Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017

Η καλλιέργεια

Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη


Ξεκίνησε λοιπόν η συζήτηση για την «καλλιέργεια». Βρίσκονταν μέσα σε κήπο μεθοδικά όμορφο, αρχιτεκτονικό δημιούργημα. Εξάλλου η οικοδέσποινα, φρόντιζε να επεξηγεί τα πάντα, και να μην αφήνει απορίες. «Μα πώς αλλιώς! Και βέβαια επιμελήθηκε ο Σαμπάνης. Αρχιτέκτων τοπίου, από τους καλύτερους!»

Η καλλιέργεια όμως για την οποία ο λόγος, δεν αφορούσε τον κήπο. Λίγο μόλις πριν η κυρία του σπιτιού να παρουσιαστεί στην ομήγυρη των φιλενάδων, είχε ακουστεί από μακριά να διαπληκτίζεται. Στην πραγματικότητα, να τα «σούρει» σε κάποιον που μάλλον υπέμενε στωικά. Γιατί απόκριση δεν ακουγόταν «Και πες μου εσύ, αυτές οι χαρακιές εδώ, αχ! Κι εδώ! Είναι τυχαίες; Εγώ αυτό το λέω δολιοφθορά. Κι αν δεν καταλαβαίνεις τη λέξη,-το πιθανότερο δηλαδή-, σημαίνει ότι έγιναν επίτηδες. Επίσης είναι φοβερό να ψάχνω κάτι την ώρα που το θέλω και να μην το βρίσκω! Λοιπόν… Και για να εξηγούμαστε. Τέρμα η ανοχή. Την επομένη που θα διαπιστώσω το παραμικρό, έφυγες!».

Έγινε λοιπόν αντιληπτό, ότι η απειλή αφορούσε υπηρετικό προσωπικό,-για να ειπωθεί κομψά-, γιατί ναι, πέρα από την καλλιέργεια, η κομψότης ήταν ένα άλλο σημείο που έπρεπε να επισημαίνεται στην παρέα. Και όπως η Λέλα φορώντας το πιο «χαμογελώ για την περίσταση», χαμόγελό της κατέβαινε με επισημότητα τη σκάλα και ερχόταν προς το μέρος τους, δεν μπόρεσαν ανά δυάδες, η και ομαδικότερα, να μην σχολιάσουν τη «φανταχτερά ακριβή δημιουργία», που τύλιγε όμως άτσαλα, ένα πλαδαρό κορμί! Αλλά…-και αυτό ήταν το χειρότερο-, την αταίριαστη επιδειξιομανία μιας οικογένειας, τη στιγμή που το σούσουρο για την επικείμενη χρεωκοπία της σερνόταν καιρό στους κύκλους τους. Κάποια μάλιστα, –η πιο τολμηρή-, την τελευταία στιγμή με κίνδυνο ν’ ακουστεί κιόλας ξέβρασε το… σόκιν της: «Έκανε κι’ η μύγα κώλο…». Κι ενώ τα πνιχτά γελάκια τριγύριζαν αδιόρατα τη Λέλα, -ραπίσματα στο πετσί της κι ας μην τα άκουγε-, αυτή κρατώντας την αυτοκυριαρχία της ξεκίνησε τα εναέρια φιλιά και τις χαιρετούρες με «χέρι ψάρι», και τις αγκαλιές, όπου κανείς δεν αγκαλιάζει κανέναν.

Ύστερα η ατέλειωτη φλυαρία τις τύλιξε όλες. Εκτός από την Άννα. Καινούργια στην παρέα, διατηρούσε την επιφυλακτικότητα του πρωτάρη, αλλά σίγουρα δεν ήταν μόνο αυτό. Aρχικά στην άκρη του κύκλου, να συμμετέχει στα απολύτως απαραίτητα, σταδιακά καθώς τα φληναφήματα, οι ακκισμοί, η σχεδόν χαυνωτική περιττολογία πολλαπλασιάζονταν, φρόντισε να απομακρυνθεί με τακτ, πίσω από την ανθισμένη μπουκαμβίλια μ’ ένα ποτήρι κρασί στο χέρι. Μα και έως εκεί οι φλυαρίες ακολουθούσαν ως και οι εκμυστηρεύσεις που μόνο τέτοιες δεν ήταν, καθώς αυτή τις ένιωθε σαν εκμαίευση συμπόνιας, από αυτιά που διόλου δεν είχαν διάθεση για κάτι τέτοιο. Επομένως; Ταπείνωση άνευ νοήματος. Άθελά της, κοίταξε προς το μέρος της Στέλλας. Είχαν έρθει μαζί, καινούργια κι αυτή, στον «κύκλο». Νεόκοπη ζωγράφος, «πάση θυσία» -όπως της είχε εμπιστευθεί-, ήθελε να «προωθήσει» τη δουλειά της σε μεγάλα πορτοφόλια. Κι όταν η Λέλα της πρότεινε να εκθέσει κάποια έργα στον κήπο της εκείνη τη βραδιά φυσικά δεν είπε όχι. Η Άννα δεν ήταν ειδικός, αλλά η δουλειά της Στέλλας είχε στοιχεία που της κέντριζαν το ενδιαφέρον. Όμως… Καθώς την έβλεπε τώρα να μάχεται για το ταλέντο της, και μάλιστα ανάμεσα σε κόσμο αδιάφορο, που ελάχιστα κοιτούσε το έργο σε σχέση με την ταπεινή για την περίσταση εμφάνιση της ζωγράφου, ένιωθε την καρδιά της να σφίγγεται. Η Στέλλα όμως δεν το έβαζε κάτω. Ήταν αποφασισμένη να πουλήσει με θάρρος.

Αυξάνεται όμως το θάρρος με μερικά ποτήρια παραπάνω; Αρχικά ναι. Άκουγε από την κρυψώνα της τη φωνή της φίλης της να γίνεται όλο και πιο στριγκή και επιτηδευμένη, το γέλιο της παράταιρα δυνατό , όσο περνούσε η ώρα σχεδόν χυδαίο, κι όταν πια έφτασε να το περιτριγυρίζουν άλλα γέλια περιπαιχτικά ή κι επιτιμητικά αυτά, δεν άντεξε, μπήκε στη μέση.

Θυμάται τη Στέλλα κλαίγοντας να γελά μισοχυμένη σε μια πολυθρόνα. Και λέξεις όπως «ντροπή», «επίπεδο», «καλλιέργεια», να ραπίζουν τον αέρα, καθώς τα δυο κορίτσια απομακρύνονταν η μια σέρνοντας σχεδόν αυτή που ήταν ράκος.

«Και μην κάνεις τον κόπο να στείλεις κάποιον για τα… έργα σου! Θα στα στείλω με κάποιον πακέτο αύριο!»

Στο ταξί, όλα ήταν πιο ήρεμα. Το κεφάλι της Στέλλας ακουμπούσε στον ώμο της Άννας. Και στο κεφάλι της Άννας στριφογύριζε ένα γράμμα του Τσέχωφ προς το νεαρό ζωγράφο αδερφό του. Το είχε διαβάσει πολύ παλιά, τότε που το θέατρο ήταν ο έρωτάς της. Και θυμόταν περίπου τα εξής: «Οι καλλιεργημένοι άνθρωποι σέβονται την ανθρώπινη ατομικότητα και είναι ευγενικοί. Δε χαλούν τον κόσμο, για το σφυρί, ή τη γομολάστιχα που χάθηκαν. Είναι ντόμπροι, και φοβούνται το ψέμα, σαν τη φωτιά. Δε λένε ψέματα, ακόμη και για τιποτένια πράματα. Δεν παίρνουν πόζα, και δεν ρίχνουν στάχτη στα μάτια του κατώτερού τους. Δεν είναι φλύαροι, και δεν αναγκάζουν τον άλλο, να ακούει τις εκμυστηρεύσεις τους, όταν δεν τους ρωτάει. Δεν παίζουν με τις ευαίσθητες χορδές της ψυχής των άλλων. Όταν κάνουν δουλειά που δεν αξίζει ένα καπίκι, δε γυρίζουν με χαρτοφύλακα των εκατό ρουβλίων καμαρώνοντας ότι τους άφησαν να μπουν, εκεί που για άλλους οι πόρτες είναι κλειστές. Αν έχουν ταλέντο το σέβονται…».

Γύρισε και κοίταξε τη σχεδόν αποκοιμισμένη φίλη της. Ήταν ήρεμη. Πιθανόν γιατί ο δικός της ώμος τής έδινε σιγουριά κι εμπιστοσύνη.

«Σα θα φτάσουμε σπίτι κι αφού ξεκουραστεί, θα της μιλήσω για τον καλλιεργημένο άνθρωπο», σκέφτηκε.

Πηγή: artinews.gr



Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη: Σχετικά με τον Συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου