Ελλάδα
Στην δημοσιότητα δόθηκε το πόρισμα του Εθνικού Οργανισμού Διερεύνησης Αεροπορικών και Σιδηροδρομικών Ατυχημάτων και Ασφάλειας Μεταφορών (ΕΟΔΑΣΑΑΜ) για το έγκλημα στα Τέμπη, το οποίο υποδεικνύει ως «πιθανή» την παρουσία ενός «άγνωστου μέχρι στιγμής καυσίμου» που προκάλεσε την μεγάλη πυρκαγιά μετά την σύγκρουση.
«Βάσει των παρατηρήσεων που μπορούσαν να γίνουν, δεν υπάρχει ένδειξη ότι ο τεχνικός εξοπλισμός του εμπλεκόμενου τροχαίου υλικού προκάλεσε το σχηματισμό και την επέκταση της τεράστιας πυρόσφαιρας που προέκυψε μετά την σύγκρουση, η οποία στη συνέχεια προκάλεσε δευτερεύουσες πυρκαγιές. Με τα υπάρχοντα στοιχεία είναι αδύνατο να προσδιοριστεί τι ακριβώς προκάλεσε αυτό το φαινόμενο, αλλά προσομοιώσεις και εκθέσεις ειδικών υποδεικνύουν την πιθανή παρουσία ενός άγνωστου μέχρι στιγμής καυσίμου», αναφέρεται συγκεκριμένα.
Στη συνέντευξη Τύπου για την παρουσίαση του πορίσματος, επισημάνθηκε ότι βάσει των στοιχείων αποκλείστηκε ότι τα έλαια σιλικόνης που είχε η εμπορική αμαξοστοιχία μπορεί να προκαλέσουν την πυρόσφαιρα.
Το πόρισμα επιβεβαιώνει ότι ο σιδηρόδρομος είχε τα μαύρα του τα χάλια από άποψη υποδομών, μέτρων ασφαλείας, προσωπικού, δηλαδή επιβεβαιώνει όλες τις καταγγελίες που είχαν γίνει από τους ίδιους τους εργαζόμενους και το ΚΚΕ για τις συνέπειες της πολιτικής της απελευθέρωσης που ακολούθησαν ευλαβικά όλες οι κυβερνήσεις, με βάση τις κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αναφερόμενο στα λάθη του σταθμάρχη, το πόρισμα επισημαίνει ότι οι ενέργειες και οι αποφάσεις του «πρέπει να γίνουν κατανοητές στο δύσκολο επιχειρησιακό πλαίσιο το οποίο είχε να αντιμετωπίσει εκείνο το βράδυ», εστιάζοντας στην έλλειψη προσωπικού και στον φόρτο εργασίας, στην απουσία κατάλληλων υποδομών και συστημάτων τηλεδιοίκησης. Για παράδειγμα, αναφέρεται πως «υπήρξε μια σειρά από τεχνικές βλάβες, τόσο προσωρινές όσο και πιο μόνιμες, οι οποίες δημιούργησαν πρόσθετες αρμοδιότητες ή δυσχέραναν τα καθήκοντά του», ενώ «έπρεπε να αντιμετωπίσει έναν άνευ προηγουμένου αριθμό επικοινωνιών, πολλές από τις οποίες δεν είχαν άμεση σχέση με το καθήκον του να ελέγχει την κυκλοφορία των τρένων».
Στέκεται στην «κακή συντήρηση και την όλο και πιο υποβαθμισμένη υποδομή και μια διαρθρωτική έλλειψη προσωπικού, απαραίτητου για να συνεχίσει να παρέχει τις συνήθεις υπηρεσίες» που «επιβλήθηκε» την περίοδο της κρίσης, αναφέροντας πως «το σιδηροδρομικό σύστημα δεν είχε ανακάμψει από αυτή την κατάσταση μέχρι τις αρχές του 2023», γεγονός που αν μη τι άλλο επιβεβαιώνει πως το έγκλημα έχει ιστορία και αφορά την πολιτική της ΕΕ και των κυβερνήσεων ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ για την εμπορευματοποίηση των μεταφορών και του σιδηρόδρομου.
Το πόρισμα καταλογίζει στον ΟΣΕ ότι «δεν προβαίνει σε προληπτική συντήρηση των υποδομών ελέγχου, τηλεδιοίκησης και σηματοδότησης», ενώ «παρεμβάσεις πραγματοποιούνται όταν αποτυγχάνουν (κρίσιμα) στοιχεία, ακόμη και για έργα ανάταξης που παραδίδονται εν μέρει σε χρήση. Επιπλέον, ο τρόπος με τον οποίο ο ΟΣΕ διαχειρίζεται τις ικανότητες των σταθμαρχών του δεν εγγυάται ότι είναι ικανοί για τις εργασίες που σχετίζονται με την ασφάλεια για τις οποίες είναι υπεύθυνοι και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Επίσης, δεν είχε πραγματοποιηθεί μεθοδευμένη παρακολούθηση της απόδοσης κανενός από τους σταθμάρχες, με αποτέλεσμα ο ΟΣΕ να μην έχει εικόνα για την όποια επιδείνωση στην ποιότητα εκτέλεσης εργασιών που σχετίζονται με την ασφάλεια».
Επιπλέον, «δεν λαμβάνονταν υπόψη από τον ΟΣΕ οι απαραίτητες αλληλεπιδράσεις μεταξύ ανθρώπων και άλλων στοιχείων ενός κοινωνικοτεχνικού συστήματος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο χρησιμοποιούμενος εξοπλισμός, οι απαιτούμενες εργασίες, το διαθέσιμο περιβάλλον εργασίας και οι γενικές οργανωτικές ρυθμίσεις να εξαντλούν τα όρια του επιχειρησιακού προσωπικού πέρα από αυτό που είναι ανθρωπίνως αποδεκτό με βιώσιμο τρόπο».
Αναφερόμενο στην διερεύνηση του δυστυχήματος, το πόρισμα υπογραμμίζει πως «δεν υπήρξε πραγματικός συντονισμός, σε επιχειρησιακό ή σε στρατηγικό επίπεδο, των διαφόρων υπηρεσιών στον τόπο της σύγκρουσης», αλλά «κάθε υπηρεσία συνέχισε να λειτουργεί υπό τις δικές της εντολές, πρωτοβουλίες και προσωπικό, χωρίς αλληλεπίδραση σε οργανωτικό επίπεδο», με αποτέλεσμα να μην γίνει «σωστή χαρτογράφηση του χώρου διερεύνησης του ατυχήματος».
Στην δημοσιότητα δόθηκε το πόρισμα του Εθνικού Οργανισμού Διερεύνησης Αεροπορικών και Σιδηροδρομικών Ατυχημάτων και Ασφάλειας Μεταφορών (ΕΟΔΑΣΑΑΜ) για το έγκλημα στα Τέμπη, το οποίο υποδεικνύει ως «πιθανή» την παρουσία ενός «άγνωστου μέχρι στιγμής καυσίμου» που προκάλεσε την μεγάλη πυρκαγιά μετά την σύγκρουση.
«Βάσει των παρατηρήσεων που μπορούσαν να γίνουν, δεν υπάρχει ένδειξη ότι ο τεχνικός εξοπλισμός του εμπλεκόμενου τροχαίου υλικού προκάλεσε το σχηματισμό και την επέκταση της τεράστιας πυρόσφαιρας που προέκυψε μετά την σύγκρουση, η οποία στη συνέχεια προκάλεσε δευτερεύουσες πυρκαγιές. Με τα υπάρχοντα στοιχεία είναι αδύνατο να προσδιοριστεί τι ακριβώς προκάλεσε αυτό το φαινόμενο, αλλά προσομοιώσεις και εκθέσεις ειδικών υποδεικνύουν την πιθανή παρουσία ενός άγνωστου μέχρι στιγμής καυσίμου», αναφέρεται συγκεκριμένα.
Στη συνέντευξη Τύπου για την παρουσίαση του πορίσματος, επισημάνθηκε ότι βάσει των στοιχείων αποκλείστηκε ότι τα έλαια σιλικόνης που είχε η εμπορική αμαξοστοιχία μπορεί να προκαλέσουν την πυρόσφαιρα.
Το πόρισμα επιβεβαιώνει ότι ο σιδηρόδρομος είχε τα μαύρα του τα χάλια από άποψη υποδομών, μέτρων ασφαλείας, προσωπικού, δηλαδή επιβεβαιώνει όλες τις καταγγελίες που είχαν γίνει από τους ίδιους τους εργαζόμενους και το ΚΚΕ για τις συνέπειες της πολιτικής της απελευθέρωσης που ακολούθησαν ευλαβικά όλες οι κυβερνήσεις, με βάση τις κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αναφερόμενο στα λάθη του σταθμάρχη, το πόρισμα επισημαίνει ότι οι ενέργειες και οι αποφάσεις του «πρέπει να γίνουν κατανοητές στο δύσκολο επιχειρησιακό πλαίσιο το οποίο είχε να αντιμετωπίσει εκείνο το βράδυ», εστιάζοντας στην έλλειψη προσωπικού και στον φόρτο εργασίας, στην απουσία κατάλληλων υποδομών και συστημάτων τηλεδιοίκησης. Για παράδειγμα, αναφέρεται πως «υπήρξε μια σειρά από τεχνικές βλάβες, τόσο προσωρινές όσο και πιο μόνιμες, οι οποίες δημιούργησαν πρόσθετες αρμοδιότητες ή δυσχέραναν τα καθήκοντά του», ενώ «έπρεπε να αντιμετωπίσει έναν άνευ προηγουμένου αριθμό επικοινωνιών, πολλές από τις οποίες δεν είχαν άμεση σχέση με το καθήκον του να ελέγχει την κυκλοφορία των τρένων».
Στέκεται στην «κακή συντήρηση και την όλο και πιο υποβαθμισμένη υποδομή και μια διαρθρωτική έλλειψη προσωπικού, απαραίτητου για να συνεχίσει να παρέχει τις συνήθεις υπηρεσίες» που «επιβλήθηκε» την περίοδο της κρίσης, αναφέροντας πως «το σιδηροδρομικό σύστημα δεν είχε ανακάμψει από αυτή την κατάσταση μέχρι τις αρχές του 2023», γεγονός που αν μη τι άλλο επιβεβαιώνει πως το έγκλημα έχει ιστορία και αφορά την πολιτική της ΕΕ και των κυβερνήσεων ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ για την εμπορευματοποίηση των μεταφορών και του σιδηρόδρομου.
Το πόρισμα καταλογίζει στον ΟΣΕ ότι «δεν προβαίνει σε προληπτική συντήρηση των υποδομών ελέγχου, τηλεδιοίκησης και σηματοδότησης», ενώ «παρεμβάσεις πραγματοποιούνται όταν αποτυγχάνουν (κρίσιμα) στοιχεία, ακόμη και για έργα ανάταξης που παραδίδονται εν μέρει σε χρήση. Επιπλέον, ο τρόπος με τον οποίο ο ΟΣΕ διαχειρίζεται τις ικανότητες των σταθμαρχών του δεν εγγυάται ότι είναι ικανοί για τις εργασίες που σχετίζονται με την ασφάλεια για τις οποίες είναι υπεύθυνοι και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Επίσης, δεν είχε πραγματοποιηθεί μεθοδευμένη παρακολούθηση της απόδοσης κανενός από τους σταθμάρχες, με αποτέλεσμα ο ΟΣΕ να μην έχει εικόνα για την όποια επιδείνωση στην ποιότητα εκτέλεσης εργασιών που σχετίζονται με την ασφάλεια».
Επιπλέον, «δεν λαμβάνονταν υπόψη από τον ΟΣΕ οι απαραίτητες αλληλεπιδράσεις μεταξύ ανθρώπων και άλλων στοιχείων ενός κοινωνικοτεχνικού συστήματος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο χρησιμοποιούμενος εξοπλισμός, οι απαιτούμενες εργασίες, το διαθέσιμο περιβάλλον εργασίας και οι γενικές οργανωτικές ρυθμίσεις να εξαντλούν τα όρια του επιχειρησιακού προσωπικού πέρα από αυτό που είναι ανθρωπίνως αποδεκτό με βιώσιμο τρόπο».
Αναφερόμενο στην διερεύνηση του δυστυχήματος, το πόρισμα υπογραμμίζει πως «δεν υπήρξε πραγματικός συντονισμός, σε επιχειρησιακό ή σε στρατηγικό επίπεδο, των διαφόρων υπηρεσιών στον τόπο της σύγκρουσης», αλλά «κάθε υπηρεσία συνέχισε να λειτουργεί υπό τις δικές της εντολές, πρωτοβουλίες και προσωπικό, χωρίς αλληλεπίδραση σε οργανωτικό επίπεδο», με αποτέλεσμα να μην γίνει «σωστή χαρτογράφηση του χώρου διερεύνησης του ατυχήματος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου