Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

Η Απόκλιση

Του Όττο


Χόρευα, ούρλιαζα, στροβιλιζόμουν σα μανιακός. Φώτα, αστροπελέκια με χρώματα εκστατικά, αχλή ονειροφαντασιάς. Εκτοξευόμουν στο άπειρο κι αποκεί στο απειροελάχιστο, μες σε δυο όγδοα του ρυθμού. Μεταλλικές κλαγγές, κιθαριστικά σόλα που διασταυρώνονταν σαν μαγικά σπαθιά των ξωτικών. Οι θεοί του μέταλ ιερουργούσαν στη σκηνή. Λιωμένο ατσάλι έπεφτε βροχή και μ’ έλουζε από ψηλά, σα να κολυμπούσα σε μια αστραφτερή θάλασσα από γκρίζο μέταλλο, breaking the law, breaking the law.

Η μουσική έπαψε για λίγο, μέχρι το επόμενο τραγούδι. Στάθηκα λαχανιασμένος σαν κυνηγόσκυλο, ακούμπησα τα χέρια στα γόνατα, πάσκισα να βρω την ανάσα μου, που το ’χε σκάσει κι έτρεχε ολόγυρα σαν καταπιεσμένος μπόμπιρας. Ούτε που θυμόμουνα πώς βρέθηκα εδώ…

Ο Μανώλης Αντραλάκης γέμισε το ποτήρι μου με ρακή, έπειτα έβαλε και στον εαυτό του. Άλλοι πίνουν για να ξεχνούν, άλλοι για να θυμούνται. Κι ο Μανώλης κάθε που τα ’τσουζε γινόταν αναφάνταλος, του άρεζε να διηγείται τις ιστορίες του και να φανερώνει τα μυστικά του. Μονάχα όμως σ’ όποιον εμπιστευόταν. Έστριψε τσιγάρο, το άναψε κι έπιασε την ιστορία απ’ την αρχή.

Δεν ήμουν πια κάνα μικρό παιδί. Είχα καβατζάρει για καλά τα τριάντα, παντρεμένος, είχα πρόσφατα γίνει και πατέρας· σπίτι, αυτοκίνητο, δάνειο, δουλειά, όλα στρωμένα. Και κάτι είχε αρχίσει να με πνίγει· μα δεν επέτρεπα στον εαυτό μου να το μολογήσει. Όλα ήτανε καλά, όλα καλά, καλά, καλά· αν το επαναλάβεις αρκετά, που θα πάει, εντέλει θα το πιστέψεις.

Κι έπειτα ήρθε ο έρωτας. Έτσι πάνε συνήθως αυτές οι ιστορίες, ξέρεις, με υπαρξιακές αγωνίες, κρίσεις, χωρισμούς και δάκρια. Αλλά όχι, όχι, τούτα γίνηκαν αργότερα· δεν έχω κότσια να τα διηγηθώ κι ίσως ποτέ δε θα μπορέσω. Τότε, ήρθαν απλώς οι Judas Priest, απ’ όλα μου τ’ αγαπημένα συγκροτήματα το πιο αγαπημένο. Στην Αθήνα, στ’ Ολυμπιακό Στάδιο. Rockwave, λίγο προτού ριζώσει στη Μαλακάσα.

Δε γινότανε να χάσω τέτοια συναυλία. Αλλά και να ’θελα, έστω πως έκανα ν’ αποστρέψω το βλέμμα, δε μ’ αφήναν οι διαόλοι. Οι μαθητές μου στο φροντιστήριο ξεσηκώθηκαν. Όχι για τους Πριστ, κείνοι τη βρίσκανε με τους Cradle of Filth, όνομα και πράμα· άλλη γενιά, άλλα ήθη, άλλα γούστα.

Ε, τώρα, να κατεβαίνουν οι πιτσιρικάδες για τον κάθε τυχάρπαστο και να μείνω πίσω εγώ, θα ’τανε παραδοχή πλήρους αποτυχίας κι οριστικής υποταγής. Συνεννοήθηκα λοιπόν μαζί τους, πληρώσαμε από ένα πεντοχίλιαρο να κλείσουμε θέση στο πούλμαν που ναύλωσε η ντόπια κοινότητα των μεταλλάδων κι ετοιμαστήκαμε για το μεγάλο γεγονός.

Κυριακή 1 Ιουλίου, νωρίς το πρωί, ραντεβού στον Λευκό Πύργο. Το ταξίδι ξεκίνησε με όρεξη και γέλιο, άπαντες φτιαγμένοι εκ των προτέρων με τη σκέψη όσων μας περίμεναν το βράδυ. Όλα κανονισμένα. Θα μας πήγαινε το πούλμαν μέχρι το ΟΑΚΑ, θα μας ξεφόρτωνε και θα μας περίμενε μέχρι να τελειώσει η συναυλία, για να μας φέρει πίσω μονοκοπανιά.

Υπερβολικά κανονισμένα, τσίνησε κάτι μέσα μου. Σάμπως η στυγνή κανονικότητα να μου ’χε περάσει κολάρο με μακρύ λουρί. Πεντακόσια τόσα χιλιόμετρα λουρί, τυλιγμένο σε καρούλι με αυτόματη επαναφορά.

Μα μένα μ’ αρέσουν οι αποκλίσεις. Κι ο χαρακτήρας μου, που αποτελεί τη μοίρα μου, κατά πώς έλεγε ο σοφός Ηράκλειτος, είναι γεμάτος απ’ αυτές. Πάντα ήθελα να ’μαι κανονικός, φυσιολογικός, όχι σαν άλλους κι άλλους που ψάχνουν την εκζήτηση για να ξεχωρίσουν απ’ την πλέμπα. Μα δεν τα κατάφερνα, όσο κι αν πάσκιζα. Γιατί εύκολα βαριέμαι, πρώτ’ απ’ όλα τον εαυτό μου. Οι καλοστρωμένοι δρόμοι κι οι μεγάλες ευθείες με κάνουν και χασμουριέμαι, ως να μου φύγει το σαγόνι. Κι όταν βαριέμαι, ο νους μου αρχίζει να ξεφεύγει, αφαιρείται, θαρρείς υπνωτίζεται κι αρχίζει ν’ αποκλίνει.

Υπήρχε κάποιος μέσα μου, άγγελος ή διάολος δεν ξέρω, που διόλου δεν ήταν ευχαριστημένος με τη μονότονη τακτικότητα που μ’ είχε πάρει ξοπίσω στην εθνική οδό· άλλο ταξιδευτής κι άλλο τουρίστας. Μα αν του λόγου μου αποφεύγω να μολογάω στον εαυτό μου άβολες αλήθειες, τότε γιατί να μην κάνει και κείνος το ίδιο. Όλα έγιναν τυχαία. Ή έτσι θέλανε να καμώνονται...

Ο Μανώλης Αντραλάκης έβαλε έναν κεφτέ στο στόμα και τον μασούλησε δίχως βιασύνη. Του άρεζε να κάνει τον ακροατή του ν’ αδημονεί για τη συνέχεια. Εγώ τον κοίταξα με μια δόση έκπληξης. Ήξερα βέβαια πως ο Μανώλης ήτανε μεταλλάς. Αυτό ήταν απ’ τα πρώτα πράματα που μάθαινες γι’ αυτόν, μόλις τον γνώριζες. Μα τούτη την πληροφορία ήταν αδύνατο να την κρατήσω για πολύ μες στο κεφάλι μου.

Θες να ’τανε ο τρόπος που μιλούσε, θες η ρακή που προτιμούσε αντί για μπύρα, θες η ταβέρνα του Τζίτζη όπου σύχναζε και τα ρεμπέτικα που σιγομουρμούριζε κάθε που ο μαγαζάτορας έπιανε το μπουζούκι· ο Μανώλης ήξερε απέξω όλους τους στίχους.

Ήταν ιδιόρρυθμος άνθρωπος, θα ’λεγες εκκεντρικός. Πενηντάρης, στεκότανε αγέρωχος μπρος στο κύμα του χρόνου, που δεν κατάφερνε να τον καταβρέξει, λες κι η ηλικία ήταν κάτι που δεν τον αφορούσε. Ίδιο ντύσιμο εδώ και τριάντα τουλάχιστον χρόνια, απ’ όσο έλεγε ο ίδιος· τζιν παντελόνια, μπλουζάκια με παράξενες στάμπες, δερμάτινο μπουφάν και μπότες μοτοσικλέτας, αν και δεν είχε ανέβει ποτέ σε μηχανή και στην πραγματικότητα τις φοβότανε σαν το διάολο.

Μιλούσε μερικές φορές λες κι είχε καταπιεί λεξικό του περασμένου αιώνα, όμως δίχως επιτήδευση, με αφοπλιστική φυσικότητα. Και την επόμενη στιγμή, νόμιζες πως άκουγες πωλητή της λαϊκής, που δεν είχε περάσει ούτε απέξω απ’ το σχολείο.

Ο ίδιος πίστευε πως μιλούσε και φερόταν όπως όλοι οι άλλοι. Ξεχώριζες την αμηχανία στο πρόσωπό του, κάθε που τον ρωτούσες τι πάει να πει αυτό που μόλις ξεστόμισε, κι έχασκε με παιδιάστικη απορία, όποτε οι άλλοι παρεξηγούσαν τις προθέσεις και τους τρόπους του.

Τον έβλεπα που στεναχωριότανε κι έπαψα να ρωτάω· γυρνούσα σπίτι κι άνοιγα το λεξικό, της ακαδημίας ή της αργκό, για να καταλάβω τι μου ’χε πει. Και να σκεφτείς ότι εγώ ήμουν υποτίθεται ο συγγραφέας της παρέας. Ήτανε δάσκαλος για μένα ο Μανώλης κι είχε κερδίσει το σεβασμό μου, παρά τη λόξα του.

Τούτος ο τύπος που ήταν ολόκληρος μια απόκλιση, όλες αυτές οι αντιφάσεις, μου ’χαν κινήσει το ενδιαφέρον αποξαρχής να τον γνωρίσω καλύτερα. Μου ’χε περάσει απ’ το νου ότι βρισκότανε στο φάσμα του αυτισμού, κάπου εκεί στα όρια, μα ποτέ δεν τόλμησα να το αναφέρω.

Ο Μανώλης τράβηξε μια γουλιά να ξεπλύνει το στόμα του απ’ το μεζέ κι έπιασε πάλι να λέει.

Ο δρόμος σωνότανε λίγο λίγο. Κάπου έξω απ’ τη Λαμία, στάση σ’ ένα χάνι της εθνικής με τ’ όνομα Μακεδονία. Ξεμούδιασμα, καφεδάκι, καμιά τυρόπιτα οι πιο γενναίοι, τουαλέτα, νερό, κλασικά κι εικονογραφημένα. Είκοσι λεπτά, τέρμα το διάλειμμα, τα κεφάλια μέσα, άντε πάλι στο πούλμαν.

Μετά από κάνα μισάωρο, άξαφνα συνειδητοποίησα πως είχα αφήσει πίσω το σακίδιο ώμου που κουβαλούσα. Εντάξει, φτηνό ήταν, δε βαριέσαι, κρίμα μονάχα το τζιν μπουφάν που ’χα για το βράδυ και το μπλουζάκι γι’ αλλαξιά. Ε καλά, κι αυτά πανάρχαια, περισσότερο είχανε συναισθηματική αξία. Ωραία, ηρέμησα.

Αμ δε! Κάνω μια έτσι, κοιτάω στη θήκη-μπανάνα που ’χα περασμένη στη μέση, πουθενά το εισιτήριο της συναυλίας. Το ’χα βάλει στην τσάντα που άφησα πίσω. Κόντεψε να μού ’ρθει κόλπος. Τόση ταλαιπώρια, τόσα έξοδα, τόση προσμονή κι όλα πήγαν αμόντε. Τι στα κομμάτια θα ’κανα στην Αθήνα, μου λες; Θ’ άκουγα τους Πριστ έξω απ’ το γήπεδο; Είχαν περάσει πια οι εποχές που κάναμε ντου και μπαίναμε στη συναυλία με το έτσι θέλω. Πανάθεμα.

«Οδηγέ, σταμάτα, σταμάτα είπα».

«Τι έγινε, ρε φιλαράκι, τώρα είμασταν στο εστιατόριο, πάλι κατούρημα θες;»

«Σταμάτα, θέλω να κατέβω».

Οι άλλοι με κοίταζαν σα χαζοί. «Καλά, δε θα δεις τη συναυλία;»

«Γι’ αυτό πρέπει να κατέβω, για να τη δω τη ρημάδα. Άντε γεια, θα τα πούμε ’κει».

Το πούλμαν μ’ άφησε πίσω και συνέχισε την πορεία του. Ήμουνα κοντά στα Καμένα Βούρλα. Περπάτησα μέχρι εκεί, γιατί δεν είχα τρόπο να περάσω απέναντι χωρίς να σκοτωθώ. Μες στο χωριό βρήκα μια διάβαση. Άλλαξα ρεύμα κυκλοφορίας κι άρχισα τ’ οτοστόπ.

Σταμάτησε ένα αγροτικό Ντάτσουν, παλιό μοντέλο. Ο οδηγός κατέβασε το παράθυρο.

«Μπορείς να με πας μέχρι το εστιατόριο Μακεδονία, εδώ παραπάνω;»

«Έλα, μπες, παλικάρι».

Πήδησα μέσα αβλεπεί. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, κοίταξα δίπλα μου και τι να δω. Ο οδηγός ήτανε με το σώβρακο. Ένας πλαδαρός τύπος, στην ηλικία μου. «Συγνώμη, παλικάρι, αλλά βράχηκε το παντελόνι μου κι αναγκάστηκα να το βγάλω για να μην καθυστερήσω. Δεν πιστεύω να σε πειράζει».

Τι να με πειράξει, η δουλειά μου να γινότανε. Κούνησα αρνητικά το κεφάλι και δεν είπα τίποτα. Σύντομα θα κατέβαινα, έτσι κι αλλιώς. Μα κείνος είχε άλλα κατά νου.

«Είσαι κι ωραίο παιδί, καμάρι μου. Θέλεις να διαβάσεις κάνα περιοδικό που ’χω εδώ, να περάσει η ώρα μέχρι να φτάσουμε;» μου ’δειξε μια στοίβα τσοντοπεριοδικά που είχε ανάμεσα στις δυο θέσεις. Μόλις τότε κατάλαβα τι έπαιζε. Γαμώ το φελέκι μου, μπλέξαμε άσκημα. Μ’ έπιασε πανικός. Ποιος ξέρει τι σόι ανώμαλος ήτανε δαύτος και τι σκοπούς είχε. Μου κόπηκε η λαλιά. Κείνος το πήρε αλλιώς.

«Έχει ένα καλό μοτέλ εδώ παρακάτω, πάμε να πιούμε έναν καφέ, έλα, όμορφα θα περάσουμε», έγλειψε τα χείλια του με νόημα.

«Σταμάτα να κατέβω αμέσως, ακούς;» Η φωνή μου ακούστηκε στα πρόθυρα υστερίας, έτοιμης να ξεσπάσει σε ωμή βία. Έσφιξα τις γροθιές. Κείνος κατάλαβε.

«Εντάξει, εντάξει, μην κάνεις έτσι, μια κουβέντα είπαμε». Έκανε στην άκρη. Κατέβηκα όπως όπως. Μου ’κανε τη γνωστή χειρονομία με το μεσαίο δάχτυλο τεντωμένο και πάτησε γκάζι.

Άπλωσα ξανά το χέρι στο δρόμο. Μετά από λίγα λεπτά, σταμάτησε ένας φορτηγατζής. Του είπα πού πήγαινα. «Πήδα μέσα, φιλαράκι».

Ανέβηκα, έκανα να καθίσω, μα με περίμενε νέα έκπληξη. Το φορτηγό δεν είχε θέση για τον συνοδηγό, μόνο μια ξύλινη καρέκλα καφενείου που την είχε δέσει με τη ζώνη ασφαλείας για να μην πέσει στο παρμπρίζ σε κάνα απότομο φρενάρισμα. «Κρατήσου καλά», μου ’κλεισε το μάτι ο οδηγός και ξεκίνησε. Έκανα υπομονή, σε μερικά χιλιόμετρα θα φτάναμε.

Πήγε να πιάσει κουβέντα, αυτό είναι το αντίτιμο που πρέπει να πληρώσεις στον φορτηγατζή για την καλή του προαίρεση να σε μεταφέρει. Του εξιστόρησα το πάθημά μου. Κείνος γέλασε. «Τυχερός είσαι που ’πεσες στον Σάκη. Γνωστός στην περιοχή, ακίνδυνος. Υπάρχουν κάτι άλλοι…».

Σε λίγο φτάσαμε. Τον ευχαρίστησα, κατέβηκα κι έφυγε. Άντε τώρα να περάσεις απέναντι. Ευτυχώς δεν υπήρχε στηθαίο στη μέση κι ο δρόμος ήταν σχετικά στενός. Δεν είχε και πολλή κίνηση κείνη την ώρα. Πήρα φόρα, κοίταξα δεξόζερβα, υπολόγισα και πάτησα τρεχάλα μέχρι απέναντι. Μπήκα στο μαγαζί, ρώτησα για την τσάντα μου και –θαύμα, θαύμα– την είχανε βρει και τη μάζεψαν στο ταμείο.
Μόλις την ξανάπιασα στα χέρια μου, άνοιξα το φερμουάρ μ’ αγωνία. Το εισιτήριο ήτανε στη θέση του. Ξεφύσησα μ’ ανακούφιση. Να πιω έναν καφέ να ξαποστάσω και μετά να δούμε πώς θα κατέβω Αθήνα.

Μέχρι να ’ρθει ο καφές, να σου ένα λεωφορείο του ΚΤΕΛ Πέλλας. Πήγα κι έπιασα κουβέντα στον οδηγό. Μόλις του ’πα πως είμαι απ’ τη Σαλονίκη και ξέμεινα εκεί χάμου, έπιασα το σφυγμό του. Ήμασταν σ’ έδαφος εχθρικό· άμα έβλεπες τι ’χανε γράψει για τη Μακεδονία στα πλακάκια της τουαλέτας, θα καταλάβαινες τι σου λέω. Η αλληλεγγύη των Βόρειων λειτούργησε. Μ’ ανέβασε στο λεωφορείο, μ’ έβαλε στη μονή θέση δίπλα του, δεν μου πήρε κι εισιτήριο. Τρίτο οτοστόπ την ίδια μέρα κι ακόμα τριγυρνούσα σε μικρό τόπο, μπρος πίσω.

Κατέβηκα στον Κηφισό. Ρωτώντας πάει ο βλάχος στην πόλη, έτσι βρήκα κι εγώ το λεωφορείο για Ομόνοια. Μ’ είχε κυριέψει μια έξαψη που δεν είχε ταίρι. Έπιασα στην ανελέητη πάρλα τον πρώτο φουκαρά που ’χε την δυστυχή έμπνευση να μου πει μια κουβέντα από ευγένεια. Είδα την έκφραση απόγνωσης ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του και το βούλωσα εγκαίρως, μην πηδήσει από κάνα παράθυρο και το ’χω κρίμα στο λαιμό μου.

Κατέβηκα στην Ομόνοια και συνειδητοποίησα ξάφνου πόσον καιρό είχα να πάω Αθήνα. Οι πεζόδρομοι και τα στενά γεμάτα κόσμο, μα όχι τον κόσμο που περίμενα εγώ. Μέσα απ’ το σούσουρο του πλήθους, που απολάμβαναν το καλοκαιριάτικο απόγεμα, το αφτί μου δεν κατάφερνε να πιάσει λέξη ελληνική. Στην αρχή νόμισα πως είχε εκπέσει κι άλλο η ακοή μου· εμ βέβαια, με τόσο ντάπα ντούπα στη διαπασών τόσα χρόνια.

Μετά κατάλαβα ότι απλώς είχαν αλλάξει τα πράματα. Το κέντρο της Αθήνας ήτανε γεμάτο μετανάστες από κάθε γωνιά του πλανήτη. Ένιωσα μια ευδιαθεσία, λες και το παράξενο ταξίδι μου με οδήγησε σε κάποια μακρινή κοσμοπολιτεία, σάμπως το λουρί μου να ’χε σπάσει κι άξαφνα λευτερώθηκα, εμιγκρές κι εγώ ανάμεσα στους άλλους. Ανόητε, ο κόσμος είναι όλος φυλακή και δεν έχει αλλού να πας.

Ευτυχώς, στην εναλλακτική πραγματικότητα όπου ’χα ξεφυτρώσει, τα ελληνικά ήτανε διεθνής γλώσσα και τα μιλούσαν ακόμα· κατάφερα να παραγγείλω στο φαστφουντάδικο. Έφαγα με την ησυχία μου και σηκώθηκα να βρω κάνα ωραίο καφενείο για τον απογευματινό μου καφέ. Είδα κάτι πολύχρωμες ομπρέλες σ’ έναν πεζόδρομο και κίνησα κατά ’κει.

Λίγο πριν φτάσω, μ’ άρπαξε απ’ τα ρουθούνια ευωδιά από χασίσι. Σήκωσα το κεφάλι κι είδα ντουμάνι να υψώνεται ξεδιάντροπο μέσα από μια μπαλκονόπορτα στον πρώτο. Πήρα μια βαθιά νοσταλγική ανάσα, σα να γύρισα στο χωριό μου απ’ τα ξένα και με καλωσόρισε μόσκος από φλισκούνι και θυμάρι. Πόσον καιρό είχα να πιω μια τζούρα. Μ’ έπιασε η παρόρμηση να τους χτυπήσω το κουδούνι· συγκρατήθηκα.

Μα η αποθυμιά δε μ’ άφηνε. Όσην ώρα έπινα τον καφέ, μέσα μου δούλευαν τα γρανάζια της παραλυσίας· πού θα ’βρισκα κι εγώ λιγάκι από τούτο το καλό. Μη φανταστείς, σε σένα τώρα το μαρτυράω, τότε ο εαυτούλης μου παρίστανε πάλι τον αθώο και τον άμωμο.

Μα απ’ τ’ αλάνια του πεζοδρόμιου δεν μπορούσα να κρυφτώ. Ένας σαραντάρης με μαλλί στο χρώμα θαμπού άχυρου, με κοίταζε απ’ ώρα. Τον κοίταξα κι εγώ, με κάμποση αυθάδεια. Κείνος δεν έχασε καιρό. Ήρθε και κάθισε στη διπλανή καρέκλα. «Γουστάρεις, αδερφέ, λίγο απ’ αυτό που παίρνεις μυρουδιά τόσην ώρα;» Απ’ την προφορά του, μάλλον Αλβανός. Δεν απάντησα, κούνησα μονάχα το κεφάλι. Μ’ είχε διαβάσει σαν ανοιχτό κόμιξ.

Σηκώθηκε και προχώρησε αργοβάδιστος. Άφησα ένα πεντακοσάρικο στο τραπέζι και τον πήρα στο κατόπι. Άνοιξα βήμα να τον προφτάσω. Κείνος είχε έναν αέρα λες κι ήμασταν φίλοι από παλιά.

«Πόσο;» του σφύριξα στ’ αφτί.

«Δυο χιλιάρικα, δυο γραμμές· πρώτη ποιότητα ελληνικό, θα φτιαχτείς καλά καλά. Θα πίνεις κι ευχές θα μου δίνεις».

Φτάσαμε στην Πειραιώς, έρημη κείνη την ώρα. Μετά από καμιά εκατοστή μέτρα, στρίψαμε στο πρώτο σοκάκι δεξιά. Μακρόστενο, ανήλιαγο, παγερό παρά το καμίνι του μεσοκαλόκαιρου, λες κι είχε ξεπηδήσει από κάποιαν άλλη διάσταση όπου ήταν πάντα χειμωνιά. Η πανδαμάστρα εντροπία ποτέ δε σχολάζει και τούτο το σοκάκι τής είχε παραδοθεί άνευ όρων. Δεν φαινότανε ψυχή, ερημιά. Ανασηκώθηκαν οι τρίχες στο σβέρκο μου. Κάτι άρχισε να με σκουντάει πως δεν ήτανε καλή ιδέα να ψωνίσω από ’δω.

Στην επόμενη διασταύρωση, ένας τύπος ντυμένος κάζουαλ, με ρούχα μάρκας κι ακριβά μαύρα γυαλιά, άρχισε να βαδίζει με το πάσο του λίγα μέτρα μπροστά μας. Σάμπως να χτύπησε συναγερμός, πίσω από κάθε κολώνα, από κάθε γωνιά, μέσα από σκοτεινές εισόδους πανάρχαιων χτιρίων, ξεπετάγονταν ορδές νεαρών που ορμούσαν προς τον τυπά σαν πεταλούδες στη φλόγα. Κοίταξα δίπλα μου τον Αλβανό, κείνος μου ’κανε νόημα με τα μάτια να παραστήσω πως δεν έτρεχε τίποτα.

Ο μόρτης έβγαλε απ’ την βαθιά τσέπη του αμάνικου κάμποσα διάφανα σακουλάκια γεμάτα με άσπρη σκόνη κι άρχισε να τους τα μοιράζει. Δεκαχίλιαρα και σκονάκια αλλάζανε χέρια με ταχύτητα που δεν έπιανε το μάτι. Μέχρι να συνειδητοποιήσω τι ήταν αυτό που ’βλεπα, στ’ αριστερό χέρι του Χουντίνι της πρέζας είχε μαζευτεί ένα τεράστιο πάκο δεκαχίλιαρα, τόσα που ποτέ δεν είχα πιάσει στα χέρια μου. Κι αυτοί συνέχιζαν να ’ρχονται και να ’ρχονται και κείνος έβγαζε κι άλλα σκονάκια κι άλλα, κι άλλα. Μες στο φως της μέρας, στο κέντρο της Αθήνας· δεν μπορούσα να πιστέψω τη σκηνή που εξελισσότανε μπρος στα μάτια μου.

Ανάμεσα στους πολλούς, εμφανίστηκε ένα αγόρι. Τραβέλι, μικροκαμωμένος σαν κατσαρίδα, ισχνός σαν πληγή του Φαραώ, μαλλί ξανθό κατσιασμένο με ρίζες μαύρες πέντε δάχτυλα, χέρια πληγιασμένα απ’ το βελόνι, καμπουριαστός, βήμα που τρέκλιζε, μάτι θολό που δεν κοιτούσε τούτονε τον κόσμο, στόμα σφιγμένο απ’ τον πόνο· ό,τι πιο θλιβερό έχω δει. Ένιωσα οίκτο· όχι αηδία ούτε αποστροφή, μόνο οίκτο, το πιο ποταπό ανθρώπινο συναίσθημα.

Ο Μανώλης έφτυσε καταγής και τα χείλια του στραβώσανε σαν πικρές περισπωμένες. Τον κοίταξα απορημένος. Κείνος κούνησε βαριά το κεφάλι, κατέβασε μονοκοπανιά τη ρακή του, ξαναγέμισε το ποτήρι και συνέχισε με φωνή συννεφιασμένη.

Σου κάνει εντύπωση, ε; Θα περίμενες ότι ο φθόνος, το μίσος, η οργή βρίσκονται πιο κάτω στην κατάταξη της ξεφτίλας, σωστά; Ε λοιπόν, άμα μισώ κάποιον, αν με κατατρώει η ζήλια, αν εξοργίζομαι μαζί του, πάει να πει ότι τονε βλέπω ίσο μου, ίσως και καλύτερό μου. Αν νιώσω οίκτο, στέκομαι δυο σκαλοπάτια από πάνω του, ανώτερος, τον καταδικάζω στην αθλιότητα, του αφαιρώ την ανθρώπινη αξιοπρέπεια· το σιχαίνομαι αυτό όσο τίποτα στον κόσμο. Η χειρότερη απ’ όλες τις βρισιές είναι να σε πουν αξιοθρήνητο. Ντράπηκα για τον εαυτό μου· και τώρα ακόμα ντρέπομαι που το θυμάμαι. Μα αυτό ήταν το συναίσθημα, δεν ωφελεί να το φτιασιδώνω.

Τέλος πάντων, αν για μένα ο οίκτος είν’ κατάρα, ο πρεζέμπορας δεν είχε τέτοιες ανόητες ευαισθησίες ούτε είχε πάτο της ψυχής του το πηγάδι. Μόλις τον είδε να πλησιάζει με τα στραπατσαρισμένα χαρτονομίσματα στη φούχτα, πήρε ύφος εχθρικό.

«Εσένα δε σου δίνω, ρε μουνάκι, να μάθεις να μου κάνεις εμένα πουστιές», είπε αδιάφορος και συνέχισε το δρόμο του. Το ταλαίπωρο παιδί άρχισε να τρέχει από πίσω του.

«Σε παρακαλώ, μη μου το κάνεις αυτό, θα ’μαι καλός, τ’ ορκίζομαι, θα κάνω ό,τι μου πεις, δεν είμαι καλά, σε ικετεύω».

Ο πρεζέμπορας όμως αλύγιστος. «Φεύγα από ’δω, ρε πουστράκι, δε με νοιάζει κι αν ψοφήσεις, ουστ!»

Ο μικρός άρχισε να τρέμει, να κλαίει με λυγμούς. Έπιασε το χέρι του πρεζέμπορα και του το φιλούσε καθώς βάδιζε. Κείνος γύρισε και του άστραψε μια ανάστροφη, έπειτα τον έπιασε απ’ τα μούτρα και τον έσπρωξε πέρα. Το παιδί σωριάστηκε κατάχαμα κι άρχισε να βογγάει και να θρηνεί. Κανείς δεν του ’δωσε σημασία. Σύρθηκε λίγο λίγο σε κάποια τρύπα και χάθηκε απ’ τα μάτια μας, σα να μην υπήρξε ποτέ.

Άξαφνα, ο Αλβανός με άρπαξε απ’ το μπράτσο και με τράβηξε δεξιά, σ’ ένα κάθετο στενό. Μίλησε με ανήσυχη φωνή.

«Σόρι, ρε αδερφέ, αυτός εδώ είναι ρουφιάνος της μπατσαρίας, μας την έχουνε στημένη, τους χαλάμε την πιάτσα, θα μας δώσει στεγνά. Άμα δε θες μπελάδες, καλύτερα να κόψεις λάσπη».

Μένα μου κόπηκε η χολή. Με το που βγήκαμε πάλι στην πλατεία, ο Αλβανός έδωσε μια και χάθηκε ανάμεσα στο πλήθος. Απόμεινα μονάχος να βαδίζω σαν αυτόματο. Κάθε εμπόδιο σε καλό, είπα μέσα μου μάλλον ανακουφισμένος, τι ’χαμε τι χάσαμε.

Πήρα τον ηλεκτρικό προς τ’ Ολυμπιακό Στάδιο. Γεμάτο το βαγόνι μεταλλάδες, μες στην τρελή χαρά. Έφτασα εγκαίρως, μόλις τελειώνανε τα ελληνικά συγκροτήματα. Σε τέτοιες διοργανώσεις τα θυσίαζα πάντοτε, δεν αντέχω το συνωστισμό κατά την είσοδο.

Η συναυλία γινότανε στο ποδηλατοδρόμιο του ΟΑΚΑ. Μπήκα σαν κύριος και, πριν προλάβω να κάνω δυο βήματα, έπεσα πάνω στους μαθητές μου. Δεν χρειάστηκε καν να ψάξω. Ούτε που περίμεναν πως θα με βλέπανε ξανά κείνη τη μέρα, αλλά μηδένα προ του Χάους κακάριζε· ο Κοσμικός Παλιάτσος τα ’χε στρώσει όλα αλφάδι.

Ήτανε άπαντες πλανταγμένοι. Το πούλμαν είχε φτάσει νωρίς, τους είχανε κατεβάσει σαν τα αιγοπρόβατα, κοπάδι, τους μαντρώσανε κι οι μπάτσοι να μη γίνουν τίποτα επεισόδια κι έκατσαν ώρες να ξεροσταλιάζουνε μες στο λιοπύρι. Κι από φαΐ, εκεί να δεις μπερεκέτι.

Όσο εγώ έτρωγα τη μακαρονάδα μου, απολάμβανα τον καπουτσίνο μου κι έκανα την τσάρκα μου στην άγρια πλευρά της πόλης, οι άλλοι δεν είχαν επιλογή, παρά μόνο τις βρόμικες καντίνες που ’χανε μαζευτεί στα πέριξ.

Ο γερο-Λαδάς ποτέ δεν κοιμάται. Εκμεταλλεύτηκαν την περίσταση και πουλούσαν βαπορίσια ένα ψωμάκι με σουβλάκι ή με σκυλολουκάνικο, δυο ολάκερα χιλιάρικα. Όπου αλλού να πουλούσες σάντουιτς σε τέτοια τιμή, κείνα τα χρόνια, σε περίμενε πίσσα και πούπουλα.

Καθώς τ’ άκουγα όλ’ αυτά, μου πέρασε σα σφαίρα απ’ το νου τι θα μπορούσα να ’χα ψωνίσει με δυο χιλιάρικα κι ένιωσα κάψα στα λαγόνια μου.

Κάποια στιγμή βγήκανε να παίξουν οι περιβόητοι Cradle of Filth. Οι δικοί μου ορμήξανε μπροστά στη σκηνή. Έμεινα μόνος να πλήττω αφόρητα, με τ’ αφτιά μου να τα πριονίζουν άθλιες κακοφωνίες. Έπιασα να τριγυρνώ στοχαστικά σ’ όλο το γήπεδο κι ήξερα καλά τι έψαχνα. Μου ’χε κολλήσει στο νου απ’ την Ομόνοια και ξέρεις πώς είν’ η έμμονη ιδέα.

Ξάφνου είδα μπροστά μου μια παρέα πιτσιρικάδες, που ’χαν καθίσει κάτω και το ’στριβαν σα να ’τανε το πιο φυσιολογικό πράμα του κόσμου. Κάθισα κι εγώ από κοντά. Του δώσανε φωτιά, ολάκερο μπουρί, κι άρχισε να περιφέρεται από χέρι σε χέρι. Πόντο πόντο έσυρα κι εγώ τον κώλο μου, μέχρι που βρέθηκα κολλητά τους. Όταν το μπουρί έφτασε στον διπλανό μου, άπλωσα το χέρι λες κι η επόμενη μου ανήκε δικαιωματικά. Χωρίς καν να κοιτάξει, ο μάγκας μού το πέρασε. «Άντε στην υγειά μας, παίδες» ευχήθηκα, και τράβηξα μια ξεγυρισμένη.

Πρώτο πράμα, καλαματιανό, καλύτερο κι από κείνο που μου ’σπασε τις μύτες στην Ομόνοια. Συστηθήκαμε με τα παιδιά, δε θα πρέπει να ’τανε πάνω απ’ τα δεκαοχτώ, Πειραιώτες. Τουλάχιστον αυτοί είχαν έρθει για τους Πριστ. Πιάσαμε την κουβέντα, μας ένωσαν τα κοινά πάθη.

Άμαθος εγώ, το καλαματιανό με βάρεσε κατακούτελα απ’ τη δεύτερη τζούρα. Ξεκίνησε το επόμενο συγκρότημα κι όλα φάνταζαν υπερβατικά. Η ένταση κι ο κοχλαστός παλμός, το τραχύ μέταλλο του ήχου, ο ανελέητος ρυθμός, ανακατεύτηκαν αξεδιάλυτα με τις κουβέντες μας και με τη γκρανκάσα της καρδιάς μας· η αψιά ζέστα της καλοκαιριάτικης νύχτας τυλιγότανε απάνω μας σαν τροπική κληματσίδα, ο χρόνος στεκότανε για λίγο να ξαποστάσει, τραβούσε κι αυτός μια τζούρα και μας χτύπαε φιλικά στον ώμο. Κείνη τη μέρα κατάλαβα τι πάει να πει «την άκουσα», κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Τα παιδιά τα πειραιώτικα δεν μ’ άφησαν να πάρω ανάσα. Γιατί κείνο που τους έπιασα να στρίβουν ήτανε μονάχα τ’ ορεχτικό. Είχαν έρθει φορτωμένοι και δε φοβόντουσαν Χριστό. Μέχρι την επόμενη ανάπαυλα, είχανε στρίψει τρία τέσσερα. Ήπια, ήπια, ήπια, η ευχή μου πραγματοποιήθηκε, γι’ άλλη μια φορά.

Μα πρόσεχε τι εύχεσαι. Γιατί δεν είχα ξαναπιεί σε δημόσιο χώρο, με άγνωστους, ούτε είχε πέσει στα χέρια μου τέτοιο τεφαρίκι. Δεν γνώριζα τις παρενέργειες, ο άσχετος, κι άμα δεν ξέρεις παθαίνεις για να μάθεις.

Με κυρίεψε παράνοια. Και ποιοι είν’ αυτοί. Και γιατί είναι τόσο καλοί μαζί μου. Τι θέλουν από μένα. Παράξενες σκέψεις αρχίσανε να με τριβελίζουν. Κοιτούσα τις πεντάλφες στα τζιν τους, λες κι ήμουνα καμιά γριά θεούσα. Κι αν είναι σατανιστές; Κι αν έχουνε σκοπό να με ξεμοναχιάσουν και να με σφαγιάσουν; Δεν ήτανε πολλά χρόνια που ο Κατσούλας κι η παρέα του είχαν συγκλονίσει το πανελλήνιο. Κι αν έχουνε σκοπό να με ληστέψουν; Άρχισα να τρέμω από μέσα μου, πάλευα μην τ’ αφήσω να φανεί.

Ο αρχηγός της παρέας, κείνος που ’βγαζε τη φούντα απ’ τα μανίκια σαν ταχυδακτυλουργός, με προσκάλεσε να πάω μαζί τους, απ’ την άλλη πλευρά. «Έλα, τώρα που γνωριστήκαμε, θα περάσουμε όμορφα». Ε, τι το ’θελε. Μες στη θολούρα του μυαλού μου, όλες οι υποψίες επιβεβαιώθηκαν. Θέλουνε να με ξεμοναχιάσουν, Χριστός και Παναγιά. Η επίκληση προς τη Θεία Οικογένεια μέσα εκεί, αποτελούσε τεράστια ειρωνεία, μα ο φόβος είναι παγωμένο ερπετό και δε νογάει από φιλοσοφίες. Σύγκρυο και τρέμουλο με κυρίεψαν μεμιάς.

Σηκώθηκα και τους πήρα από πίσω. Και τότε ξεστράτισα ξανά, όχι όμως από πλήξη. Εξαφανίστηκα μες στο πλήθος κι ούτε ένα γεια δεν τους είπα, ούτε ένα ευχαριστώ, τέτοιος αρχιγάιδαρος. Ήθελε κι αλητεία η μούρη μου, ζητούσε περιπέτεια· πόσο γελοίο υποκείμενο ένιωσα μόλις ήρθα στα συγκαλά μου. Μα αυτό άργησε ακόμα πολύ.

Με τα πολλά, βρέθηκα εκεί που ήμουν στην αρχή, με τους μαθητές μου και τους λοιπούς. Λίγο πριν ξεκινήσουν οι Πριστ, έπεσα πάνω σ’ έναν παλιό γνώριμο. «Σαν τα μακρινά ξαδέρφια, που συναντιούνται στους γάμους και στις κηδείες, έτσι κι εμείς βρισκόμαστε στις συναυλίες» είπε.

Οι Πριστ δεν έχουν άδικα χριστεί αρχιερείς του μέταλ, μαζί και θεοί. Ήταν η μόνη συναυλία απ’ όσες παραβρέθηκα, που έχει καταγραφεί με την ταμπέλα «Μεγαλειώδης», φαρδιά πλατιά πάνω στη μνημονική της κάψουλα.

Τέλειωσε η συναυλία κι η επήρεια δεν είχε ακόμα περάσει. Πήγα κατά την κοντινή μου έξοδο και στάθηκα στην ουρά. Κι οι σεκιουριτάδες, που δεν φημίζονται για τον ισχυρό τους εγκεφαλικό επεξεργαστή, είχανε βάλει κάγκελα κι είχαν αφήσει μια στενή δίοδο, λες κι ήτανε να μπούμε κι όχι να βγούμε. Κόσμος και λαός μαζεύτηκε, ανυπόμονοι Βαλκάνιοι που δεν το ’χουν σε καλό να κρατήσουνε σειρά· συνωστισμός, σπρωξίδι, χαμός στο ίσιωμα. Δεν είν’ τυχαίο ότι η δεύτερη μέρα της διοργάνωσης ματαιώθηκε για λόγους ασφαλείας.

Το πλήθος με ανασήκωσε και τα πόδια μου δεν πατούσαν πια στο έδαφος. Πνιγόμουνα, σάμπως σε ξυπνητό εφιάλτη. Τα χρειάστηκα. Ένας να σκοντάψει, θα γίνει της Θύρας 7, ούρλιαξα μέσα μου. Άρχισα να κοπανάω με τους αγκώνες, μέχρι που ανάγκασα αυτούς που με ανασήκωναν να μεριάσουν. Μόλις ένιωσα γη κάτω απ’ τα πόδια μου, βελτιώθηκε η κατάσταση, μα δεν είχαμε ξεφύγει ακόμα απ’ τον θανάσιμο κίνδυνο. Βήμα βήμα, βασανιστικά αργά, πλησιάζαμε στο λαιμό της μποτίλιας.

Μετά από κάνα τέταρτο κατάφερα να βγω έξω κι επιτέλους ανάσανα. Κοίταξα τριγύρα, ούτε ένας απ’ τους συνταξιδιώτες μου δεν ήτανε κοντά. Ο καθένας βγήκε απ’ όπου μπόρεσε. Έλα όμως που δεν είχα φτάσει ως εδώ με το πούλμαν, επομένως δεν ήξερα πού ήταν αραγμένο. Πώς θα το ’βρισκα μέσα σ’ όλο αυτό το πλήθος; Δε θυμόμουνα τη μάρκα ή το χρώμα ούτε είχα το κινητό κανενός απ’ τους άλλους.

Νέος πανικός. Προχωρούσα στα τυφλά, τυχαία, δίχως σχέδιο. Έψαχνα πέρα δώθε, μα τίποτα γνωστό δεν έβλεπα. Άρχισα να επεξεργάζομαι την ιδέα ότι έπρεπε να βρω εναλλακτικό μέσο, ίσως πάλι ν’ ανέβαινα Σαλονίκη μ’ οτοστόπ. Κοίταζα τις πινακίδες των παρκαρισμένων αυτοκινήτων, μα όλες από Αθήνα. Πήρα τηλέφωνο τον… μακρινό ξάδερφο των συναυλιών, δεν είχε θέση για μένα.

Γύρισα απ’ την άλλη, να φύγω με τον κόσμο που πήγαινε ποδαράτος. Ας βρισκόμουνα στο κέντρο της Αθήνας και θα ’βλεπα τι θα ’κανα. Πού θα περνούσα τη νύχτα; Δεν βαριέσαι, κάτι θα βρεθεί, είπα.

Τότε σήκωσα το κεφάλι κι είδα τους μαθητές μου και στο βάθος, ανάμεσα σε δυο δέντρα, το πούλμαν για Σαλονίκη. Η τελευταία μου απόκλιση μ’ έφερε με κάποιον μαγικό τρόπο εκεί που ήθελα. Είναι τέχνη κι αυτή, να παίρνεις διαρκώς τη λάθος στροφή κι η τελευταία από δαύτες να σε ξαναμπάζει στο δρόμο το σωστό.

Ανέβηκα στο λεωφορείο, έπιασα τη θέση μου κι αρχίσαμε με τους άλλους να μοιραζόμαστε εντυπώσεις. Όλοι εκστασιασμένοι, ό,τι κι αν είχε πιει ο καθένας στο μεταξύ. Ξεκινήσαμε και σιγά σιγά έπεσαν όλοι για ύπνο.

Δεν έχω καταφέρει ποτέ μου να κοιμηθώ σε πούλμαν ή σε τρένο για πάνω από δέκα λεπτά. Άκουγα τα ροχαλητά και το βαριανάσαιμα και ρέμβαζα στα σκοτεινά τα φώτα και τις σκιές που παίζανε κυνηγητό στην εθνική, τα νυχτερινά τοπία που ξετυλίγονταν μακρόσυρτα στο άπειρο ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνο. Το μακρύ μου λουρί άρχισε πάλι να τυλίγεται, μέτρο το μέτρο.

Γέμισα ικανοποίηση, γαλήνη και πληρότητα, που ’χα χρόνια να νιώσω. Μα σε κάποια γωνιά του νου μου, στη μεθόριο του παρασυνείδητου, η δίβουλη φύση μου γεννούσε αντίδρομες σκέψεις. Ίσως θα ’ταν καλύτερα να μην είχα πάρει την τελευταία στροφή, να είχα φύγει προς την άλλη, ν’ άφηνα τα βήματά μου να χαθούν μες στη νύχτα, να ρίσκαρα το τομάρι μου σ’ ένα ακόμα οτοστόπ, να εμπιστευόμουνα το δρόμο να με οδηγήσει.

Αργότερα συνειδητοποίησα πως τίποτε δεν είχε συμβεί τυχαία. Απ’ την ώρα που άφησα το σακίδιο στη στάση του πούλμαν, όλα είχαν ενορχηστρωθεί από κάποιον που δεν ήμουν έτοιμος ακόμα ν’ αναγνωρίσω και να παραδεχτώ, κάποιον που με νανούριζε με ψέματα, που απαιτούσε να πεθάνω για να γεννηθεί κείνος στη θέση μου. Κι ο τρόμος που ανάβρυσε από μέσα μου σα χείμαρρος κείνο το βράδυ, ήτανε για τούτο τον ζωντανό θάνατο, που με κοντοζύγωνε βήμα το βήμα μ’ ένα σαρδόνιο χαμόγελο.

Ήτανε η πρώτη ρωγμή στο θόλο της στρωμένης μου ζωής. Έξι χρόνια αργότερα, πάλι αρχές Ιούλη, πήρα τον ίδιο δρόμο με αντίστροφη πορεία, με κλεμμένη βενζίνα, δίχως μία στην τσέπη, και κείνη η απόκλιση δε μ’ έφερε πίσω πια ποτέ.

Ο Μανώλης Αντραλάκης σήκωσε το ποτήρι και τσούγκρισε το δικό μου. Έστριψε άλλο ένα τσιγάρο και δε μίλησε πια κείνο το βράδυ. Συνεχίσαμε να πίνουμε στα βουβά. Μετά από λίγο σηκώθηκε, πλήρωσε τα πιοτά κι ευθυτενής σα να ’χε καταπιεί μπαστούνι, μ’ ένα ανάλαφρο τρέκλισμα στα πόδια, πήρε το δρόμο για το σπίτι.

Πηγή: otto-great-chaos



Όττο: Σχετικά με τον συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου