταν κανείς έξω από τις Ψυχρές Πόλεις, και οι ίδιοι πολύ σπάνια είχαν έστω και έμμεση επαφή με τον κόσμο των ζωντανών.

'Ετσι του επιβλήθηκε ένας επανορισμός της σχέσης τους. Επί εννιά χρόνια ήταν ο Χόρχε και η Συβίλλη, η Συβίλλη και ο Χόρχε, εγώ και συ σχημάτιζαν ένα εμείς, πάνω απ' όλα εμείς, ένα υπερβατικό εμείς. Την αγαπούσε με μια σχεδόν οδυνηρή ένταση. 'Οσο ζούσε πήγαιναν παντού μαζί, έκαναν τα πάντα μαζί, μοιράζονταν τις έρευνες και τα μαθήματα, αντάλλασσαν σκέψεις, είχαν γούστα που ήταν σχεδόν πάντα ταυτόσημα, τόσο πολύ είχε διαχυθεί ο ένας μέσα στον άλλον. 'Ηταν ένα μέρος του, κι εκείνος ένα μέρος της, κι ως τη στιγμή του απρόσμενου θανάτου της είχε υποθέσει πως θα ήταν έτσι για πάντα. 'Ηταν ακόμη νέοι, εκείνος τριάντα οκτώ, εκείνη τριάντα τέσσερα, είχαν δεκαετίες ολόκληρες μπροστά τους. Και τότε εκείνη έφυγε. Και τώρα ήταν δυο άγνωστοι, εκείνη όχι πια η Συβίλλη αλλά απλώς μια νεκρή, εκείνος όχι πια ο Χόρχε αλλά απλώς ένας θερμός. Εκείνη ήταν κάπου στην Βορειοαμερικανική ήπειρο, περπατούσε, μιλούσε, έτρωγε, διάβαζε, κι όμως είχε φύγει, την είχε χάσει, κι εκείνος έπρεπε να δεχτεί αυτή τη μεταβολή στη ζωή του, κι επιφανειακά τη δεχόταν, κι όμως, αν και ήξερε πως ποτέ πια δεν θα μπορούσε να φέρει τα πράγματα όπως κάποτε ήταν, επέτρεπε στον εαυτό του να παραδίδεται σε μια εξακολουθητική νοσταλγική ελπίδα να την επανακτήσει.

Σύντομα φάνηκε το αεροπλάνο, σκοτεινό στον λαμπερό ουρανό, ένα αιωρούμενο μόριο, ένα ερεθιστικό στίγμα στο μάτι του Μπαρουάνι που μεγάλωνε, κάνοντάς τον να κλείσει τα μάτια του και να φτερνιστεί. Ο Μπαρουάνι δεν ήταν ακόμη έτοιμος. 'Οταν ο Αμέρι Κόμπο, ο ελεγκτής πτήσεων στο διπλανό γραφείο, του τηλεφώνησε για την τυπική αναγγελία της άφιξης, o Μπαρουάνι του απάντησε, «Ειδοποίησε τον πιλότο να μην αποβιβαστεί κανείς ώσπου να δώσω την άδεια. Πρέπει να συμβουλευτώ τους κανονισμούς. Υπάρχει πιθανώς κίνδυνος για τη δημόσια υγεία». Επί είκοσι λεπτά άφησε το αεροπλάνο να περιμένει, μ' όλες τις πόρτες κλειστές, στον ήσυχο διάδρομο. Περιπλανώμενες γίδες εμφανίστηκαν από τους κοντινούς θάμνους κοιτάζοντάς το προσεκτικά. Ο Μπαρουάνι δεν συμβουλεύτηκε τους κανονισμούς. Τέλειωσε το λιτό του φαγητό μετά σταύρωσε τα χέρια του και προσπάθησε να αποκτήσει την αρμόζουσα ηρεμία. Αυτοί οι νεκροί, είπε στον εαυτό του, δεν μπορούν να κάνουν κακό. Είναι άνθρωποι σαν όλους τους άλλους, μόνο που είχαν υποβληθεί σε μια ασυνήθιστη ιατρική αγωγή. Πρέπει να ξεπεράσει το δεισιδαίμονα φόβο του γι' αυτούς: δεν ήταν κανένας χωριάτης, κανένας ανόητος προληπτικός, ούτε η Ζανζιβάρη ήταν χώρα πρωτόγονων. Θα τους δεχόταν, θα τους έδινε χάπια για τη μαλάρια σαν να ήταν συνηθισμένοι τουρίστες, θα τους έστελνε στις δουλειές τους. Πολύ καλά. Τώρα ήταν έτοιμος. Τηλεφώνησε στον Αμέρι Κόμπο. «Δεν υπάρχει κίνδυνος», είπε. «Οι επιβάτες μπορούν να βγουν».

'Ηταν εννιά όλοι-όλοι, λίγοι. Οι τέσσερις θερμοί βγήκαν πρώτοι, κάπως ζοφεροί και λίγο ψυχροί, σαν να είχαν ταξιδέψει με μια ομάδα ελεύθερες κόμπρες. Ο Μπαρουάνι τους ήξερε όλους: η γυναίκα του Γερμανού πρόξενου, ο γιος του εμπόρου Τσόουνταρυ και δυο Κινέζοι μηχανικοί. 'Ολοι τους γύριζαν από σύντομες διακοπές στο Νταρ. Τους πέρασε από την πύλη χωρίς τυπικότητες. 'Υστερα ήρθαν οι νεκροί, μετά από μισό λεπτό: προφανώς κάθονταν μαζί στη μια άκρη του σχεδόν άδειου αεροπλάνου κι οι υπόλοιποι στην άλλη άκρη. 'Ηταν δυο γυναίκες και τρεις άντρες, όλοι τους ψηλοί και εκπληκτικά ακμαίοι. Περίμενε να τους δει να τρικλίζουν, να σέρνουν τα πόδια τους, να κουτσαίνουν, να παραπατούν, αλλά αυτοί κινούνταν με δραστήριο βήμα, σα να είχαν καλύτερη υγεία τώρα, παρά όταν ήταν ζωντανοί. 'Οταν έφτασαν στην πύλη ο Μπαρουάνι προχώρησε να τους συναντήσει, λέγοντας μαλακά, «Υγειονομικοί, κανονισμοί, περάστε από εδώ, παρακαλώ». Ανέπνεαν, χωρίς αμφιβολία: αισθάνθηκε αναθυμιάσεις αλκοόλ από τον μεγάλο κοκκινομάλη άντρα, ένα μυστήριο κι ευχάριστο άρωμα, γλυκάνισο ίσως, από τη μελαχροινή γυναίκα. Ο Μπαρουάνι νόμισε πως το δέρμα τους είχε μια παράξενη κέρινη υφή, μια γυαλάδα, αλλά μάλλον ήταν στη φαντασία του΄ το λευκό δέρμα πάντα του φαινόταν τεχνητό. Η μόνη σίγουρη διαφορά που μπόρεσε να βρει στους νεκρούς ήταν στα μάτια τους, στον τρόπο που είχαν να στέκονται ακίνητα σ' ένα έντονο βλέμμα για πολλά δευτερόλεπτα προτού κοιτάξουν αλλού. Αυτά, σκέφτηκε o Μπαρουάνι, ήταν τα μάτια των ανθρώπων που είχαν κοιτάξει το Κενό χωρίς να απορροφηθούν μέσα του. 'Ενας στρόβιλος ερωτήσεων δημιουργήθηκε μέσα του: πώς μοιάζει, πώς νιώθεις, τι θυμάσαι, πού πήγες; Τις άφησε μέσα του. Ευγενικά είπε: «Καλωσήρθατε στο νησί των γαρυφάλλων. Θα θέλαμε να σας επιστήσουμε την προσοχή στο γεγονός ότι η μαλάρια έχει εξαφανιστεί από το νησί μας, μετά από εκτεταμένα προληπτικά μέτρα, και για να εμποδίσουμε την επάνοδο ανεπιθύμητων ασθενειών θα θέλαμε να πάρετε αυτά τα χάπια προτού προχωρήσετε».

Οι τουρίστες είχαν συχνά αντιρρήσεις αυτοί όμως κατάπιαν τα χάπια τους χωρίς λέξη διαμαρτυρίας. Και πάλι ο Μπαρουάνι λαχταρούσε να τους πλησιάσει, να πετύχει κάποιου είδους επαφή που ίσως να τον βοηθούσε να ξεπεράσει το βάρος της ύπαρξης. Αλλά μια αύρα, μια ασπίδα παραδοξότητας, τους κύκλωνε και τους πέντε, και, αν και ήταν ένας φιλικός άνθρωπος που είχε την τάση να πιάνει εύκολα συζήτηση με ξένους, τους πέρασε σιωπηλά στον Μ'πόντα, της υπηρεσίας μεταναστεύσεως. Το ψηλό μέτωπο του Μ'πόντα γυάλιζε από τον ιδρώτα, και δάγκωνε το χείλι του' προφανώς οι νεκροί τον είχαν αναστατώσει όσο και τον Μπαρουάνι. 'Εψαχνε αδέξια στα έντυπα, σφράγισε μια βίζα σε λάθος θέση, τραύλισε λέγοντάς τους πως έπρεπε να κρατήσει τα διαβατήριά τους για σήμερα. «Θα σας τα στείλω με κάποιον στο ξενοδοχείο σας το πρωί». Ο Μ'πόντα τους υποσχέθηκε, και έστειλε τους επισκέπτες στην παραλαβή αποσκευών με υπερβολική βιασύνη.

Ο Κλάιν είχε μόνο έναν φίλο με τον οποίο τολμούσε να το συζητήσει, έναν συνάδελφό του στο Πανεπιστήμιο του Λος Αντζελες, έναν καλοθρεμμένο, μικρό Παρσιστή κοινωνιολόγο από τη Βομβάη που τον έλεγαν Φράμζι Τζίτζιμποϊ και είχε μελετήσει τον περίπλοκο, νέο πολιτισμό των νεκρών όσο ήταν δυνατόν από έναν θερμό. «Πώς μπορώ να το αποδεχτώ αυτό;» ρώτησε o Κλάιν. «Δεν μπορώ να το αποδεχτώ. Βρίσκεται κάπου εκεί έξω, είναι ζωντανή, είναι...» Ο Τζίτζιμποϊ τον έκοψε μ' ένα γρήγορο χτύπημα των δαχτύλων του. «'Οχι αγαπητέ μου φίλε, όχι ζωντανή, καθόλου, απλώς αναζωπυρωμένη. Πρέπει να κατανοήσεις τη διαφορά». Ο Κλάιν δεν μπορούσε να κατανοήσει τίποτα σχετικό με το θάνατο της Συβίλλης. Δεν άντεχε να σκέπτεται πως είχε περάσει σε μιαν άλλη ύπαρξη από την οποία εκείνος αποκλειόταν τελείως. Το να τη βρει, να μιλήσει μαζί της, να συμμετάσχει στην εμπειρία της σχετικά με το θάνατο και ό,τι υπήρχε πέρα απ' αυτόν, έγινε o μοναδικός του σκοπός. 'Ηταν αξεδιάλυτα δεμένος μαζί της, σαν να ήταν ακόμη η γυναίκα τον, σαν ο Χόρχε και η Συβίλλη, αυτή η υπερβατικά ενωμένη οντότητα, να υπήρχε ακόμη κατά κάποιον τρόπο.

Περίμενε γράμματά της, αλλά δεν πήρε κανένα. Μετά από λίγους μήνες άρχισε να προσπαθεί να βρει τα ίχνη της, ενοχλημένος από τις παρορμήσεις του κι από τις όλο και πιο συχνές παραβιάσεις που έκανε στο τυπικό αυτού του είδους της χηρείας. Ταξίδεψε από τη μια Ψυχρή Πόλη στην άλλη - Σακραμέντο, Μπόις, Αν Αρμπορ, Λιούισβιλ - αλλά σε καμιά δεν τον δέχονταν, σε καμιά δεν απαντούσαν καν στις ερωτήσεις του. Από διάφορους φίλους μάθαινε φήμες, πως ήταν με τους νεκρούς της Τιούσον, του Ροανόκη, του Ρότσεστερ, του Σαν Ντιέγκο, αλλά δεν έβγαζε τίποτα από αυτές τις ιστορίες' τότε ο Τζίτζιμποϊ, που είχε τα πλοκάμια του στον κόσμο των αναζωπυρωμένων σε πολλά μέρη, και που βοηθούσε τον Κλάιν στην αναζήτησή του αν και διαφωνούσε με το σκοπό της, του έφερε μια αναφορά που φαινόταν αυθεντική και που έλεγε πως βρισκόταν στην Ψυχρή Πόλη Σιών στην νοτιοανατολική Γιούτα. Τον έδιωξαν κι από κει, αλλά όχι εντελώς σκληρά, γιατί κατάφερε να μαζέψει αρκετά πειστικά στοιχεία πως η Συβίλλη βρισκόταν όντως εκεί.

Το καλοκαίρι του '92 ο Τζίτζιμποϊ του είπε πως η Συβίλλη είχε αναδυθεί από την απομόνωση της Ψυχρής Πόλης. Την είχαν δει, είπε, στο Νιούαρκ του Οχάιο, στο δημοτικό γήπεδο του γκολφ στο 'Οκταγκον Στέητ Μεμόριαλ παρέα μ' έναν υπεροπτικό κοκκινομάλλη αρχαιολόγο που λεγόταν Κεντ Ζαχαρίας, νεκρός κι αυτός, ειδικός παλιότερα στον Χοπουελιανό πολιτισμό των κατασκευαστών τύμβων της κοιλάδας του Οχάιο. «Είναι μια νέα φάση», είπε ο Τζίτζιμποϊ, «που την περιμέναμε. Οι νεκροί αρχίζουν να εγκαταλείπουν την αρχική τους φιλοσοφία του ολοκληρωτικού διαχωρισμού. Αρχίσαμε να τους βλέπουμε σαν τουρίστες που επισκέπτονται τον κόσμο μας - εξερευνούν το σημείο επαφής ζωής-θανάτου, όπως προτιμούν να το ονομάζουν. Θα είναι πολύ ενδιαφέρον, αγαπητέ μου φίλε». Ο Κλάιν πέταξε αμέσως στο Οχάιο και, χωρίς να τη δει στην πραγματικότητα, την ακολούθησε από το Νιούαρκ στο Τσιλικότε, από το Τσιλικότε στο Μαριέτα, από το Μαριέτα στη Δυτική Βιρτζίνια, όπου έχασε τα ίχνη της κάπου μεταξύ του Μάουντσβιλ και του Γουήλινγκ. Δυο μήνες αργότερα έμαθε πως βρισκόταν στο Λονδίνο, μετά στο Κάιρο, μετά στην Αντίς Αμπέμπα. Στην αρχή του'93 ο Κλάιν έμαθε, από το κουτσομπολιό των συναδέλφων του - έναν πρώην Καλιφορνέζο που τώρα βρισκόταν στο Πανεπιστήμιο Νιερέρε στην Αρούσα - πως η Συβίλλη βρισκόταν σ' ένα σαφάρι στην Τανζανία και σχεδίαζε να περάσει, σε λίγες βδομάδες, στη Ζανζιβάρη.

Φυσικά. Δέκα χρόνια δούλευε στο ντοκτορά της για την εγκαθίδρυση του Αραβικού Σουλτανάτου στη Ζανζιβάρη στην αρχή του δέκατου ένατου αιώνα - μελέτες που διακόπτονταν αναπόφευκτα από άλλες ακαδημαϊκές αγγαρείες, από φλερτ, από το γάμο, από οικονομικές αναποδιές, από αρρώστιες, από το θάνατο και από πολλές ευθύνες - και ποτέ δεν είχε μπορέσει να επισκευτεί το νησί που ήταν τόσο σημαντικό γι' αυτήν. Τώρα ήταν ελεύθερη από άλλες υποχρεώσεις. Γιατί να μην πάει τελικά στη Ζανζιβάρη; Γιατί όχι; Φυσικά: πήγαινε στη Ζανζιβάρη. Κι έτσι κι ο Κλάιν θα πήγαινε στη Ζανζιβάρη, να την περιμένει.

Καθώς κι οι πέντε πήραν κάποιο ταξί, ο Μπαρουάνι θυμήθηκε κάτι. Ζήτησε από τον Μ'πόντα τα διαβατήρια κι εξέτασε τα ονόματα. Πολύ περίεργα ήταν: Κεντ Ζαχαρίας, Νερίτα Τρέησυ, Σιβύλλη Κλάιν, Αντονυ Γράκχος, Λώρενς Μόρτιμερ. Ποτέ δεν είχε συνηθίσει τα ονόματα των Ευρωπαίων. Χωρίς τις φωτογραφίες δεν θα μπορούσε να ξεχωρίσει τις γυναίκες από τους άντρες. Ζαχαρίας, Τρέηση, Κλάιν... Α! Κλάιν. Κοίταξε ένα σημείωμα, δυο βδομάδες τώρα κολλημένο στο γραφείο του. Κλάιν, μάλιστα. Ο Μπαρουάνι τηλεφώνησε στο Ξενοδοχείο Σιράζι - κάτι που του πήρε αρκετά λεπτά - και ζήτησε να μιλήσει με τον Αμερικάνο που είχε φτάσει πριν από δέκα μέρες, αυτόν το λιγνό άντρα που τα χείλη του ήταν σφιγμένα από την ένταση, που τα μάτια του γυάλιζαν από την κούραση, αυτόν που είχε ζητήσει μια μικρή εξυπηρέτηση από το Μπαρουάνι, μια ειδική εξυπηρέτηση, και του είχε δώσει ένα πολύτιμο χαρτονόμισμα εκατό σελινιών προκαταβολικά. Μετά από μια μεγάλη καθυστέρηση, ενώ χωρίς αμφιβολία υπάλληλοι έψαχναν το ξενοδοχείο, κοιτάζοντας στις τουαλέττες, στο μπαρ, στο σαλόνι, στον κήπο, o Αμερικάνος βρισκόταν στην άλλη άκρη της γραμμής. «Το πρόσωπο για το οποίο ενδιαφέρεστε μόλις έφτασε, κύριε», του είπε ο Μπαρουάνι.

2.


Ο χορός αρχίζει. Σκουλήκια κάτω από τα δάχτυλα, χείλη αρχίζουν να πάλλονται, στενοχώρια και πιάσιμο στο λαιμό. Όλα ελαφρώς ασυντόνιστα και παράφωνα, το καθένα με το δικό του τέμπο και ρυθμό. Αργά, συνδέσεις. Χείλος με χείλος, καρδιά με καρδιά, βρίσκοντας τον εαυτό στον άλλο, φρικτά, διστακτικά, φλεγόμενες... νότες που βρίσκονται σε συγχορδίες στη σειρά, η κακοφωνία γίνεται πολυφωνική αντιστικτική χορωδία, ένα κρεσέντο εορτασμού.
Ρ. Ντ. Λαινγκ: Το Πουλί του Παραδείσου

Η Συβίλλη στέκεται συνεσταλμένα στην άκρη του δημοτικού γηπέδου γκολφ στο 'Οκταγκον Στέητ Μεμόριαλ στο Νιούαρκ του Οχάιο, κρατώντας τα σανδάλια της στο χέρι και ζυμώνοντας κρυφά με τα δάχτυλα των ποδιών της το νωπό, αμόλυντο χαλί από παχύ, κοντοκομμένο κιτρινοπράσινο γρασίδι. Είναι ένα καλοκαιρινό απόγευμα του 1992, πολύ ζεστό' ο αέρας, πανέμορφα διαφανής, έχει αυτή την άχρονη μεσοδυτική μαρμαρυγή, και οι σταγόνες του νερού από το πρωινό πότισμα δεν έχουν εξατμιστεί ακόμη. Τόσο καταπληκτικό γρασίδι! Δεν είχε δει συχνά τέτοιο γρασίδι στην Καλιφόρνια, ούτε βέβαια στη Ψυχρή Πόλη Σιών στη διψασμένη Γιούτα. Ο Κεντ Ζαχαρίας, πανύψηλος δίπλα της, κουνάει το κεφάλι του λυπημένα. «Γήπεδο του γκολφ!» μουρμουρίζει. «Μια από τις πιο σπουδαίες προϊστορικές περιοχές της Βόρειας Αμερικής και την κάνουν γήπεδο του γκολφ! Τέλος πάντων, θα μπορούσε να ήταν και χειρότερα. Θα μπορούσαν να είχαν ισοπεδώσει το μέρος και να το κάνουν δημοτικό πάρκινγκ. Κοίτα, εκεί, βλέπεις τα προχώματα;»

Τρέμει. Είναι το πρώτο της παρατεταμένο ταξίδι έξω από την Ψυχρή Πόλη, η πρώτη της εξόρμηση στον κόσμο των θερμών μετά την αναζωπύρωσή της, και δέχεται απειλητικούς παλμούς από τη ζωή που βλασταίνει γύρω της. Το πάρκο είναι κυκλωμένο από ευχάριστα μικρά σπιτάκια, καλοδιατηρημένα. Παιδιά με ποδήλατα τρέχουν στους δρόμους. Μπροστά της, παίκτες του γκολφ παίζουν χαρούμενοι. Μικρά κίτρινα αυτοκινητάκια του γκολφ σκαρφαλώνουν τρελά στις ανηφόρες και τις κατηφόρες του γηπέδου. Υπάρχουν ομάδες από τουρίστες που, όπως κι εκείνη με το Ζαχαρία, έχουν έρθει να δουν τους Ινδιάνικους τύμβους. Σκυλιά τρέχουν ελεύθερα. 'Ολα αυτά της φαίνονται απειλητικά. Ακόμα και η βλάστηση - το παχύ γρασίδι, οι κουρεμένοι θάμνοι, τα δέντρα με το παχύ φύλλωμα και τα χαμηλά κλαδιά - την ανησυχεί. Ούτε η εγγύτητα του Ζαχαρία είναι καθησυχαστική, γιατί κι αυτός φαίνεται να φλέγεται από μια ζωτικότητα που δεν ταιριάζει σ' ένα νεκρό' το πρόσωπό του είναι ροδαλό, οι χειρονομίες του είναι πλατιές και υπερβολικά ζωηρές καθώς δείχνει τους χαμηλούς τύμβους με την επίπεδη κορφή, τα χορταριασμένα εξογκώματα και τις ράχες που σχηματίζουν τον κύκλο και το οκτάγωνο του αρχαίου μνημείου. Φυσικά, αυτοί οι τύμβοι είναι το κύριο ελατήριο της ύπαρξής του, ακόμα και τώρα, πέντε χρόνια μετά θάνατον. Το Οχάιο είναι η Ζανζιβάρη του.

«...κάποτε κάλυπταν τέσσερα τετραγωνικά μίλια. 'Ενα μεγάλο τελετουργικό κέντρο, το Χοπουελιανό αντίστοιχο του Τσιτσέν Ιτζά, του Λούξορ, του...» Σταματάει. Η γνώση της ανησυχίας της τελικά διαπέρασε το φίλτρο του έντονου αρχαιολογικού του ζήλου. «Πώς είσαι;» ρωτάει μαλακά.

Του χαμογελά γενναία. Υγραίνει τα χείλη της. Γέρνει το κεφάλι της προς τους παίκτες, προς τους τουρίστες, προς τη σειρά των χαριτωμένων μικρών σπιτιών έξω από το πάρκο. Τρέμει.
«Πολύ χαρούμενο για σένα, έτσι δεν είναι;»
«Πολύ», του λέει.

Χαρούμενο. Ναι. Μια χαρούμενη μικρή πόλη, μια πόλη σαν εξώφυλλο περιοδικού, μια πόλη σαν διαφημιστική έκθεση. Το Νιούαρκ κείτεται ακίνητο στην αγκαλιά της θάλασσας του χρόνου: αν δεν ήταν τα αυτοκίνητα, θα μπορούσε να είναι 1980 ή 1960 ή ίσως 1940. Ναι. Μητρότητα, μπέηζμπωλ, μηλόπιτα, εκκλησία κάθε Κυριακή. Ναι. Ο Ζαχαρίας κουνάει το κεφάλι του και της κάνει ένα νεύμα παρηγοριάς. «'Ελα», της ψιθυρίζει. «Ας πάμε προς την καρδιά του συμπλέγματος. Στο δρόμο θα χάσουμε τον εικοστό αιώνα».

Με σκληρά, αυτοκρατορικά βήματα ρίχνεται στο γήπεδο του γκολφ. Η Συβίλλη, παρά τα μακριά της πόδια, πρέπει να προσπαθήσει πολύ για να τον ακολουθήσει. Σε λίγο βρίσκονται μέσα στο ανάχωμα, έχουν μπει στο ιερό οκτάγωνο, έχουν διεισδύσει στην κρύπτη του παρελθόντος, κι αμέσως η Συβίλλη νιώθει πως έχουν περάσει μ' επιτυχία το σημείο επαφής ζωής και θανάτου. Πόσο γαλήνια είναι εδώ! Αισθάνεται την ισχυρή παρουσία των δυνάμεων του θανάτου, κι αυτά τα σκοτεινά πνεύματα γιατρεύουν την ανησυχία της. H καταπάτηση του χώρου των νεκρών από τον κόσμο των ζωντανών δεν έχει πια σημασία: τα σπίτια έξω από το πάρκο δεν φαίνονται πια, οι παίκτες είναι ανόητες ασώματες σκιές, τα κίτρινα αυτοκινητάκια του γκολφ που πηγαινοέρχονται γίνονται σκαθάρια, οι περιπλανώμενοι τουρίστες είναι αόρατοι.

Είναι κατακυριεμένοι από το μέγεθος και τη συμμετρία του αρχαίου χώρου. Τι πνεύματα κοιμούνται εδώ; Ο Ζαχαρίας τα επικαλείται, κουνώντας τα χέρια του σαν μάγος. Της έχει ήδη πει τόσα πολλά γι' αυτούς τους ανθρώπους, τους Χοπουελιανούς - τι όνομα είχαν μεταξύ τους; πώς μπορούμε να μάθουμε; - που στοίβαξαν αυτούς τους χωμάτινους προμαχώνες εδώ και είκοσι αιώνες. Τώρα τους φέρνει στη ζωή για κείνην με χειρονομίες και σιγανές επίμονες λέξεις. Ψιθυρίζει βίαια:
-Τους βλέπεις;

Και κείνη τους βλέπει. Πέφτει καταχνιά. Οι τύμβοι ξαναξυπνούν' οι κατασκευαστές τους εμφανίζονται. Ψηλοί, λυγεροί, μελαμψοί, σχεδόν γυμνοί, ντυμένοι με γυαλιστερά χάλκινα προστήθια, με περιδέραια από δίσκους πυρίτη, με βραχιόλια από κόκκαλο και μαρμαρυγία και κέλυφος χελώνας, με βαριές αλυσσίδες από λαμπερά ακατέργαστα μαργαριτάρια, με δαχτυλίδια από πέτρα και τερακότα, με περιβραχιόνια από δόντια αρκούδας και πάνθηρα, με μετάλλινα στρογγυλά σκουλαρίκια, με γούνινα καλύμματα στα λαγόνια. Ιερείς με λεπτοδουλεμένα φορέματα και τρομακτικές μάσκες. Αρχηγοί με κορώνες από χάλκινα ραβδιά, που κινούνται με παγωμένη αξιοπρέπεια στη μακριά λεωφόρο με τους χωμάτινους τοίχους. Τα μάτια αυτών των ανθρώπων λάμπουν από ενέργεια. Τι τεράστια ζωτικό, τεράστια έκλυτο πολιτισμό διατηρούν! Κι όμως η Συβίλλη δεν απωθείται από το παλλόμενο σφρίγος τους, γιατί είναι το σφρίγος των νεκρών, η ζωτικότητα των χαμένων.

Κοίτα, τώρα. Τα ζωγραφισμένα τους πρόσωπα, τα σταθερά τους βλέμματα. Είναι μια επικήδεια πομπή. Οι Ινδιάνοι έχουν έρθει σ' αυτόν τον περίπλοκο γεωμετρικό περίβολο για τις λατρευτικές τους πράξεις, και τώρα, παρελαύνοντας τελετουργικά στην περίμετρο του κύκλου και του οκταγώνου, προχωρούν προς τη νεκρική ζωή που βρίσκεται πέρα. Ο Ζαχαρίας και η Συβίλλη μένουν μόνοι στη μέση του λιβαδιού, Της μουρμουρίζει:
-'Ελα. Θα τους ακολουθήσουμε.

Εκείνος το κάνει αληθινό. Μέσω της επιδέξιας τέχνης του, η Συβίλλη έχει μια πρόσβαση σ' αυτή την κοινότητα των νεκρών. Πόσο εύκολα έχει παρασυρθεί πίσω στο χρόνο! Μαθαίνει εδώ πως μπορεί να συνδεθεί με το σφραγισμένο παρελθόν σε κάθε σημείο' είναι μόνο το παρόν, αόριστο και απρόβλεπτο, που είναι βασανιστικό. Μαζί με το Ζαχαρία πλέουν μέσα στο ομιχλώδες λιβάδι, χωρίς την αίσθηση των ποδιών που ακουμπούν στο έδαφος' αφήνοντας το οκτάγωνο, ταξιδεύουν σ' ένα μακρύ χορταριασμένο μονοπάτι ως το μέρος των νεκρικών τύμβων, στην άκρη ενός σκοτεινού δάσους από μεγάλες βαλανιδιές. Μπαίνουν σ' ένα τεράστιο ξέφωτο. Στο κέντρο το έδαφος έχει στρωθεί με πηλό που έχει σκεπαστεί με λίγη άμμο και ψιλό χαλίκι από αυτή τη μεριά του νεκροθάλαμου έχει φτιαχτεί μια τετράγωνη κατασκευή χωρίς σκεπή, με τοίχους από σειρές ξύλινων πασάλλων. Μέσα βρίσκεται μια χαμηλή πήλινη πλατφόρμα μ' έναν ορθογώνιο τύμβο από κορμούς, όπου διακρίνονται δυο σώματα: ένας νεαρός άντρας και μια νεαρή γυναίκα, δίπλα - δίπλα, ξαπλωμένοι, όμορφοι ακόμα και στο θάνατο. Φορούν χάλκινα προστήθια, χάλκινα σκουλαρίκια, χάλκινα περιβραχιόνια, περιδέραια από γυαλιστερά, κιτρινισμένα δόντια αρκούδας.

Τέσσερις ιερείς σταματούν στις γωνίες του νεκροθάλαμου. Τα πρόσωπά τους είναι καλυμμένα με τραγελαφικές ξύλινες μάσκες που στην κορυφή τους έχουν μεγάλα κέρατα ελαφιού και κρατούν ραβδιά μήκους δύο ποδιών, ομοιώματα του θανάσιμου μανιταριού σε ξύλο καλυμμένο με χαλκό. 'Ενας ιερέας αρχίζει μια τραχεία, μονότονη ψαλμωδία. Κι οι τέσσερις μαζί σηκώνουν τα ραβδιά τους και ξαφνικά τα κατεβάζουν. Είναι ένα σινιάλο' αρχίζει η κατάθεση των προσφορών. Σειρές από πενθούντες, λυγισμένοι κάτω από βαρείς σάκκους πλησιάζουν το νεκροθάλαμο. Δεν κλαίνε, είναι μάλλον χαρούμενοι, μ' εκστατικά πρόσωπα, μάτια που λάμπουν, γιατί αυτοί οι άνθρωποι ξέρουν αυτό που οι επόμενοι πολιτισμοί θα ξεχάσουν, πως ο Θάνατος δεν είναι το τέλος, αλλά μάλλον μια φυσική συνέχεια της ζωής. Οι φίλοι τους που έφυγαν είναι ζηλευτοί. Τιμούνται με πλούσια δώρα, για να μπορέσουν να ζήσουν βασιλικά στον επόμενο κόσμο: από τους σάκκους βγαίνουν βώλοι χαλκού, σίδερο από μετεωρίτες, ασήμι, χιλιάδες μαργαριτάρια, χάντρες από κοχύλια, από χαλκό και σίδερο, κουμπιά από ξύλο και πέτρα, σωροί από μετάλλινα σκουλαρίκια, κομμάτια οψιδιανού, ομοιώματα ζώων σκαλισμένα σε σχιστόλιθο και κόκκαλο και κέλυφος χελώνας, τελετουργικά χάλκινα τσεκούρια και μαχαίρια, κύλινδροι μαρμαρυγία, ανθρώπινα σαγόνια διακοσμημένα με κάλλαϊ, σκούρα χονδροειδή πήλινα, βελόνες κοκκάλινες, υφαντά, κουλουριασμένα ερπετά από σκούρα πέτρα, ένας χείμαρρος προσφορών, στοιβαγμένων γύρω κι ακόμα και πάνω στα δυο σώματα.

Στο τέλος ο τύμβος είναι πνιγμένος στα δώρα. Πάλι ένα σινιάλο από τους ιερείς. Σηκώνουν τα ραβδιά τους και οι πενθούντες αποτραβιούνται στην άκρη του ξέφωτου, σχηματίζουν έναν κύκλο και αρχίζουν να τραγουδούν ένα μελαγχολικό, δομούμενο επικήδειο ύμνο. O Ζαχαρίας, μετά από λίγο, τραγουδά μαζί τους, στολίζοντας βουβά τη μελωδία με βαριά μελίσματα. H φωνή του είναι πλούσιο basso cantante, τόσο απρόσμενα όμορφη που η Συβίλλη σχεδόν αναστατώνεται και τον κοιτάζει με δέος. Ξαφνικά σταματάει, γυρίζει προς το μέρος της, πιάνει το χέρι της, σκύβει και λέει:
-Τραγούδα και συ.
Η Συβίλλη κουνάει το κεφάλι της διστακτικά. Αρχίζει να τραγουδά κι αυτή, κομπάζοντας στην αρχή, με το λαρύγγι της σφιγμένο από την αμηχανία' μετά ανακαλύπτει πως αρχίζει να γίνεται μέρος της τελετής, κατά κάποιον τρόπο, και ο τόνος της γίνεται πιο βέβαιος. Η ψηλή, καθαρά σοπράνο φωνή της πλανιέται αστραφτερά πάνω από τις άλλες.

Τώρα γiνεται μια διαφορετική προσφορά: αγόρια σκεπάζουν το νεκροθάλαμο με σωρούς προσανάμματα - κλωνάρια, ξερά κλαδιά, κάθε είδους εύφλεκτα υλικά - ώσπου δεν φαίνεται πια, και οι ιερείς φωνάζουν να σταματήσουν. Μετά, από το δάσος, έρχεται μια γυναίκα μ' έναν αναμμένο δαυλό, ένα κορίτσι, στην πραγματικότητα, εντελώς γυμνό, με το στιλπνό ξανθό της σώμα χρωματισμένο με παράξενες οριζόντιες κόκκινες και πράσινες λουρίδες στα στήθη και τους γλουτούς και τους μηρούς, με τα μακριά γυαλιστερά μαύρα μαλλιά της να χύνονται σαν κάπα πίσω της καθώς τρέχει. Τρέχει ως το νεκροθάλαμο' λαχανιασμένα, ακουμπάει το δαυλό στα προσανάμματα: εδώ, εδώ, εδώ, χορεύοντας έναν τρελό χορό καθώς προχωρεί, και πετάει τον πυρσό στο κέντρο της πυράς. Ως τον ουρανό ξεπηδούν οι φλόγες με μια άγρια ορμή. Η Συβίλλη νιώθει να καίγεται από το θερμό κύμα αέρα. Γρήγορα ο νεκροθάλαμος κι o τύμβος καταβροχθίζονται από τη φωτιά.

Ενόσω ακόμη καίνε τα κάρβουνα, αρχίζει η μεταφορά του χώματος. Εκτός από τους ιερείς, που παραμένουν άκαμπτοι στα τέσσερα σημεία του ορίζοντας, και την κοπέλα που κρατούσε το δαυλό, που κείτεται σαν παραπεταμένο ρούχο στην άκρη του ξέφωτου, όλη η κοινότητα παίρνει μέρος. Υπάρχει ένας ανοιχτός λάκκος, πίσω από κάποια κοντινά δέντρα' οι πιστοί, στη σειρά, πηγαίνουν εκεί, μαζεύουν χώμα, το πηγαίνουν στον καμένο νεκροθάλαμο με καλάθια, με ποδιές από δέρμα ελαφιού, σε μεγάλους υγρούς σβώλους που κρατούν στα γυμνά τους χέρια. Σιωπηλά αδειάζουν το φορτίο τους στις στάχτες και πηγαίνουν να πάρουν κι άλλο.

Η Συβίλλη κοιτάζει το Ζαχαρία' εκείνος κουνάει το κεφάλι του' μπαίνουν στη γραμμή. Η Συβίλλη κατεβαίνει στο λάκκο, βγάζει έναν σβώλο υγρό μαύρο αργιλώδες χώμα από το πλάι του, το πηγαίνει στο λόφο που αρχίζει να υψώνεται. Ξανά πίσω για να πάρει κι άλλο, κι άλλο. Ο τύμβος υψώνεται γρήγορα, δυο πόδια πάνω από το έδαφος τώρα, τρία, τέσσερα, ένα διογκούμενο κυκλικό φούσκωμα που το περίγραμμά του ελέγχεται από τις σταθερές θέσεις των τεσσάρων ιερέων, οι κωνικές του καμπύλες σχηματίζονται από το πάτημα δεκάδων γυμνών ποδιών. Ναι, σκέφτεται η Συβίλλη, αυτός είναι ένας άξιος τρόπος τιμής του θανάτου, είναι μια ταιριαστή τελετή. Ιδρώτας τρέχει στο σώμα της, τα ρούχα της λεκιάζονται και λασπώνονται, κι ακόμη τρέχει στο λάκκο, τρέχει από 'κει στον τύμβο, τρέχει στο λάκκο, τρέχει στον τύμβο, τρέχει, τρέχει, μεταμορφωμένη, εκστατική.

Και τότε η μαγεία χάνεται. Κάτι πηγαίνει στραβά, δεν ξέρει τι, και η ομίχλη χάνεται, ο ήλιος την τυφλώνει, οι ιερείς και οι κατασκευαστές των τύμβων και o μισοτελειωμένος τύμβος χάνονται. Βρίσκονται ξανά μαζί στο οκτάγωνο, με τα αυτοκινητάκια του γκολφ να τρέχουν παντού γύρω τους. Τρία παιδιά με τους γονείς τους στέκονται λίγα πόδια δίπλα της, κοιτάζοντας, κοιτάζοντας, κι ένα παιδί κάπου δέκα χρονών δείχνει τη Συβίλλη και λέει με μια φωνή που αντηχεί στο μισό Οχάιο, «Μπαμπά, τι έχουν αυτοί οι άνθρωποι; Γιατί είναι τόσο περίεργοι;» Η μαμά ξαφνιάζεται και φωνάζει « Ήσυχα, Τόμμυ, δεν έχεις τρόπους;» Ο μπαμπάς, έξω φρενών, δίνει ένα χαστούκι στο αγόρι, το πιάνει από το χέρι, το τραβάει στην άλλη άκρη του πάρκου, με την υπόλοιπη οικογένεια ξοπίσω τους.

Η Συβίλλη ανατριχιάζει σπασμωδικά. Γυρίζει, σκεπάζοντας με το χέρι της τα προδοτικά της μάτια. Ο Ζαχαρίας την αγκαλιάζει. «Εντάξει», της λέει τρυφερά. «Το παιδί δεν ήξερε. Εντάξει».
«Πάρε με από 'δω!»
«Θέλω να σου δείξω...»
«Μια άλλη φορά. Πάρε με από 'δω. Στο μοτέλ. Δεν θέλω να δω τίποτε. Δεν θέλω να με δει κανείς».

Την παίρνει στο μοτέλ. Για μια ώρα είναι ξαπλωμένη μπρούμυτα στο κρεβάτι: βασανισμένη από άνυδρους λυγμούς. Αρκετές φορές λέει του Ζαχαρία πως δεν είναι έτοιμη γι' αυτή την περιοδεία, θέλει να γυρίσει στην Ψυχρή Πόλη, αλλά εκείνος δεν λέει τίποτε, απλώς χαϊδεύει τους τεταμένους μυς της πλάτης της, και μετά από λίγο η άσχημη διάθεση της περνάει. Γυρίζει προς το μέρος του και τα μάτια τους συναντιώνται και την αγγίζει και κάνουν έρωτα με τον τρόπο των νεκρών.

3.


Το καινούριο είναι ανανέωση: ad hoc enim venit, ut renovemur in illo΄ κάνοντας το πάλι καινούριο, όπως την πρώτη μέρα΄ herrlich wie am ersten Tag. Αναμόρφωση, ή ανάπλαση΄ αναγέννηση. Η ζωή είναι σαν τον Φοίνικα, πάντα αναγεννάται από το θάνατό της. Η αληθινή φύση της ζωής είναι η ανάσταση΄ κάθε ζωή είναι ζωή μετά θάνατον, δεύτερη ζωή, μετεμψύχωση. Totus hic ordo revolubilis testario est resurrectionis mortuorum. Το παγκόσμιο σχέδιο επανάληψης μαρτυρά την ανάσταση των νεκρών.
Νόρμαν Ο. Μπράουν: Love΄s Body

«Οι βροχές θα αρχίσουν σύντομα, κύριε και κυρία», είπε ο οδηγός του ταξί, τρέχοντας στη στενή λεωφόρο προς την Πόλη της Ζανζιβάρης. Φλυαρούσε συνεχώς, χωρίς να φοβάται καθόλου τους επιβάτες του. Δεν πρέπει να ξέρει τι είμαστε, αποφάσισε η Συβίλλη. «'Ισως αρχίσουν σε μια-δυο βδομάδες. Θα είναι μεγάλες βροχές. Οι σύντομες βροχές είναι στα τέλη του Νοεμβρίου και του Δεκεμβρίου».
«Ναι, το ξέρω», είπε η Συβίλλη.
«Α, έχετε ξανάρθει στη Ζανζιβάρη;»
«Κατά κάποιον τρόπο», του απάντησε.

Κατά κάποιον τρόπο είχε έρθει στη Ζανζιβάρη πολλές φορές, και με τόση ηρεμiα το αντιμετώπιζε τώρα που η αληθινή Ζανζιβάρη άρχιζε να επιτυπώνεται στο πρότυπο που είχε στο μυαλό της, σ' αυτήν την ονειρική Ζανζιβάρη που κουβαλούσε τόσο καιρό! Αντιμετώπιζε τα πάντα με ηρεμία, τώρα' τίποτε δεν της προκαλούσε έξαψη, τίποτε δεν την ξεσήκωνε. Στην προηγούμενη ζωή της η καθυστέρηση στο αεροπλάνο θα την έκανε έξαλλη: μια πτήση δέκα λεπτών, και μετά παγιδευμένη στο διάδρομο για διπλάσιο χρόνο! Αλλά είχε παραμείνει ήρεμη, καθισμένη σχεδόν ακίνητη, ακούγοντας αόριστα αυτά που έλεγε ο Ζαχαρίας και απαντώντας κάπου - κάπου σαν να έστελνε μηνύματα από κάποιον άλλο πλανήτη. Και τώρα η Ζανζιβάρη, που την αποδέχτηκε τόσο γαλήνια. Τον παλιό καιρό αισθανόταν ένα είδος παράδοξης έκπληξης όταν κάποιο ορόσημο οικείο από τα παιδικά μαθήματα γεωγραφίας ή από τον κινηματογράφο ή τις ταξιδιωτικές αφίσες - το Γκραν Κάνυον, ο ορίζοντας του Μανχάτταν, το Τάος Πουέμπλο εμφανιζόταν στην πραγματικότητα ακριβώς όπως το φανταζόταν' αλλά τώρα μπροστά της ήταν η Ζανζιβάρη, να ξεδιπλώνεται ευπρόβλεπτα και χωρίς εκπλήξεις μπροστά της, και κείνη την παρατηρούσε με το ψυχρό μάτι μιας κάμερας, ασυγκίνητη, απαθής.

Ο απαλός, υγρός αέρας ήταν γεμάτος ένα σωρό αρώματα, όχι μόνο με το αναμενόμενο πικάντικο άρωμα του γαρύφαλου, αλλά και με παχιές μυρωδιές που προέρχονταν ίσως από ιβίσκους, πλουμερίες, ιακαράνδες, μπουκανβίλλιες, και διαπερνούσαν το ανοιχτό παράθυρα του ταξί σαν ερευνητικά πλοκάμια. Οι επικείμενες μεγάλες βροχές ήταν μια απτή πίεση, μια παρουσία, ένα βάρος στην ατμόσφαιρα: κάθε στιγμή κάποια κουρτίνα θα μπορούσε να σηκωθεί και να αρχίσουν οι χείμαρροι. Κατά μήκος της λεωφόρου υπήρχαν δυο απεριποίητοι πράσινοι τοίχοι από φοίνικες που διακόπτονταν από καλύβες με τενεκεδένιες σκεπές' πίσω από τους φοίνικες υπήρχαν μυστηριώδη σκοτεινά άλση, πυκνά και ξένα. Στην άκρη του δρόμου ήταν αραδιασμένα τα συνηθισμένα εμπόδια των τροπικών: κοτόπουλα, γίδες, γυμνά παιδιά, γριές γυναίκες με ζαρωμένα, ξεδοντιασμένα πρόσωπα, όλοι περιπλανιόντουσαν χωρίς να ενοχλούνται από την καταπάτηση του δικαιώματος προτεραιότητάς τους από το ταξί. Το ταξί συνέχιζε να τρέχει μέσα από τα κυματιστά χωράφια, και μετά στην χερσόνησο, όπου βρίσκεται η Πόλη της Ζανζιβάρης.

Η θερμοκρασία φαινόταν να ανεβαίνει αισθητά κάθε λεπτό' μια γροθιά νοτερής ζέστης φαινόταν να σφίγγεται πάνω απ' το νησί. «Εδώ είναι η προκυμαία, κύριε και κυρία», είπε ο οδηγός. Η φωνή του ήταν ένας ενοχλητικός βραχνός ρόγχος, προσβλητικός, ενοχλητικός. Η άμμος ήταν εκτυφλωτικά λευκή, το νερό ένα αστραφτερό στιλπνό γαλάζιο' δυο καίκια προχωρούσαν νυσταγμένα στο στόμιο του λιμανιού, με τα λατίνια τους να φουσκώνουν ελαφρά από το απαλό θαλασσινό αεράκι. «Από 'δω, παρακαλώ...» 'Ενα τεράστιο λευκό ξύλινο κτίριο, τέσσερα πατώματα ψηλό, μια γαμήλια τούρτα με μακριές βεράντες και κάγκελα από χυτοσίδηρο, μ' έναν τεράστιο θόλο στην κορυφή του. H Συβίλλη, αναγνωρίζοντάς το, περίμενε τη φλυαρία του οδηγού, ακούγοντάς τον σαν μια ηχώ στο ασυνείδητό της: «Το Μπέητ αλ-Ατζάιμπ, το Σπίτι των Θαυμάτων, πρώην κυβερνητικό κτίριο. Εδώ ο σουλτάνος έκανε συχνά μεγάλα συμπόσια, εδώ έρχονταν οι σπουδαίοι όλης της Αφρικής για να δηλώσουν την υποταγή τους. Δεν χρησιμοποιείται πια. Δίπλα στο παλιό Παλάτι του Σουλτάνου, Παλάτι του Λαού τώρα. Θέλετε να πάτε στο Σπίτι των Θαυμάτων; Είναι ανοιχτό: σταματάμε, και σας πηγαίνω τώρα».
«Μια άλλη φορά», είπε άτονα η Συβίλλη. Θα μείνουμε λίγο εδώ».
«Δεν ήρθατε για μια μέρα όπως οι περισσότεροι;»
«'Οχι, για μια βδομάδα ή περισσότερο. 'Ηρθα για να μελετήσω την ιστορία του νησιού σας. Θα επισκευτώ σίγουρα το Μπέητ αλ-Ατζάιμπ. 'Οχι σήμερα όμως».
«'Οχι σήμερα, όχι. Πολύ καλά: φωνάχτε με, και θα σας πάω οπουδήποτε. Με λένε Ιμπούνι». Της έριξε ένα φιλοφρονητικό χαμόγελο δείχνοντας τα δόντια του πάνω από τον ώμο του κι έστριψε το ταξί προς το εσωτερικό απότομα, μέσα στο λαβύρινθο των ελικοειδών δρόμων και των μικρών στενών που ήταν το Στόουνταουν, η αρχαία Αραβική συνοικία.

'Ολα ήταν σιωπηλά εδώ. Τα επιβλητικά πέτρινα κτίρια έδειχναν τα γυμνά τους πρόσωπα στους δρόμους. Τα παράθυρα, απλές σχισμές, είχαν κλειστά πατζούρια. Οι περισσότερες πόρτες - οι φημισμένες πόρτες του Στόουνταουν, πλούσια σκαλισμένες, διακοσμημένες με μπρούτζο, με έντεχνα ένθετα, κάθε πόρτα ένα κομψό Ισλαμικό αριστούργημα - ήταν κλειστές και έμοιαζαν κλειδωμένες. Τα μαγαζιά έδειχναν απεριποίητα, και οι μικρές βιτρίνες ήταν γεμάτες σκόνη. Οι περισσότερες ταμπέλες ήταν τόσο ξεθωριασμένες που η Συβίλλη δύσκολα μπορούσε να τις διακρίνει:

PREMCHAND'S ΕΜΡΟRΙUΜ
ΜΟΝJΙ'S GURIOS
ΑΒDULIAH'S ΒΗΟΤΗΕRΗΟΟD STORE
MOTILAL'S BAZAAR

Οι Αραβες είχαν φύγει εδώ και καιρό από τη Ζανζιβάρη. Το ίδιο έκαναν κι οι περισσότεροι Ινδοί, αν και υπήρχαν φήμες πως γύριζαν σιγά - σιγά. Κάπου - κάπου, στον περίεργο δρόμο του μέσα στο λαβύρινθο του Στόουνταουν, το ταξί περνούσε μαύρες λιμουζίνες, μάλλον ρωσικής ή κινεζικής κατασκευής, με σωφέρ και επιβλητικούς, συγκρατημένους σκουρόχρωμους άντρες με άσπρες ρόμπες. Νομοθέτες, υπέθεσε πως θα είναι, πηγαίνοντας σε κρατικά συμβούλια. Δεν είδαν άλλα αυτοκίνητα, ούτε και πεζούς, εκτός από λίγες γυναίκες, ντυμένες ολόκληρες στα μαύρα, που πήγαιναν βιαστικά σε κάποια μοναχική δουλειά τους. Το Στόουντάουν δεν είχε τίποτα από τη ζωτικότητα της εξοχής' ήταν ένα μέρος φαντασμάτων, σκέφτηκε, ένα ταιριαστό μέρος για τις διακοπές των νεκρών. Κοίταξε το Ζαχαρία, που κούνησε το κεφάλι του και χαμογέλασε, ένα γρήγορο ιδιόρρυθμο χαμόγελο που αναγνώριζε την αντίληψή της και της έλεγε πως κι αυτός την είχε. Η επικοινωνία ήταν γρήγορη ανάμεσα στους νεκρούς και τα αυτονόητα σπάνια χρειαζόταν να ειπωθούν δυνατά.

Ο δρόμος για το ξενοδοχείο ήταν παράξενα σπειροειδής, και ο οδηγός σταματούσε συχνά μπροστά σε μαγαζιά, λέγοντας ελπιδοφόρα, «Θέλετε μπρούτζινες κασέλες, χάλκινα κύπελλα, ασημένια παλιά κοσμήματα, χρυσές αλυσίδες από την Κίνα;» Αν και η Συβίλλη αρνιόταν ευγενικά τις προτάσεις του, εκείνος συνέχιζε να δείχνει παζάρια και αγορές, προσφέροντας σοβαρούς επαίνους ποιότητας και χαμηλής τιμής, και σιγά - σιγά κατάλαβε, μαθαίνοντας την πόλη, πως είχαν περάσει μερικές γωνίες πολλές φορές. Φυσικά: ο οδηγός πρέπει να πληρώνεται από τους μαγαζάτορες για να τους στέλνει τουρίστες. «Παρακαλώ πήγαινέ μας στο ξενοδοχείο», είπε η Συβίλλη, κι όταν εκείνος επέμενε στα παζάρια του - «Το καλύτερο φίλντισι εδώ, οι καλύτερες δαντέλες» - του το 'πε πιο σταθερά, κρατώντας όμως την ψυχραιμία της. Ο Χόρχε θα ήταν πολύ ευχαριστημένος από τη μεταμόρφωσή της, σκέφτηκε' ήταν πολύ συχνά το άμεσο θύμα της βίαιας ανυπομονησίας της. Δεν ήξερε τον ακριβή λόγο της αλλαγής. Κάποια μεταβολική παρενέργεια της διαδικασίας αναζωπύρωσης, ίσως, ή ίσως τα δυο χρόνια της κοινωνίας της με τον Πατέρα-Οδηγό στην Ψυχρή Πόλη, ή μήπως δεν ήταν τίποτε περισσότερο από την καινούρια γνώση πως όλος ο χρόνος ήταν δικός της, πως το να αφεθεί κανείς να νιώσει βιαστικός ήταν παράλογο;

«Αυτό είναι το ξενοδοχείο σας», είπε τελικά o Ιμπούνι.
'Ηταν ένα παλιό Αραβικό μέγαρο - ψηλές αψίδες, αμέτρητα μπαλκόνια, αέρας γεμάτος μούχλα, ηλεκτρικοί ανεμιστήρες που γύριζαν νωθρά σε σκοτεινές αίθουσες. Η Συβίλλη και ο Ζαχαρίας πήραν μια σουίτα στο τρίτο πάτωμα που έβλεπε σε μια αυλή πλούσια σε φοίνικες, κοκκινωπά νάντι, εριόδεντρα, ευφορβίες και αγάπανθους. Ο Μόρτιμερ, ο Γράκχος και η Νερίτα είχαν ήδη φτάσει με το άλλο ταξί και βρίσκονταν σε μια ίδια σουίτα στο κάτω πάτωμα. «Θα κάνω ένα μπάνιο», είπε η Συβίλλη στο Ζαχαρία. «Θα είσαι στο μπαρ;»
«Μάλλον. 'Η θα κάνω βόλτα στον κήπο».

Βγήκε. Η Συβίλλη γρήγορα έβγαλε τα ιδρωμένα ρούχα του ταξιδιού. Το μπάνιο ήταν ένα βυζαντινό θαύμα, με περίπλοκες σπείρες από χρωματιστά πλακάκια και μια τεράστια μπανιέρα που στεκόταν σε ψηλά πόδια που είχαν το σχήμα ενός ποδιού αετού που κρατά μια σφαίρα. 'Οταν άνοιξε τη βρύση άρχισε να τρέχει σιγά χλιαρό νερό. Χαμογέλασε στην αντανάκλασή της στον ψηλό οβάλ καθρέφτη. Υπήρχε ένας καθρέφτης που του έμοιαζε στον οίκο αναζωπύρωσης. Το πρωινό του ξυπνήματός της, είχαν έρθει πέντε - έξι νεκροί στο δωμάτιό της για να γιορτάσουν μαζί της την επιτυχημένη μετάβασή της από το σημείο επαφής, και είχαν αυτόν το μεγάλο καθρέφτη μαζί τους' ντελικάτα, πολύ τελετουργικά, κατέβασαν το σκέπασμά του για να της δείξουν τον εαυτό της, γυμνό, λυγερό, με λεπτή μέση, ψηλό στήθος, την ομορφιά του κορμιού της αναλλοίωτη, ασκίαστη από τον θάνατο κι από την αναζωπύρωση, πιο έντονη στην πραγματικότητα, τόσο που φαινόταν πιο νεαρή και ακτινοβόλα μετά το πέρασμά της απ' αυτό το τρομερό βάραθρο.

«-Είσαι πολύ όμορφη γυναίκα.»
'Ηταν ο Πάμπλο. Θα μάθαινε το όνομά του και τα ονόματα των άλλων αργότερα.
«-Νιώθω ένα κύμα ανακούφισης. Φοβόμουν πως θα ξυπνήσω ένα μαραμένο ερείπιο.»
«Αυτό δεν μπορούσε να γίνει», είπε ο Πάμπλο.
«Και ποτέ δεν θα γίνει», είπε μια νέα γυναίκα. H Νερίτα ήταν.
«Οι νεκροί γερνάνε όμως, έτσι δεν είναι;»
«Α, βέβαια, γερνάμε, όπως και οι θερμοί. Αλλά όχι ακριβώς έτσι.»
«Πιο αργά;»
«Πολύ πιο αργά. Και διαφορετικά. 'Ολες οι βιολογικές λειτουργίες μας γίνονται πιο αργά, εκτός από τις εγκεφαλικές λειτουργίες, που τείνουν να είναι πιο γρήγορες απ' ό,τι ήταν στη ζωή.»
«Πιο γρήγορες;»
«Θα δεις.»
«Μου φαίνονται ιδανικά.»
«Είμαστε πάρα πολύ τυχεροί. Η ζωή ήταν καλή μαζί μας. Η κατάστασή μας είναι, ναι, ιδανική. Είμαστε η νέα αριστοκρατία.»
«Η νέα αριστοκρατία...»

Η Συβίλλη γλίστρησε αργά στην μπανιέρα, ακουμπώντας πίσω στην ψυχρή πορσελάνη, τρέμοντας λιγάκι, κι άφησε το χλιαρό νερό ν' ανέβει ως το λαιμό της. 'Εκλεισε τα μάτια της και χαλάρωσε. 'Ολη η Ζανζιβάρη την περίμενε. Δρόμοι που ποτέ δεν σκέφτηκα πως θα επισκεπτόμουν. Ασε τη Ζανζιβάρη να περιμένει. Ασε τη Ζανζιβάρη να περιμένει. Λέξεις που ποτέ δεν σχέφτηκα να πω. Οταν άφησα το σώμα μου σε μια μακρινή ακτή. Χρόνος για το κάθε τι, το κάθε τι στην ώρα του.

-Είσαι πολύ όμορφη γυναίκα. της είχε πει ο Πάμπλο, χωρίς να θέλει να την κολακέψει.

Ναι. 'Ηθελε να τους εξηγήσει, εκείνο το πρώτο πρωινό, πως δεν την ένοιαζε και τόσο πολύ για την εμφάνιση του σώματός της, πως έδινε σημασία σε άλλα πράγματα, «υψηλότερα», αλλά δεν ήταν ανάγκη να τους το πει. Καταλάβαιναν. Καταλάβαιναν τα πάντα. Κι έπειτα, νοιαζόταν για το σώμα της. Το να είναι όμορφη είχε λιγότερη σημασία για κείνην απ' ότι για κείνες τις γυναίκες που η φυσική ομορφιά ήταν το μόνο τους πλεονέκτημα, αλλά έδινε σημασία στην εμφάνισή της' το σώμα της την ευχαριστούσε και ήξερε πως ήταν ευχάριστο και για τους άλλους, και της έδινε ένα μέσον για να πλησιάζει τους ανθρώπους, να δημιουργεί επαφή μαζί τους, και ήταν πάντα ευγνώμων γι' αυτό. Στην άλλη της ύπαρξη η χαρά που έπαιρνε από το σώμα της κηλιδωνόταν από τη γνώση του αναπόφευκτου της αργής, σταθερής παρακμής του, τη σιγουριά της απώλειας αυτής της τυχαίας δύναμης που της έδινε η ομορφιά, αλλά τώρα είχε απαλλαχτεί απ' αυτά: θα άλλαζε με το χρόνο αλλά δεν θα έπρεπε να νιώθει όπως οι θερμοί, πως διαλύεται βαθμιαία. Το αναζωπυρωμένο της σώμα δεν θα την πρόδιδε ασχημαίνοντας. 'Οχι.

-Είμαστε η νέα αριστοκρατία.

Μετά το μπάνιο στάθηκε λίγα λεπτά στο ανοιχτό παράθυρο, γυμνή στο υγρό αεράκι. 'Ηχοι έφταναν στ' αυτιά της: μακρινές καμπάνες, η χαρούμενη φλυαρία των τροπικών πουλιών, οι φωνές των παιδιών που τραγουδούσαν σε μια γλώσσα που δεν αναγνώριζε. Ζανζιβάρη! Σουλτάνοι και μπαχαρικά, Λίβινγκστοουν και Στάνλευ, Τίπου Τιμπ ο δουλέμπορος, ο σερ Ρίτσαρντ Μπάρτον να περνάει μια νύχτα σ' αυτό το ίδιο δωμάτιο, ίσως. Το λαρύγγι της ήταν ξερό, το στήθος της παλλόταν: λίγος ενθουσιασμός ζωντάνευε μέσα της τελικά. 'Ενιωθε μια προσδοκία, μια ανυπομονησία ίσως. 'Ολη η Ζανζιβάρη απλωνόταν μπροστά της. Πολύ καλά. Κουνήσου, Συβίλλη, ντύσου, ας φάμε, και μετά να δούμε την πόλη.

Πήρε μια λεπτή μπλούζα κι ένα σορτς από τη βαλίτσα της. Τότε ο Ζαχαρίας γύρισε στο δωμάτιο και του είπε, χωρίς να τον κοιτάξει, «Κεντ, νομίζεις πως μπορώ να βάλω αυτό το σορτς εδώ; Είναι...»
Μια ματιά στο πρόσωπό του και σταμάτησε. «Τι τρέχει;»
«Μόλις μιλούσα με τον άντρα σου».
«Είναι εδώ;»
«Με βρήκε στον προθάλαμο. 'Ηξερε το όνομά μου. «Είσαι ο Ζαχαρίας», είπε, με μια φωνή σαν του Μπόγκαρτ, όπως ένας εξαπατημένος σύζυγος στο σινεμά αντιμετωπίζει τον ανταγωνιστή του. «Πού είναι; Πρέπει να την δω»».
«Ω, όχι, Κεντ».
«Τον ρώτησα τι σε ήθελε. «Είμαι ο άντρας της», είπε, και εγώ του είπα «Μπορεί να ήσουν κάποτε, αλλά τα πράγματα έχουν αλλάξει», και τότε...»
«Δεν μπορώ να φανταστώ τον Χόρχε να κάνει τον σκληρό. Είναι τόσο ευγενικός άνθρωπος, Κεντ! Πώς έμοιαζε;»
«Σχιζοειδής», είπε ο Ζαχαρίας. «Γυάλινα μάτια, φουσκωμένοι μυς στο σαγόνι του, σημάδια τρομακτικής πίεσης παντού. Το ξέρει πως δεν πρέπει να κάνει τέτοια πράγματα, δεν το ξέρει;»
«Ο Χόρχε ξέρει ακριβώς πώς πρέπει να φέρεται. Ω, Κεντ, τι ηλίθιο μπλέξιμο! Πού είναι τώρα;»
«Ακόμη κάτω. Η Νερίτα κι ο Λώρενς του μιλάνε. Δεν θέλεις να τον δεις, έτσι δεν είναι;»
«Φυσικά και δεν θέλω».
«Γράψε του ένα σημείωμα σχετικό και θα του το πάω. Πες του να μας αδειάσει τη γωνιά».

Η Συβίλλη κούνησε το κεφάλι της. «Δεν θέλω να τον πληγώσω. Ούτε και συ θέλω να τον πειράξεις».
«Δεν θα τον πειράξω. Θα τον δεις;»
«'Οχι». Μούγκρισε ενοχλημένη και πέταξε το σορτς και την μπλούζα της σε μια καρέκλα. Το αίμα παλλόταν άγρια στους κροτάφους της, μια αίσθηση πρόκλησης που δεν την είχε νιώσει από κείνη τη μέρα στους τύμβους του Νιούαρκ. Πήγε στο παράθυρο και κοίταξε έξω, περιμένοντας σχεδόν να δει τον Χόρχε να συζητά με τη Νερίτα και τον Λώρενς στην αυλή. Αλλά δεν υπήρχε κανείς κάτω εκτός από ένα παιδί του ξενοδοχείου που κοίταξε πάνω σαν τα γυμνά της στήθη να ήταν φάροι και της πέταξε ένα πλατύ, σαστισμένο χαμόγελο. Η Συβίλλη του γύρισε την πλάτη της και είπε άτονα, «Πήγαινε πάλι κάτω. Πες του πως μου είναι αδύνατον να τον δω. Μ' αυτά τα λόγια. 'Οχι πως δεν θα τον δω, πως δεν θέλω να τον δω, ούτε πως δεν είναι σωστό να τον δω, απλώς πως είναι αδύνατον. Και μετά τηλεφώνησε στο αεροδρόμιο. Θέλω να γυρίσω στο Νταρ με το απογευματινό αεροπλάνο».
«Αλλά μόλις ήρθαμε!»
«Δεν πειράζει. Θα γυρίσουμε άλλη φορά. Ο Χόρχε είναι πολύ επίμονος' δεν θα δεχτεί τίποτε άλλο, παρά μόνο μια σκληρή απόκρουση, κι αυτό δεν μπορώ να του το κάνω. 'Ετσι θα φύγουμε».

Ο Κλάιν δεν είχε ξαναδεί νεκρούς από κοντά. Προσεκτικά, ανήσυχα, κοίταξε κλεφτά, βιαστικά τον Κεντ Ζαχαρία καθώς κάθονταν δίπλα - δίπλα σε καλαμένιες καρέκλες ανάμεσα στις γλάστρες με τους φοίνικες στον προθάλαμο του ξενοδοχείου. Ο Τζίτζιμπoϊ του είχε πει πως δεν φαινόταν, πως το καταλάβαινες μάλλον ασυνείδητα παρά από κάτι εξωτερικό, κι αυτό ήταν αλήθεια' τα μάτια είχαν μια συγκεκριμένη όψη, φυσικά, το γνωστό παγωμένο βλέμμα των νεκρών, και υπήρχε κάτι παράξενα ωχρό στο δέρμα του Ζαχαρία κάτω από το ροδαλό δέρμα του προσώπου, αλλά αν ο Κλάιν δεν ήξερε τι ήταν ο Ζαχαρίας, μπορεί να μην το μάντευε. Προσπάθησε να φανταστεί αυτόν τον άντρα, αυτόν τον κοκκινομάλλη, κοκκινοπρόσωπο νεκρό αρχαιολόγο, τον σκαφτιά χωμάτινων τύμβων, στο κρεβάτι με τη Συβίλλη. Να κάνει μαζί της αυτά που έκαναν οι νεκροί όταν ζευγάρωναν. Ακόμα κι ο Τζίτζιμποϊ δεν ήταν σίγουρος. Κάτι με τα χέρια, τα μάτια, με ψιθύρους και χαμόγελα, καθόλου γενετήσιο - έτσι πίστευε o Τζίτζιμποϊ. Μιλάω στον εραστή της Συβίλλης. Αυτός είναι ο εραστής της Συβίλλης. Τι παράξενο που τον ενοχλούσε τόσο. Είχε άλλες σχέσεις όταν ζούσε' το ίδιο και κείνος' όπως όλοι' έτσι ήταν η ζωή. Αλλά αισθανόταν να απειλείται, συντριμμένος, νικημένος απ' αυτόν τον εραστή - όρθιο πτώμα.

Ο Κλάιν είπε «Αδύνατον;»
«Αυτή τη λέξη είπε».
«Δεν μπορώ να τη δω δέκα λεπτά;»
«Αδύνατον».
«Θα μ' αφήσει να τη δω για μια στιγμή, τουλάχιστον; Θα ήθελα να ξέρω μόνο πώς είναι».
«Δεν το βρίσκεις εξευτελιστικό, να κάνεις τόση φασαρία για να τη δεις μια στιγμή;»
«Ναι».
«Κι ακόμα το θέλεις;»
«Ναι».
Ο Ζαχαρίας αναστέναξε. «Δεν μπορώ να κάνω τίποτε για σένα. Λυπάμαι».
«'Ισως η Συβίλλη να είναι κουρασμένη μετά το ταξίδι. Νομίζεις πως μπορεί να έχει καλύτερη διάθεση αύριο;»
«'Ισως», είπε ο Ζαχαρίας. «Γιατί δεν ξανάρχεσαι αύριο;»
«Είσαι πολύ καλός».
«De nada».
«Να σε κεράσω ένα ποτό;»
«Ευχαριστώ, όχι», είπε ο Ζαχαρίας, «Δεν πίνω πια. Μετά από...» Χαμογέλασε.

Ο Κλάιν μύρισε ουίσκι στην αναπνοή του Ζαχαρία. Εντάξει, όμως. Εντάξει. Θα έφευγε. 'Ενας οδηγός που περίμενε έξω από το ξενοδοχείο έβγαλε το κεφάλι του έξω από το παράθυρο του ταξί και είπε μ' ελπίδα, «Το γύρο του νησιού, κύριε; Να δείτε τις φυτείες γαρυφάλλου, το αθλητικό στάδιο;»
«Τα έχω ήδη δει», είπε ο Κλάιν. Σήκωσε τους ώμους του. «Πήγαινέ με στην παραλία».

Πέρασε το απόγευμα βλέποντας τυρκουάζ κυματάκια να χαϊδεύουν την ροζ άμμο. Το επόμενο πρωί γύρισε στο ξενοδοχείο της Συβίλλης, αλλά είχαν φύγει, και οι πέντε, με την τελευταία χθεσινή πτήση για το Νταρ, είπε απολογητικά ο υπάλληλος του ξενοδοχείου.

Ο Κλάιν ρώτησε αν μπορούσε να κάνει ένα τηλεφώνημα, και ο υπάλληλος του έδειξε μια αρχαία συσκευή σε μια κόγχη κοντά στο μπαρ. Τηλεφώνησε του Μπαρουάνι. «Τι τρέχει;» τον ρώτησε. «Μου είπες πως θα έμεναν τουλάχιστον μια βδομάδα!»
«Α, κύριε, τα πράγματα αλλάζουν», είπε μαλακά o Μπαρουάνι.

4.


Τι προμηνύεται; Τι θα φέρει το μέλλον; Δεν ξέρω, δεν έχω προαισθήματα. Όταν μια αράχνη κατεβαίνει από κάποιο σταθερό σημείο, σύμφωνα με τη φύση της, βλέπει πάντα μπροστά της ένα άδειο διάστημα όπου δεν μπορεί να βρει στήριγμα όσο και να απλωθεί. Το ίδιο συμβαίνει και με μένα: πάντα μπροστά μου ένα άδειο διάστημα΄ αυτό που με κάνει να προχωρώ είναι μια συνέπεια, μια λογική, που βρίσκεται πίσω μου. Αυτή η ζωή είναι άνω - κάτω, τρομερή, ανυπόφορη.
Soren Kierkegaard: Either / Or

Ο Τζίτζιμποϊ είπε, «Στο όλο ερώτημα του θανάτου ποιός μπορεί να πει τι είναι σωστό, αγαπητέ μου φίλε; 'Οταν ήμουν ακόμη παιδί στη Βομβάη ήταν συνηθισμένη μεταξύ των Ινδουιστών γειτόνων μας η τελετή του σάτι, δηλαδή το κάψιμο της χήρας στη νεκρική πυρά του άντρα της, και με ποιό τεκμήριο θα τους πούμε βαρβάρους; Φυσικά - τα σκοτεινά του μάτια έλαμψαν σκανδαλιάρικα - τους λέμε βαρβάρους, αν και μόνο όταν δεν μας ακούν. Θέλεις κι άλλο κάρυ;»

Ο Κλάιν συγκράτησε έναν αναστεναγμό. Είχε αρχίσει να φουσκώνει, και το κάρυ ήταν πολύ καυτερό, πέρα από το συνηθισμένο του όριο ανοχής' αλλά η φιλοξενία του Τζίτζιμποϊ, διακριτικά επίμονη, είχε μια ιερατική ποιότητα που έκανε τον Κλάιν να νιώθει βλάσφημος αν αρνιόταν οτιδήποτε στο σπίτι του. Χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του, κι ο Τζίτζιμποϊ σηκώθηκε, έβαλε ένα βουνό ρύζι στο πιάτο του Κλάιν, το σκέπασε με αρνάκι με κάρυ και το στόλισε με τσάτνι και σάμπαλ. Σιωπηλά, χωρίς να της το ζητήσουν, η γυναίκα του Τζίτζιμποϊ πήγε στην κουζίνα και γύρισε μ' ένα κρύο μπουκάλι Χάινεκεν. Χαμογέλασε ντροπαλά του Κλάιν καθώς την έβαλε δίπλα του. Δούλευαν καλά μαζί αυτοί οι δυο Παρσιστές, οι οικοδεσπότες του.

Ήταν ένα αρμονικό ζευγάρι - εκπληκτικό, θα μπορούσες να πεις. Ο Τζίτζιμποϊ ήταν ένας ψηλός, στητός άντρας με μια επιβλητική γαμψή μύτη, σκούρο λεβαντίνικο δέρμα, κατάμαυρα μαλλιά κι ένα πελώριο μουστάκι. Τα χέρια και τα πόδια του ήταν αφύσικα μικρά' οι τρόποι του ήταν ευγενικοί και συγκρατημένοι, είχε μια γρήγορη κίνηση, στα όρια της νευρικότητας. Ο Κλάιν πίστευε πως είχε μπει στα σαράντα, αν και υποπτευόταν πως μπορούσε να κάνει λάθος δέκα χρόνια πάνω ή κάτω. Η γυναίκα του περιέργως, ο Κλάιν δεν είχε μάθει το όνομά της - ήταν νεότερη από τον άντρα της, σχεδόν το ίδιο ψηλή, με ανοιχτό δέρμα - έναν ανοιχτό λαδί τόνο - και με αισθησιακό σώμα. Φορούσε πάντα άνετα μεταξωτά σάρι'΄ο Τζίτζιμποϊ συνήθιζε να φορά δυτικό κουστούμι, με σακάκι και γραβάτα σε στυλ είκοσι χρόνια παλιό. Ο Κλάιν δεν τους είχε δει ποτέ με γυμνό κεφάλι: εκείνη φορούσε ένα μαντήλι από λευκό λινό, εκείνος ένα χρυσοκέντητο κάλυμμα του κεφαλιού που μπορεί να έκανε τους ανθρώπους να πιστεύουν πως ήταν Εβραίος. Δεν είχαν παιδιά και ήταν αυτάρκεις, σχηματίζοντας μια κλειστή δυάδα, μια τέλεια μονάδα, δυο τμήματα της ίδιας οντότητας συνενωμένα και αδιαίρετα, όπως ήταν κάποτε ο Κλάιν και η Συβίλλη. Η αρμονική αλληλεπίδραση των σκέψεων και των χειρονομιών τους έφερνε λίγη αμηχανία, ακόμα και φόβο, στους άλλους. 'Οπως ήταν κάποτε ο Κλάιν και η Συβίλλη.

Ο Κλάιν είπε, «Σε σας...»
«Α, πολύ διαφορετικά, πολύ διαφορετικά, μοναδικά. Ξέρεις τα νεκρικά μας έθιμα;»
«'Εκθεση των νεκρών, έτσι δεν είναι;»
Η γυναίκα του Τζίτζιμποϊ γέλασε νευρικά. «'Ενα πολύ αρχαίο σχέδιο ανακύκλωσης!»
«Οι Πύργοι της Σιωπής», είπε ο Τζίτζιμποϊ.

Πήγε στο μεγάλο παράθυρο της τραπεζαρίας και στάθηκε με την πλάτη του στον Κλάιν, κοιτάζοντας τα λαμπερά φώτα του Λος Αντζελες. Το σπίτι των Τζίτζιμποϊ, όλο από σεκόια και γυαλί, στεκόταν αβέβαια σε ξύλινους πασσάλους κοντά στην κορυφή του Μπένεντικ Κάνυον, κάτω από το Μάλολλαντ: είχε θέα από το Χόλυγουντ ως τη Σάντα Μόνικα. «Υπάρχουν πέντε στην Βομβάη», είπε ο Τζίτζιμποϊ, «στο Μάλμπαρ Χιλ, ένα πέτρινο ύψωμα που βλέπει στην Αραβική Θάλασσα. Είναι αιώνες παλιοί, όλοι κυλινδρικοί, με αρκετές εκατοντάδες πόδια περίμετρο, περικυκλωμένοι από έναν πέτρινο τοίχο είκοσι ή τριάντα πόδια ψηλό. 'Οταν πεθάνει ένας Παρσιστής - το ξέρεις αυτό;»
«Ξέρω λιγότερα απ' όσα θα 'θελα».

«'Οταν πεθάνει ένας Παρσιστής, τον πηγαίνουν στους πύργους σ΄ ένα μετάλλινο φέρετρο που το μεταφέρουν επαγγελματίες' οι πενθούντες ακολουθούν σχηματίζοντας μια πομπή, δυο - δυο, κρατώντας ένα μαντήλι μεταξύ τους. Μια όμορφη σκηνή, αγαπητέ Χόρχε. Υπάρχει μια πόρτα στον πέτρινα τοίχο απ' όπου περνούν οι νεκροκομιστές με το φορτίο τους. Κανείς άλλος δεν μπορεί να μπει στον πύργο. Μέσα βρiσκεται μια κυκλική πλατφόρμα στρωμένη με μεγάλες πέτρινες πλάκες και χωρισμένη σε τρεις σειρές από ρηχές, ανοιχτές υποδοχές. Η εξωτερική σειρά χρησιμοποιείται για τα σώματα των αντρών, η επόμενη για τις γυναίκες, και η εσωτερική για τα παιδιά. Ο νεκρός αφήνεται σε ένα μέρος· γύπες σηκώνονται από τους ψηλούς φοiνικες των κήπων που βρίσκονται δίπλα στους πύργους' μέσα σε μια-δυο ώρες, μόνο κόκκαλα μένουν. Αργότερα ο γυμνός, στεγνωμένος από τον ήλιο σκελετός πετάγεται σ' έναν λάκκο στο κέντρο του πύργου. Πλούσιοι και φτωχοί γίνονται σκόνη εκεί».

«Και όλοι οι Παρσιστές - εε - θάβονται μ' αυτόν τον τρόπο;»
«Ω, όχι, όχι, επ' ουδενί», είπε εγκάρδια ο Τζίτζιμποϊ. «'Ολες οι αρχαίες παραδόσεις έχουν πέσει σ' ερείπια στις μέρες μας, δεν το ξέρεις; Οι νέοι μας υποστηρίζουν την αποτέφρωση ή και τον καθιερωμένο ενταφιασμό. Ακόμα όμως, πολλοί από μας συνεχίζουν να βλέπουν την ομορφιά του τρόπου μας».
«... ομορφιά;...»

Η γυναίκα του Τζίτζιμποϊ είπε με σιγανή φωνή, «Το να θάβεις τους νεκρούς στο χώμα, σε μια υγρή τροπική χώρα όπου οι ασθένειες είναι πολύ μεταδοτικές, δεν μας φαiνεται υγιεινό. Και το να καις ένα σώμα είναι σαν να σκορπάς την ουσία του. Αλλά το να δίνεις τα σώματα των νεκρών στα επιδέξια, πεινασμένα πουλιά - γρήγορα, καθαρά, χωρίς φασαρίες - είναι για μας ένας τρόπος τιμής της οικονομίας της φύσης. Το να αφήνεις τα κόκκαλα κάποιου να ανακατεύονται στο λάκκο με τα κόκκαλα ολόκληρης της κοινότητας είναι, για μας, η ύστατη δημοκρατία».

«Και οι γύπες δεν μεταδίδουν οι ίδιοι ασθένειες, όπως τρέφονται με τα σώματα των...»
«Ποτέ», είπε σταθερά ο Τζiτζιμποϊ. «Ούτε κολλάνε τις αρρώστειες μας».

«Και υποθέτω πως κι οι δυο σας σκοπεύετε να στείλετε τα σώματά σας στη Βομβάη όταν...» Εμβρόντητος, ο Κλάιν σταμάτησε, κούνησε το κεφάλι του, έβηξε ενοχλημένος, προσπάθησε αμυδρά να χαμογελάσει, «Βλέπετε τι έκανε το ραδιενεργό σας κάρυ στους τρόπους μου; Συγχωρέστε με. Κάθομαι εδώ, καλεσμένος στο τραπέζι σας, και σας ρωτάω τα σχέδιά σας για την κηδεία σας!»

Ο Τζίτζιμποϊ γέλασε. «Ο θάνατος δεν μας φοβίζει, αγαπητέ μου φίλε. Είναι - δεν χρειάζεται καν να το πει κανείς, έτσι δεν είναι; - είναι ένα φυσικό γεγονός. Για κάποιο χρόνο είμαστε εδώ, και μετά φεύγουμε. 'Οταν τελειώσει ο χρόνος μας, ναι, θα παραδοθούμε κι οι δυο στους Πύργους της Σιωπής».
Η γυναίκα του πρόσθεσε ξαφνικά, «Καλύτερα εκεί παρά στις Ψυχρές Πόλεις! Πολύ καλύτερα!»
Ο Κλάιν πρώτη φορά παρατηρούσε τόση ορμή στη φωνή της.

Ο Τζίτζιμποϊ γύρισε από το παράθυρο και την κοίταξε. Κι αυτό πρώτη φορά το έβλεπε ο Κλάιν, 'Ηταν σαν ξαφνικά ο εύθραυστος ιστός επιμελημένης αβρότητας που έγνεθε με τους δυο τους όλο το απόγευμα να ξηλωνόταν, και ακόμα και οι δεσμοi του Τζίτζιμποϊ με τη γυναίκα του να δέχονταν δυνατή τάση. Ταραγμένος τώρα, νευρικά, ο Τζίτζιμποϊ άρχισε να μαζεύει τα άδεια πιάτα, και μετά από μια αμήχανη σιωπή είπε, «Δεν ήθελε να σε προσβάλλει».
«Γιατί θα έπρεπε να προσβληθώ;»
«'Ενα πρόσωπο που αγαπάς διάλεξε να πάει στις Ψυχρές Πόλεις. Μπορεί να σκεφτείς πως υπήρχε υπονοούμενη κριτική γι' αυτήν στην αποδοκιμαστική έκφραση της γυναίκας μου για...»
Ο Κλάιν σήκωσε τους ώμους του. «'Εχει το δικαίωμα να έχει τα αισθήματά της για την αναζωπύρωση. Αναρωτιέμαι, όμως...»
Σταμάτησε, ανήσυχος, φοβισμένος να ψάξει πιο βαθιά.
«Ναι;»
«'Ηταν άσχετο».
«Παρακαλώ», είπε ο Τζίτζιμποϊ. «Είμαστε παλιοί φίλοι».
«Αναρωτιόμουν», είπε αργά ο Κλάιν, «αν δεν σου είναι δύσκολο, να ξοδεύεις όλο σου το χρόνο ανάμεσα στους νεκρούς, να τους μελετάς, να μαθαίνεις τους τρόπους τους, να αφιερώνεις όλη σου την καριέρα σ' αυτούς, όταν η γυναίκα σου προφανώς περιφρονεί τις Ψυχρές Πόλεις και όλα τα σχετικά. Αν το θέμα της δουλειάς σου την απωθεί δεν θα μπορείς να το μοιραστείς μαζί της».
«Α», είπε ο Τζίτζιμποϊ, με την ένταση φανερά να φεύγει από πάνω του, «σ' αυτό το θέμα, εγώ αντιπαθώ περισσότερο από κείνην ολόκληρο το φαινόμενο αναζωπύρωσης».
«Ναι;» Αυτή ήταν μια πλευρά του Τζίτζιμποϊ που o Κλάιν δεν είχε υποπτευθεί ποτέ. «Σε απωθεi; Τότε γιατi διάλεξες να το μελετήσεις τόσο διεξοδικά;»

Ο Τζίτζιμποϊ έδειξε γνήσια έκπληξη, «Τι; Υποστηρίζεις πως κάποιος πρέπει να έχει προσωπική πίστη στο θέμα που μελετά;» Γέλασε. «'Εχεις Εβραϊκή καταγωγή, νομίζω, κι όμως το ντοκτορά σου αφορούσε, έτσι δεν είναι, τις πρώτες φάσεις του Τρίτου Ράιχ;»
Ο Κλάιν τινάχτηκε. «'Εκανες διάνα!»
«Βρίσκω ακαταμάχητο αυτό τον πολιτισμό των νεκρών, σαν κοινωνιολόγος», συνέχισε ο Τζίτζιμποϊ. «Μια τόσο ριζοσπαστική άποψη της ανθρώπινης ύπαρξης να εκδηλωθεί κατά τη διάρκεια της καριέρας σου είναι ένα απίστευτο δώρο. Δεν έχω πιο γόνιμο έδαφος έρευνας. 'Ομως δεν έχω καμιά επιθυμία, καμιά απολύτως, να παραδώσω το σώμα μου για αναζωπύρωση. Για μένα, για τη γυναίκα μου, θα είναι οι Πύργοι της Σιωπής, ο καυτός ήλιος, οι πρόθυμοι γύπες - και τέλος, τέρμα, το έσχατον, το φινάλε».
«Δεν ήξερα πως ένιωθες έτσι. Υποθέτω πως αν ήξερα περισσότερα για την Παρσιστική θεολογiα, θα καταλάβαινα... »
«Παρεξήγησες. Οι αντιρρήσεις μας δεν είναι θεολογικές. Είναι που μοιραζόμαστε μια επιθυμία, μια ιδιοτροπία, να μην συνεχίσουμε πέρα από το χρόνο που μας έχει διατεθεί. Επiσης όμως έχω ορισμένες επιφυλάξεις για τον αντίκτυπο της αναζωπύρωσης στην κοινωνία μας. Νιώθω μια βαθιά ανησυχία για την παρουσία αυτών των νεκρών ανάμεσά μας, νιώθω έναν καθαρά προσωπικό φόβο γι' αυτούς τους ανθρώπους και τον πολιτισμό που δημιουργούν, νιώθω ακόμα μια αποστροφή για...» Ο Τζίτζιμποϊ σταμάτησε απότομα. «Συγγνώμη. 'Ηταν ίσως μια πολύ έντονη έκφραση. Βλέπεις πόσο πολύπλοκη είναι η στάση μου απέναντι στο θέμα αυτά, το μίγμα γοητείας και αποστροφής: Είμαι σε διαρκή ένταση ανάμεσα στους δυο αυτούς πόλους. Αλλά γιατί στα λέω αυτά, αφού αν δεν σ' ενοχλούν, σίγουρα πρέπει να σε κάνουν να πλήττεις; Ας ακούσουμε για το ταξίδι σου στη Ζανζιβάρη».

«Τι να πω; Πήγα, περίμενα δυο βδομάδες για να 'ρθει, δεν μπόρεσα να την πλησιάσω, και γύρισα σπίτι. Πήγα ως την Αφρική και ούτε από μακριά δεν μπόρεσα να τη δω».
«Τι απογοήτευση, αγαπητέ μου Χόρχε!»
«`Εμεινε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Οι άλλοι δεν μ' άφησαν ν' ανέβω».
«Οι άλλοι;»
«Η ακολουθία της», είπε ο Κλάιν. «Ταξίδευε μ' άλλους τέσσερις νεκρούς, μια γυναίκα και τρεις άντρες. Μοιραζόταν το δωμάτιά της με τον αρχαιολόγο, το Ζαχαρία. Εκείνος ήταν που την έκρυψε από μένα, και το έκανε πολύ έξυπνα. Ενεργεί σαν να του ανήκει. 'Ισως να είναι αλήθεια. Τι μπορείς να μου πεις γι' αυτό, Φράμζι; Παντρεύονται οι νεκροί; Ο Ζαχαρίας είναι ο νέος της σύζυγος;»
«Πολύ αμφιβάλλω. Ο όρος σύζυγος δεν χρησιμοποιείται μεταξύ των νεκρών. 'Εχουν σχέσεις, ναι, αλλά δεν συνηθίζουν να σχηματίζουν ζευγάρια, πιθανώς αυτό τους είναι τελείως άγνωστο. Αντί γι' αυτό τείνουν να σχηματίζουν ενισχυτικές ψευδοοικογενειακές ομάδες από τρία ή τέσσερα ή περισσότερα άτομα, που...»
«Θέλεις να πεις πως κι οι τέσσερις σύντροφοί της στην Ζανζιβάρη, είναι ερωμένοι της;»

Ο Τζίτζιμποϊ έκανε μια εκφραστική χειρονομία. «Ποιός ξέρει; Αν το εννοείς με τη φυσική έννοια, αμφιβάλλω, αλλά κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος. O Ζαχαρίας φαίνεται να είναι ο ιδιαίτερος σύντροφός της, πάντως. Μερικοί από τους άλλους μπορεί να αποτελούν μέρος της ψευδοοικογένειάς της, ή όλοι, ή κανείς. 'Εχω λόγους να πιστεύω πως μερικές φορές κάθε νεκρός μπορεί να ισχυριστεί πως έχει μια οικογενειακή σχέση με τους άλλους του είδους του. Ποιός ξέρει; Βλέπουμε τις πράξεις αυτών των ανθρώπων, όπως λένε, μέσα από ένα σκούρο γυαλί».
«Εγώ ούτε καν έτσι βλέπω τη Συβίλλη. Ούτε πώς μοιάζει τώρα δεν ξέρω».
«Δεν έχασε καθόλου την ομορφιά της».
«Μου το 'χεις ξαναπεί. Αλλά θέλω να την δω με τα μάτια μου. Δεν μπορείς να καταλάβεις, Φράμζι, πόσο θέλω να την δω. Τον πόνο που νιώθω, να μην μπορώ... »
«Θα ήθελες να την δεις τώρα;»
Ο Κλάιν τινάχτηκε έκπληκτος. «Τι; Τι εννοείς; Είναι... »
«Κρυμμένη στο διπλανό δωμάτιο; 'Οχι, όχι, τίποτα τέτοιο. Αλλά σου έχω μια μικρή έκπληξη. 'Ελα στη βιβλιοθήκη». Χαμογελώντας διαχυτικά, ο Τζίτζιμποϊ τον οδήγησε από την τραπεζαρία στο διπλανό μικρό γραφείο, ένα δωμάτιο φορτωμένο από το πάτωμα ως το ταβάνι με βιβλία σ' έναν εκπληκτικό αριθμό γλωσσών - όχι μόνο Αγγλικά, Γαλλικά και Γερμανικά, αλλά και Σανσκριτικά, Χιντί, Γκουζαράτι, Φαρσί, τις γλώσσες της πολύγλωσσης ανατροφής του Τζίτζιμποϊ στη μικρή Παρσική παροικία της Βομβάης, μια κοινότητα όπου καμιά γλώσσα που αγαπήθηκε δεν εγκαταλείφθηκε. Βάζοντας στην άκρη ένα σωρό επαγγελματικά περιοδικά τσακισμένα στις γωνίες, έβγαλε έναν γυαλιστερό εικονο-κύβο, άναψε το εσωτερικό του φως μ' ένα άγγιγμα του αντίχειρα και τον έδωσε του Κλάιν.

Η καθαρή, λαμπερή ολογραφική εικόνα έδειξε τρεις μορφές σε μια χορταριασμένη πεδιάδα χωρίς όρια, χωρίς βράχους ή άλλα οπτικά εμπόδια, ένα ατέλειωτο χαλί που ξετυλιγόταν κάτω από έναν κενό, θανατερό μπλε ουρανό. Ο Ζαχαρίας στεκόταν στ' αριστερά, χωρίς να κοιτάζει την κάμερα' κοίταζε κάτω., παλεύοντας μ' ένα τεράστιο τουφέκι. Στην άκρη δεξιά στεκόταν ένας μελαχροινός, κοντόχοντρος, στιβαρός άντρας που το χλωμό, τραχύ του πρόσωπο φαινόταν όλο γένεια και ρουθούνια. Ο Κλάιν τον αναγνώρισε: ο Αντονυ Γράκχος, ένας από τους νεκρούς που συνόδευαν τη Συβίλλη στη Ζανζιβάρη. Η Συβίλλη στεκόταν δίπλα του, ντυμένη μ' ένα χακί παντελόνι και μια λευκή μπλούζα. Το χέρι του Γράκχου ήταν απλωμένο: προφανώς της έδειχνε κάποιον στόχο, και κείνη σημάδευε μ' ένα όπλο μεγάλο σαν του Ζαχαρία σχεδόν.

Ο Κλάιν γύρισε τον κύβο, μελετώντας το πρόσωπό της από διάφορες γωνίες, και η όψη της έκανε τα δάχτυλά του υγρά κι αδέξια, τα βλέφαρά του να τρεμοπαίζουν. Ο Τζίτζιμποϊ είχε πει την αλήθεια: δεν είχε χάσει την ομορφιά της. Κι όμως δεν έμοιαζε καθόλου με τη Συβίλλη που ήξερε. 'Οταν την είχε δει για τελευταία φορά, ξαπλωμένη στο φέρετρό της, του είχε φανεί σαν μια τέλεια μαρμάρινη μορφή, και τώρα φαινόταν να έχει την ίδια ονειρική, αγαλματώδη εμφάνιση. Το πρόσωπό της ήταν μια ανέκφραστη μάσκα, ήρεμο, απομακρυσμένο, αποτραβηγμένο' τα μάτια της ήταν στιλπνά αινίγματα' τα χείλη της δήλωναν ένα αμυδρό, μυστηριώδες, ελάχιστα αντιληπτό χαμόγελο. Τον τρόμαζε να την βλέπει έτσι, τόσο ξένη, τόσο ασυνήθιστη. 'Ισως ήταν η ένταση της συγκέντρωσής της που της έδινε αυτή την απαγορευτική αγαλματώδη όψη, γιατί φαινόταν να διοχετεύει όλη της την ύπαρξη στη σκόπευση. Στρίβοντας κι άλλο τον κύβο, ο Κλάιν μπόρεσε να δει αυτά που σημάδευε: ένα παράξενο άχαρο πουλί έτρεχε στο χορτάρι κάτω αριστερά, ένα πουλί μεγαλύτερο από μια γαλοπούλα, στρογγυλό σαν σάκκος, με σταχτί φτέρωμα, ασπριδερό στήθος και ουρά, κιτρινόλευκα φτερά και κοντά, κωμικά κίτρινα πόδια. Το κεφάλι του ήταν τεράστιο και το μαύρο του ράμφος τέλειωνε σ' έναν κοντό, ανασηκωμένο γάντζο. Το πλάσμα φαινόταν επιβλητικό, μάλλον μεγαλόπρεπο και ελαφρώς γελοίο' δεν φαινόταν να καταλαβαίνει πως είχε φτάσει η καταδίκη του. Τι παράξενο που η Συβίλλη ετοιμαζόταν να το σκοτώσει, εκείνη που πάντα αντιπαθούσε τους σκοτωμούς: τώρα ήταν η Συβίλλη η κυνηγός: η Συβίλλη η σεληνιακή θεά, η Συβίλλη - Αρτεμις!

Ταραγμένος, ο Κλάιν κοίταξε τον Τζίτζιμποϊ και είπε, «Πού τραβήχτηκε αυτή; Σ' εκείνο το σαφάρι στη Τανζανία, υποθέτω».
«Ναι. Τον Φεβρουάριο. Αυτός είναι ο οδηγός, ο λευκός κυνηγός».
«Τον είδα στη Ζανζιβάρη. Γράκχο, τον λένε. 'Ηταν ένας από τους νεκρούς που ταξίδευαν με τη Συβίλλη».
«Διευθύνει μια ελεγχόμενη κυνηγετική περιοχή κοντά στο Κιλιμάντζαρο», είπε ο Τζίτζιμποϊ», που διατηρείται για τους νεκρούς. Μια από τις πιο περίεργες εκφράσεις του πολιτισμού τους, τελικά. Κυνηγούν μόνο εκείνα τα ζώα που...»
Ο Κλάιν είπε ανυπόμονα, «Πώς βρήκες αυτή τη φωτογραφία;»
«Την πήρε η Νερίτα Τρέησυ, που είναι μια από την παρέα της γυναίκας σου».
«Τη συνάντησα στη Ζανζιβάρη. Αλλά πώς...».
«'Ενας φίλος της είναι γνωστός μου, ένας από τους πληροφοριοδότες μου, ένας πολύτιμος σύνδεσμος στις έρευνές μου. Πριν από λίγους μήνες του ζήτησα να μου βρει κάτι τέτοιο. Δεν του είπα, φυσικά, πως το ήθελα για σένα». Ο Τζίτζιμποϊ τον πλησίασε. «Φαίνεσαι αναστατωμένος, αγαπητέ μου φίλε».

Ο Κλάιν κούνησε το κεφάλι του. 'Εκλεισε τα μάτια του, σαν για να τα προστατεύσει από τις λαμπερές επιφάνειες της φωτογραφίας της Συβίλλης. Τελικά είπε με μια επίπεδη, άτονη φωνή, «Πρέπει να καταφέρω να την δω».
«'Ισως θα ήταν καλύτερα για σένα αν εγκατέλειπες... »
« Όχι».
«Δεν υπάρχει τρόπος να σε πείσω πως είναι επικίνδυνο για σένα να κυνηγάς τη φανταστική...»
«'Οχι», είπε ο Κλάιν. «Ούτε να προσπαθήσεις. Μου είναι αναγκαίο να τη βρω. Αναγκαίο».
«Πώς θα τα καταφέρεις, λοιπόν;»
Ο Κλάιν είπε μηχανικά, «Θα πάω στην Ψυχρή Πόλη Σιών ».
«'Εχεις ήδη προσπαθήσει. Δεν θα σε δεχτούν».
«Αυτή τη φορά θα με δεχτούν. Δεν διώχνουν νεκρούς».
Ο Παρσιστής γούρλωσε τα μάτια του. «Θα παραδώσεις τη ζωή σου; Αυτό είναι το σχέδιό σου; Τι λες, Χόρχε;»
Ο Κλάιν, γελώντας, είπε, «Δεν εννοούσα αυτό».
«'Εχω μπερδευτεί».
«Σκοπεύω να διεισδύσω. Θα μεταμφιεστώ σαν ένας απ' αυτούς. Θα γλιστρήσω στην Ψυχρή Πόλη όπως ένας άπιστος μπορεί να γλιστρήσει στη Μέκκα». 'Επιασε το χέρι του Τζίτζιμποϊ. «Μπορείς να με βοηθήσεις; Μάθε με τους τρόπους τους, δίδαξέ με την διάλεκτό τους».
«Θα σε καταλάβουν αμέσως».
«'Ισως όχι. 'Ισως προλάβω να βρω τη Συβίλλη πριν με καταλάβουν».

«Αυτό είναι τρέλα», είπε σιγά ο Τζίτζιμποϊ.
«Δεν πειράζει. 'Εχεις τις γνώσεις. Θα με βοηθήσεις;» Μαλακά, ο Τζίτζιμποϊ τράβηξε το χέρι του από του Κλάιν. Διέσχισε το δωμάτιο και ασχολήθηκε για λίγο μ' ένα ακατάστατο ράφι, τακτοποιώντας και ξανατακτοποιώντας με φασαρία. Τελικά είπε, «Εγώ λίγα πράγματα μπορώ να κάνω. Η γνώση μου είναι πλατιά αλλά όχι βαθιά, όχι όσο θα 'πρεπε. Αλλά αν επιμένεις σ' αυτό, Χόρχε, μπορώ να σε γνωρίσω με κάποιον που ίσως μπορεί να σε βοηθήσει. Είναι ένας από τους πληροφοριοδότες μου, ένας νεκρός, κάποιος που δεν δέχτηκε την εξουσία των Οδηγών-Πατέρων, ένα πρόσωπο που είναι από τους νεκρούς αλλά όχι με αυτούς. Πιθανώς να μπορεί να σου μάθει αυτά που πρέπει να ξέρεις».
«Φώναξέ τον», είπε ο Κλάιν.
«Πρέπει να σε προειδοποιήσω πως είναι απρόβλεπτος, απείθαρχος, ίσως και ύπουλος. Οι συνηθισμένες ανθρώπινες αξίες δεν έχουν νόημα γι' αυτόν στην τωρινή του κατάσταση».
«Φώναξέ τον».
«Αν μπορούσα να σε αποτρέψω από...»
«Φώναξέ τον».

5.


Ο καυγάς φέρνει φασαρίες. Αυτές τις μέρες τα λιοντάρια βρυχώνται πολύ. Η χαρά ακολουθεί τη θλίψη. Δεν είναι καλό να χτυπάς πολύ τα παιδιά. Καλύτερα να φύγεις τώρα και να πας στο σπίτι. Είναι αδύνατο να δουλέψω σήμερα. Πρέπει να πηγαίνεις στο σχολείο κάθε μέρα. Δεν είναι φρόνιμο να πας από εκεί, υπάρχει νερό στο δρόμο. Δεν πειράζει, θα μπορέσω να περάσω. Καλύτερα να γυρίσουμε γρήγορα. Αυτές οι λάμπες καίνε πολύ πετρέλαιο. Δεν υπάρχουν κουνούπια στο Ναϊρόμπι. Δεν υπάρχουν λιοντάρια εδώ. Υπάρχουν άνθρωποι εδώ που ψάχνουν για αυγά. Υπάρχει νερό στο πηγάδι; Όχι, δεν υπάρχει καθόλου. Αν είναι μόνο τρεις άνθρωποι, η δουλειά είναι αδύνατη σήμερα.
D. V. Perrott: Μάθετε μόνοι σας Σουαχίλι.

Ο Γράκχος κάνει άγρια σινιάλα στους αχθοφόρους και ουρλιάζει, «Shika njia hii hii!» Τρεις τρέχουν, δυο συνεχίζουν να περπατάνε. «Νinyi nyote!» φωνάζει. «Fanga kama hivi!» Κουνάει το κεφάλι του, φτύνει, σκουπiζει τον ιδρώτα από το μέτωπό του. Προσθέτει, μιλώντας με χαμηλότερη φωνή και στ' Αγγλικά, προσέχοντας να μην τον ακούσουν. «Κάντε αυτό που σας λέω, μοχθηροί μαύροι μπάσταρδοι, ή θα είστε πιο νεκροί από μένα πριν τη δύση!»
Η Συβίλλη γελάει νευρικά. «Πάντα έτσι τους μιλάς;»
«Προσπαθώ να είμαι ανεκτικός μαζί τους. Αλλά τι όφελος έχει, τι όφελος έχουν όλα αυτά; 'Ελα, ας τους ακολουθήσουμε».

Δεν έχει περάσει ούτε μια ώρα από την ανατολή, αλλά ο ήλιος ήδη είναι πολύ ζεστός, εδώ στην επiπεδη ξερή χώρα ανάμεσα στο Κιλιμάντζαρο και το Σερενγκέτι. Ο Γράκχος οδηγεί την ομάδα βόρεια μέσα στο ψηλό γρασίδι, ακολουθώντας τα ίχνη αυτού που νομiζει πως είναι ένα κουάγκα, αλλά η παρακολούθηση ενός ίχνους στο ψηλό χορτάρι είναι δύσκολη δουλειά και οι αχθοφόροι συνεχίζουν να παρεκλίνουν προς ένα φαράγγι που προσφέρει την ελκυστική σκιά μιας λόχμης αγκαθόδεντρων, και πρέπει συνεχώς να τους φωνάζει για να τους κρατήσει στο δρόμο που θέλει. Η Συβίλλη πρόσεξε πως ο Γράκχος φωνάζει άγρια στους μαύρους του, σαν να ήταν ατίθασα ζώα, και μιλάει πίσω από την πλάτη τους με μια σκληρή περιφρόνηση, αλλά φαίνεται να το κάνει για την παράσταση, σαν ένα μέρος του ρόλου του, του ρόλου του λευκού κυνηγού: πρόσεξε επίσης, μερικές φορές που δεν υποτίθεται πως έπρεπε να προσέχει, πως ο Γράκχος είναι ιδιαιτέρως ευγενικός, συμπονετικός, φιλόστοργος ακόμη, με τους αχθοφόρους, πειράζοντάς τους - υποθέτει - με στοργικά αστεία στα Σουαχίλι και εύθυμα ψεύτικα χτυπήματα. Οι αχθοφόροι παίζουν κι αυτοί τους ρόλους τους: συμπεριφέρονται με τον παραδοσιακό τρόπο του επαγγέλματός τους, πότε με σεβασμό και πότε με συγκατάβαση, πότε ποζάροντας σαν παντογνώστες θεματοφύλακες της σοφίας της σαβάνας και πότε σαν απλοί, απονήρευτοι άγριοι που κάνουν μόνον για να μεταφέρουν φορτία. Αλλά οι πελάτες που υπηρετούν δεν είναι ακριβώς οι σπόρτσμεν της εποχής του Χέμινγουεη, μιας και είναι νεκροί, και οι αχθοφόροι είναι κρυφά τρομοκρατημένοι από τα παράξενα όντα 'που υπηρετούν. Η Συβίλλη τους έχει δει να μουρμουρίζουν προσευχές και να χαϊδεύουν φυλακτά όποτε ακουμπούσαν κατά λάθος κάποιον νεκρό, και μερικές φορές έπιανε κάποιο αφύλακτο βλέμμα που έκρυβε άκρατο φόβο, ίσως και αποστροφή. Ο Γράκχος δεν είναι φίλος τους, όσο διαχυτικός και να γίνεται μαζί τους: φαίνονται να τον αντιμετωπίζουν σαν κάποιου είδους τερατώδη μάγο και τους πελάτες σαν υλοποιημένους δαίμονες.

Ιδρωμένοι, μιλώντας ελάχιστα, οι κυνηγοί προχωρούν στη σειρά, πρώτα οι αχθοφόροι με τα όπλα και τις προμήθειες κι έπειτα ο Γράκχος, ο Ζαχαρίας, η Συβίλλη; η Νερίτα που παίρνει συνεχώς φωτογραφίες και o Μόρτιμερ. Κομμάτια από λευκά σύννεφα παρασύρονται αργά στην τεράστια αψίδα του ουρανού. Το γρασίδι είναι πλούσιο και παχύ, γιατί οι σύντομες βροχές ήταν ασυνήθιστα δυνατές τον Δεκέμβριο. Μικρά ζώα τρέχουν γρήγορα μέσα στα χόρτα, ορατά για μια μόνο στιγμή, σκίουροι και τσακάλια και φραγκόκοτες. Πού και πού διακρίνονται μεγαλύτερα ζώα: τρεις αγέρωχες στρουθοκάμηλοι, ένα ζευγάρι ύαινες, ένα κοπάδι γαζέλες που τρέχουν σαν ένα καστανόξανθο ποτάμι στην πεδιάδα. Χθες η Συβίλλη είδε δυο φακόχοιρους, μερικές καμηλοπαρδάλεις και ένα σέρβαλ, μια κομψή αγριόγατα με μεγάλα αυτιά που γλίστραγε σαν μικρός γατόπαρδος. Κανένα απ' αυτά τα ζώα δεν μπορούσαν να κυνηγήσουν, παρά μόνο αυτά που είχαν φέρει οι υπεύθυνοι της περιοχής για τις ανάγκες των πελατών τους΄ ό,τι θεωρείτο ιθαγενές αφρικανικό ζώο, δηλαδή ό,τι ζούσε εδώ προτού νοικιάσουν οι νεκροί αυτή την έκταση από τους Μασάι, προστατεύεται από την κυβέρνηση. Στους ίδιους τους Μασάι επιτρέπεται να κυνηγούν λιοντάρια, μιας και είναι η δική τους περιοχή, αλλά έχουν μείνει τόσο λίγοι Μασάι που δεν μπορούν να κάνουν κακό. Χθες, μετά τους φακόχοιρους και πριν τις καμηλοπαρδάλεις, η Συβίλλη είδε τους πρώτους Μασάι, πέντε αδύνατους, γεροδεμένους, ψηλούς άντρες, γυμνούς κάτω από τις μίζερες κόκκινες ρόμπες τους, να προχωρούν σιωπηλά μέσα στη σαβάννα, σταματώντας συχνά για να σταθούν σκεπτικά στο ένα πόδι, ακουμπώντας στα ακόντιά τους. Από κοντά φαίνονταν λιγότερο γεροδεμένοι - χωρίς δόντια, γεμάτοι μύγες, πρησμένοι. Πουλούσαν τα ακόντιά τους και τα χάντρινα περιδέραιά τους για λίγα σελίνια, αλλά οι κυνηγοί είχαν ήδη αγοράσει χειροτεχνήματα των Μασάι από τα μαγαζιά του Ναϊρόμπι σε πολύ ψηλότερες τιμές.

'Ολο το πρωί ακολουθούν τα ίχνη του κουάγκα, με τον Γράκχο να δείχνει πατήματα εδώ, φρέσκια κοπριά εκεί. Είναι ο Ζαχαρίας που ζήτησε να χτυπήσει το κουάγκα. «Πού ξέρεις πως δεν ακολουθείς μια ζέβρα;» ρωτάει οξύθυμα.
Ο Γράκχος του κλείνει το μάτι. «'Εχε μου εμπιστοσύνη. Θα βρούμε και ζέβρες μπροστά μας. Αλλά θα βρούμε και το κουάγκα σου. Στο εγγυώμαι».

Ο Νγκίρι, ο επικεφαλής των αχθοφόρων, γυρίζει και χαμογελά, «Ρίga quagga m'uzuri, bwana», λέει του Ζαχαρία και κλείνει κι όλας το μάτι, και τότε - η Συβίλλη το βλέπει πολύ καθαρά - το διαχυτικό, βέβαιο χαμόγελό του σβήνει, σαν να μην είχε το κουράγιο να το κρατήσει πάνω από μια στιγμή, κι ένα πέπλο τρόμου σκεπάζει το σκούρο, γυαλιστερά του πρόσωπο.
«Τι είπε;» ρωτάει ο Ζαχαρίας.
«Πως θα χτυπήσεις ένα όμορφο κουάγκα», απαντά o Γκράκχος.

Κουάγκα. Το τελευταίο άγριο σκοτώθηκε το 1870, αφήνοντας μόνο τρία στον κόσμο, όλα θηλυκά, σε ζωολογικούς κήπους της Ευρώπης. Οι Μπόερς τα είχαν κυνηγήσει ως την εξαφάνισή τους για να ταίσουν με το μαλακό κρέας τους τους Οττεντόνους σκλάβους και για να φτιάξουν από το ραβδωτό τους δέρμα σάκκους για τα δημητριακά των Μπόερς, δερμάτινα veldschoen για τα πόδια των Μπόερς. Το κουάγκα του ζωολογικού κήπου του Λονδίνου πέθανε το 1872, του Βερολίνου το 1875, του Αμστερνταμ το 1883 και κανείς δεν ξαναείδε ζωντανό κουάγκα ως την τεχνητή αναγέννηση του είδους με εκλεκτική αναδρομική αναπαραγωγή και γενετικούς χειρισμούς το 1990, όταν άνοιξε αυτή η κυνηγετική περιοχή για μια περιορισμένη και ειδική πελατεία.

Κοντεύει μεσημέρι, τώρα, και ούτε ένας πυροβολισμός δεν έχει ριχτεί από το πρωί. Τα ζώα έχουν αρχίσει να κρύβονται' θα ξαναφανούν όταν οι σκιές μακρύνουν. 'Ωρα να σταματήσουν, να κατασκηνώσουν, να μοιράσουν τις μπύρες και τα σάντουιτς, να πουν απίθανες ιστορίες για σπαρακτικές περιπέτειες με εξαγριωμένους βουβάλους και ευέξαπτους ελέφαντες. 'Οχι ακόμη όμως. Οι πεζοπόροι φτάνουν σ' έναν χαμηλό λόφο και βλέπουν, στη μεγάλη πλαγιά κάτω τους, ένα κοπάδι στρουθοκαμήλους και μερικές εκατοντάδες ζέβρες που βόσκουν. Καθώς εμφανίζονται οι άνθρωποι, οι στρουθοκάμηλοι αρχίζουν αργά και προσεκτικά να φεύγουν, αλλά οι ζέβρες, χωρίς να φοβούνται καθόλου, συνεχίζουν να βόσκουν. Ο Νγκίρι δείχνει και λέει, «Ρίga quagga, bwana».
«'Ενα κοπάδι ζέβρες», λέει ο Ζαχαρίας.
Ο Γράκχος κουνάει το κεφάλι του. «'Οχι. Ακου. Ακούς τον ήχο αυτό;»

Στην αρχή κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτα ασυνήθιστο. Αλλά ναι, η Συβίλλη τ' ακούει: ένα οξύ, σαν γαύγισμα, χρεμέτισμα, πολύ παράξενο, ένας ήχος που βγαίνει από κάποιον χαμένο χρόνο, η φωνή κάποιου ζώου που ποτέ της δεν το ήξερε. Είναι ένα τραγούδι νεκρών. Η Νερίτα το ακούει κι αυτή, κι ο Μόρτιμερ, και τελικά κι ο Ζαχαρίας. Ο Γράκχος κάνει ένα νεύμα προς την πέρα άκρη της κοιλάδας. Εκεί, ανάμεσα στις ζέβρες, υπάρχει μισή ντουζίνα ζώα που είναι σχεδόν ζέβρες, αλλά όχι εντελώς - μισοτελειωμένες ζέβρες, με ραβδώσεις μόνο στα κεφάλια τους και στο μπροστινό τους μέρος' το υπόλοιπο σώμα τους είναι ένα κιτρινωπό καφέ, τα πόδια τους είναι λευκά, οι χαίτες τους σκούρες καφέ με ανοιχτόχρωμες ραβδώσεις. Το τρίχωμά τους σπινθηροβολεί σαν μαρμαρυγίας στη λάμψη του ήλιου. Κάθε τόσο σηκώνουν τα κεφάλια τους, βγάζουν αυτό το παράξενο κρουστό, σφυριχτό ρουθούνισμα και ξανασκύβουν στο χορτάρι. Κουάγκα. Απομονωμένα δείγματα του παρελθόντος, απομεινάρια, αναζωπυρωμένα φαντάσματα. Ο Γράκχος δίνει το σινιάλο και η ομάδα απλώνεται στην κορυφή του λόφου. Ο Νγκίρι δίνει του Ζαχαρία το τεράστιο όπλο του. Ο Ζαχαρίας γονατίζει, σημαδεύει.

«Μην βιάζεσαι», μουρμουρίζει ο Γράκχος. «'Εχουμε όλο το απόγευμα».
«Με βλέπεις να βιάζομαι;» ρωτάει ο Ζαχαρίας. Οι ζέβρες τώρα καλύπτουν τη μικρή ομάδα των κουάγκα, σαν να το κάνουν επίτηδες. Δεν πρέπει να χτυπήσει ζέβρα, φυσικά, γιατί θα έχει φασαρίες με τους δασονόμους. Περνούν μερικά λεπτά. Ξαφνικά οι ζέβρες χωρίζουν και ο Ζαχαρίας πατά τη σκανδάλη του. Ακούγεται μια δυνατή έκρηξη' οι ζέβρες φεύγουν σε δέκα διευθύνσεις, έτσι που το μάτι βομβαρδίζεται από εκτυφλωτικά στροβοσκοπικά σχήματα μαύρου και άσπρου' όταν περνά η σπασμωδική σύγχυση, ένα από τα κουάγκα φαίνεται ξαπλωμένο στο πλευρό του, μόνο στην πεδιάδα, έχοντας περάσει το σημείο επαφής. Η Συβίλλη το κοιτάζει ήρεμα. Ο θάνατος κάποτε την φόβιζε, ο θάνατος κάθε είδους, όχι πια όμως.

«Piga m'uzuri!» φωνάζουν γεμάτοι χαρά οι αχθοφόροι.
«Kufa», λέει ο Γράκχος. «Νεκρό. Καθαρή βολή. 'Εχεις το τρόπαιό σου».

Ο Νγκίρι είναι γρήγορος στο γδάρσιμο με το μαχαίρι. Εκείνη τη νύχτα κατασκηνώνουν κάτω από τις πλατιές πλαγιές του Κιλιμάντζαρο και δειπνούν με ψητό κουάγκα, νεκροί και αχθοφόροι μαζί. Το κρέας είναι χυμώδες, δυναμωτικό, λίγο αψύ.

Αργά το επόμενο απόγευμα, καθώς περνούν από πια δροσερά μέρη με ρυάκια, γεμάτα ψηλά, γκριζοπράσινα δέντρα με σχήμα αγγείου, συναντούν ένα τερατούργημα, ένα δασύτριχο πράγμα που περπατούσε τρικλίζοντας, δώδεκα με δεκαπέντε πόδια ψηλό, που στεκόταν όρθιο στα βαριά του πόδια και ισορροπούσε με μια απίστευτα χοντρή, βαριά ουρά. Ακουμπάει σ' ένα δέντρο, τραβώντας τα ψηλά του κλαδιά με μακριά μπροστινά πόδια εξοπλισμένα με θηριώδη νύχια, σαν μια σειρά δρεπάνια' μασάει λαίμαργα φύλλα και κλωνάρια. Για μια στιγμή τους προσέχει και κοιτάζει γύρω του, μελετώντας τους με μικρά, ηλίθια κίτρινα μάτια' μετά ξαναγυρίζει στο φαί του.

«Σπάνιο», λέει ο Γράκχος. «Ξέρω κυνηγούς που έχουν γυρίσει όλο το πάρκο χωρίς να συναντήσουν κανένα. 'Εχετε ξαναδεί τίποτα πιο άσχημο;»
«Τι είναι;» ρωτάει η Συβίλλη.
«Μεγαθήριο. Γιγαντιαίος βραδύπους. Είναι από τη Νότιο Αμερική, στην πραγματικότητα, αλλά δεν δώσαμε και μεγάλη σημασία στη γεωγραφία όταν φτιάχναμε τα αποθέματα αυτής της περιοχής. 'Εχουμε μόνο τέσσερα τέτοια, και κοστίζει ένας Θεός ξέρει πόσες χιλιάδες δολάρια να σκοτώσεις ένα. Κανένας δεν ζήτησε να κυνηγήσει ένα τέτοιο ζώο ακόμα. Αμφιβάλλω αν θα βρεθεί ποτέ κανένας».

Η Συβίλλη αναρωτιέται αν το ζώο είναι τρωτό σε μια σφαίρα: σίγουρα όχι στο αδύνατο, μικροσκοπικό μυαλό του. Αναρωτιέται, ακόμα, τι είδους σπόρτσμαν θα έβρισκε ευχαρίστηση στο σκοτωμό αυτού του πράγματος. Για λίγο παρακολουθούν το βραδυκίνητο τέρας να διαλύει το δέντρο. Μετά συνεχίζουν να προχωρούν.

Ο Γράκχος τους δείχνει άλλο ένα αφύσικο πράγμα κατά τη δύση του ήλιου: έναν χλωμό θόλο, σαν τεράστιο πεπόνι, σ' ένα σωρό παχύ γρασίδι δίπλα σ' ένα ρυάκι. «Αβγό στρουθοκαμήλου;» ρωτάει ο Μόρτιμερ.
«Περίπου. Είναι ένα αβγό από μόα. Το μεγαλύτερο πουλί του κόσμου. Από τη Νέα Ζηλανδία, έχει εξαφανιστεί από τον δέκατο όγδοο αιώνα».
Η Νερίτα σκύβει και χτυπά μαλακά το αβγό. «Τι ομελέτα θα φτιάχναμε!»
«Υπάρχει αρκετό φαί για εβδομήντα πέντε άτομα σ' αυτό το αβγό», λέει ο Γράκχος. «Δυο γαλόνια υγρό, τουλάχιστον. Αλλά φυσικά δεν πρέπει να το πειράξουμε. Η φυσική αναπαραγωγή είναι πολύ σημαντική στη διατήρηση των αποθεμάτων της περιοχής».
«Και πού είναι η μαμά μόα;» ρωτάει η Συβίλλη. «'Επρεπε να εγκαταλείψει το αβγό;»
«Τα μόα δεν είναι και πολύ έξυπνα», απαντά o Γράκχος. «Αυτός είναι ένας από τους λόγους που εξαφανίστηκαν. Πρέπει να απομακρύνθηκε για να βρει φαγητό. Και...»
«Θεέ μου,» φωνάζει ο Ζαχαρίας.

Η μόα έχει επιστρέψει, βγαίνοντας ξαφνικά από μια συστάδα θάμνων. Στέκεται σαν ένα φτερωτό βουνό μπροστά τους, ένα τεράστιο περίγραμμα στο βαθύ μπλε του λυκόφωτος: μια στρουθοκάμηλος, πάνω κάτω, αλλά μια μεγαλοπρεπής στρουθοκάμηλος, η απόλυτη στρουθοκάμηλος, ένα πουλί δώδεκα πόδια ψηλό, μ' ένα βαρύ στρογγυλό σώμα κι έναν μεγάλο παχύ σωλήνα για λαιμό και πόδια με νύχια, στιβαρά σαν μικρά δέντρα. Αυτό είναι σίγουρα το ροκ του Σεβάχ του Θαλασσινού, που μπορεί να πετάξει με έναν ελέφαντα στα νύχια του! Το πουλί τους κοιτάζει, εξετάζοντας μελαγχολικά τα μικρά όντα που έχουν μαζευτεί γύρω από το αβγό του' τεντώνει το λαιμό του σαν να πρόκειται να επιτεθεί, και ο Ζαχαρίας κάνει να πάρει ένα τουφέκι, αλλά ο Γράκχος του πιάνει το χέρι, γιατί το μόα απλώς διαμαρτύρεται. Βγάζει έναν βαθύ, θρηνώδη μυκηθμό και δεν κουνιέται.

«Οπισθοχωρήστε σιγά», τους λέει o Γράκχος. «Δεν θα επιτεθεί. Μακριά από τα πόδια του όμως' μια κλωτσιά μπορεί να σας σκοτώσει».
«Και έλεγα να ζητήσω μια άδεια για μόα», λέει o Μόρτιμερ.
«Eίναι βαρετό να τα σκοτώνεις», του λέει o Γράκχος. «Απλώς κάθονται και σ' αφήνουν να πυροβολήσεις. Είναι καλύτερο αυτό που ψάχνεις».

Αυτό που ψάχνει ο Μόρτιμερ είναι ένα άουροχς, o εξαφανισμένος άγριος βόνασος των Ευρωπαϊκών δασών, γνωστός στον Καίσαρα, γνωστός στον Πλίνιο, το ζώο που κυνήγησε ο ήρωας Ζίγκφρηντ, που εξαφανίστηκε τελείως το 1627. Οι πεδιάδες της Ανατολικής Αφρικής δεν είναι ένα άνετο περιβάλλον για τα άουροχς και το κοπάδι που έχουν εμφανίσει οι νεκρομάντεις της γενετικής μένει μόνο του στα δασώδη οροπέδια που είναι αρκετές μέρες ταξίδι από τα μέρη του κουάγκα και των μεγαθηρίων. Σ' αυτό το σκοτεινό δασάκι οι κυνηγοί συναντούν πλήθη από μπαμπουίνους που βγάζουν άναρθρες φωνές και μοναχικούς ελέφαντες με μεγάλα αυτιά και, σ' ένα μέρος με ασταθείς σκιές, μια θαυμάσια αντιλόπη, ένα αρσενικό μπόνγκο μ' ένα όμορφο ζευγάρι στριφτά κέρατα. Ο Γράκχος τους οδηγεί παραπέρα, βαθύτερα. Φαίνεται ανήσυχος: υπάρχει κίνδυνος εδώ. Οι αχθοφόροι γλιστρούν μέσα στο δάσος σαν μαύρα φαντάσματα, απλώνονται σ' ένα κυρτό Λ, επικοινωνώντας μεταξύ τους και με τον Γράκχο με σφυρίγματα. 'Ολοι κρατούν τα όπλα τους έτοιμα εδώ. Η Συβίλλη περιμένει σχεδόν να δει λεοπαρδάλεις στα κλαδιά των δέντρων, κόμπρες να έρπουν στο έδαφος. Αλλά δεν φοβάται.

Πλησιάζουν ένα ξέφωτο.
«Αουροχς», λέει ο Γράκχος.
Μια ντουζίνα βόσκουν στις λόχμες: μεγάλα βοοειδή με κοντό τρίχωμα και μακριά κέρατα, μυώδη και προσεκτικά. Πιάνοντας τη μυρωδιά των εισβολέων σηκώνουν τα βαριά τους κεφάλια, μυρίζουν, κοιτάζουν. Ο Γράκχος κουνάει το κεφάλι του και λέει του Μόρτιμερ, «Είναι πάρα πολλά. Περιμένετε να αραιώσουν». Ο Μόρτιμερ χαμογελάει. Δείχνει λίγο νευρικός. Τα άουροχς είναι γνωστό πως επιτίθενται χωρίς προειδοποίηση. Τέσσερα, πέντε, έξι ζώα απομακρύνονται και τα υπόλοιπα αποτραβιούνται στην άκρη του ξέφωτου, σαν για να σχεδιάσουν τη στρατηγική τους' αλλά ένας μεγάλος αρσενικός, απειλητικός, με στρυφνό βλέμμα, στέκεται στη θέση του, στραβοκοιτάζοντάς τους. Ο Γράκχος χαμηλώνει, στηρίζεται στις μύτες των ποδιών του. Το γεροδεμένο του σώμα φαίνεται, για τη Συβίλλη, μια μελέτη στην ευκινησία, στην ετοιμότητα. «Τώρα», λέει.

Την ίδια στιγμή το αρσενικό άουροχς επιτίθεται, με αφύσικη γρηγοράδα, το κεφάλι χαμηλωμένο, τα κέρατα προτεταμένα σαν δόρατα. Ο Μόρτιμερ πυροβολεί. H σφαίρα χτυπά με θόρυβο και βυθίζεται στον ώμο του άουροχς, μια τέλεια βολή, αλλά το ζώο δεν πέφτει, o Μόρτιμερ ξαναπυροβολεί, σκίζοντας αυτή τη φορά την κοιλιά, με λιγότερη χάρη, και μετά και ο Γράκχος και ο Νγκίρι πυροβολούν, όχι το άουροχς του Μόρτιμερ, αλλά πάνω από τα κεφάλια των άλλων, για να τα διώξουν, και η επικίνδυνη τακτική τους λειτουργεί, γιατί τα άλλα ζώα σκορπίζονται άτακτα στο δάσος. Αυτό που χτύπησε ο Μόρτιμερ συνεχίζει να προχωρά προς το μέρος του, τρικλίζοντας τώρα, χάνοντας ορμή, και πέφτει στα πόδια του, κυλάει στο πλάι, σκίζοντας το χώμα με τις οπλές του.

«Κυfa», λέει ο Νγκίρι. «Piga nyati m'uzuri, bwana». Ο Μόρτιμερ μορφάζει. «Ρίga» λέει.
Ο Γράκχος τον χαιρετάει. «Πιο ενδιαφέρον από το μόα», λέει.
«Κι αυτά είναι δικά μου», λέει η Νερίτα τρεις ώρες αργότερα, δείχνοντας ένα δέντρο στην άκρη του δάσους. Μερικές εκατοντάδες μεγάλα περιστέρια φωλιάζουν στα κλαδιά του, τόσο πολλά που το δέντρο φαίνεται να βγάζει πουλιά αντί για φύλλα. Τα θηλυκά είναι απέριττο ανοιχτό καφέ από πάνω, γκρίζο από κάτω αλλά τα αρσενικά είναι φανταχτερά, με πλούσιο, φανταχτερό γαλάζιο φτέρωμα στα φτερά και την πλάτη τους, στήθος καστανοκόκκινο, ιριδίζουσες κηλίδες μπρούτζινες και πράσινες στο λαιμό και παράξενα, ζωηρά μάτια που έλαμπαν πορτοκαλιά. Ο Γράκχος λέει, «Σωστά. Βρήκες τα αποδημητικά περιστέρια σου ».
«Πού το βρίσκεις το ενδιαφέρον, να πυροβολείς περιστέρια από τα δέντρα;» ρωτάει ο Μόρτιμερ.
Η Νερίτα τον κοιτάζει ερωτηματικά. «Πού το βρiσκεις το ενδιαφέρον, να πυροβολείς έναν ταύρο που επιτίθεται;»

Κάνει νόημα του Νγκίρι, που πυροβολεί στον αέρα. Τα τρομαγμένα περιστέρια πετάγονται από τα κλαδιά και πετούν σε χαμηλούς κύκλους. Τον παλιό καιρό, εδώ κι ενάμισι αιώνα στα δάση της Βορείου Αμερικής, κανείς δεν κουραζόταν να χτυπήσει αποδημητικά περιστέρια στον αέρα: τα περιστέρια ήταν φαγητό, όχι σπορ, και ήταν πιο εύκολο να τα σκοτώνουν όπως κάθονταν, γιατί έτσι ένας κυνηγός μπορούσε να σκοτώσει χιλιάδες σε μια μέρα. 'Ετσι πέρασαν μόνο πενήντα χρόνια ώσπου να μειωθεί ο πληθυσμός των αποδημητικών περιστεριών από αμέτρητα εκατομμύρια που μαύριζαν τον ουρανό στο μηδέν. Η Νερίτα είναι πιο αθλητική. Αυτή είναι μια δοκιμασία της ικανότητάς της, τελικά. Σημαδεύει με το κυνηγετικό της όπλο, πυροβολεί, οπλίζει, πυροβολεί, οπλίζει. Χτυπημένα πουλιά πέφτουν στο έδαφος. Αυτή και το όπλο της είναι μια μοναδική οντότητα, έχουν ένα σκοπό. Γρήγορα όλα τελειώνουν. Οι αχθοφόροι μαζεύουν τα πεσμένα πουλιά και σπάνε τον λαιμό τους. Η Νερίτα έχει τα δώδεκα περιστέρια που της επιτρέπει η άδειά της: ένα ζευγάρι για βαλσάμωμα, τα υπόλοιπα για το σημερινό δείπνο. Τα πουλιά που επέζησαν έχουν γυρίσει στο δέντρο τους και κοιτάζουν γαλήνια, χωρίς κατηγόρια, τους κυνηγούς. «Πολλαπλασιάζονται τόσο γρήγορα», μουρμουρίζει ο Γράκχος. «Αν δεν προσέξουμε, θα βγούνε από την περιοχή αυτή και θα καταλάβουν την Αφρική».
Η Συβίλλη γελάει. «Μην ανησυχείς. Θα τα βγάλουμε πέρα. Τα εξολοθρεύσαμε μια φορά και μπορούμε να το ξανακάνουμε, αν χρειαστεί».

Το θήραμα της Συβίλλης είναι μια δρόντη. Στο Νταρ, όταν έβγαζαν τις άδειές τους, οι άλλοι την κορόιδεψαν για την εκλογή της: ένα παχύ πουλί που δεν πετάει, ανίκανο να τρέξει ή να παλέψει, τόσο χαζό που δεν φοβάται τίποτα. Τους αγνόησε. Θέλει μια δρόντη γιατί για κείνην είναι η ουσία της εξάλειψης των ειδών, το αρχέτυπο του κάθε τι που είναι νεκρό κι εξαφανισμένο. Το ότι δεν έχει ενδιαφέρον να πυροβολείς χαζές δρόντες δεν σημαίνει τίποτα για τη Συβίλλη. Το κυνήγι δεν έχει νόημα γι' αυτήν.

Μέσα σ' αυτό το τεράστιο πάρκο περιπλανιέται σαν σε όνειρο. Βλέπει μεγαθήρια, άλκες, κουάγκα, μόα, αγριόγαλους, ρινόκερους της Ιάβας, γιγαντιαίους αρμαντίλο και πολλά άλλα σπάνια ζώα. Αυτό το μέρος είναι κατοικία φαντασμάτων. Η εφευρετικότητα των γενετιστών είναι απεριόριστη' κάποια μέρα, ίσως, η περιοχή θα έχει τριλοβίτες, τυραννόσαυρους, μαστόδοντες, μαχαιρόδοντες, βαλουκιθήρια, κι ακόμη γιατί όχι; αγέλες αυστραλοπιθήκων, φυλές Νεαντερτάλειων. Για τη διασκέδαση των νεκρών, που τα παιχνίδια τους είναι σκοτεινά. Η Συβίλλη αναρωτιέται αν μπορεί να θεωρηθεί στην πραγματικότητα φονικό, αυτή η σφαγή νεωτερισμών που βγήκαν από τα εργαστήρια.

Αυτά τα ζώα είναι πραγματικά ή τεχνητά; Ζωντανά πράγματα, ή έξυπνα ζωογονημένες κατασκευές; Πραγματικά, αποφασίζει. Ζωντανά. Τρώνε, μεταβολίζουν, αναπαράγονται. Πρέπει να θεωρούν πραγματικό τον εαυτό τους, άρα είναι πραγματικά, πιο πραγματικά, ίσως, από νεκρά ανθρώπινα όντα που περπατούν και πάλι στα σώματα που έχουν απορρίψει.

«'Οπλο», λέει η Συβίλλη στον κοντινότερο αχθοφόρο.

Να το πουλί, άσχημο, γελοίο, περπατάει άγαρμπα και με κόπο μέσα στο ψηλό γρασίδι. Η Συβίλλη παίρνει ένα όπλο και σημαδεύει. «Περίμενε», λέει η Νερίτα, «θέλω να το φωτογραφίσω αυτό», Προχωρά πλάγια γύρω από την ομάδα, προσέχοντας πάρα πολύ να μην τρομάξει τη δρόντη, αλλά εκείνη δεν φαίνεται να προσέχει κανέναν τους. Σαν ένας αγγελιοφόρος του βασιλείου του σκότους, φέρνοντας ευχάριστα νέα θανάτου στα πλάσματα που δεν έχουν εξαφανιστεί ακόμη, βαδίζει βαριά και φιλότιμα για να τους συναντήσει.

«Ωραία», λέει η Νερίτα. «Αντονυ, δείξε τη δρόντη, έτσι, σαν μόλις να την είδες. Κεντ, θέλω να κοιτάξεις το όπλο σου, την περόνη, ή κάτι τέτοιο. Ωραία. Συβίλλη, στάσου έτσι - σημάδευε - ναι...»
Η Νερίτα παίρνει τη φωτογραφία. 'Ηρεμα η Συβίλλη τραβά τη σκανδάλη.
«Κazi imekwisha», λέει ο Γράκχος. «Η δουλειά τελείωσε...»

6.


Αν και το αντιμετωπίσει κανείς τον εαυτό του είναι τουλάχιστον μια στενάχωρη υπόθεση, κάπως σαν να προσπαθεί να διασχίσει τα σύνορα με δανεικό διαβατήριο, φαίνεται τώρα να είναι η σπουδαιότερη αναγκαία συνθήκη για την απαρχή του αυτοσεβασμού. Παρ΄ όλο που φαίνεται κοινοτοπία, η αυταπάτη εξακολουθεί να είναι η πιο δύσκολη απάτη. Τα κόλπα που λειτουργούν στους άλλους δεν μετρούν σ΄ αυτή την καλοφωτισμένη αυλή όπου ο καθένας έχει τα ραντεβού του με τον εαυτό του: τα σαγηνευτικά χαμόγελα δεν έχουν αποτέλεσμα εδώ, ούτε καλογραμμένοι κατάλογοι καλών προθέσεων.
Joan Didion: Για τον Αυτοσεβασμό.

Καλύτερα να πιστέψεις αυτό που σου λέει ο Τζιζ», είπε ο Ντολορόζα. «Δέκα λεπτά μέσα στην Ψυχρή Πόλη, και θα έχουν το νούμερό σου. Πέντε λεπτά».

Ο άνθρωπος του Τζίτζιμποϊ ήταν μικροκαμωμένος, ακατάστατος, σαράντα ή πενήντα χρονών, με αχτένιστα μακριά μαλλιά και απομακρυσμένα μάτια που σιγοκαίγαν, Το δέρμα του ήταν χλωμό και το πρόσωπό του αποστεωμένο. Οι άλλοι νεκροί που είχε δει από κοντά ο Κλάιν είχαν γύρω τους έναν αέρα υπερκόσμιας ηρεμίας, αυτός όμως όχι: ο Ντολορόζα ήταν νευρικός, ανήσυχος, κροτάλιζε τις αρθρώσεις των δαχτύλων του, δάγκωνε τα χείλη του. Κι όμως κατά κάποιον τρόπο δεν υπήρχε αμφιβολία πως ήταν νεκρός, όσο και o Ζαχαρίας, ο Γράκχος, ο Μόρτιμερ.

«Θα έχουν τι;» ρώτησε ο Κλάιν.
«Το νούμερό σου. Το νούμερό σου. Θα ξέρουν πως δεν είσαι νεκρός, γιατί αυτό δεν πλαστογραφείται. Χριστέ μου, δεν μιλάς Αγγλικά; Χόρχε, αυτό είναι ξένο όνομα. Θα έπρεπε να το καταλάβω. Από πού είσαι;»
«Από την Αργεντινή, αλλά ήρθα στην Καλιφόρνια μικρός. Το 1955. Κοίτα, αν με πιάσουν, με έπιασαν. Θέλω απλώς να μπω εκεί μέσα και να μιλήσω μισή ώρα με τη γυναίκα μου».
«Φίλε, δεν έχεις πια γυναίκα».
«Με τη Συβίλλη», είπε ο Κλάιν εκνευρισμένος. «Να μιλήσω με τη Συβίλλη, την πρώην γυναίκα μου».
«Εντάξει. Θα σε βάλω μέσα».
«Τι θα κοστίσει;»
«Μη σε νοιάζει αυτό», είπε ο Ντολορόζα. «Χρωστάω μερικές χάρες στον Τζιζ. Αρκετές. Θα σου βρω λοιπόν το φάρμακο...»
«Φάρμακο;»
«Το φάρμακο που χρησιμοποιούν οι πράκτορες του Δημοσίου Ταμείου για να διεισδύσουν στις Ψυχρές Πόλεις. Περιορίζει τις κόρες των ματιών, συστέλλει τα τριχοειδή αγγεία, σου δίνει αυτήν την όψη του ζόμπι. Οι πράκτορες ανακαλύπτονται πάντα και πετάγονται έξω, και το ίδιο θα γίνει και με σένα, αλλά τουλάχιστον θα μπεις μέσα νιώθοντας πως έχεις μια πειστική μεταμφίεση. Μια μικρή λιπαρή κάψουλα, μία την ημέρα πριν από το πρωινό».

Ο Κλάιν κοίταξε τον Τζίτζιμποϊ. «Γιατί οι πράκτορες του Δημοσίου Ταμείου διεισδύουν στις Ψυχρές Πόλεις;»
«Για τους ίδιους λόγους που διεισδύουν οπουδήποτε αλλού», είπε ο Τζίτζιμποϊ. «Για να κατασκοπεύσουν. Προσπαθούν να φτιάξουν φακέλους για τις οικονομικές συναλλαγές των νεκρών, βλέπεις, και ώσπου να εγκριθεί από το Κογκρέσσο η κατάλληλη νομοθεσία για τον ορισμό της ζωής δεν υπάρχει τρόπος να υποχρεωθεί ένα πρόσωπο που νομικά θεωρείτο νεκρό να αποκαλύψει...»

Ο Ντολορόζα είπε, «Μετά, η προϊστορία. Μπορώ να σου βρω μια κάρτα διαμονής από την Ψυχρή Πόλη 'Ωλμπανυ της Νέας Υόρκης. Πέθανες τον περασμένο Δεκέμβριο, εντάξει, και σε αναζωπύρωσαν Ανατολικά γιατί για να δούμε...»
«Θα μπορούσα να είμαι στο ετήσιο συνέδριο του Συλλόγου Αμερικανών Ιστορικών στη Νέα Υόρκη», πρότεινε ο Κλάιν. «Αυτό κάνω, ξέρεις, είμαι καθηγητής σύγχρονης ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Λος Αντζελες. Λόγω της αργίας των Χριστουγέννων δεν μπόρεσαν να στείλουν το σώμα μου στην Καλιφόρνια, δεν βρέθηκε πτήση: κι έτσι με πήγαν στο 'Ωλμπανυ. Πώς σου φαίνεται αυτό;»

Ο Ντολορόζα χαμογέλασε. «Σ' αρέσει στ' αλήθεια να φτιάχνεις ψέμματα, καθηγητή, ε; Το βλέπω, Εντάξει, στο 'Ωλμπανυ, κι αυτό είναι το πρώτο σου ταξίδι έξω από κει, για στέγνωμα έτσι λέγεται, στέγνωμα, βγαiνεις από την Ψυχρή Πόλη σαν μια πεταλούδα που μόλις βγήκε από το κουκούλι της, απαλή και υγρή, και είσαι μόνος σου σ' ένα ξένο μέρος. Τώρα, υπάρχουν πολλά πράγματα που πρέπει να ξέρεις για την συμπεριφορά σου, μικροί μανιερισμοί, κοινωνική συμπεριφορά, τέτοιες αηδίες, και θα τα πούμε αυτά μαζί αύριο και την Τετάρτη και την Παρασκευή, τρία μαθήματα' πρέπει να φτάνουν. Εν τω μεταξύ θα σου πω τα βασικά. Μόνο τρία πράγματα στην πραγματικότητα πρέπει να θυμάσαι όσο είσαι μέσα:

1) Ποτέ να μην κάνεις άμεσες ερωτήσεις.
2) Ποτέ μην στηρίζεσαι στον άλλον. Ξέρεις τι εννοώ;
3) Να θυμάσαι πως για έναν νεκρό ολόκληρο το σύμπαν είναι πλαστικό, τίποτα δεν είναι αληθινό, τίποτα δεν έχει και μεγάλη σημασία, όλα είναι ένα αστείο. 'Ενα αστείο φίλε μου, ένα αστείο».

Στην αρχή του Απριλίου πέταξε ως το Σωλτ Λέηκ Σίτυ, νοίκιασε ένα αμάξι και συνέχισε οδηγώντας, πέρασε τη Μόαμπ κι έφτασε στο υψίπεδο που το στεφάνωναν τα κόκκινα βουνά, εκεί που οι νεκροί είχαν χτίσει την Ψυχρή Πόλη Σιών. Αυτή ήταν η δεύτερη επίσκεψη του Κλάιν στη νεκρόπολη, Η πρώτη ήταν στο τέλος του καλοκαιριού του '91, μια ζεστή, στεγνή εποχή που ο ήλιος γέμιζε το μισό ουρανό κι ακόμα κι οι ροζιασμένοι κέδροι φαίνονταν ζαλισμένοι από τη δίψα' αλλά τώρα ήταν ένα ψυχρό απόγευμα, μ' ένα αδύνατο, χλωμό φως να βγαίνει από τους παγερούς δυτικούς λόφους και πού και πού σπηλιάδες ελαφρού χιονιού να στροβιλίζονται στον σιδερογάλαζο ουρανό. Οι οδηγίες που του είχε δώσει ο Τζίτζιμποϊ για το δρόμο του αναβόσβηναν στην οθόνη του ταμπλώ του, Δεκατέσσερα μίλια από την πόλη, ναι, ένας στενός ασφαλτοστρωμένος δρόμος που απομακρύνεται από την εθνική, ναι, ένα μικρό διακριτικό σήμα που λέει ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ, ναι, ένα δεύτερο σήμα χίλιες γιάρδες πιο κάτω, ΨΥΧΡΗ ΠΟΛΗ ΣΙΩΝ, ΜΟΝΟ ΜΕΛΗ, ναι, και αμέσως μετά ένα φράγμα από πράσινο φως στο δρόμο, το σύστημα ανιχνεύσεως, τα οδοφράγματα που βγαίνουν σαν δρεπάνια από τις υπόγειες εγκαταστάσεις, μια φωνή από κάποιο αόρατο μεγάφωνο που λέει, «Αν έχετε άδεια για να μπείτε στην Ψυχρή Πόλη Σιών, τοποθετήστε την παρακαλώ κάτω από τον αριστερό υαλοκαθαριστήρα.

Την άλλη φορά δεν είχε άδεια και δεν είχε πάει μακρύτερα από εδώ, αν και είχε καταφέρει να συζητήσει με τον αθέατο πορτιέρη, εκμαιεύοντας του την πληροφορία πως η Συβίλλη έμενε όντως σ' αυτή την Ψυχρή Πόλη. Αυτή τη φορά έβαλε την πλαστή κάρτα του Ντολορόζα στον καθαριστήρα του και περίμενε με υπερένταση, και σε τριάντα δευτερόλεπτα τα οδοφράγματα αποτραβήχτηκαν. Συνέχισε να οδηγεί, ακολουθώντας έναν ελικοειδή δρόμο που ακολουθούσε τις φυσικές καμπύλες ενός πυκνού δάσους από καχεκτικά κωνοφόρα, και τελικά έφτασε σ' έναν τοίχο από τούβλα που καμπυλωνόταν μπαίνοντας μέσα στα δέντρα σαν να κύκλωνε όλη την πόλη, πράγμα που μάλλον ήταν αλήθεια. Ο Κλάιν είχε την παράφορη αίσθηση πως η Ψυχρή Πόλη ήταν μια ερμητική πόλη, πομπώδης και σφραγισμένη σαν την αρχαία Αίγυπτο. Στον τούβλινο τοίχο υπήρχε μια μετάλλινη πύλη με πράσινα ηλεκτρονικά μάτια τον επιθεώρησαν, μετέδωσαν την επιδοκιμασία τους, και ο τοίχος άνοιξε.

Οδήγησε σιγά προς το κέντρο της πόλης, περνώντας από μια ζώνη με υπηρεσιακά κτίρια, όπως υπέθεσε αποθήκες, έναν ενεργειακό υποσταθμό, μια υδρευτική εγκατάσταση ή κάτι τέτοιο, ένα σωρό μονόροφες ξυλαποθήκες - και μετά στην κατοικημένη περιοχή, που δεν ήταν και πολύ καλύτερη. Οι δρόμοι σχημάτιζαν ένα ορθογώνιο δίκτυο' τα κτίρια ήταν κοντόχοντρα, καταθλιπτικά, απρόσωπα, ομογενή. Δεν υπήρχε σχεδόν κανένα αυτοκίνητο στους δρόμους, και σε ένα διάστημα δώδεκα τετραγώνων είδε πάνω από δέκα πεζούς, που κι αυτοί ούτε που τον κοίταξαν. Αυτό ήταν λοιπόν το περιβάλλον που διάλεγαν οι νεκροί να περάσουν τη δεύτερη ζωή τους. Αλλά γιατί τέτοια εσκεμμένη μελαγχολία; «Ποτέ δεν θα μας καταλάβεις», τον είχε προειδοποιήσει ο Ντολορόζα. Ο Ντολορόζα είχε δίκιο. Ο Τζίτζιμποϊ του είχε πει πως οι Ψυχρές Πόλεις δεν ήταν και τόσο γοητευτικές, αλλά ο Κλάιν δεν ήταν προετοιμασμένος γι' αυτό. Το μέρος είχε μια παγωμένη χροιά, σαν να ήταν ολόκληρο ενταφιασμένο σ' έναν κύβο καθαρού πάγου: σιωπή, ασηψία, ένα νεκρικό στρείδι. Ψυχρή Πόλη, ναι, ταιριαστή ονομασία. Αρχιτεκτονικά, η πόλη έμοιαζε με τις χειρότερες φτηνές και άθλιες αναπτυσσόμενες περιοχές, αλλά η ψυχική υφή που προέβαλλε ήταν ακόμη πιο καταθλιπτική, όντας πιο κοντά σ' αυτές τις απαίσιες κοινότητες συνταξιούχων, ένας από τους Οίκους Ευγηρίας ή Ξενοδοχεία Τρίτης Ηλικίας, αυτά τα ησυχαστήρια χωρίς παιδιά, χωρίς χαρά, όπου μαζεύονται σε παροικίες αυτοί οι διαφορετικοί ζωντανοί νεκροί περιμένοντας την έσχατη σάλπιγγα. Ο Κλάιν ανατρίχιασε.

Επιτέλους, λίγο βαθύτερα στην πόλη, ένα σημάδι κίνησης, αν και όχι ακριβώς ζωής: ένα εμπορικό κέντρο, καφετιά κτίρια με επίπεδες στέγες γύρω από μια αυλή σε σχήμα U, μια σταθερή ροή πελατών. Εντάξει. H πρώτη δοκιμασία του θα άρχιζε. Παρκάρισε το αμάξι του στο στόμιο του U και προχώρησε αργά αλλά κάπως ανήσυχα προς τα μέσα. 'Ενιωθε σαν το μέτωπό του να ήταν ένας φάρος που έδειχνε προδοτικά μηνύματα σε κανονικά διαστήματα:
ΑΠΑΤΕΩΝΑΣ ΠΑΡΕΙΣΑΚΤΟΣ ΕΝΟΣ ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ

Εμπρός, σκέφτηκε, πιάστε με, πιάστε τον απατεώνα, τελειώνετε, πετάχτε με έξω, κρεμάστε με, σταυρώστε με. Αλλά κανείς δεν φαινόταν να βλέπει τα μηνύματα. Τον αγνοούσαν τελείως. Από ευγένεια; 'Η απλή περιφρόνηση; Προσπάθησε να κοιτάζει κλεφτά τους πελάτες των μαγαζιών, ελπίζοντας να συναντήσει τη Συβίλλη αμέσως. 'Ολοι έμοιαζαν με υπνοβάτες, προχωρούσαν με μια γυάλινη σιωπή πηγαίνοντας στις δουλειές τους. Ούτε χαμόγελα, ούτε φλυαρίες: η ψυχρή απομόνωση αυτών των αυτοδύναμων ανθρώπων εξύψωνε την οικεία προαστειακή ατμόσφαιρα του εμπορικού κέντρου δίνοντάς της μια σουρεαλιστική ένταση, σαν Νόρμαν Ρόκγουελ μ' ένα επίστρωμα Νταλί ή Ντε Κίρικο. Το εμπορικό κέντρο έμοιαζε μ' όλα τα άλλα εμπορικά κέντρα: μαγαζιά με ρούχα, μια τράπεζα, ένα δισκάδικο, λίγα σνακ-μπαρ, ένα ανθοπωλείο, ένα μαγαζί στερεοφωνικών και τηλεοράσεων, ένα θέατρο, ένα φτηνομάγαζο. Μια διαφορά όμως, πρόσεξε ο Κλάιν καθώς περιπλανιόταν από μαγαζί σε μαγαζί: όλα ήταν αυτόματα. Δεν υπήρχαν πουθενά υπάλληλοι, μόνο οθόνες που έδιναν πληροφορίες και χωρίς αμφιβολία πολλές κρυφές κάμερες για να αποθαρρύνουν τους κλέφτες. ('Η μήπως η τάση για μικροκλοπές χανόταν με τον πρώτο θάνατο του σώματος;) Οι πελάτες διάλεγαν μόνοι τους αυτό που ήθελαν, το έγραφαν στις οθόνες, ακουμπούσαν τους αντίχειρές τους στις ειδικές πλάκες και χρεωνόταν στον λογαριασμό τους. Φυσικά. Κανένας δεν θάχανε τον πολύτιμο αναζωπυρωμένο χρόνο του πίσω από ένα ταμείο πουλώντας παπούτσια του τέννις ή μαλλί της γριάς. Ούτε θα ήθελαν οι κάτοικοι των Ψυχρών Πόλεων να διαλύσουν την απομόνωσή τους εισάγοντας εργατική δύναμη θερμών. Κάποιος έπρεπε να κάνει λίγη δουλειά εδώ, φυσικά - πώς έφταναν τα εμπορεύματα στα μαγαζιά; - αλλά γενικά, όπως είδε ο Κλάιν, ό,τι δεν μπορούσε να γίνει από μηχανές, δεν γινόταν καθόλου.

Επί δέκα λεπτά περιπλανιόταν στο κέντρο. 'Οταν πια είχε αρχίσει να πιστεύει πως ήταν τελείως αόρατος γι' αυτούς τους ανθρώπους, ένας κοντός άντρας με φαρδείς ώμους, φαλακρός αλλά με παράξενα νεανικά χαρακτηριστικά, σταμάτησε μπροστά του και είπε, «Είμαι ο Πάμπλο. Σε καλωσορίζω στην Ψυχρή Πόλη Σιών». Αυτή η απρόσμενη διατάραξη της σιωπής αιφνιδίασε τόσο πολύ τον Κλάιν που έπρεπε να καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια για να διατηρήσει την πρέπουσα νεκρική αταραξία. Ο Πάμπλο χαμογέλασε εγκάρδια και χαιρέτισε τον Κλάιν πιάνοντας με τα χέρια του τα δικά του φιλικά, αλλά τα μάτια του ήταν παγερά, εχθρικά, απομακρυσμένα, μια τρομακτική αντίθεση. «Μ' έστειλαν να σε πάω στο δωμάτιό σου. 'Ελα στο αμάξι σου».

Πέρα από τις οδηγίες για την διαδρομή τους, o Πάμπλο μίλησε μόνο τρεις φορές στα πέντε λεπτά που κράτησε το ταξίδι. «Αυτό είναι το κτίριο αναζωπυρώσεων», είπε. 'Ενα πενταόροφο κτίριο, ελκυστικό όσο κι ένα νοσοκομείο, με τοίχους σκούρους στο χρώμα του μπρούτζου και παράθυρα μαύρα σαν από όνυχα. «Αυτό είναι το κτίριο του Οδηγού-Πατέρα», είπε ο Πάμπλο λίγο μετά. 'Ενα λιτό τούβλινο κτίριο, σαν κατοικία εφημερίου, στην άκρη ενός μικρού πάρκου. Και τελικά: «Εδώ θα μείνεις. Καλή διαμονή». Απότομα, βγήκε από το αμάξι και απομακρύνθηκε γρήγορα.

Αυτό ήταν το σπίτι των ξένων, το ξενοδοχείο των νεκρών επισκεπτών, μια μακριά, χαμηλή ορθογώνια κατασκευή, λειτουργική και καθόλου γοητευτική, το λιγότερο σαγηνευτικό κτίριο σ' αυτήν την πόλη των απολύτως αντιπαθητικών κτιρίων. 'Ο,τι και να πεις για τους νεκρούς, οι αρχιτεκτονικές ιδιοτροπίες δεν τους άρεσαν. Μια φωνή από μια οθόνη στη σπαρτιάτικη αίθουσα αναμονής του έδωσε ένα δωμάτιο: ένα κουτί με άσπρους τοίχους, τετράγωνο, με ψηλό ταβάνι. Είχε την δική του τουαλέτα, την δική του οθόνη, ένα στενό κρεβάτι, ένα έπιπλο με συρτάρια, μια λιτή ντουλάπα κι ένα μικρό παράθυρο που έβλεπε σ' ένα γειτονικό κτίριο το ίδιο άχαρο. Δεν του είπαν τίποτε για νοίκι' ίσως ήταν καλεσμένος της πόλης. Δεν του είχαν πει και τίποτε άλλο, επίσης. Φαινόταν να τον έχουν αποδεχτεί. Αυτά σχετικά με τον απαισιόδοξο ισχυρισμό του Τζίτζιμποϊ πως θα τον ανακάλυπταν αμέσως, την επιμονή του Ντολορόζα πως θα είχαν τον αριθμό του σε δέκα λεπτά το πολύ. Βρισκόταν στην Ψυχρή Πόλη Σιών μισή ώρα. Είχαν τον αριθμό του;

«Το φαγητό δεν είναι σημαντικό για μας», είχε πει o Ντολορόζα.
«Τρώτε όμως;»
«Φυσικά τρώμε, Απλώς δεν είναι σημαντικό».

'Ηταν σημαντικό για τον Κλάιν, όμως. 'Οχι απαραιτήτως haut cuisine, αλλά κάποιο είδος φαγητού, κατά προτίμηση τρεις φορές την ημέρα. Αρχιζε να πεινάει τώρα. Να πάρει την ρεσεψιόν; Δεν υπήρχαν υπάλληλοι σ' αυτήν την πόλη. Πήγε στην οθόνη. Ο πρώτος κανόνας του Ντολορόζα: Ποτέ μην κάνεις άμεσες ερωτήσεις. Σίγουρα αυτό δεν ίσχυε και για τις οθόνες πληροφοριών, μόνο για τους νεκρούς συντρόφους του. Δεν ήταν υποχρεωμένος ν' ακολουθήσει το τυπικό μιλώντας μ' έναν κομπιούτερ. 'Ισως όμως η φωνή πίσω από την οθόνη να μην ανήκε στον κομπιούτερ, κι έτσι προσπάθησε να χρησιμοποιήσει το πλάγιο, ελλειπτικό στυλ συζητήσεως που σύμφωνα με τον Ντολορόζα οι νεκροί προτιμούσαν μεταξύ τους:
«Δείπνο;»
«Τροφοδοσία».
« Πού; »
«Κέντρο Τέσσερα», είπε η οθόνη.
Κέντρο τέσσερα; Πολύ ωραία. Θα εύρισκε το δρόμο.

Εβαλε καθαρά ρούχα και, περνώντας από το διάδρομο με το πλαστικό πάτωμα, έφτασε στην είσοδο. Είχε νυχτώσει' τα φώτα των δρόμων ήταν αναμμένα' κάτω από το πέπλο του σκοταδιού η ασχήμια της πόλης δεν ήταν τόσο ενοχλητική, και θα μπορούσε να πει κανείς πως η κανονικότητα των δρόμων είχε μια ελεγχόμενη ομορφιά.

Οι δρόμοι όμως δεν είχαν ονόματα και ήταν έρημοι. Ο Κλάιν περπάτησε στην τύχη για δέκα λεπτά, ελπίζοντας να συναντήσει κάποιον που πήγαινε στην τροφοδοσία. Αλλά όταν συνάντησε κάποιον, μια ψηλή και ηγεμονική γυναίκα αρκετά ηλικιωμένη, δεν μπόρεσε να την πλησιάσει. (Ποτέ μην κάνεις άμεσες ερωτήσεις. Ποτέ μην στηρίζεσαι στον άλλον). Περπάτησε δίπλα της, σιωπηλά και σε κάποια απόσταση, ώσπου ξαφνικά μπήκε σ' ένα σπίτι. Γι' άλλα δέκα λεπτά περιπλανήθηκε μόνος του. Είναι γελοίο, σκέφτηκε: νεκρός ή θερμός, είμαι ξένος σ' αυτή την πόλη, δικαιούμαι να ζητήσω βοήθεια. 'Ισως ο Ντολορόζα ήθελε να κάνει τα πράγματα περίπλοκα. Στην επόμενη γωνία, ο Κλάιν είδε κάποιον που άναβε ένα τσιγάρο γυρίζοντας την πλάτη του στον άνεμο και τον πλησίασε με θάρρος. «Συγγνώμη, αλλά...»

Ο άλλος τον κοίταξε. «Κλάιν», είπε. «Ναι. Φυσικά. Να λοιπόν που πέρασες και συ στην άλλη μεριά!» 'Ηταν ένας από τους συντρόφους της Συβίλλης στη Ζανζιβάρη, είδε ο Κλάιν. Αυτός με τα ζωηρά μάτια και τα έντονα χαρακτηριστικά - ο Μόρτιμερ. 'Ενα μέλος της ψευδο-οικογενειακής της ομάδας, ό,τι κι αν ήταν αυτό. Ο Κλάιν τον κοίταξε κακόκεφα. Είχε φτάσει η στιγμή που θα αποκαλυπτόταν η απάτη του, γιατί είχαν περάσει μόνο έξι βδομάδες από τότε που συζητούσε με τον Μόρτιμερ στους κήπους του ξενοδοχείου της Συβίλλης στη Ζανζιβάρη, χρόνος που δεν έφτανε για να πεθάνει κανείς, να αναζωπυρωθεί και να περάσει από το στέγνωμα. Αλλά πέρασε ένα λεπτό και ο Μόρτιμερ δεν είπε τίποτα. Τελικά ο Κλάιν είπε, «Μόλις έφτασα. Ο Πάμπλο μου έδειξε τον ξενώνα και τώρα ψάχνω την τροφοδοσία».

«Κέντρο τέσσερα; Εκεί πάω και 'γω. Τυχερός είσαι». Καμιά ένδειξη υποψίας στο πρόσωπο του Μόρτιμερ. 'Ισως ένα αδιόρατο χαμόγελο φανέρωνε την επίγνωσή του πως ο Κλάιν δεν μπορούσε να είναι αυτό που υποστήριζε πως ήταν. Να θυμάσαι πως για έναν νεκρό ολόκληρο το σύμπαν είναι πλαστικό, όλα είναι ένα αστείο. «Περιμένω τη Νερίτα», είπε ο Μόρτιμερ. «Μπορούμε να φάμε όλοι μαζί».
Ο Κλάιν είπε έντονα, «Αναζωπυρώθηκα στην Ψυχρή Πόλη 'Ωλμπανυ. Μόλις βγήκα».
«Πολύ ωραία», είπε ο Μόρτιμερ.

Η Νερίτα Τρέησυ βγήκε από ένα κτίριο στη γωνία μια αδύνατη, αθλητική γυναίκα, γύρω στα σαράντα, με κοντά καστανοκόκκινα μαλλιά. Καθώς τους πλησίαζε, ο Μόρτιμερ είπε, «Ο Κλάιν, που συναντήσαμε στη Ζανζιβάρη. Μόλις αναζωπυρώθηκε, στο 'Ωλμπανυ».
«Η Συβίλλη θα το βρει διασκεδαστικό».
«Είναι στην πόλη;» πέταξε ο Κλάιν.
Ο Μόρτιμερ και η Νερίτα άλλαξαν κρυφές ματιές. O Κλάιν τα έχασε. Ποτέ μην κάνεις άμεσες ερωτήσεις. Να σε πάρει, Ντολορόζα!
Η Νερίτα είπε, «Θα τη δεις σύντομα. Πάμε για ...φαί;»

Το κτίριο τροφοδοσίας ήταν λιγότερο ασκητικό απ' όσο περίμενε ο Κλάιν: ήταν ένα αρκετά ελκυστικό ρεστωράν, χωρισμένο περiτεχνα σε πέντε - έξι επίπεδα που με τη σειρά τους χωρίζονταν από στιλπνές σκούρες κουρτίνες σε μοναχικά τραπέζια. Είχε τη ζεστή, πλούσια εμφάνιση τροπικού θερέτρου. Αλλά το φαγητό, που έβγαινε αυτόματα από περιστρεφόμενους διανομείς, ήταν προκατασκευασμένο και άχαρο - άλλη μια ενοχλητική αντίφαση. Ένα αστείο, φίλε μου, ένα αστείο. Πάντως πεινούσε λιγότερο απ' ό,τι νόμιζε στο ξενοδοχείο. 'Εκατσε με το Μόρτιμερ και τη Νερiτα, τσιμπώντας από το πιάτο του, ενώ η συζήτηση κυλούσε δίπλα του αρκετά γρηγορότερα από την ταχύτητα της σκέψης. Μιλούσαν αποσπασματικά και ελλειπτικά, με περιφράσεις και αποσιωπήσεις, μ' ένα στυλ πλούσιο σε χιασμούς, μετωνυμίες, σχήματα λιτότητας, οξύμωρα σχήματα και ζεύγματα' η εκτυφλωτική ρητορική τεχνική τους τον έκανε αμήχανο κι ανήσυχο, επίτηδες, χωρίς αμφιβολία. Πού και πού άφηναν τη συστάδα της πλαγίας οδού για να του ρίξουν ένα γοργό ερωτηματικό πλήγμα: έτσι δεν είναι, του έλεγαν, κι εκείνος χαμογελούσε και κουνούσε το κεφάλι, κουνούσε το κεφάλι και χαμογελούσε, λέγοντας ναι, ναι, ακριβώς. 'Ηξεραν πως ήταν ένας απατεώνας και απλώς έπαιζαν μαζί του, ή, κατά κάποιον τρόπο, τον δέχονταν σαν έναν απ' αυτούς; Τόσο λεπτό ήταν το στυλ τους, που δεν μπορούσε να πει. 'Ενα πρόσφατο μέλος της κοινωνίας των αναζωπυρωμένων, είπε στον εαυτό του, θα ήταν πελαγωμένος όσο σχεδόν κι ένας θερμός με νεκρό πρόσωπο.

Τότε η Νερίτα είπε - χωρίς λογοπαίγνια, αυτή τη φορά - «Σου λείπει τρομερά, έτσι δεν είναι;»
«Ναι. Προφανώς μερικά πράγματα ποτέ δεν χάνονται».
«'Ολα χάνονται», είπε ο Μόρτιμερ. «Η δρόντη, το άουροχς, η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η Δυναστεία των Τ'ανγκ, τα τείχη του Βυζαντίου, η γλώσσα των Μοχεντζοντάρο».
«'Οχι όμως κι η Μεγάλη Πυραμίδα, ο Γιανγκστέ, o κοιλάκανθος ή το κρανίο του Πιθηκανθρώπου», αντέκρουσε ο Κλάιν. «Μερικά πράγματα διατηρούνται κι αντέχουν. Και μερικά μπορούν να αναγεννηθούν. Χαμένες γλώσσες έχουν αποκρυπτογραφηθεί. Νομίζω πως η δρόντη και το άουροχς κυνηγούνται σε ορισμένες περιοχές της Αφρικής στην εποχή μας».
«Αντίγραφα», είπε ο Μόρτιμερ.
«Πειστικά αντίγραφα. Απομιμήσεις εξ ίσου καλές με τ' αυθεντικά».
«Αυτό θέλεις;» ρώτησε η Νερίτα.
«Θέλω ό,τι είναι εφικτό να έχω».
«'Ενα πειστικό αντίγραφο μιας χαμένης αγάπης;»
«Θα συμβιβαζόμουν με μια πεντάλεπτη συζήτηση μαζί της».
«Θα την έχεις. 'Οχι απόψε. Βλέπεις; Εκεί είναι. Αλλά μην την ενοχλήσεις τώρα».

Η Νερίτα έκανε ένα νόημα δείχνοντας στην άλλη άκρη του ρεστωράν' στο βάθος, τρία επiπεδα μακριά τους, βρισκόταν η Συβίλλη με τον Κεντ Ζαχαρία. Στάθηκαν για μια στιγμή στην άκρη του επιπέδου τους κοιτώντας ήπια κι ανέκφραστα στον κεντρικό χώρο. Ο Κλάιν ένιωσε ένα μυ να τινάζεται ανεξέλεγκτος στο μάγουλό του, μια ενοχοποιητική αποκάλυψη της καθόλου νεκρικής ταραχής του και πίεσε το χέρι του πάνω του, έτσι που παλλόταν και χτυπούσε στην παλάμη του. 'Ηταν σαν μια θεά εκεί πάνω, μια θεά που φανερωνόταν στους πιστούς της μέσα στο ιερό της, μια χλωμή λαμπυρίζουσα μορφή, πιο όμορφη ακόμα κι απ' όσο την θυμόταν μέσα απ' τις αγωνιώδεις εξάρσεις της μνήμης του, τόσο που του φαινόταν αδύνατον πως αυτό το πλάσμα ήταν κάποτε η γυναίκα του, πως την ήξερε όταν τα μάτια της ήταν πρησμένα και κόκκινα μετά από μια νύχτα μελέτης, πως είχε κοιτάξει το πρόσωπό της καθώς έκαναν έρωτα και είχε δει τα χείλη της να τραβιούνται σ' αυτόν το σπασμό έκστασης που είναι τόσο κοντά στο μορφασμό του πόνου, πως την ήξερε σκληρή και κακιά όταν ήταν άρρωστη, ευέξαπτη και ανυπόμονη όταν ήταν καλά, ένα πρόσωπο με ατέλειες κι αδυναμίες, με μυρωδιές και ελαττώματα, με δυο λόγια ένα ανθρώπινο ον, αυτή τη θεά, αυτό το εξωπραγματικό αναζωπυρωμένο πλάσμα, αυτό το αντικείμενο της αναζήτησής του, αυτή τη Συβίλλη. Γαλήνια γύρισε, γαλήνια εξαφανίστηκε πίσω από την κουρτίνα του τραπεζιού της. «Ξέρει πως είσαι εδώ», του είπε η Νερίτα. «Θα την δεις. Αύριο ίσως». Μετά ο Μόρτιμερ είπε κάτι εξοργιστικά έμμεσο, και η Νερίτα απάντησε με τον ίδιο παραπλανητικό τρόπο, κι ο Κλάιν βυθίστηκε γι' άλλη μια φορά στον ποταμό των χορευτικών τους λογοπαίγνιων, βαθιά κι ακόμα βαθύτερα, βαθύτερα, βαθύτερα, και καθώς πάλευε για να μην πνιγεί, καθώς αγωνιζόταν να καταλάβει τις εναλασσόμενες φράσεις, δεν κοίταξε ούτε μια φορά προς το μέρος που καθόταν η Συβίλλη, ούτε μια φορά, και έδωσε συγχαρητήρια στον εαυτό του που κατάφερε αυτό τουλάχιστον μέσα στη μασκαράτα του.

Εκείνη τη νύχτα, ξαπλωμένος μόνος στο δωμάτιό του στον ξενώνα, αναρωτιέται τι θα πει στη Συβίλλη όταν τελικά συναντηθούν, και τι θα του απαντήσει εκείνη. Θα τολμήσει να της ζητήσει χωρίς περιστροφές να του περιγράψει τα χαρακτηριστικά της νέας της ύπαρξης; Αυτό είναι το μόνο που θέλει, στην πραγματικότητα, αυτή η γνώση, αυτό το άνοιγμα μιας οπής στο μεταμορφωμένο της εαυτό' αυτό μόνο ελπίζει να πάρει από κείνην, αλλά θα τολμήσει να το ζητήσει, θα τολμήσει τουλάχιστον αυτό; Φυσικά ζητώντας της κάτι τέτοιο θα της αποκαλύψει πως είναι ακόμα ένας θερμός, με πολύ θαμπή και χονδροειδή αντίληψη για να κατανοήσει τη ζωή ενός νεκρού' αλλά είναι σίγουρος πως αυτό θα το νιώσει αμέσως, ούτως ή άλλως. Τι θα της πει, τι θα της πει; Παίζει ένα φανταστικό σενάριο του διαλόγου τους στο θέατρο του μυαλού του:
-Πες μου πώς είναι, Συβίλλη, πώς είναι να είσαι έτσι.
-Σαν να κολυμπάς κάτω από ένα τζάμι.
-Δεν σε καταλαβαίνω.
-'Ολα είναι σιωπηλά εδώ που είμαι, Χόρχε. Υπάρχει μια ειρήνη που ξεπερνά κάθε κατανόηση. 'Ενιωθα μερικές φορές πως βρισκόμουν σε μια μεγάλη θύελλα, πως με χτύπαγε κάθε αεράκι, πως η ζωή μου αναλωνόταν σε ανησυχίες και παροξυσμούς, αλλά τώρα, είμαι στο μάτι του κυκλώνα, εκεί που όλα είναι πάντα ήρεμα. Παρατηρώ μάλλον, παρά αφήνομαι να με χειραγωγούν.
-Μα δεν έχεις ένα χάσιμο ευαισθησίας έτσι; Δεν νιώθεις τυλιγμένη σε μια μονωτική στιβάδα; Σαν να κολυμπάς κάτω από ένα τζάμι, λες - αυτό έχει και το νόημα της απομόνωσης, της αποκοπής, σαν να είσαι ναρκωμένος σχεδόν.
-Υποθέτω πως μπορείς να το δεις κι έτσι. Το σημαντικό όμως είναι πως δεν επηρεάζεσαι από το περιττό.
-Μου φαίνεται σαν μια περιορισμένη ύπαρξη.
-Λιγότερο περιορισμένη από τον τάφο, Χόρχε.
-Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί θέλησες την αναζωπύρωση. Ήσουν τόσο παράφορη, Σιβύλλη, ζούσες με τόση ένταση, τόσο πάθος. Να συμβιβαστείς σ' αυτό το είδος της ύπαρξης τώρα, να είσαι μισοζώντανη...
-Μην είσαι ανόητος, Χόρχε... Να είσαι μισοζώντανος είναι καλύτερα από το να σαπίζεις στο χώμα. 'Ημουν τόσο νέα. Είχα τόσα πολλά να δω ακόμη και να κάνω.
-Αλλά να τα δεις και να τα κάνεις μισοζώντανη;
-Εσύ το είπες αυτό, όχι εγώ. Δεν είμαι ζωντανή καθόλου. Δεν είμαι ούτε λιγότερο, ούτε περισσότερο το πρόσωπο που ήξερες. Είμαι κάτι άλλο, εντελώς. Ούτε περισσότερο, ούτε λιγότερο, αλλά διαφορετικό.
-Η αντίληψή σου είναι διαφορετική;
-Πάρα πολύ. Η προοπτική μου είναι πιο πλατιά. Τα μικροπράγματα φαίνονται μικροπράγματα.
-Δώσε μου ένα παράδειγμα, Συβίλλη.
-Καλύτερα όχι. Πώς μπορώ να σου ξεκαθαρίσω μερικά πράγματα; Πέθανε κι έλα μαζί μας, και θα καταλάβεις.
-Ξέρεις πως δεν είμαι νεκρός;
-Χόρχε, είσαι πολύ αστείος!
-Χαίρομαι που ακόμα μπορώ να σε διασκεδάζω.
-Φαίνεσαι τόσο πληγωμένος, τόσο τραγικός. Σχεδόν σε λυπάμαι. 'Ελα: ρώτησέ με ό,τι θέλεις.
-Θα μπορούσες ν' αφήσεις τους συντρόφους σου και να ζήσεις πάλι στον κόσμο;
-Αυτό ποτέ δεν το σκέφτηκα.
-Θα μπορούσες;
-Θα μπορούσα, υποθέτω. Αλλά γιατί να το κάνω; Αυτός είναι ο κόσμος μου τώρα.
-Αυτό το γκέτο.
-'Ετσι το βλέπεις;
-Κλείνεστε σε μια κλειστή κοινωνία ισάξιών σας, μια συμπαγή δευτερεύουσα πολιτιστική ομάδα. Με τη δική σας διάλεκτο, τους δικούς σας τοίχους τυπικού και ιδιομορφιών. Που έχουν σχεδιαστεί, πιστεύω, για να κρατούν τους ξένους σε ανασφάλεια, για να συνεχίζουν να νιώθουν ξένοι. Είναι αμυντικό. Οι χίπυς, οι μαύροι, οι ομοφυλόφιλοι, οι νεκροί - οι ίδιοι μηχανισμοί, οι ίδιες διαδικασίες.
-Κι οι Εβραίοι. Μην ξεχνάς τους Εβραίους.
-Εντάξει, Συβίλλη, και οι Εβραίοι. Με τα φυλετικά αστειάκια τους, τις δικές τους γιορτές, τη μυστηριώδη τους γλώσσα, ναι, ένα καλά παράδειγμα.
-'Εγινα λοιπόν μέλος μιας νέας φυλής. Τι το κακό έχει αυτό;
-Χρειάζεσαι να ανήκεις σε κάποια φυλή;
-Πού ήμουν πριν; Στη φυλή των Καλιφορνίων; Τη φυλή των ακαδημαϊκών;
-Τη φυλή του Χόρχε και της Συβίλλης Κλάιν.
-Πολύ μικρή. Τέλος πάντων, αποβλήθηκα από αυτή τη φυλή. 'Επρεπε να πάω σε κάποιαν άλλη.
-Αποβλήθηκες;
-Από το θάνατο. Μετά απ' αυτό δεν υπάρχει επιστροφή.
-Μπορείς να γυρίσεις. Κάθε στιγμή.
-Ω, όχι, όχι, όχι, Χόρχε, δεν μπορώ, δεν μπορώ, δεν είμαι πια η Συβίλλη Κλάιν. Δεν πρόκειται να ξαναγίνω. Πώς μπορώ να στο εξηγήσω; Δεν υπάρχει τρόπος. Ο θάνατος φέρνει αλλαγές. Πέθανε και θα δεις, Χόρχε. Πέθανε και θα δεις.

Η Νερίτα είπε, «Σε περιμένει στο σαλόνι».

'Ηταν ένα μεγάλο, ψυχρά επιπλωμένο δωμάτιο στην πέρα άκρη της άλλης πτέρυγας του ξενώνα. Η Συβίλλη στεκόταν δίπλα σ' ένα παράθυρο, απ' όπου χυνόταν το χλωμό, παγωμένο πρωινό φως. Ο Μόρτιμερ ήταν μαζί της, και ο Κεντ Ζαχαρίας. Οι δυο νεκροί χάρισαν στον Κλάιν μυστηριώδη, πλάγια χαμόγελα - ευγενικά ή ειρωνικά, δεν μπορούσε να πει. «Σ' αρέσει η πόλη μας;» ρώτησε ο Ζαχαρίας. «Είδες τα αξιοθέατα;» O Κλάιν προτίμησε να μην απαντήσει. Αναγνώρισε την ερώτηση μ' ένα αδύναμο νεύμα και γύρισε στη Συβίλλη. Παράξενα, ένιωθε εντελώς ήρεμος αυτή τη στιγμή της κατάκτησης μιας πολύχρονης επιθυμίας: δεν ένιωθε τίποτε απολύτως μπροστά της, ούτε πανικό, ούτε λαχτάρα, ούτε φόβο, ούτε νοσταλγία, τίποτα, τίποτα. Σαν να ήταν στ' αλήθεια ένας νεκρός. 'Ηξερε πως ήταν η γαλήνη του απώτατου τρόμου.

«Θα σας αφήσουμε μόνους», είπε ο Ζαχαρίας. «Πρέπει να έχετε πολλά να πείτε». Βγήκε έξω, με τη Νερίτα και το Μόρτιμερ. Τα μάτια του Κλάιν συνάντησαν της Συβίλλης και έμειναν εκεί. Τον κοίταξε ψύχραιμα, μ' ένα είδος απρόσωπης αξιολόγησης. Αυτό το καταραμένο χαμόγελό της, σκέφτηκε ο Κλάιν: ο θάνατος τους κάνει όλους Μόνα Λίζα.
Του είπε, «Σχεδιάζεις να μείνεις πολύ εδώ;»
«Μάλλον όχι. Λίγες μέρες, μια βδομάδα ίσως». 'Υγρανε τα χείλη του. «Πώς είσαι, Συβίλλη; Τι κάνεις;»
«'Ολα είναι όπως περίμενα».
Τι εννοείς μ' αυτό; Μπορείς να μου πεις λεπτομέρειες; Είσαι καθόλου απογοητευμένη; Είχες εκπλήξεις; Πώς ήταν για σένα, Συβίλλη; Χριστέ μου...
-Ποτέ μην κάνεις άμεσες ερωτήσεις

Της είπε, «Θα ήθελα να με άφηνες να σε δω στη Ζανζιβάρη».
«Αυτό δεν ήταν δυνατόν. Ας μην μιλάμε γι' αυτό τώρα». Απέρριψε το επεισόδιο με μια αδιάφορη χειρονομία. Μετά από λίγο του είπε, «Θα ήθελες ν' ακούσεις μια συναρπαστική ιστορiα που ανακάλυψα, για την αρχική Ομανική επιρροή στη Ζανζιβάρη;»

Το απρόσωπο της ερώτησης τον ξάφνιασε. Πώς μπορούσε να δείχνει μια τέτοια απόλυτη έλλειψη περιέργειας για την παρουσία του στην Ψυχρή Πόλη Σιών, το ότι υποστηρίζει πως εiναι ένας νεκρός, τους λόγους για τους οποίους θέλει να την δει; Πώς μπορούσε να ρίχνεται τόσο γρήγορα, τόσο ψυχρά, σε μια συζήτηση αρχαϊκών πολιτικών γεγονότων της Ζανζιβάρης;

«Μάλλον», είπε αδύναμα.
«Είναι σαν μια ιστορία από τις Χίλιες και μία Νύχτες, στην πραγματικότητα. Πώς ο Αχμάντ o Πανούργος ανέτρεψε τον Αμπντουλάχ Ιμπν Μωχάμεντ Αλάουι».

Τα ονόματα του ήταν άγνωστα. Την είχε βοηθήσει λιγάκι στις ιστορικές της έρευνες, αλλά είχαν περάσει χρόνια από τότε και είχαν μπερδευτεί στο μυαλό του, αφήνοντας ένα σωρό Αχμάντ και Χασάν και Αμπντουλάχ. «Λυπάμαι», είπε. «Δεν τους θυμάμαι».

Ατάραχη, η Συβίλλη είπε, «Θυμάσαι βέβαια πως στον δέκατο όγδοο και στην αρχή του δέκατου ένατου αιώνα η κύρια εξουσία στον Ινδικό Ωκεανό ήταν το αραβικό κράτος του Ομάν, με πρωτεύουσα το Μασκάτ, στον Περσικό κόλπο. Κάτω από τη δυναστεία Μπουσάιντι, που ιδρύθηκε το 1744 από τον Αχμάντ Ιμπν Σαϊντ αλ-Μπουσάιντι, το Ομάν επέκτεινε την κυριαρχία του στην Ανατολική Αφρική. Η λογική πρωτεύουσα της Αφρικανικής τους αυτοκρατορίας ήταν το λιμάνι του Μομπάσα, αλλά δεν μπορούσαν να εκδιώξουν μια ανταγωνιστική δυναστεία που βασίλευε εκεί, έτσι o Μπουσάιντι έστρεψε την προσοχή του στην κοντινή Ζανζιβάρη - ένα κοσμοπολίτικο νησί με μικτό αραβικό, ινδικό και αφρικανικό πληθυσμό. Η στρατηγική θέση της Ζανζιβάρης στην ακτή και το μεγάλο και καλά προστατευόμενο λιμάνι της την έκανε μια ιδανική βάση για το εμπόριο σκλάβων της Ανατολικής Αφρικής που ήθελε να εξουσιάζει ο Μπουσάιντι του Ομάν».

«Αρχίζω να τα θυμάμαι τώρα, νομίζω».
«Ωραία. Ο ιδρυτής του Ομανικού Σουλτανάτου της Ζανζιβάρης ήταν ο Αχμάντ Ιμπν Μαζίντ ο Πανούργος, που έφτασε στο θρόνο του Ομάν το 1811 - θυμάσαι; μετά το θάνατο του θείου του Αμπντ-ερ-Ραχμάν αλ Μπουσάιντι».
«Τα ονόματα μου φαίνονται γνωστά», είπε αβέβαια ο Κλάιν.

«Επτά χρόνια αργότερα», συνέχισε η Συβίλλη, «θέλοντας να κατακτήσει τη Ζανζιβάρη χωρίς να χρησιμοποιήσει βία, ο Αχμάντ ο Πανούργος ξύρισε το μούσι και το μουστάκι του και επισκεύτηκε το νησί μεταμφιεσμένος σε μάντη, φορώντας κίτρινες ρόμπες κι ένα ακριβό σμαράγδι στο τουρμπάνι του. Εκείνη την εποχή το μεγαλύτερο μέρος της Ζανζιβάρης το κυβερνούσε ένας ντόπιος άρχοντας, με αραβικό και αφρικανικό αίμα, ο Αμπντουλάχ Ιμπν Μωχάμεντ Αλάουι, που ο κληρονομικός του τίτλος ήταν Μουένγι Μκούου. Οι υπήκοοι του Μουένγι Μκούου ήταν κυρίως Αφρικανοί, μέλη μιας φυλής που λεγόταν Χαντιμού. Ο Σουλτάνος Αχμάντ, φτάνοντας στην Πόλη της Ζανζιβάρης, έδωσε μια επίδειξη της μαντικής του τέχνης στην προκυμαία και τράβηξε τόσο πολύ την προσοχή που γρήγορα πέτυχε μια ακρόαση στην αυλή του Μουένγι Μκούου. O Αχμάντ πρόβλεψε ένα λαμπρό μέλλον για τον Αμπντουλάχ, διακηρύσσοντας πως ένας πανίσχυρος πρίγκηπας ξακουστός σ' όλο τον κόσμο θα ερχόταν στη Ζανζιβάρη, θα έκανε το Μουένγι Μκούου αξιωματικό του και θα εδραίωνε αυτόν και τους απογόνους του σαν άρχοντες της Ζανζιβάρης για πάντα.

»«Πώς τα ξέρεις όλα αυτά;» ρώτησε ο Μουένγι Μκούου.
»»Πίνω ένα φίλτρο», απάντησε ο Σουλτάνος Αχμάντ, «που μου δίνει τη δύναμη να δω το μέλλον. Θέλεις να το δοκιμάσεις;»
»»Και βέβαια θέλω», είπε ο Αμπντουλάχ, και o Αχμάντ του έδωσε ένα φάρμακο που τον έριξε σε μια εκστατική παραφορά και του έδειξε οράματα του παραδείσου. Κοιτάζοντας κάτω από 'κει που στεκόταν, δίπλα στα πόδια του Αλλάχ, ο Μουένγι Μκούου είδε μια πλούσια κι ευτυχισμένη Ζανζιβάρη που την κυβερνούσαν τα παιδιά των παιδιών των παιδιών του. Για ώρες περιπλανιόταν σε παραισθήσεις πανίσχυρης εξουσίας.

»Ο Αχμάντ έφυγε τότε, άφησε τα γένεια του και το μουστάκι του να ξαναμεγαλώσουν και γύρισε στη Ζανζιβάρη δέκα βδομάδες αργότερα με όλες τις βασιλικές τιμές σαν σουλτάνος του Ομάν, επικεφαλής μιας επιβλητικής και πανίσχυρης αρμάδας. Πήγε κατ' ευθείαν στην αυλή του Μουένγι Μκούου και πρότεινε, όπως ακριβώς είχε προφητέψει ο μάντης, τη σύναψη μιας συμμαχικής συνθήκης μεταξύ του Ομάν και της Ζανζιβάρης, σύμφωνα με την οποία το Ομάν θα αναλάμβανε την ευθύνη του μεγαλύτερου μέρους των εξωτερικών σχέσεων - συμπεριλαμβανομένου και του εμπορίου σκλάβων - ενώ θα εγγυάτο την εξουσία του Μουένγι Μκούου στα εσωτερικά θέματα. Σ' ανταμοιβή της παραιτήσεώς του από ένα μέρος της εξουσίας του, o Μουένγι Μκούου θα έπαιρνε οικονομική αποζημίωση από το Ομάν. Ο Αμπντουλάχ θυμήθηκε το όραμα που του φανέρωσε ο μάντης και υπέγραψε αμέσως τη συμφωνία, νομιμοποιώντας έτσι, ουσιαστικά, την Ομανική κατάκτηση της Ζανζιβάρης. Αμέσως μετά, οργανώθηκε ένα μεγάλο συμπόσιο για να εορταστεί η συμφωνία, και, για να τον τιμήσει, ο Μουένγι Μκούου πρόσφερε στο Σουλτάνο Αχμάντ ένα σπάνιο φάρμακο που χρησιμοποιούσαν οι ντόπιοι, που λεγόταν μποργκάς, ή «το λουλούδι της αλήθειας». Ο Αχμάντ προσποιήθηκε μόνο πως έβαζε την πίπα στα χείλη του, γιατί αντιπαθούσε όλα τα ναρκωτικά, αλλά ο Αμπντουλάχ, κάτω από την επήρρεια του λουλουδιού της αλήθειας, κοίταξε τον Αχμάντ και αναγνώρισε τα χαρακτηριστικά του μάντη κάτω από τα γένεια του σουλτάνου. Καταλαβαίνοντας πως είχε εξαπατηθεί, ο Μουένγι Μκούου έχωσε το μαχαίρι του, που είχε δηλητηριασμένη μύτη, στο πλευρό του σουλτάνου και έφυγε από το συμπόσιο καταφεύγοντας στο γειτονικό νησί Πέμπα. Ο Αχμάντ Ιμπν Μαζίντ επέζησε, αλλά το δηλητήριο άρχισε να κατατρώει τα ζωτικά του όργανα και τα υπόλοιπα δέκα χρόνια που έζησε τα πέρασε σε συνεχή αγωνία. Κι όσο για τον Μουένγκι Μκούου, οι άνθρωποι του σουλτάνου τον κυνήγησαν και τον θανάτωσαν μαζί με άλλα ενενήντα μέλη της οικογενείας του, κι από τότε η τοπική εξουσία στη Ζανζιβάρη εξαλείφθηκε».

Η Συβίλλη σταμάτησε. «Δεν είναι μια θαυμάσια και φανταχτερή ιστορία;» τον ρώτησε τελικά.
«Συναρπαστική», είπε ο Κλάιν, «Πού την έμαθες;»
«Από τα ανέκδοτα απομνημονεύματα του Κλωντ Ρίτσμπαρν της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών. Θαμμένα στα αρχεία του Λονδίνου. Περίεργο που δεν τα βρήκε κανείς ιστορικός ακόμη, ε; Τα επίσημα κείμενα λένε απλώς πως ο Αχμάντ ανάγκασε τον Αμπντουλάχ με το ναυτικό του να υπογράψει τη συμφωνία και μετά δολοφόνησε τον Μουένγι Μκούου στην πρώτη ευκαιρία».
«Πολύ περίεργο», συμφώνησε ο Κλάιν. Αλλά δεν είχε έρθει εδώ για να ακούσει ρομαντικές ιστορίες για οραματικά φίλτρα και βασιλικές προδοσίες.

'Εψαξε κάποιον τρόπο για να φέρει τη συζήτηση σε πιο προσωπικό επίπεδο. Αποσπάσματα από το φανταστικό του διάλογο με τη Συβίλλη πέρασαν από το μυαλό του. Ολα είναι σιωπηλά εδώ που είμαι, Χόρχε. Υπάρχει μια ειρήνη που ξεπερνά κάθε κατανόηση. Σαν να κολυμπάς κάτω από ένα τζάμι. Το σημαντικό είναι πως δεν επηρεάζεσαι από το περιττό. Τα μικροπράγματα φαίνονται μικροπράγματα. Πέθανε κι έλα μαζί μας, και θα καταλάβεις. Ναι. 'Ισως. Αλλά πίστευε τίποτα απ' αυτά στ' αλήθεια; Είχε βάλει όλα τα λόγια στο στόμα της' όλα όσα τη φαντάστηκε να λέει ήταν δικής του κατασκευής, άχρηστα σαν κλειδί για την αληθινή Συβίλλη. Πού θα έβρισκε το κλειδί, όμως;

Δεν του έδωσε ευκαιρία. «Θα γυρίσω στη Ζανζιβάρη γρήγορα», του είπε. «Υπάρχουν πολλά που θέλω να μάθω γι' αυτό το επεισόδιο από τους ανθρώπους της εξοχής - παλιούς θρύλους για τις τελευταίες μέρες του Μουένγι Μκούου, ίσως παραλλαγές της βασικής ιστορίας... »
«Μπορώ να έρθω μαζί σου;»
«Δεν έχεις τη δική σου έρευνα να συνεχίσεις, Χόρχε;» τον ρώτησε, και δεν περίμενε απάντηση. Προχώρησε βιαστικά προς την πόρτα του σαλονιού και βγήκε, αφήνοντάς τον μόνο.


7.


Εννοώ αυτό που μαζί με τους μισθωτούς τους ψυχιάτρους ονομάζουν «παραισθητικά συστήματα». Περιττό να πούμε πως οι «παραισθήσεις» πάντα καθορίζονται επίσημα. Δεν χρειάζεται να ανησυχούμε για το τι είναι πραγματικό ή εξωπραγματικό. Αναφέρονται μόνο στη σκοπιμότητα. Είναι το σύστημα που έχει σημασία. Το πώς κατατάσσονται τα δεδομένα μέσα του. Μερικά συμφωνούν, άλλα ανατρέπονται.
Thomas Pynchon: Gravity΄s Rainbow

Και πάλι οι νεκροί, αυτή τη φορά μόνο τρεις, έρχονται με την πρωινή πτήση από το Νταρ. Τρεις είναι καλύτερα από πέντε, σκέφτηκε ο Νταούντ Μαχμούτ Μπαρουάνι, αλλά και πάλι φτάνουν και περισσεύουν. 'Οχι πως οι άλλοι, πριν από δυο μήνες, είχαν προξενήσει φασαρίες, έτσι που έμειναν μια μόνο μέρα και μετά το 'σκασαν, αλλά δεν ένιωθε άνετα όταν σκεφτόταν τέτοια πλάσματα στο ίδιο μικρό νησί μ' αυτόν. Είχαν όλο τον κόσμο να πάνε, γιατί διάλεγαν συνεχώς τη Ζανζιβάρη;

«Το αεροπλάνο έφτασε», είπε ο ελεγκτής πτήσεως. Δεκατρείς επιβάτες. Ο υγειονομικός υπάλληλος άφησε πρώτα τους ντόπιους να περάσουν από την πύλη - δυο δημοσιογράφοι και τέσσερα μέλη του νομοθετικού σώματος που γύριζαν από την Παναφρικανική Συνδιάσκεψη στο Κέηπταουν - και μετά ασχολήθηκε με μια ομάδα τεσσάρων Γιαπωνέζων τουριστών, κάτι αγέλαστους ανθρώπους με γουρλωμένα μάτια, γεμάτους φωτογραφικές μηχανές. Και μετά οι νεκροί: και ο Μπαρουάνι έμεινε έκπληκτος όταν ανακάλυψε πως ήταν οι ίδιοι που είχαν έρθει την άλλη φορά, ο κοκκινομάλλης, ο καστανός με το μούσι και η μελαχροινή γυναίκα. Οι νεκροί είχαν τόσα πολλά λεφτά που μπορούσαν να πετούν από την Αμερική στη Ζανζιβάρη κάθε λίγο; Ο Μπαρουάνι είχε ακούσει μια ιστορία, πως κάθε νέος νεκρός όταν σηκωνόταν από το φέρετρό του έπαιρνε ράβδους χρυσού ίσες με το βάρος του, και τώρα άρχιζε να την πιστεύει. Κανένα καλό δεν πρόκειται να βγει αν αφήνουμε ελεύθερα τέτοια όντα στον κόσμο, σκέφτηκε, κι ακόμα περισσότερο στη Ζανζιβάρη. 'Ομως δεν είχε άλλη εκλογή. «Καλώς ήρθατε και πάλι στο νησί των γαρυφάλλων», είπε υποκριτικά και χαμογέλασε γραφειοκρατικά, και αναρωτήθηκε, όχι για πρώτη φορά, τι θα γινόταν ο Νταούντ Μαχμούτ Μπαρουάνι όταν οι μέρες του στη γη θα έφταναν στο τέλος τους.

«...Αχμάντ ο Πανούργος εναντίον του Αμπντουλάχ Τάδε», είπε ο Κλάιντ. «Μόνο γι' αυτό μιλούσε. Την ιστορία της Ζανζιβάρης». 'Ηταν στο γραφείο του Τζίτζιμποϊ. Η νύχτα ήταν ζεστή και έβρεχε για τελευταία ίσως φορά αυτή την εποχή, θαμπώνοντας τα εκατομμύρια σπινθιριστά φώτα του λεκανοπεδίου του Λος Αντζελες. «Θα ήταν, ξέρεις, αδέξιο να της κάνω άμεσες ερωτήσεις. Αδέξιο. Δεν έχω νιώσει έτσι από δεκατεσσάρων. 'Ημουν αβοήθητος ανάμεσά τους, ένας ξένος, ένα παιδί».
«Νομίζεις πως κατάλαβαν τη μεταμφίεσή σου;» ρώτησε ο Τζίτζιμποϊ.
«Δεν μπορώ να πω. Φαίνονταν να παίζουν μαζί μου, να διασκεδάζουν, αλλά μπορεί να φέρονται έτσι σε κάθε νεοφερμένο. Κανείς δεν με αμφισβήτησε. Κανείς δεν υπαινίχτηκε πως μπορεί να είμαι απατεώνας. Κανείς δεν φαινόταν να νοιάζεται και πολύ για μένα ή για το τι έκανα εκεί ή πώς έγινα νεκρός. Η Συβίλλη κι εγώ στεκόμασταν πρόσωπο με πρόσωπο, και ήθελα να την αγγίξω, ήθελα να με αγγίξει, αλλά δεν υπήρξε επαφή, καμιά, καθόλου, ήταν σαν να είχαμε μόλις γνωριστεί σε κάποιο ακαδημαϊκό κοκτέηλ και το μόνο πράγμα που είχε στο μυαλό της ήταν το καινούριο, άγνωστο κομμάτι της ιστορίας που είχε μόλις ανακαλύψει, κι έτσι μου είπε τα πάντα για το πώς ο Σουλτάνος Αχμάντ ξεγέλασε τον Αμπντουλάχ και ο Αμπντουλάχ μαχαίρωσε το σουλτάνο». Ο Κλάιν πρόσεξε μια σειρά από γνωστά του βιβλία που συνωστίζονταν στα ράφια του Τζίτζιμποϊ - 'Ολιβερ και Μάθιου, Ιστορία της Ανατολικής Αφρικής, βιβλία που είχαν ταξιδέψει παντού μαζί με τη Συβίλλη όταν ήταν παντρεμένοι. Τράβηξε τον πρώτο τόμο, λέγοντας, «Υποστήριξε πως οι ιστορίες δίνουν μια ελλιπή και ανακριβή περιγραφή του γεγονότος και πως μόλις τώρα ανακάλυψε την αληθινή ιστορία. Απ' όσο ξέρω, έπαιζε κάποιο παιχνίδι μαζί μου, λέγοντάς μου κάτι από τη γνωστή ιστορία σαν να ήταν κάτι που κανείς δεν ήξερε ως αυτή την εβδομάδα. Για να δούμε - Αχμάντ, Αχμάντ, Αχμάντ...»

Έψαξε στο ευρετήριο. Βρήκε πέντε Αχμάντ, αλλά δεν υπήρχέ κανείς Σουλτάνος Αχμάντ Ιμπν Μαζίντ ο Πανούργος. Υπήρχε κάποιος Αχμάντ Ιμπν Μαζίντ, αλλά αναφερόταν μόνο σε μια σημείωση και ήταν μάλλον κάποιος Αραβας χρονικογράφος. O Κλάιν βρήκε τρεις Αμπντουλάχ, κανέναν όμως στη Ζανζιβάρη. «Κάτι δεν πάει καλά», μουρμούρισε.
«Δεν έχει σημασία, αγαπητέ μου Χόρχε», είπε ήσυχα ο Τζίτζιμποϊ.
«Έχει. Μισό λεπτό». Έψαξε στο ευρετήριο. Κάτω από το Ζανζιβάρη, Κυβερνήτες, δεν βρήκε ούτε Αχμάντ, ούτε Αμπντουλάχ ανακάλυψε κάποιον Μαζίντ Ιμπν Σουντ, αλλά όταν κοίταξε είδε πως είχε βασιλέψει στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα. Απεγνωσμένα ο Κλάιν γύρισε σελίδες, γύριζε μπρος, πίσω, έψαχνε.

Τελικά σήκωσε το κεφάλι του και είπε, «Είναι όλα λάθος!»
«Η Ιστορία της Ανατολικής Αφρικής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης;»
«Οι λεπτομέρειες της ιστορίας της Συβίλλης. Κοίτα, είπε πως αυτός ο Αχμάντ ο Πανούργος πήρε το θρόνο του Ομάν το 1811, και κατέλαβε τη Ζανζιβάρη επτά χρόνια αργότερα. Αλλά το βιβλίο λέει πως κάποιος Σεϊγίντ Σαϊντ αλ-Μπουσάιντι έγινε σουλτάνος του Ομάν το 1806, και κυβέρνησε πενήντα χρόνια. Αυτός ήταν, όχι αυτός ο ανύπαρκτος Αχμάντ ο Πανούργος, που κατέλαβε τη Ζανζιβάρη, αλλά το έκανε το 1828, και ο κυβερνήτης που τον υποχρέωσε να υπογράψει τη συνθήκη, ο Μουένγι Μκούου, ονομαζόταν Χασάν Ιμπν Αχμάντ Αλάουι, και...» Ο Κλάιν κούνησε το κεφάλι του. «Είναι ένα τελείως διαφορετικό σενάριο. Ούτε μαχαιρώματα, ούτε δολοφονίες, οι χρονολογίες είναι τελείως διαφορετικές, όλα...»
Ο Τζίτζιμποϊ χαμογέλασε λυπημένα. «Οι νεκροί είναι συχνά κακόβουλοι».
«Αλλά γιατί θα έφτιαχνε μια ολόκληρη φανταστική ιστορία για να την πασάρει σαν μια συγκλονιστική καινούρια ανακάλυψη; Η Συβίλλη ήταν η πιο ευσυνείδητη ερευνήτρια που γνώρισα ποτέ! Ποτέ της δεν...»
«Αυτή ήταν η Συβίλλη που ήξερες, αγαπητέ μου φίλε. Προσπαθώ να σε κάνω να καταλάβεις πως είναι ένα άλλο πρόσωπο, ένα καινούριο πρόσωπο, στο σώμα της».
«Ένα πρόσωπο που θα έλεγε ψέμματα για την ιστορία;»
«'Ενα πρόσωπο που θα κορόιδευε», είπε ο Τζίτζιμποϊ.
«Ναι», μουρμούρισε ο Κλάιν. «Που θα κορόιδευε». Να θυμάσαι πως για έναν νεκρό ολόκληρο το σύμπαν είναι πλαστικό, τίποτα δεν είναι αληθινό, τίποτα δεν έχει και μεγάλη σημασία. «Που θα κορόιδευε έναν ηλίθιο, βαρετό, ενοχλητικά επίμονο πρώην σύζυγο που εμφανίστηκε στην Ψυχρή Πόλη της, με μια διαφανή μεταμφίεση υποκρινόμενος το νεκρό. Που θα έφτιαχνε όχι μόνο μια ανέκδοτη ιστορία αλλά ακόμα και τους πρωταγωνιστές της, σαν αστείο, παιχνίδι, jeu d' esprit. Ω, Θεέ μου. Θεέ μου, πόσο σκληρή είναι, πόσο ανόητος ήμουν! 'Ηταν ο τρόπος της για να μου πει πως ήξερε ότι δεν ήμουν νεκρός. Το αντάλλαγμα, απάτη για απάτη!»
«Τι θα κάνεις;»
«Δεν ξέρω», είπε ο Κλάιν.

Αυτό που έκανε, παρά τις επίμονες αντίθετες συμβουλές του Τζίτζιμποϊ και ξέροντας πως δεν ήταν σωστό, ήταν να πάρει κι άλλα χάπια από το Ντολορόζα και να επιστρέψει στην Ψυχρή Πόλη Σιών. Θα ήταν μια σπασμωδική χαρά, σαν να έψαχνε με τη γλώσσα του για ένα βγαλμένο δόντι, να αντιμετωπίσει τη Συβίλλη με στοιχεία για τον φανταστικό της Αχμάντ, τον φανταστικό της Αμπντουλάχ. Ας μην έχουμε άλλα παιχνίδια μεταξύ μας, θα έλεγε. Πες μου αυτό που θέλω να μάθω, Συβίλλη, και θα φύγω' αλλά πες μου την αλήθεια. Ως τη Γιούτα έκανε πρόβες στο λόγο του, ραφινάροντάς τον και καλλωπίζοντάς τον. Δεν τον χρειάστηκε, όμως, γιατί αυτή τη φορά η πύλη της Ψυχρής Πόλης Σιών δεν άνοιξε γι' αυτόν. Το σύστημα ανιχνεύσεως εξέτασε την πλαστή κάρτα του από το 'Ωλμπανυ και το μεγάφωνο είπε, «Τα διαπιστευτήριά σας είναι άκυρα».

Κι έτσι θα μπορούσε να τέλειωναν όλα. Θα μπορούσε να γύριζε στο Λος Αντζελες και να μάζευε τα κομμάτια της ζωής του. 'Ολο αυτό το εξάμηνο είχε επιστημονική άδεια, αλλά ερχόταν η καλοκαιρινή περίοδος και είχε δουλειά να κάνει. Γύρισε στο Λος Αντζελες, αλλά έμεινε μόνο για να φτιάξει μια μεγαλύτερη βαλίτσα, να βρει το διαβατήριό του και να πάει στο αεροδρόμιο. Ένα ευχάριστο Μαγιάτικο απόγευμα ένα τζετ της BOAC τον πήγε στο Λονδίνο πάνω από τον Βόρειο Πόλο, όπου, αφού σταμάτησε για έναν καφέ και κουλουράκια σ' ένα μαγαζί του αεροδρομίου, πήρε ένα άλλο αεροπλάνο που τον πήγε νοτιοανατολικά προς την Αφρική. Περισσότερο κοιμισμένος παρά ξύπνιος, κοίταζε τα ονειρικά ορόσημα να προσπερνούν: η Μεσόγειος, που πέρασε με εκπληκτική ταχύτητα, το καστανόξανθο χαλί της Λιβυκής Ερήμου και ο μέγας Νείλος, σαν μια καφετιά κλωστή από το ύψος των δέκα μιλίων. Ξαφνικά το Κιλιμάντζαρο, τυλιγμένο στην ομίχλη, σκεπασμένο με χιόνια, ξεπρόβαλλε σαν μια γιγαντιαία διπλή φουσκάλα δεξιά του, πολύ χαμηλά, και του φάνηκε πως διέκρινε στ' αριστερά τη μακρινή λάμψη του ήλιου στον Ινδικό ωκεανό. Μετά, το μεγάλο οξύρυγχο αεροπλάνο άρχισε να κατεβαίνει απότομα και βρέθηκε, λίγο αργότερα, να προχωρά στη θερμή, υγρή ατμόσφαιρα και το εκτυφλωτικό φως του Νταρ ες Σαλαάμ.

Πολύ νωρίς, πολύ νωρίς. Δεν ένιωθε έτοιμος να συνεχίσει για τη Ζανζιβάρη. Μια - δυο μέρες ξεκούρασης πρώτα, ίσως: διάλεξε ένα ξενοδοχείο του Νταρ στην τύχη, το Αγκίπ, λόγω του παράξενου ονόματός του, και πήρε ένα ταξί. Το ξενοδοχείο ήταν συγυρισμένο και καθαρό, με ομαλές επιφάνειες στο στυλ του '60, πολύ πιο φτηνά από το Κιλιμάντζαρο όπου έμεινε για λίγο στο προηγούμενο ταξίδι του, σε μια ευχάριστη σκιερή περιοχή της πόλης, κοντά στον ωκεανό. Έκανε μια βόλτα για λίγο, ανακάλυψε πως ήταν εντελώς εξουθενωμένος, γύρισε στο δωμάτιό του για έναν υπνάκο που κράτησε πέντε σχεδόν ώρες και, αφού ξύπνησε αρκετά αδύναμος, έκανε ντους και ντύθηκε για το δείπνο. Η τραπεζαρία του ξενοδοχείου ήταν γεμάτη από σωματώδεις κοκκινοπρόσωπους ξανθούς άντρες, χωρiς σακκάκια και με ανοιχτά πουκάμισα, και όλοι τους του θύμιζαν ανησυχητικά τον Κεντ Ζαχαρία' αλλά αυτοί ήταν θερμοί, Βρετανοί από την προφορά τους, μηχανικοί, απ' ό,τι κατάλαβε από τη συζήτησή τους. Έφτιαχναν ένα φράγμα κι έναν ενεργειακό σταθμό κάπου στην ακτή, μάλλον, ή ίσως έναν ενεργειακό σταθμό χωρίς φράγμα' ήταν δύσκολο να καταλάβει τι έλεγαν. Έπιναν πολύ τζιν και μιλούσαν με εγκάρδιες, βροντερές φωνές. Υπήρχαν επίσης πολλοί Ιάπωνες επιχειρηματίες, φυσικά, περιποιημένοι και μετρημένοι με τα σκούρα μπλε σακκάκια τους και τις στενές γραβάτες, και στο τραπέζι δίπλα στον Κλάιν κάθονταν πέντε μαυρισμένοι σγουρομάλληδες που μιλούσαν γρήγορα στα Εβραϊκά - Ισραηλινοί, σίγουρα. Οι μόνοι Αφρικανοί ήταν τα γκαρσόνια και οι μπάρμεν. Ο Κλάιν παρήγγειλε στρείδια Μομπάσα, φιλέτο και μια καράφα κόκκινο κρασί, και βρήκε το φαγητό απρόσμενα καλό, αλλά άφησε το περισσότερο στο πιάτο του. 'Ηταν αργά το απόγευμα στη Τανζανία, αλλά για κείνον ήταν δέκα το πρωί, και το σώμα του ήταν σε σύγχυση. 'Επεσε στο κρεβάτι, συλλογίστηκε αόριστα την πιθανή παρουσiα της Συβίλλης λίγα λεπτά μακρύτερα με το αεροπλάνο, στη Ζανζιβάρη, και βυθίστηκε σ' ένα βαθύ ύπνο' ξύπνησε πολλές ώρες αργότερα, όπως του φάνηκε, για να ανακαλύψει πως δεν είχε ξημερώσει ακόμη.

Πέρασε το πρωινό χαζεύοντας τα αξιοθέατα στην παλιά τοπική περιοχή, ζεστή και σκονισμένη, με χωμάτινους δρόμους και σειρές τενεκεδένιες καλύβες, και το μεσημέρι γύρισε στο ξενοδοχείο του για ντους και φαγητό. Η ίδια εθνική κατανομή στο εστιατόριο Βρετανοί, Ιάπωνες, Ισραηλινοί - αν και τα πρόσωπα φαίνονταν διαφορετικά. Βρισκόταν στη δεύτερη μπύρα, όταν μπήκε ο Αντονυ Γράκχος. Ο λευκός κυνηγός, χλωμός, με φαρδείς ώμους και πυκνό μούσι, ντυμένος μ' ένα χακί σορτς και χακί πουκάμισο, έμοιαζε να έχει βγει από τον εικονο-κύβο που του είχε δείξει ο Τζίτζιμποϊ. Από ένστικτο ο Κλάιν μαζεύτηκε και γύρισε προς το παράθυρο, πολύ αργά όμως: ο Γράκχος τον είχε δει. Κάθε συζήτηση σταμάτησε στο εστιατόριο καθώς ο νεαρός άντρας προχώρησε προς το τραπέζι του Κλάιν, τράβηξε μια καρέκλα χωρίς να ρωτήσει κι έκατσε' μετά, σαν μια μηχανή προβολής να είχε σταματήσει και να ξανάρχισε, οι Βρετανοί μηχανικοί ξανάρχισαν τις φωνές τους, κάπως βεβιασμένα.

«Ο κόσμος είναι μικρός», είπε ο Γράκχος, «'Η πολύ συνωστισμένος, τουλάχιστον. Πηγαίνεις στη Ζανζιβάρη, έτσι δεν είναι, Κλάιν; »
«Σε καμιά μέρα. 'Ηξερες πως ήμουν εδώ;»
«Και βέβαια όχι». Τα σκληρά μάτια του Γράκχου τρεμόπαιζαν πονηρά. «Απλή σύμπτωση. Είναι ήδη εκεί».
«Είναι;»
«Μαζί με το Ζαχαρία και το Μόρτιμερ. Έμαθα πως κατάφερες να μπεις στη Σιών».
«Για λίγο», είπε ο Κλάιν. «Είδα τη Συβίλλη. Για λίγο ».
«'Οχι ικανοποιητικά. 'Ετσι γι' άλλη μια φορά την ακολούθησες εδώ. Παράτησέ τα, Κλάιν. Παράτησέ τα».
«Δεν μπορώ».
«Δεν μπορώ!» Ο Γράκχος κατσούφιασε. «Είναι έκφραση νευρωτικού, δεν μπορώ. Αυτά που θέλεις να πεις είναι δεν θέλω. 'Ενας ώριμος άνθρωπος μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, αν δεν είναι σωματικά αδύνατον. Ξέχασέ την. Έτσι μόνο την ενοχλείς, επεμβαίνοντας στη δουλειά της, επεμβαίνοντας στην...» Ο Γράκχος χαμογέλασε. «Στη ζωή της. Είναι νεκρή εδώ και τρία χρόνια σχεδόν, έτσι δεν είναι; Ξέχασέ την. Ο κόσμος είναι γεμάτος γυναίκες. Είσαι ακόμη νέος, έχεις λεφτά, δεν είσαι άσχημος, έχεις μια επαγγελματική υπόληψη... »
«Αυτό σ' έστειλαν να μου πεις;»
«Δεν μ' έστειλαν να σου πω τίποτε, φίλε μου. Προσπαθώ μόνο να σε σώσω από τον εαυτό σου. Μην πας στη Ζανζιβάρη. Πήγαινε σπίτι σου και άρχισε τη ζωή σου ξανά».
«'Οταν την είδα στη Σιών», είπε ο Κλάιν, «μου φέρθηκε περιφρονητικά. Διασκέδασε εις βάρος μου. Θέλω να την ρωτήσω γιατί το έκανε αυτό».
«Γιατί είσαι ένας θερμός και κείνη είναι νεκρή. Για κείνην, είσαι ένας κλόουν. Για όλους μας είσαι ένας κλόουν. Τίποτα προσωπικό, Κλάιν. Υπάρχει απλώς ένα χάσμα συμπεριφοράς, ένα χάσμα πολύ πλατύ για να το περάσεις. Πήγες στη Σιών με το φάρμακο των ανθρώπων του Δημοσίου Ταμείου, έτσι; Χλωμό πρόσωπο, γουρλωμένα μάτια; Δεν ξεγέλασες κανέναν. Σίγουρα δεν ξεγέλασες εκείνην. Το παιχνίδι που έπαιξε μαζί σου ήταν ο τρόπος της για να σου το πει αυτό. Δεν το ξέρεις αυτό;»
«Το ξέρω, ναι».
«Τι άλλο θέλεις, τότε; Περισσότερο εξευτελισμό;» Ο Κλάιν κούνησε το κεφάλι του κουρασμένα και κοίταξε το τραπεζομάντηλο. Μετά από λίγο σήκωσε το βλέμμα του και τα μάτια του συνάντησαν του Γράκχου, και με έκπληξη συνειδητοποίησε πως εμπιστευόταν τον κυνηγό, πως για πρώτη φορά στις σχέσεις του με τους νεκρούς ένιωθε πως τον αντιμετώπιζαν με ειλικρίνεια. Είπε με χαμηλή φωνή, «Είμασταν πολύ κοντά, η Συβίλλη κι εγώ, και μετά πέθανε, και τώρα δεν είμαι τίποτα για κείνην. Δεν μπόρεσα να συμβιβαστώ μ' αυτό. Τη χρειάζομαι, ακόμη. Θέλω να μοιραστώ τη ζωή μου μαζί της, ακόμη και τώρα».
«Αλλά δεν μπορείς».
«Το ξέρω αυτό. Κι όμως δεν μπορώ να μην συνεχίσω να κάνω αυτό που κάνω».
«Υπάρχει μόνο ένα πράγμα που μπορείς να μοιραστείς μαζί της», είπε ο Γράκχος. «Αυτό είναι ο θάνατός σου. Δεν θα κατέβει στο επίπεδό σου: πρέπει εσύ ν' ανέβεις στο δικό της».
«Μην είσαι παράλογος».

«Ποιός είναι παράλογος, εγώ ή εσύ; Ακουσέ με, Κλάιν. Πιστεύω πως είσαι ένας ανόητος, ένα αδύναμο πλάσμα, αλλά δεν σε αντιπαθώ, δεν σε θεωρώ υπεύθυνο για την ανοησία σου. Κι έτσι θα σε βοηθήσω, αν μου το επιτρέψεις». Από τη τσέπη του πουκαμίσου του έβγαλε έναν μικροσκοπικό μετάλλινο σωλήνα με μια ασφάλεια στη μια άκρη. «Ξέρεις τι είναι αυτό;» ρώτησε. «Είναι ένα βέλος αυτοάμυνας, σαν κι αυτά που έχουν όλες οι γυναίκες στη Νέα Υόρκη. Πολλοί νεκροί τα έχουν, επίσης, γιατί ποτέ δεν ξέρουμε πότε θα υπάρξει αντίδραση, πότε ο κόσμος θα στραφεί εναντίον μας. Μόνο που εμείς δεν χρησιμοποιούμε αναισθητικό. Ακου, μπορούμε να μπούμε σε μια ταβέρνα στην συνοικία των ντόπιων και να φτιάξουμε μια φασαρία σε πέντε λεπτά, και μέσα στη σύγχυση θα σε χτυπήσω μ' ένα απ' αυτά τα βέλη, και δεκαπέντε λεπτά αργότερα θα σε έχουμε στο Γενικό Νοσοκομείο του Νταρ, σε βαθιά ψύξη, και με λίγες χιλιάδες δολάρια μπορούμε να σε στείλουμε παγωμένο στην Καλιφόρνια, όπου την Παρασκευή τέτοια ώρα θα είσαι στην αναζωπύρωση, ας πούμε στην Ψυχρή Πόλη Σαν Ντιέγκο. Κι όταν βγεις θα είσαι στην ίδια μεριά του χάσματος με τη Συβίλλη, καταλαβαίνεις; Αν είσαι προορισμένος να την ξαναβρείς, αυτός είναι ο μόνος τρόπος. Έτσι θα έχεις μια ευκαιρία. Τώρα δεν έχεις καμιά».
«Είναι αδιανόητο», είπε ο Κλάιν.
«Απαράδεκτο, ίσως. 'Οχι όμως αδιανόητο. Τίποτα δεν είναι αδιανόητο αν το έχει σκεφτεί κάποιος. Σκέψου το λίγο. Μου το υπόσχεσαι; Σκέψου το πριν πάρεις αυτό το αεροπλάνο για τη Ζανζιβάρη. Θα είμαι εδώ σήμερα και αύριο, και μετά θα πάω στην Αρούσα για να συναντήσω μερικούς νεαρούς που έρχονται για κυνήγι, κι ως τότε μπορώ να το κάνω αν μου το πεις εσύ. Σκέψου το. Θα το σκεφτείς; Υποσχέσου μου πως θα το σκεφτείς».
«Θα το σκεφτώ», είπε ο Κλάιν.
«Ωραία. Ωραία. Ευχαριστώ. Ας φάμε τώρα κι ας αλλάξουμε θέμα. Σ' αρέσει να τρως εδώ;»
«Ένα πράγμα δεν καταλαβαίνω. Γιατί εδώ κανένας πελάτης δεν είναι Αφρικανός; Τολμάνε να κάνουν διακρίσεις εναντίον των μαύρων σε μια δημοκρατία μαύρων;»
Ο Γράκχος γέλασε. «Είναι οι μαύροι που κάνουν διακρίσεις, φίλε μου. Αυτό θεωρείται δευτέρας τάξεως ξενοδοχείο. 'Ολοι οι μαύροι μένουν στο Κιλιμάντζαρο ή το Νιερέρε. Παρ' όλα αυτά, δεν είναι και τόσο άσχημο μέρος. Συνιστώ ψάρι, αν δεν το έχεις δοκιμάσει, και έχουν ένα συμπαθητικό άσπρο κρασί από το Ισραήλ που... »


8.


Θεέ μου, Θεέ μου, πόσο βάσανο
ήταν να πνίγομαι! Τι φοβερός ο πάταγος
απ΄ το νερό στ΄ αυτιά μου! Πόσο απαίσιες όψεις
θανάτου μεσ΄ στα μάτια μου! Τάχα πως είδα χίλια
φριχτά ναυάγια, χιλιάδες τάχα ανθρώπους
που τους ροκάνιζαν τα ψάρια΄ σβώλους μάλαμα,
τεράστιες άγκυρες, σωρούς μαργαριτάρια,
πετράδια ατίμητα, ανεχτίμητα στολίδια,
όλα κατάσπαρτα στης θάλασσας τον πάτο.
Πολλά ήταν μέσα σε νεκρών ανθρώπων καύκαλα΄
Και μεσ΄ στις τρύπες όπου ήταν πριν τα μάτια,
είχαν φωλιάσει, σαν για κοροϊδία ματιών,
γυαλιστερά πετράδια που 'ρίχναν ματιές
ερωτικές στη γλίνα του βυθού και χλεύαζαν
τα κόκκαλα των πεθαμένων που ήταν γύρω σκόρπια.
Σαίξπηρ: Ο Βασιλιάς Ριχάρδος ο Γ΄

«...κρασί από το Ισραήλ», έλεγε ο Μικ Ντόνγκαν. «Θα δοκίμαζα οτιδήποτε μια φορά, κι ιδίως όταν υπάρχει και κάποια ειρωνεία σ' αυτό. Θέλω να πω, είμασταν στην Αίγυπτο, στην Αίγυπτο, σ' αυτό το φοβερό δείπνο στους λόφους του Λούξορ, και ο οικοδεσπότης μας ήταν ένας πρίγκηπας από τη Σαουδική Αραβία, ντυμένος με την εθνική του στολή, ακόμα και μαύρα γυαλιά φορούσε, κι όταν φέρνουν το ψητό αρνί μορφάζει διαβολικά και λέει, «Φυσικά θα μπορούσαμε να πιούμε Μουτόν Ρότσιλντ, αλλά συμβαίνει να έχω ένα μικρό απόθεμα από εκλεκτά κρασιά από το Ισραήλ στο κελάρι μου, κι επειδή πιστεύω πως είστε, όπως κι εγώ, ένας ειδήμων των μικρών ασυμφωνιών, ζήτησα από τον οικονόμο μου να ανοίξει ένα-δυο μπουκάλια» - Κλάιν, βλέπεις αυτή την κοπέλα που μόλις μπήκε;» Είναι Ιανουάριος του 1981, νωρίς το απόγευμα, και ψιχαλίζει ελαφρά. O Κλάιν τρώει με έξι συναδέλφους του από το τμήμα ιστορίας στους Κρεμαστούς Κήπους στην Ουέστγουντ Πλάζα. Το ξενοδοχείο είναι ένα τεράστιο ζιγκουράτ που στηρίζεται σε κολώνες' οι Κρεμαστοί Κήποι είναι ένα εστιατόριο στην ταράτσα του, στο ενενηκοστό πάτωμα, μ' ένα αλλόκοτο νεο-βαβυλωνιακό ντεκόρ, όλο φτερωτούς ταύρους και δράκους που ξεφυσούν, από μπλε και κίτρινα κεραμικά πλακάκια, γκαρσόνια με μακριές σγουρές γενειάδες και γιαταγάνια στη μέση τους - φανταχτερό νάιτ-κλαμπ τη νύχτα, εξεζητημένο πανεπιστημιακό στέκι την ημέρα. Ο Κλάιν κοιτάζει αριστερά. Ναι, μια γοητευτική γυναίκα, γύρω στα είκοσι πέντε, προκλητικά όμορφη, σοβαρή, κάθησε μόνη της, ακουμπώντας ένα σωρό βιβλία και κασέτες στο τραπέζι δίπλα της. Ο Κλάιν δεν πιάνει γνωριμίες με άγνωστες γυναίκες: θέμα ηθικής, αλλά και λόγω της έμφυτης ντροπαλότητάς του. Ο Ντόνγκαν τον πειράζει. «Πήγαινε κοντά της. Είναι ο τύπος σου, τ' ορκίζομαι. Τα μάτια της έχουν το κατάλληλο χρώμα, έτσι δεν είναι;»

Ο Κλάιν παραπονιόταν, τελευταία, πως υπάρχουν πολλές γαλαζομάτες κοπέλες στη Νότιο Καλιφόρνια. Τα γαλάζια μάτια του φαίνονται ανησυχητικά, κατά κάποιον τρόπο, απειλητικά. Τα μάτια του είναι καφετιά. Το ίδιο και τα δικά της: σκοτεινά, ζεστά, σπινθηροβόλα. Πιστεύει πως την έχει δει μερικές φορές στη βιβλιοθήκη. 'Ισως έχουν ανταλλάξει σύντομες ματιές. «Πήγαινε», λέει ο Ντόνγκαν. «Ελα, Χόρχε, πήγαινε». Ο Κλάιν τον κοιτάζει. Δεν θα πάει. Πώς μπορεί να παραβιάσει την ησυχία αυτής της γυναίκας; Να της επιβάλλει τον εαυτό του - θα ήταν σχεδόν σαν βιασμός. Ο Ντόνγκαν χαμογελά αυτάρεσκα' ο μειλίχιος μορφασμός του είναι ένα αμείλικτο σκούντημα. O Κλάιν αρνείται να ενεργήσει απερίσκεπτα. 'Ομως, καθώς διστάζει, η κοπέλα χαμογελάει, μ' ένα γρήγορο ντροπαλό χαμόγελο που χάθηκε τόσο γρήγορα που δεν είναι σίγουρος πως συνέβη καν, αλλά έχει κάποια σιγουριά, και βλέπει τον εαυτό του να σηκώνεται, να διασχίζει το αλαβάστρινο πάτωμα, να πλανιέται αδέξια προς το μέρος της, ψάχνοντας για κάποια εμπνευσμένα λόγια για να πιάσει επαφή μαζί της, και δεν βρίσκει τίποτε, αλλά πιάνουν κάποια επαφή με τον παλιό τρόπο, με τα βλέμματα, και μένει άναυδος από την ένταση αυτού που μεταδίδεται ανάμεσά τους αυτή την πρώτη απίθανη στιγμή.

«Περιμένεις κανέναν;» μουρμουρίζει κεραυνοβολημένος.
«'Οχι». Το χαμόγελο πάλι, λιγότερο επιφυλακτικό. «Θέλεις να κάτσεις μαζί μου;»

Είναι απόφοιτος του πανεπιστημίου, ανακαλύπτει γρήγορα. Μόλις πήρε το μάστερ της και αρχίζει τώρα το ντοκτορά της - το σκλαβεμπόριο του δεκάτου ενάτου αιώνα στην Ανατολική Αφρική, με ιδιαίτερη έμφαση στη Ζανζιβάρη. «Πολύ ρομαντικό», της λέει. «Ζανζιβάρη! 'Εχεις πάει εκεί;»

«Ποτέ, Ελπίζω να πάω κάποια μέρα. Εσύ;»
«Ποτέ. Αλλά πάντα με ενδιέφερε, από τότε που ήμουν μικρό παιδί και μάζευα γραμματόσημα. 'Ηταν η τελευταία χώρα στη συλλογή μου».
«'Οχι στη δική μου», του λέει. «Στη δική μου ήταν η Ζουλουλάνδη».

Τον έχει ακουστά, μαθαίνει. Σκεφτόταν ακόμη να παρακολουθήσει τα μαθήματά του για το Ναζισμό και τους απογόνους του. «Είσαι Νοτιοαμερικάνος;» ρωτάει.

«Γεννήθηκα εκεί, αλλά μεγάλωσα εδώ. Οι παπούδες μου πήγαν στο Μπουένος Αιρες το '37»
«Γιατί στην Αργεντινή; Νόμιζα πως ήταν η εστία των Ναζί».
«'Ηταν. Είχε όμως και πάρα πολλούς Γερμανόφωνους πρόσφυγες. 'Ολοι οι φίλοι τους πήγαν εκεί. Δεν υπήρχε όμως σταθερότητα. Οι γονείς μου έφυγαν το '55, λίγο πριν από την πρώτη μεγάλη επανάσταση, και ήρθαν στην Καλιφόρνια. Εσύ;»
«Βρετανική οικογένεια. Γεννήθηκα στο Σηάτλ. O πατέρας μου δουλεύει στο προξενείο. Είναι...»

Εμφανίζεται ένα γκαρσόνι. Παραγγέλνουν σάντουιτς βιαστικά. Το φαγητό δεν φαίνεται σημαντικό τώρα. H επαφή υπάρχει ακόμη. Βλέπει το Νοστρόμο του Κόνραντ ανάμεσα στα βιβλία της' εκείνη βρίσκεται στη μέση κι εκείνος μόλις το έχει τελειώσει, και η σύμπτωση τους φαίνεται αστεία. Ο Κόνραντ είναι ένας από τους αγαπημένους της συγγραφείς, λέει. Κι εκείνου το ίδιο. Κι ο Φώκνερ; Ναι, κι ο Μαν, και η Βιρτζίνια Γουλφ, κι ακόμα έχουν μια κοινή συμπάθεια για τον Χέρμαν Μπροχ, και μια αντιπάθεια για τον Έσσε. Τι περίεργο! 'Οπερες; Ελεύθεροι Σκοπευτές, Ιπτάμενος Ολλανδός, Φιντέλιο, ναι. «Έχουμε πολύ τευτονικά γούστα», του λέει. «Έχουμε πολύ παρεμφερή γούστα», προσθέτει εκείνος. Βλέπει πως της κρατάει το χέρι. «Φοβερά παρεμφερή», του λέει. Ο Μικ Ντόνγκαν τον κοιτάζει πονηρά από την άλλη άκρη του δωματίου' ο Κλάιν τον κοιτάζει φοβερά κατσουφιασμένος. Ο Ντόνγκαν του κλείνει το μάτι. «Ας φύγουμε από 'δω», λέει ο Κλάιν, σχεδόν συγχρόνως με κείνην.

Μιλάνε τη μισή νύχτα και κάνουν έρωτα ως την αυγή. «Πρέπει να ξέρεις», της λέει σοβαρά ενώ τρώνε πρωινό, «πως έχω αποφασiσει να μην παντρευτώ ποτέ και βέβαια να μην κάνω παιδί».
«Το ίδιο και 'γω», του λέει. «'Οταν ήμουν δεκαπέντε».

Παντρεύτηκαν τέσσερις μήνες αργότερα. Ο Μικ Ντόνγκαν ήταν κουμπάρος.

Ο Γράκχος λέει, καθώς φεύγουν από το εστιατόριο, «Θα το σκεφτείς, έτσι;»
«Ναι», είπε ο Κλάιν. «Το υπόσχομαι».

Πήγε στο δωμάτιό του, έφτιαξε τη βαλίτσα του, πλήρωσε το ξενοδοχείο και πήρε ένα ταξί για το αεροδρόμιο, όπου έφτασε αρκετά νωρίς για την απογευματινή πτήση για τη Ζανζιβάρη. Ο ίδιος μελαγχολικός, μικροκαμωμένος άντρας είχε υπηρεσία σαν υγειονομικός υπάλληλος όταν προσγειώθηκε, ο Μπαρουάνι. «Κύριε, γυρίσατε», είπε ο Μπαρουάνι. «Το περίμενα. Οι άλλοι έχουν έρθει εδώ και αρκετές μέρες».
«Οι άλλοι;»
«Την τελευταία φορά που είχατε έρθει, κύριε, είχατε την καλωσύνη να μου προσφέρετε μια προκαταβολή για να σας πληροφορήσω όταν ένα συγκεκριμένο πρόσωπο θα έφτανε σ' αυτό το νησί». Τα μάτια του Μπαρουάνι γυάλισαν. «Αυτό το πρόσωπο, με δύο από τους προηγούμενους συντρόφους της, είναι τώρα εδώ».

Ο Κλάιν έβαλε προσεκτικά είκοσι σελίνια στο γραφείο του υγειονομικού υπαλλήλου.
«Σε ποιό ξενοδοχείο;»
Ο Μπαρουάνι σούφρωσε τα χείλια του. Προφανώς τα είκοσι σελίνια δεν ανταποκρίνονταν στις προσδοκίες του. Αλλά ο Κλάιν δεν έβγαλε άλλο χαρτονόμισμα, και μετά από μια στιγμή ο Μπαρουάνι είπε, «'Οπως και πριν. Στο Ξενοδοχείο Ζανζιβάρη. Κι εσείς, κύριε;»
«'Οπως πριν», είπε ο Κλάιν, «Θα μείνω στο Σιράζι».

Η Συβίλλη ήταν στον κήπο του ξενοδοχείου, κοιτάζοντας τις σημερινές σημειώσεις της, όταν πήρε το τηλεφώνημα του Μπαρουάνι. «Πρόσεξε να μην πάρει o αέρας τα χαρτιά μου», είπε του Ζαχαρία, και μπήκε μέσα. 'Οταν γύρισε, ενοχλημένη, ο Ζαχαρίας είπε, «Υπάρχει πρόβλημα;»
Εκείνη αναστέναξε. «Ο Χόρχε. Πηγαίνει στο ξενοδοχείο του τώρα».
«Τι μπελάς», μουρμούρισε ο Ζαχαρίας. «Πίστευα πως ο Γράκχος θα τον έφερνε στα καλά του».
«Μάλλον δεν τα κατάφερε», είπε η Συβίλλη. «Τι θα κάνουμε;»
«Τι θα 'θελες να κάνουμε;» ρώτησε ο Ζαχαρίας. Κούνησε το κεφάλι της. «Δεν μπορούμε να το αφήσουμε να συνεχιστεί αυτό, έτσι δεν είναι;»

Ο αέρας του απογεύματος ήταν υγρός και μυρωδάτος. Οι μεγάλες βροχές είχαν έρθει και είχαν περάσει, και η παράφορη γονιμότητα της καινούριας εποχής βρισκόταν στο αποκορύφωμά της: έξω από το παράθυρο του δωματίου του Κλάιν ένα τεράστιο κλήμα συστρεφόταν και πέταγε μεγάλα κίτρινα λουλούδια σαν τρομπέτες, και παντού γύρω από το ξενοδοχείο όλα άνθιζαν, ήταν μια φρενίτιδα υγρών νεαρών φύλλων. H ευαισθησία του Κλάιν απηχούσε αυτό το αίσθημα της παγκόσμιας σθεναρής, αλαζονικής φρεσκάδας' έκοβε βόλτες στο δωμάτιο, γεμάτος ενέργεια, προσπαθώντας να καταστρώσει μια εφικτή στρατηγική. Να πάει αμέσως να δει τη Συβίλλη; Να την δει με το ζόρι, αν χρειαζόταν, με φωνές και φασαρία, και να ζητήσει το λόγο γιατί του είχε πει αυτή τη φανταστική ιστορία με τους φανταστικούς σουλτάνους; 'Οχι. 'Οχι. Δεν θα είχε άλλες αντιπαραστάσεις, ούτε θρήνους' τώρα που ήταν εδώ, τώρα που ήταν κοντά της, θα την αναζητούσε ήρεμα, θα μιλούσε ήσυχα, θα προσπαθούσε να επικαλεστεί μνήμες της παλιάς τους αγάπης, θα μιλούσε για τον Ρίλκε και τη Γουλφ και τον Μπροχ, για τα απογεύματα στο Πουέρτο Βαλάρτα και τις νύχτες στη Σάντα Φε, για τη μουσική που είχαν ακούσει και τα χάδια που είχαν μοιραστεί, θα αναζωπύρωνε όχι τον γάμο τους, γιατί αυτό ήταν αδύνατο, αλλά απλώς τη θύμηση του δεσμού που κάποτε υπήρχε, θα κέρδιζε κάποια αναγνώριση αυτού που υπήρξε για κείνην, και μετά νηφάλια και ήσυχα θα εξόρκιζε αυτόν το δεσμό, μαζί με κείνην, θα προσπαθούσαν να τον ελευθερώσουν μιλώντας μαλακά για την αλλαγή που είχε έρθει στις ζωές τους, ώσπου, μετά από τρεις ώρες ή τέσσερις ή πέντε, θα κατάφερνε να φτάσει με τη βοήθειά της σε μια παραδοχή του απαράδεκτου. Αυτό ήταν όλο. Δεν θα ζητούσε τίποτα, δεν θα παρακαλούσε για τίποτα, μόνο να τον βοηθήσει ένα απόγευμα να απαλλάξει την ψυχή του από αυτή την άχρηστη καταστροφική μονομανία. Ακόμα κι ένας νεκρός, ένας ιδιότροπος, πεισματάρης, εκκεντρικός, κακόβουλος νεκρός, θα έβλεπε σίγουρα πόσο ευχάριστο για όλους θα ήταν αυτό, και θα συνεργαζόταν ελεύθερα μαζί του. Σίγουρα. Και μετά σπίτι, και μετά μια νέα αρχή, κάτι που είχε αναβάλλει για πολύ ήδη.

Ετοιμάστηκε να βγει.
Ακούστηκε ένα μαλακό χτύπημα στην πόρτα. «Κύριε; Κύριε; Έχετε επισκέπτες κάτω».
«Ποιοί;» ρώτησε ο Κλάιν, αν και ήξερε την απάντηση.
«Μια κυρία και δυο κύριοι», είπε ο γκρουμ. «Το ταξί τους έφερε από το Ξενοδοχείο Ζανζιβάρη. Σας περιμένουν στο μπαρ».
«Πες τους πως θα κατέβω αμέσως».

Πήγε στο παγωμένο κανάτι που υπήρχε στο τραπέζι, ήπιε ένα ποτήρι κρύο νερό μηχανικά, άσκεφτα, έβαλε άλλο ένα, το ήπιε κι αυτό. Η επiσκεψη ήταν απρόσμενη' και γιατί είχε φέρει την ακολουθία της μαζί; Έπρεπε να παλέψει για να ξανακερδίσει αυτό το κεντράρισμά του, αυτή την αίσθηση κατανόησης του σκοπού του, που νόμιζε πως είχε πριν από το χτύπημα στην πόρτα του. Τελικά βγήκε από το δωμάτιο.

'Ηταν ντυμένοι απλά και άψογα αυτή την υγρή νύχτα, ο Ζαχαρίας με μια καφεκίτρινη ρεντιγκότα και ανοιχτό πράσινο παντελόνι, ο Μόρτιμερ μ' ένα λευκό καφτάνι με ζώνη, διακοσμημένο με χρυσοκεντημένα σχέδια, και η Συβίλλη μ' έναν απλό βυσσινί χιτώνα. Τα χλωμά πρόσωπά τους δεν είχαν ίχνος ιδρώτα' φαίνονταν τέλεια συγκροτημένοι, πρότυπα αυτοκυριαρχίας. Κανείς δεν καθόταν κοντά τους στο μπαρ. Καθώς μπήκε ο Κλάιν, σηκώθηκαν να τον χαιρετήσουν, αλλά τα χαμόγελά τους φαίνονταν καταχθόνια, χωρίς να έχουν τίποτα το φιλικό. Ο Κλάιν προσηλώθηκε στην προμελετημένη του ηρεμία. Είπε ήσυχα, «Καλωσύνη σας που ήρθατε. Να σας κεράσω;»
«Έχουμε ήδη πάρει ποτά», παρατήρησε ο Ζαχαρίας. «Ας σε κεράσουμε εμείς. Τι θα πάρεις;»
«Πιμς νούμερο έξι», είπε ο Κλάιν. Προσπάθησε να μιμηθεί τα παγωμένα τους χαμόγελα. «Μ' αρέσει το φόρεμά σου, Συβίλλη. 'Ολοι σας φαίνεστε τόσο κομψοί σήμερα που ντρέπομαι».
«Ποτέ δεν ήσουν φημισμένος για το ντύσιμό σου», του είπε η Συβίλλη.

Ο Ζαχαρίας γύρισε από το ταμείο με το ποτό του Κλάιν. Εκείνος το πήρε και ήπιε στην υγεία τους με σοβαρότητα.
Μετά από λίγο ο Κλάιν είπε, «Νομίζεις πως θα μπορούσα να μιλήσω ιδιαιτέρως μαζί σου, Συβίλλη;»
«Δεν έχουμε τίποτα να πούμε μεταξύ μας που να μην μπορεί να το ακούσει ο Κεντ και ο Λώρενς».
«Παρ' όλα αυτά».
«Προτιμώ όχι, Χόρχε».
«'Οπως θέλεις». Ο Κλάιν κοίταξε ίσια μέσα στα μάτια της και δεν είδε τίποτε εκεί, και αποτραβήχτηκε. 'Ολα όσα ήθελε να πει χάθηκαν από το μυαλό του. Μόνο ανακατωμένα κομμάτια χόρευαν εκεί. Ρίλκε, Μπροχ, Πουέρτο Βαλάρτα. 'Ηπιε μια γουλιά από το ποτό του.

Ο Ζαχαρίας είπε, «Έχουμε ένα πρόβλημα να συζητήσουμε, Κλάιν».
«Εμπρός».
«Το πρόβλημα είσαι εσύ. Ταλαιπωρείς πολύ τη Συβίλλη. Αυτή είναι η δεύτερη φορά, τώρα, που την ακολουθείς στη Ζανζιβάρη, στην άκρη του κόσμου, κυριολεκτικά, Κλάιν, κι έχεις κάνει κι άλλες προσπάθειες, και μπήκες σ' ένα κλειστό καταφύγιο στη Γιούτα με πλαστά δικαιολογητικά, κι αυτό είναι μια παρέμβαση στην ελευθερία της Συβίλλης, Κλάιν, είναι μια απαράδεκτη, ανυπόφορη παρέμβαση».
«Οι νεκροί είναι νεκροί», είπε ο Μόρτιμερ. «Καταλαβαίνουμε την βαθύτητα των αισθημάτων σου για την πρώην γυναίκα σου, αλλά αυτή η καταναγκαστική αναζήτησή της πρέπει να σταματήσει».
«Θα σταματήσει», είπε ο Κλάιν, κοιτάζοντας σ' ένα σημείο του στοκαρισμένου τοίχου ανάμεσα στο Ζαχαρία και τη Συβίλλη. «Θέλω μόνο μία ή δύο ώρες συζήτησης ιδιαιτέρως με τη γυ... με τη Συβίλλη, και μετά υπόσχομαι πως δεν θα υπάρξει...»
«'Οπως υποσχέθηκες και στον Αντονυ Γράκχο», είπε ο Μόρτιμερ, «να μην πας στη Ζανζιβάρη».
«'Ηθελα... »

«Έχουμε τα δικαιώματά μας», είπε ο Ζαχαρίας. «Περάσαμε από την κόλαση, κυριολεκτικά από την κόλαση, για να φτάσουμε εδώ που είμαστε. Παραβίασες το δικαίωμά μας να μείνουμε μόνοι μας. Μας ενοχλείς. Μας κουράζεις. Μας σκοτίζεις. Δεν μας αρέσει να μας σκοτίζουν». Κοίταξε τη Συβίλλη. Εκείνη κούνησε το κεφάλι της. Το χέρι του Ζαχαρία εξαφανίστηκε στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του. Ο Μόρτιμερ έπιασε τον καρπό του Κλάιν με εκπληκτική ταχύτητα και του τράβηξε το χέρι μπροστά. 'Ενας μικροσκοπικός μετάλλινος σωλήνας έλαμψε στη μεγάλη γροθιά του Ζαχαρία. Ο Κλάιν είχε δει έναν όμοιο σωλήνα στο χέρι του Αντονυ Γράκχου την προηγούμενη μέρα.

«'Οχι», είπε με κομμένη ανάσα ο Κλάιν. «Δεν πιστεύω - όχι!»
Ο Ζαχαρίας βύθισε την ψυχρή μύτη του σωλήνα γρήγορα στο μπράτσο του Κλάιν.

«Η μοναδα ψύξης έρχεται», είπε ο Μόρτιμερ. «Θα βρίσκεται εδώ το πολύ σε πέντε λεπτά».
«Κι αν αργήσει;» ρώτησε ανήσυχα η Συβίλλη. «Αν συμβεί κάτι αμετάκλητο στον εγκέφαλό του προτού έρθει;»
«Δεν είναι καν εντελώς νεκρός ακόμα», της θύμισε o Ζαχαρίας. «Υπάρχει χρόνος. Υπάρχει άφθονος χρόνος. Μίλησα ο ίδιος στο γιατρό, έναν πολύ έξυπνο Κινέζο, που μιλά άπταιστα Αγγλικά. 'Ηταν πολύ συμπονετικός. Θα τον καταψύξουν ελάχιστα λεπτά μετά το θάνατό του. Θα κλείσουμε μια φορτωτική στο πρωινό αεροπλάνο για το Νταρ. Θα βρίσκεται στις Ηνωμένες Πολιτείες μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες, στο εγγυώμαι. Θα ειδοποιηθεί το Σαν Ντιέγκο. 'Ολα θα πάνε καλά, Συβίλλη!»

Ο Χόρχε Κλάιν ήταν σωριασμένος στο τραπέζι. Το μπαρ είχε αδειάσει τη στιγμή που φώναξε και τινάχτηκε μπροστά: οι έξι περίπου πελάτες είχαν φύγει, μη θέλοντας να χαλάσουν τις διακοπές τους περνώντας ένα απόγευμα δίπλα στο θάνατο, και οι μπάρμεν και τα γκαρσόνια, με ορθάνοιχτα μάτια, τρομοκρατημένοι, κρύβονταν στο χωλ. Μια καρδιακή προσβολή, είχε ανακοινώσει ο Ζαχαρίας, κάποια ξαφνική προσβολή, ίσως αποπληξία, πού είναι το τηλέφωνο; Κανείς δεν είχε δει το μικροσκοπικό σωλήνα να κάνει τη δουλειά του.

Η Συβίλλη έτρεμε. «Αν κάτι δεν πάει καλά...»
«Ακούω τη σειρήνα τώρα», είπε ο Ζαχαρίας.

Από το γραφείο του στο αεροδρόμιο ο Νταούντ Μαχμούτ Μπαρουάνι κοίταζε το ογκώδες ψυχόμενο φέρετρο να φορτώνεται από αχθοφόρους που αγκομαχούσαν στο πρωινό αεροπλάνο για το Νταρ. Και μετά, και μετά, και μετά; Θα έστελναν το νεκρό άντρα στην άλλη άκρη του κόσμου, στην Αμερική, και θα του ενέπνεαν νέα ζωή, και θα περπάταγε πάλι με τους ανθρώπους. Ο Μπαρουάνι κούνησε το κεφάλι του. Αυτοί οι άνθρωποι! Ο άντρας που ήταν ζωντανός τώρα είναι νεκρός, και αυτοί οι νεκροί, ποιός ξέρει τι είναι; Ποιός ξέρει; Καλύτερα οι νεκροί να μένουν νεκροί, όπως είχε σχεδιαστεί στην αρχή των πραγμάτων. Ποιός θα μπορούσε να προβλέψει μια μέρα που οι νεκροί θα γύριζαν από τον τάφο; 'Οχι εγώ. 'Οχι εγώ. Σε εκατό χρόνια από τώρα θα κοιμάμαι, σκέφτηκε ο Μπαρουάνι. Θα κοιμάμαι, και δεν με ενδιαφέρει τι είδους πλάσματα θα περπατούν στη γη.

9.


Πεθαίνουμε με εκείνους που πεθαίνουν:
Δες, φεύγουν, και πηγαίνουμε μαζί τους.
Γεννιόμαστε με τους νεκρούς:
Δες, επιστρέφουν και μας φέρνουνε μαζί τους.
Τ. Σ. Έλιοτ: Little Gidding

Την ημέρα που ξύπνησε δεν είδε κανέναν εκτός από τους βοηθούς στο κτίριο αναζωπύρωσης που τον έπλεναν και τον τάιζαν και τον βοηθούσαν να περπατά αργά στο δωμάτιό του. Δεν του είπαν τίποτε, ούτε κι εκείνος τους μίλησε' τα λόγια φαίνονταν άσχετα. Ένιωθε παράξενα το δέρμα του, πολύ άνετα, σαν να φορούσε όλη του τη ζωή ρούχα που δεν του ταίριαζαν απόλυτα και τώρα για πρώτη φορά είχε βρει έναν καλά ράφτη. Οι εικόνες που του έφερναν τα μάτια του ήταν έντονες, αφύσικα καθαρές, και είχαν ένα αμυδρό φωτοστέφανο πρισματικών χρωμάτων, μια εντύπωση που χανόταν αδιόρατα όσο περνούσε η μέρα. Την δεύτερη μέρα τον επισκέφθηκε ο Πατέρας - Οδηγός του Σαν Ντιέγκο, που δεν ήταν ο φοβερός πατριάρχης που φανταζόταν αλλά μάλλον ένας ψυχρός, επιδέξιος υπάλληλος, περίπου πενήντα ετών, τον χαιρέτησε εγκάρδια και του είπε σύντομα τους κανόνες και τις συνήθεις που έπρεπε να μάθει προτού φύγει από την Ψυχρή Πόλη. «Τι μήνα έχουμε;» ρώτησε ο Κλάιν, και ο Πατέρας - Οδηγός του είπε πως ήταν Ιούνιος, δεκαεπτά Ιουνίου Ι993. Είχε κοιμηθεί τέσσερεις βδομάδες.

Τώρα είναι το πρωί της τρίτης μέρας μετά το ξύπνημά του και έχει καλεσμένους: η Συβίλλη, η Νερίτα, o Ζαχαρίας, ο Μόρτιμερ, ο Γράκχος. Παρατάσσονται στο δωμάτιό του σχηματίζοντας ένα τόξο στο πόδι του κρεβατιού του, ακτινοβολώντας στη λάμψη του φωτός που διαπερνά τα στενά παράθυρα. Σαν ημίθεοι, σαν άγγελοι, αστράφτουν με μια εκτυφλωτική εσωτερική αίγλη, και τώρα είναι ένας από αυτούς. Τον αγκαλιάζουν επίσημα, πρώτα ο Γράκχος, μετά η Νερίτα, μετά ο Μόρτιμερ. Έπειτα προχωρεί στο πλάι του ο Ζαχαρίας, o Ζαχαρίας που τον έστειλε στο θάνατο, και χαμογελά στον Κλάιν και ο Κλάιν του χαμογελά κι αυτός, και αγκαλιάζονται. Μετά είναι η σειρά της Συβίλλης: γλιστρά το χέρι της ανάμεσα στα δικά του, την τραβάει κοντά του, τα χείλη της χαϊδεύουν το μάγουλό του, τα χείλη του ακουμπούν τα δικά της, το χέρι του αγκαλιάζει τους ώμους της.

«Γεια», του ψιθυρίζει.
«Γεια», της λέει.

Τον ρωτούν πώς αισθάνεται, πόσο γρήγορα ανακτά την δύναμή του, αν έχει σηκωθεί από το κρεβάτι, πότε θα αρχίσει το στέγνωμά του. Το στυλ της συζήτησης είναι το έμμεσο, ελλειπτικό στυλ που προτιμούν οι νεκροί, αλλά όχι τόσο κοφτό και δυσνόητο, όχι όπως θα μιλούσαν κανονικά μεταξύ τους' τον βοηθούν, τον οδηγούν βήμα - βήμα στις συνήθειές τους. Σε πέντε λεπτά πιστεύει πως αρχίζει να καταλαβαίνει την τεχνική.

Λέει, χρησιμοποιώντας τη λεκτική στενογραφία τους, «Πρέπει να σας ήμουν μεγάλος μπελάς».
«'Ησουν, ήσουν», συμφωνεί ο Ζαχαρίας. «Αλλά όλα αυτά τέλειωσαν τώρα».
«Σε συγχωρούμε», λέει ο Μόρτιμερ.
«Σε καλωσορίζουμε ανάμεσά μας», λέει η Συβίλλη.

Μιλούν για τα σχέδιά τους για τους επόμενους μήνες. Η Συβίλλη έχει σχεδόν τελειώσει με την δουλειά της στη Ζανζιβάρη' θα αποσυρθεί στην Ψυχρή Πόλη Σιών για να γράψει τη διατριβή της. Ο Μόρτιμερ και η Νερίτα θα πάνε στο Μεξικό για να επισκεφτούν τους αρχαίους ναούς και τις πυραμίδες' ο Ζαχαρίας θα πάει στο Οχάιο, στους αγαπημένους του τύμβους. Το φθινόπωρο θα ξαναμαζευτούν στη Σιών και θα ετοιμάσουν τις χειμερινές τους διακοπές: ένα γύρο της Αιγύπτου, ίσως, ή στο Περού, στα βουνά του Μάτσου Πίτσου. Τα ερείπια, οι αρχαιολογικές περιοχές, τους γοητεύουν' εκεί που ο θάνατος ήταν πιο δραστήριος, η χαρά τους είναι πιο έντονη. Φουντώνουν, ξεσηκώνονται, φλυαρούν - γίνονται κυριολεκτικά φλύαροι, τώρα. Θα φύγουμε, στη Ζιμπάμπουε, στο Παλένκουε, στο Ανγκόρ, στη Κνωσσό, στο Ούξμαλ, στη Νινευί, στο Μοχεντζοντάρο.

Και καθώς συνεχίζουν και συνεχίζουν και μιλάνε με χέρια και μάτια και χαμόγελα κι ακόμα και λέξεις, ακόμα και λέξεις, χειμάρρους λέξεων, θαμπώνουν και του φαίνονται εξωπραγματικοί, είναι απλώς κούκλες που χορεύουν σπασμωδικά σε μια κακοζωγραφισμένη σκηνή, είναι έντομα που βουίζουν, σφήκες ή μέλισσες ή κουνούπια, με τις κουβέντες τους για ταξίδια και φεστιβάλ, για το Μπογκαζκόυ και τη Βαβυλώνα, για τη Μεγκίντο και τη Μασάντα, και παύει να τους ακούει, αποσυντονίζεται απ' αυτούς, κάθεται εκεί χαμογελώντας, με μάτια που γυαλίζουν, το μυαλό του να ταξιδεύει.

Τον σαστίζει το ότι έχει τόσο λίγο ενδιαφέρον γι' αυτούς. Αλλά μετά συνειδητοποιεί πως αυτό είναι ένα σημάδι της απελευθέρωσής του. Είναι ελεύθερος από τις παλιές αλυσίδες τώρα. Θα συμμετάσχει στην παρέα τους; Γιατί; 'Ισως ταξιδέψει μαζί τους, ίσως όχι, ανάλογα με τη διάθεσή του. Μάλλον όχι. Δεν έχει ανάγκη την παρέα τους. Έχει τα δικά του ενδιαφέροντα. Δεν θα συνεχίσει να ακολουθεί τη Συβίλλη. Δεν έχει ανάγκη, δεν θέλει, δεν θα ψάξει. Γιατί να γίνει ένας απ' αυτούς, χωρίς ρίζες, ένας περιπλανητής χωρίς ηθική, ένα φάντασμα ενσαρκωμένο; Γιατί να ενστερνιστεί τις αξίες και τις συνήθειες αυτών των ανθρώπων που τον είχαν παραδώσει στο θάνατο με απάθεια, σαν να σκότωναν ένα έντομο, μόνο και μόνο γιατί τους ενοχλούσε, γιατί τους ήταν βαρετός;

Δεν τους μισεί γι' αυτό που του έκαναν, δεν έχει καμιά μνησικακία, απλώς προτιμά να αποσπαστεί απ' αυτούς. 'Ασε τους να παρασύρονται από ερείπιο σε ερείπιο, άσε τους να κυνηγούν το θάνατο από ήπειρο σε ήπειρο' εκείνος θα πάρει το δρόμο του. Τώρα που πέρασε το σημείο επαφής ανακαλύπτει πως η Συβίλλη δεν τον ενδιαφέρει πια.

-Α, κύριε, τα πράγματα αλλάζουν

«Πηγαίνουμε τώρα», λέει η Συβίλλη.
Κουνάει το κεφάλι του. Τίποτε άλλο.

«Θα σε δούμε μετά το στέγνωμά σου», του λέει o Ζαχαρίας, και τον αγγίζει ελαφρά με τη γροθιά του, μια χειρονομία αποχαιρετισμού που χρησιμοποιούν μόνο οι νεκροί.

«Θα τα πούμε», λέει ο Μόρτιμερ.
«Θα τα πούμε», λέει ο Γράκχος.
«Σύντομα», λέει η Νερίτα.

Ποτέ, λέει ο Κλάιν, λέγοντάς το χωρίς λόγια, αλλά έτσι που το καταλαβαίνουν. Ποτέ. Ποτέ. Ποτέ. Ποτέ δεν θα δω κανέναν σας. Ποτέ δεν θα σε δω, Συβίλλη. Οι συλλαβές αντηχούν στο μυαλό του, και η λέξη ποτέ, ποτέ, ποτέ, κυλά πάνω του σαν μεγάλο κύμα, καθαρίζοντάς τον, εξαγνίζοντάς τον, γιατρεύοντάς τον.
Είναι ελεύθερος. Είναι μόνος.

«Αντίο», λέει η Συβίλλη από το χωλ.
«Αντίο», λέει εκείνος.

Πέρασαν χρόνια προτού να την ξαναδεί. Αλλά πέρασαν τις τελευταίες μέρες του '99 μαζί, κυνηγώντας τη δρόντη κάτω από τη σκιά του μεγάλου Κιλιμάντζαρο.

Επ. Φαντασία 

Του Robert Silverberg Born With The Dead (1974) 1974 Nebula Award Μετάφραση: Δημήτρης Αρβανίτης

Διαβάστε Περισσότερα »