Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης
Στον Γιώργο Δανιήλ
Να αδειάσει το μυαλό και τη σκέψη του. Να συνεχίσει τη ζωή του από κει που την άφησε. Σαν κανονικός άνθρωπος. Να βρει δηλαδή κοπέλα, να πιάσει δουλειά, να φύγει από το πατρικό του. Ήθελε. Πόσο πολύ το ήθελε! Αλλά δεν μπορούσε. Όπως ο κοιμισμένος που πασχίζει να απαλλαγεί από τον εφιάλτη που βλέπει, αλλάζοντας μάταια πλευρό ή παραμιλώντας ή ακόμη και υπνοβατώντας. Με τη διαφορά ότι ο δικός του εφιάλτης δεν είχε τη διάρκεια κάποιων ελάχιστων δευτερολέπτων όσο συνήθως κρατάνε τα όνειρα. Αφού τα πιο χακιά όνειρα δεν τα ονειρεύεται κανείς τις νύχτες εξόν και αν είναι στρατόκαβλος ή φασίστας, αλλά τα ντύνεται εξ ανάγκης για δεκαπέντε ολόκληρους μήνες στα πιο ωραία χρόνια της ζωής του, ώσπου να τα πετάξει από τον χακί εαυτό του μ’ ένα άισιχτίρ και τα στρατά σας και τα παρουσιάστε αρμ και τα εφ’ όπλου λόγχη.
Αλλά ακόμη και όταν ο ίδιος κατάφερε να τα βγάλει μια και καλή από πάνω του, δεν μπόρεσε να ησυχάσει εντελώς από τη φαιοπράσινη μελαγχολία που λόγω της συνήθειας και των υποχωρήσεων άρχισε να απλώνεται σιγά σιγά σε ολόκληρη τη ζωή του. Φωτογραφίες, παντού φωτογραφίες, στο κομοδίνο, στο σκρίνιο, στο σύνθετο και σε όλους τους τοίχους, τη μια από την ορκωμοσία του στο κέντρο νεοσυλλέκτων στο Κιλκίς, την άλλη από την εκπαίδευσή του στο ΚΕΒΟΠ, την τρίτη θαλαμοφύλακας αγκαλιά με ένα δανεισμένο F1, όμοιο με το μοιραίο, έτσι που η πατρική του οικία να δημιουργεί στους ελάχιστους επισκέπτες την εντύπωση ενός κανονικού μαυσωλείου, έστω και αν κατοικούνταν από ολοζώντανους ανθρώπους με σάρκα και οστά, σκοτούρες, έγνοιες, αιθρίες και μπόλικες σκοτεινιές. Και το πιο περίεργο απ’ όλα ήταν ότι όσο αυτοί οι ζωντανοί υποτιμούσανε τη φυσική του παρουσία τόσο μεγαλύτερη, σχεδόν φετιχιστική τιμή απέδιδαν στις φωτογραφίες του, που κρέμονταν ακόμη και ανάμεσα στις αγιογραφίες του Χριστού και της Παναγίας.
Αλλά τούτο το σιωπηλό βράδυ της 30ης Ιανουαρίου, που για άλλη μια φορά ο πατέρας του αρνήθηκε να ανταλλάξει μια απλή κουβέντα μαζί του, προτιμώντας να χαρχαλεύει το περιεχόμενο ενός μεταλλικού κιβωτίου, μετά να εγκιβωτίζει τα ντέρτια του σε τέσσερα ποτήρια τσίπουρο και στο τέλος να παραδίδει τους γεροντικούς του εφιάλτες στο πιο ενοχλητικό ροχαλητό, ένιωσε το παράπονο να σφίγγει τον λαιμό του με έναν ακατάπαυστο θρήνο στον οποίο κοτζάμ άντρας, που έκανε μάλιστα και το στρατιωτικό του, δεν ντράπηκε να αναλυθεί.
Κι έτσι όπως μυξόκλαιγε μόνος κι έρημος δίπλα στον μεθυσμένο του πατέρα, για τη μάνα του που πέθανε από τον καημό της λίγους μήνες πρωτύτερα και για τις μοναξιές του που κάθε νύχτα περιφέρονται ολομόναχες στα δωμάτια του πατρικού σπιτιού του, σκέφτηκε ότι δεν είχε τίποτα απολύτως να κάνει από το να πνίξει και τα δικά του ντέρτια μες στις υψηλές αλκοόλες της γράπας, που όλα τα μαλακώνει, όλα τα αμβλύνει και όλα τα θολώνει, ακόμη και τις κόντρες που είχε πιο παλιά με τον πατέρα του για μια μοτοσικλέτα που δεν του αγόρασε ή το πληγωμένο βλέμμα της μάνας του όταν τον έπιασε να βλέπει τσόντες στο βίντεο ή την ηττημένη σιωπή ξανά του πατέρα του όταν του ανακοίνωσε ότι θέλει να πάρει τρελόχαρτο από τον στρατό. Γέμισε ένα, μετά δεύτερο και μετά τρίτο ποτήρι. Μια παράξενη τρυφερότητα άρχισε να κυριεύει τα σωθικά του με την ανάγκη να απλώσει το χέρι και να αγγίξει τα άσπρα μαλλιά του ηλικιωμένου, που συνέχισε παρ’ όλα αυτά τον ύπνο του με έναν βαθύ βαθύ αναστεναγμό.
Χρόνια τώρα προσπαθούσε να καταλάβει τι ακριβώς έφταιξε. Τι ήταν αυτό που τον χώρισε μεμιάς από τους δικούς του. Από πού και ως πού να είναι ένας παρίας, ένας άφαντος κι ένας κανένας μες στο ίδιο του το σπίτι, και όσο τα βασάνιζε μες στο μυαλό του, άρχιζε να κλίνει προς την ιδέα ότι οι απαντήσεις που έψαχνε μπορεί και να ήτανε κρυμμένες μέσα στη μεταλλική κατασκευή με την επιγραφή «Κιβώτιον, 3ο Σώμα Στρατού», που δεκατέσσερα χρόνια τώρα ανοίγει ο πατέρας του, κρυφά από τον ίδιο, πάντα στις 30 του Γενάρη, οπότε κλειδώνει την εξώπορτα, κατεβάζει τα ρολά και ανάβει το καντήλι με τις αγιογραφίες, για να καταλήξει αργά τη νύχτα στο ίδιο πάντα αποτέλεσμα – σκνίπα στο μεθύσι.
Αλλά κάθε φορά που πήγαινε να τον ρωτήσει ή έστω να εκμαιεύσει έμμεσα κάποιες πληροφορίες έπεφτε πάντα στις πιο ανυποχώρητες σιωπές του γέρου. Δεκατέσσερα χρόνια τώρα ένα πλήθος από ερωτήσεις που δεν υποβλήθηκαν και από απαντήσεις που δεν δόθηκαν ύψωσε ανάμεσά τους ένα τείχος βουβαμάρας, που ποτέ δεν βρήκε το θάρρος να το γκρεμίσει με την πιο απλή εκφορά του λόγου, όπως «Καλημέρα, πατέρα. Πώς είσαι;» ή «Πες μου πατέρα: τι σου εκμυστηρεύτηκε η μαμά λίγο πριν να ξεψυχήσει;» ή «Ποια χιόνια, πατέρα, λιώνουν εδώ και δεκατέσσερα χρόνια μες στα μάτια σου;». Τώρα όμως που ο απέναντι καθρέφτης εικόνιζε κάποιες άσπρες τρίχες στο δικό του το κεφάλι μαζί με μερικές ρυτίδες κάτω από τα μάτια του και αυτή την αφόρητη κούραση στο βλέμμα του, ένιωσε ότι ήταν πολύ μεγάλος, πολύ ώριμος και πολύ κουρασμένος για να παραμένει στην αφέλεια των νεανικών του χρόνων. Και αφού άφησε τον πατέρα του να ξεραθεί για τα καλά γέμισε το τέταρτο ποτήρι τσίπουρο και έσυρε τη μεταλλική κατασκευή μπροστά του. Έπιασε με προσοχή το καπάκι, από σκουριασμένο σίδερο με λαβή σαρακιασμένου ξύλου. Έσκυψε το κεφάλι με μια κρυφή προσδοκία και τα μάτια γούρλωσαν από την έκπληξη. Σαν να τον χτύπησε κεραυνός, βρέθηκε σωριασμένος στην καρέκλα με το μυαλό του να επιστρέφει σε μια άλλη 30η Γενάρη.
Δεκατέσσερα χρόνια πριν. Σε έναν ημιφωτισμένο στρατιωτικό θάλαμο. Που ζέχνει βουλωμένα αποχωρητήρια, σπέρμα, ιδρώτα, πολυφορεμένες αρβύλες κι άπλυτες φόρμες. Τέταρτη μέρα, τον πάει πίπα-κώλο αυτό το αρχίδι ο λοχίας που βγάζει τις υπηρεσίες, γερμανικό νούμερο, ξανά θαλαμοφύλακας. Να περιφέρεται ανάμεσα σε είκοσι τρεις άντρες που ροχαλίζουνε, παραμιλάνε, υπνοβατούνε, βογκάνε με την υποχρέωση να ξυπνάει όσους έχουν να κάνουνε νυχτερινή σκοπιά και να φυλάει τους εφιάλτες όλων των άλλων, μην τύχει και βγούνε από το μυαλό τους και αρχίσουνε μετά τα χτυπώ-επαναχτυπώ όχι με φανταστικούς εχθρούς αλλά αναμεταξύ τους και κυρίως με τους καραβανάδες και με τους αξιωματικούς τους. Στο μεταξύ ξεκλέβει λίγο χρόνο για να διαβάζει καμιά αράδα από τον «Τυφεκιοφόρο του Εχθρού» του Χάκκα και από το «Κιβώτιο» του Αλεξάνδρου με τον διαρκή φόβο μήπως τον πιάσει καμιά έφοδος ή τον καρφώσει κάνα από τα τσογλάνια του λόχου και τον βγάλουνε ξανά αναφερόμενο.
Δεκάξι και σήμερα. Αυτό είναι το περιεχόμενο του δικού του Κιβωτίου. Από όταν ακόμη αρνήθηκαν να του δώσουνε τρελόχαρτο, τούτη την αποστολή όρισε στον εαυτό του. Τριακόσιες είκοσι και σήμερα. Τριακόσιες δεκαεννιά και σήμερα. Τριακόσιες δεκαοχτώ και σήμερα. Δεκαπέντε μήνες τώρα στην ίδια αριθμητική πράξη της αφαίρεσης επιδίδεται. Αφαιρώντας μέρες, βδομάδες και μήνες από τη μικρή ζωή του. Κι ας ξέρει πολύ καλά ότι υπάρχει κίνδυνος να του μείνει το κουσούρι. Για την ώρα το μόνο που τον νοιάζει είναι ότι σε δεκαέξι μέρες απολύεται. Και δεν έχει καμιά διάθεση να τις αυξήσει με μια πενθήμερη ή και μεγαλύτερη καμπάνα.
Κλείνει το βιβλίο. Αστερίου, στην οπλοθήκη το όπλο σου, λέει στον σκοπό που μόλις γύρισε από τη σκοπιά του. Άντε, και γαμήσου, ρε γιωτά, του κάνει αυτός και πάει στο κρεβάτι του. Καταπίνει τον θυμό με την υπομονή που έδειχνε ο ήρωας του Χάκκα. Και σκύβει για να κλειδώσει το ξένο όπλο. Με το μέτωπο μπροστά στην κάνη. Και την αλυσίδα να πιέζει λίγο παραπάνω τη σκανδάλη. Όσο ακριβώς είναι αρκετό για την εκπυρσοκρότηση του όπλου. Του οποίου τον ήχο προλαβαίνει βεβαίως να ακούσει. Στα φευγαλέα αυτά κλάσματα του δευτερολέπτου. Μέχρι να νιώσει τη σφαίρα να σφηνώνεται στο κεφάλι του. Και να υποθέσει τη συνέχεια. Το κρανίο του δηλαδή να ανοίγει σαν μπουμπούκι και τα μυαλά του να τινάζονται στους τοίχους.
Και τώρα, έτσι όπως κάθεται σχεδόν αέρινος, μια μεθυσμένη σκιά, δίπλα στον μεθυσμένο πατέρα του, μπροστά σε μια μικρή μεταλλική κατασκευή με την επιγραφή «Κιβώτιον, 3ο Σώμα Στρατού» που έχει τα προσωπικά του είδη, την στρατιωτική του δηλαδή ταυτότητα, ένα σκουριασμένο ρολόι, δυο λερωμένα εσώρουχα, ένα ζευγάρι λιωμένες κάλτσες, ένα κιτρινισμένο από την υγρασία βιβλίο του Χάκκα και ένα του Αλεξάνδρου νομίζει ότι παρ’ όλα όσα πέρασε ο ίδιος, η μάνα του, που έλιωσε από τον καημό της, και ο πατέρας του, που από γινάτι αρνείται να του μιλήσει κάθε νύχτα που διασταυρώνονται στην τουαλέτα ή στην κουζίνα ή στο υπνοδωμάτιο του σπιτιού τους, έπαψε τουλάχιστον να τρέφει τις παλιότερες ψευδαισθήσεις για το περιεχόμενο του περιβόητου Κιβωτίου.
Πηγή: artinews.gr
Arti News: Επιλογές
Στον Γιώργο Δανιήλ
Να αδειάσει το μυαλό και τη σκέψη του. Να συνεχίσει τη ζωή του από κει που την άφησε. Σαν κανονικός άνθρωπος. Να βρει δηλαδή κοπέλα, να πιάσει δουλειά, να φύγει από το πατρικό του. Ήθελε. Πόσο πολύ το ήθελε! Αλλά δεν μπορούσε. Όπως ο κοιμισμένος που πασχίζει να απαλλαγεί από τον εφιάλτη που βλέπει, αλλάζοντας μάταια πλευρό ή παραμιλώντας ή ακόμη και υπνοβατώντας. Με τη διαφορά ότι ο δικός του εφιάλτης δεν είχε τη διάρκεια κάποιων ελάχιστων δευτερολέπτων όσο συνήθως κρατάνε τα όνειρα. Αφού τα πιο χακιά όνειρα δεν τα ονειρεύεται κανείς τις νύχτες εξόν και αν είναι στρατόκαβλος ή φασίστας, αλλά τα ντύνεται εξ ανάγκης για δεκαπέντε ολόκληρους μήνες στα πιο ωραία χρόνια της ζωής του, ώσπου να τα πετάξει από τον χακί εαυτό του μ’ ένα άισιχτίρ και τα στρατά σας και τα παρουσιάστε αρμ και τα εφ’ όπλου λόγχη.
Αλλά ακόμη και όταν ο ίδιος κατάφερε να τα βγάλει μια και καλή από πάνω του, δεν μπόρεσε να ησυχάσει εντελώς από τη φαιοπράσινη μελαγχολία που λόγω της συνήθειας και των υποχωρήσεων άρχισε να απλώνεται σιγά σιγά σε ολόκληρη τη ζωή του. Φωτογραφίες, παντού φωτογραφίες, στο κομοδίνο, στο σκρίνιο, στο σύνθετο και σε όλους τους τοίχους, τη μια από την ορκωμοσία του στο κέντρο νεοσυλλέκτων στο Κιλκίς, την άλλη από την εκπαίδευσή του στο ΚΕΒΟΠ, την τρίτη θαλαμοφύλακας αγκαλιά με ένα δανεισμένο F1, όμοιο με το μοιραίο, έτσι που η πατρική του οικία να δημιουργεί στους ελάχιστους επισκέπτες την εντύπωση ενός κανονικού μαυσωλείου, έστω και αν κατοικούνταν από ολοζώντανους ανθρώπους με σάρκα και οστά, σκοτούρες, έγνοιες, αιθρίες και μπόλικες σκοτεινιές. Και το πιο περίεργο απ’ όλα ήταν ότι όσο αυτοί οι ζωντανοί υποτιμούσανε τη φυσική του παρουσία τόσο μεγαλύτερη, σχεδόν φετιχιστική τιμή απέδιδαν στις φωτογραφίες του, που κρέμονταν ακόμη και ανάμεσα στις αγιογραφίες του Χριστού και της Παναγίας.
Αλλά τούτο το σιωπηλό βράδυ της 30ης Ιανουαρίου, που για άλλη μια φορά ο πατέρας του αρνήθηκε να ανταλλάξει μια απλή κουβέντα μαζί του, προτιμώντας να χαρχαλεύει το περιεχόμενο ενός μεταλλικού κιβωτίου, μετά να εγκιβωτίζει τα ντέρτια του σε τέσσερα ποτήρια τσίπουρο και στο τέλος να παραδίδει τους γεροντικούς του εφιάλτες στο πιο ενοχλητικό ροχαλητό, ένιωσε το παράπονο να σφίγγει τον λαιμό του με έναν ακατάπαυστο θρήνο στον οποίο κοτζάμ άντρας, που έκανε μάλιστα και το στρατιωτικό του, δεν ντράπηκε να αναλυθεί.
Κι έτσι όπως μυξόκλαιγε μόνος κι έρημος δίπλα στον μεθυσμένο του πατέρα, για τη μάνα του που πέθανε από τον καημό της λίγους μήνες πρωτύτερα και για τις μοναξιές του που κάθε νύχτα περιφέρονται ολομόναχες στα δωμάτια του πατρικού σπιτιού του, σκέφτηκε ότι δεν είχε τίποτα απολύτως να κάνει από το να πνίξει και τα δικά του ντέρτια μες στις υψηλές αλκοόλες της γράπας, που όλα τα μαλακώνει, όλα τα αμβλύνει και όλα τα θολώνει, ακόμη και τις κόντρες που είχε πιο παλιά με τον πατέρα του για μια μοτοσικλέτα που δεν του αγόρασε ή το πληγωμένο βλέμμα της μάνας του όταν τον έπιασε να βλέπει τσόντες στο βίντεο ή την ηττημένη σιωπή ξανά του πατέρα του όταν του ανακοίνωσε ότι θέλει να πάρει τρελόχαρτο από τον στρατό. Γέμισε ένα, μετά δεύτερο και μετά τρίτο ποτήρι. Μια παράξενη τρυφερότητα άρχισε να κυριεύει τα σωθικά του με την ανάγκη να απλώσει το χέρι και να αγγίξει τα άσπρα μαλλιά του ηλικιωμένου, που συνέχισε παρ’ όλα αυτά τον ύπνο του με έναν βαθύ βαθύ αναστεναγμό.
Χρόνια τώρα προσπαθούσε να καταλάβει τι ακριβώς έφταιξε. Τι ήταν αυτό που τον χώρισε μεμιάς από τους δικούς του. Από πού και ως πού να είναι ένας παρίας, ένας άφαντος κι ένας κανένας μες στο ίδιο του το σπίτι, και όσο τα βασάνιζε μες στο μυαλό του, άρχιζε να κλίνει προς την ιδέα ότι οι απαντήσεις που έψαχνε μπορεί και να ήτανε κρυμμένες μέσα στη μεταλλική κατασκευή με την επιγραφή «Κιβώτιον, 3ο Σώμα Στρατού», που δεκατέσσερα χρόνια τώρα ανοίγει ο πατέρας του, κρυφά από τον ίδιο, πάντα στις 30 του Γενάρη, οπότε κλειδώνει την εξώπορτα, κατεβάζει τα ρολά και ανάβει το καντήλι με τις αγιογραφίες, για να καταλήξει αργά τη νύχτα στο ίδιο πάντα αποτέλεσμα – σκνίπα στο μεθύσι.
Αλλά κάθε φορά που πήγαινε να τον ρωτήσει ή έστω να εκμαιεύσει έμμεσα κάποιες πληροφορίες έπεφτε πάντα στις πιο ανυποχώρητες σιωπές του γέρου. Δεκατέσσερα χρόνια τώρα ένα πλήθος από ερωτήσεις που δεν υποβλήθηκαν και από απαντήσεις που δεν δόθηκαν ύψωσε ανάμεσά τους ένα τείχος βουβαμάρας, που ποτέ δεν βρήκε το θάρρος να το γκρεμίσει με την πιο απλή εκφορά του λόγου, όπως «Καλημέρα, πατέρα. Πώς είσαι;» ή «Πες μου πατέρα: τι σου εκμυστηρεύτηκε η μαμά λίγο πριν να ξεψυχήσει;» ή «Ποια χιόνια, πατέρα, λιώνουν εδώ και δεκατέσσερα χρόνια μες στα μάτια σου;». Τώρα όμως που ο απέναντι καθρέφτης εικόνιζε κάποιες άσπρες τρίχες στο δικό του το κεφάλι μαζί με μερικές ρυτίδες κάτω από τα μάτια του και αυτή την αφόρητη κούραση στο βλέμμα του, ένιωσε ότι ήταν πολύ μεγάλος, πολύ ώριμος και πολύ κουρασμένος για να παραμένει στην αφέλεια των νεανικών του χρόνων. Και αφού άφησε τον πατέρα του να ξεραθεί για τα καλά γέμισε το τέταρτο ποτήρι τσίπουρο και έσυρε τη μεταλλική κατασκευή μπροστά του. Έπιασε με προσοχή το καπάκι, από σκουριασμένο σίδερο με λαβή σαρακιασμένου ξύλου. Έσκυψε το κεφάλι με μια κρυφή προσδοκία και τα μάτια γούρλωσαν από την έκπληξη. Σαν να τον χτύπησε κεραυνός, βρέθηκε σωριασμένος στην καρέκλα με το μυαλό του να επιστρέφει σε μια άλλη 30η Γενάρη.
Δεκατέσσερα χρόνια πριν. Σε έναν ημιφωτισμένο στρατιωτικό θάλαμο. Που ζέχνει βουλωμένα αποχωρητήρια, σπέρμα, ιδρώτα, πολυφορεμένες αρβύλες κι άπλυτες φόρμες. Τέταρτη μέρα, τον πάει πίπα-κώλο αυτό το αρχίδι ο λοχίας που βγάζει τις υπηρεσίες, γερμανικό νούμερο, ξανά θαλαμοφύλακας. Να περιφέρεται ανάμεσα σε είκοσι τρεις άντρες που ροχαλίζουνε, παραμιλάνε, υπνοβατούνε, βογκάνε με την υποχρέωση να ξυπνάει όσους έχουν να κάνουνε νυχτερινή σκοπιά και να φυλάει τους εφιάλτες όλων των άλλων, μην τύχει και βγούνε από το μυαλό τους και αρχίσουνε μετά τα χτυπώ-επαναχτυπώ όχι με φανταστικούς εχθρούς αλλά αναμεταξύ τους και κυρίως με τους καραβανάδες και με τους αξιωματικούς τους. Στο μεταξύ ξεκλέβει λίγο χρόνο για να διαβάζει καμιά αράδα από τον «Τυφεκιοφόρο του Εχθρού» του Χάκκα και από το «Κιβώτιο» του Αλεξάνδρου με τον διαρκή φόβο μήπως τον πιάσει καμιά έφοδος ή τον καρφώσει κάνα από τα τσογλάνια του λόχου και τον βγάλουνε ξανά αναφερόμενο.
Δεκάξι και σήμερα. Αυτό είναι το περιεχόμενο του δικού του Κιβωτίου. Από όταν ακόμη αρνήθηκαν να του δώσουνε τρελόχαρτο, τούτη την αποστολή όρισε στον εαυτό του. Τριακόσιες είκοσι και σήμερα. Τριακόσιες δεκαεννιά και σήμερα. Τριακόσιες δεκαοχτώ και σήμερα. Δεκαπέντε μήνες τώρα στην ίδια αριθμητική πράξη της αφαίρεσης επιδίδεται. Αφαιρώντας μέρες, βδομάδες και μήνες από τη μικρή ζωή του. Κι ας ξέρει πολύ καλά ότι υπάρχει κίνδυνος να του μείνει το κουσούρι. Για την ώρα το μόνο που τον νοιάζει είναι ότι σε δεκαέξι μέρες απολύεται. Και δεν έχει καμιά διάθεση να τις αυξήσει με μια πενθήμερη ή και μεγαλύτερη καμπάνα.
Κλείνει το βιβλίο. Αστερίου, στην οπλοθήκη το όπλο σου, λέει στον σκοπό που μόλις γύρισε από τη σκοπιά του. Άντε, και γαμήσου, ρε γιωτά, του κάνει αυτός και πάει στο κρεβάτι του. Καταπίνει τον θυμό με την υπομονή που έδειχνε ο ήρωας του Χάκκα. Και σκύβει για να κλειδώσει το ξένο όπλο. Με το μέτωπο μπροστά στην κάνη. Και την αλυσίδα να πιέζει λίγο παραπάνω τη σκανδάλη. Όσο ακριβώς είναι αρκετό για την εκπυρσοκρότηση του όπλου. Του οποίου τον ήχο προλαβαίνει βεβαίως να ακούσει. Στα φευγαλέα αυτά κλάσματα του δευτερολέπτου. Μέχρι να νιώσει τη σφαίρα να σφηνώνεται στο κεφάλι του. Και να υποθέσει τη συνέχεια. Το κρανίο του δηλαδή να ανοίγει σαν μπουμπούκι και τα μυαλά του να τινάζονται στους τοίχους.
Και τώρα, έτσι όπως κάθεται σχεδόν αέρινος, μια μεθυσμένη σκιά, δίπλα στον μεθυσμένο πατέρα του, μπροστά σε μια μικρή μεταλλική κατασκευή με την επιγραφή «Κιβώτιον, 3ο Σώμα Στρατού» που έχει τα προσωπικά του είδη, την στρατιωτική του δηλαδή ταυτότητα, ένα σκουριασμένο ρολόι, δυο λερωμένα εσώρουχα, ένα ζευγάρι λιωμένες κάλτσες, ένα κιτρινισμένο από την υγρασία βιβλίο του Χάκκα και ένα του Αλεξάνδρου νομίζει ότι παρ’ όλα όσα πέρασε ο ίδιος, η μάνα του, που έλιωσε από τον καημό της, και ο πατέρας του, που από γινάτι αρνείται να του μιλήσει κάθε νύχτα που διασταυρώνονται στην τουαλέτα ή στην κουζίνα ή στο υπνοδωμάτιο του σπιτιού τους, έπαψε τουλάχιστον να τρέφει τις παλιότερες ψευδαισθήσεις για το περιεχόμενο του περιβόητου Κιβωτίου.
Πηγή: artinews.gr
Arti News: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου