Φρέντερικ Μπράουν
Ήταν μούσκεμα, βρώμικος και γεμάτος λάσπη. Πεινούσε, κρύωνε και βρισκόταν πενήντα χιλιάδες χρόνια φωτός μακρυά από το σπίτι του.
'Ένας ξένος ήλιος έδινε ένα παγερό, γαλάζιο φως και η βαρύτητα, διπλή από εκείνη που ήξερε, μεταμόρφωνε την κάθε του κίνηση σε αγωνία.
Όμως ύστερα από δεκάδες χιλιάδες χρόνια που είχαν περάσει, αυτή η γωνιά του πολέμου δεν είχε αλλάξει. 'Ηταν πολύ βολικιά για τους αεροπόρους με τα καλογιαλισμένα διαστημόπλοια και τα υπερόπλα τους.
Σε τελευταία ανάλυση όμως, πάντα έπρεπε να επέμβη ο πεζός, ο φαντάρος, να πιάσει μια θέση και να την υπερασπιστεί με το αίμα του, σπιθαμή προς σπιθαμή όπως γινόταν τώρα σ' αυτόν τον καταραμένο πλανήτη ενός αστερισμού του οποίου αγνοούσε ακόμα και το όνομά του μέχρι τη στιγμή που τον έστειλαν εκεί.
Και τώρα πια ήταν ιερή γη, γιατί είχαν φτάσει στο ίδιο μέρος και οι εχθροί. Ο εχθρος, η μοναδική άλλη έξυπνη φυλή του Γαλαξία... Κάποια αιμοβόρα, σιχαμένα και αηδιαστικά τέρατα.
Η πρώτη επαφή τους είχε γίνει κοντά στο κέντρο του Γαλαξία μετά τον αργό και δύσκολο αποικισμό εκατοντάδων άλλων πλανητών. Και αμέσως άρχισε ο πόλεμος. Εκείνοι χτύπησαν πρώτοι, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια για κάποια συμφωνία, κάποια ειρηνική λύση.
Και τώρα πολεμούσαν άγρια μεταξύ τους, πλανήτης με πλανήτη, με νύχια και με δόντια.
'Ηταν μούσκεμα, βρώμικος και γεμάτος λάσπες. Και πεινούσε και κρύωνε και η μέρα ήταν πελινδή από το χλωμό φως ενός παγερού ήλιου. 'Ενας βίαιος άνεμος, σάρωνε αλύπητα την περιοχή, κάνοντας τα μάτια του να τσούζουν. Οι εχθροί όμως προσπαθούσαν να καταλάβουν τον πλανήτη για αυτό κάθε προκεχωρημένο φυλάκιο είχε ζωτική σημασία.
Το όπλο του ήταν έτοιμο και τα νεύρα του τεντωμένα. Πενήντα χιλιάδες χρόνια φωτός μακριά από την πατρίδα, να πολεμά σε έναν κόσμο ξένο και να αναρωτιέται συνεχώς αν θα κατάφερνε ποτέ να γυρίσει σπίτι ζωντανός.
Και τότε είδε έναν από εκείνους να έχει αρχίσει να σέρνεται προς το μέρος του. Σημάδεψε και πάτησε τη σκανδάλη. Ο εχθρός ούρλιαξε με εκείνον τον ανατριχιαστικό τρόπο που ουρλιαζαν όλοι τους και δεν ξανασάλεψε.
Το ουρλιαχτό και το θέαμα του νεκρού πια εχθρού τον συγκλόνισαν ακόμα μια φορά. Πολλοί με το πέρασμα του χρόνου είχαν συνηθίσει και δεν έδιναν σημασία. Εκείνος όμως όχι.
Ήταν πλάσματα σιχαμένα, με δυο χέρια και δυο πόδια μόνο κι με εκείνο το αρρωστημένο ασπρουλιάρικο δέρμα, χωρίς καθόλου λέπια πάνω τους.
Ήταν μούσκεμα, βρώμικος και γεμάτος λάσπη. Πεινούσε, κρύωνε και βρισκόταν πενήντα χιλιάδες χρόνια φωτός μακρυά από το σπίτι του.
'Ένας ξένος ήλιος έδινε ένα παγερό, γαλάζιο φως και η βαρύτητα, διπλή από εκείνη που ήξερε, μεταμόρφωνε την κάθε του κίνηση σε αγωνία.
Όμως ύστερα από δεκάδες χιλιάδες χρόνια που είχαν περάσει, αυτή η γωνιά του πολέμου δεν είχε αλλάξει. 'Ηταν πολύ βολικιά για τους αεροπόρους με τα καλογιαλισμένα διαστημόπλοια και τα υπερόπλα τους.
Σε τελευταία ανάλυση όμως, πάντα έπρεπε να επέμβη ο πεζός, ο φαντάρος, να πιάσει μια θέση και να την υπερασπιστεί με το αίμα του, σπιθαμή προς σπιθαμή όπως γινόταν τώρα σ' αυτόν τον καταραμένο πλανήτη ενός αστερισμού του οποίου αγνοούσε ακόμα και το όνομά του μέχρι τη στιγμή που τον έστειλαν εκεί.
Και τώρα πια ήταν ιερή γη, γιατί είχαν φτάσει στο ίδιο μέρος και οι εχθροί. Ο εχθρος, η μοναδική άλλη έξυπνη φυλή του Γαλαξία... Κάποια αιμοβόρα, σιχαμένα και αηδιαστικά τέρατα.
Η πρώτη επαφή τους είχε γίνει κοντά στο κέντρο του Γαλαξία μετά τον αργό και δύσκολο αποικισμό εκατοντάδων άλλων πλανητών. Και αμέσως άρχισε ο πόλεμος. Εκείνοι χτύπησαν πρώτοι, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια για κάποια συμφωνία, κάποια ειρηνική λύση.
Και τώρα πολεμούσαν άγρια μεταξύ τους, πλανήτης με πλανήτη, με νύχια και με δόντια.
'Ηταν μούσκεμα, βρώμικος και γεμάτος λάσπες. Και πεινούσε και κρύωνε και η μέρα ήταν πελινδή από το χλωμό φως ενός παγερού ήλιου. 'Ενας βίαιος άνεμος, σάρωνε αλύπητα την περιοχή, κάνοντας τα μάτια του να τσούζουν. Οι εχθροί όμως προσπαθούσαν να καταλάβουν τον πλανήτη για αυτό κάθε προκεχωρημένο φυλάκιο είχε ζωτική σημασία.
Το όπλο του ήταν έτοιμο και τα νεύρα του τεντωμένα. Πενήντα χιλιάδες χρόνια φωτός μακριά από την πατρίδα, να πολεμά σε έναν κόσμο ξένο και να αναρωτιέται συνεχώς αν θα κατάφερνε ποτέ να γυρίσει σπίτι ζωντανός.
Και τότε είδε έναν από εκείνους να έχει αρχίσει να σέρνεται προς το μέρος του. Σημάδεψε και πάτησε τη σκανδάλη. Ο εχθρός ούρλιαξε με εκείνον τον ανατριχιαστικό τρόπο που ουρλιαζαν όλοι τους και δεν ξανασάλεψε.
Το ουρλιαχτό και το θέαμα του νεκρού πια εχθρού τον συγκλόνισαν ακόμα μια φορά. Πολλοί με το πέρασμα του χρόνου είχαν συνηθίσει και δεν έδιναν σημασία. Εκείνος όμως όχι.
Ήταν πλάσματα σιχαμένα, με δυο χέρια και δυο πόδια μόνο κι με εκείνο το αρρωστημένο ασπρουλιάρικο δέρμα, χωρίς καθόλου λέπια πάνω τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου