Δευτέρα 22 Απριλίου 2019

Μεγάλωσε η κερδοφορία των επιχειρήσεων

Του Παύλου Δερμενάκη


Κάποιοι συνεχίζουν να κερδίζουν από την κρίση και τα μνημόνια


Μία από τις βασικές «καραμέλες που πιπιλίζουν» στην περίοδο της κρίσης, μια σειρά πολιτικοί και κονδυλοφόροι του συστήματος, είναι η έκφραση: «να κάνουμε την κρίση ευκαιρία». Στη βάση αυτής της «λογικής» προπαγανδίστηκαν τα ευεργετικά αποτελέσματα που θα απέφεραν τα μνημόνια, που έτσι κι’ αλλιώς κατ’ αυτούς ήταν μονόδρομος.

Μετά από οκτώ χρόνια μνημονίων τα αποτελέσματα είναι γνωστά. Το παιγνίδι της κρίσης παίχτηκε με «σημαδεμένη τράπουλα» από το πολιτικό σύστημα και την οικονομική ελίτ. Έτσι η «ευκαιρία» που προπαγάνδιζαν αποδείχθηκε, όπως πάντοτε σε ανάλογες περιπτώσεις, ευκαιρία για τους λίγους της οικονομικής ελίτ, Τα βασικά προβλήματα που επιχείρησαν να «λύσουν» τα μνημόνια επιδεινώθηκαν δραματικά, με κυριότερο το θέμα του δημόσιου χρέους.

Η οικονομία έχασε το 25% της παραγωγής, γεγονός που δεν έχει συμβεί ξανά σε παγκόσμιο επίπεδο σε περίοδο ειρήνης. Τα λαϊκά στρώματα φτωχοποιήθηκαν. Έχασαν, συμπεριλαμβανομένης της έκτασης που πήρε η ανεργία και η μερική απασχόληση, το 40% και πλέον των εισοδημάτων του. Η μεσαία τάξη, κύρια οι αυτοαπασχολούμενοι και οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις περιορίστηκαν δραματικά.

Σε αυτές τις συνθήκες της τεράστιας αναδιανομής εισοδημάτων κάποιοι αποδεικνύεται στην πορεία ότι κέρδισαν και συνεχίζουν να κερδίζουν πολλά. Είναι οι επιχειρήσεις με τη μορφή των ανωνύμων εταιρειών. Μπορεί τα πρώτα χρόνια να χτυπήθηκαν και αυτές μερικώς από τα μνημόνια μέσα κάτω από την πίεση της απότομης δραματικής πτώσης του ΑΕΠ, όπως στην πορεία οι εξελίξεις ήταν στα μέτρα τους αφού το βάρος της ονομαζόμενης δημοσιονομικής προσαρμογής το σήκωσαν τα λαϊκά και τα μεσαία στρώματα.

Η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου στην περίοδο της κρίσης έλαβε νέες μεγαλύτερες διαστάσεις. Το κλείσιμο μικρών επιχειρήσεων λόγω οικονομική αδυναμίας και οι εξαγορές από τους μεγάλους υγιών μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων είχαν σαν αποτέλεσμα την αύξηση του ειδικού βάρους των μεγάλων επιχειρήσεων και τη σταδιακή βελτίωση των οικονομικών μεγεθών τους.

Βελτίωση κερδοφορίας επιχειρήσεων χωρίς επενδύσεις


Πρόσφατα η ICAP παρουσίασε τα οικονομικά αποτελέσματα για το 2017 των ανωνύμων εταιρειών (Α.Ε.). Τη γνωστή μελέτη «Η Ελλάδα σε αριθμούς» που προκύπτει από την επεξεργασία των στοιχείων των δημοσιευμένων ισολογισμών των Α.Ε. Κάνοντας και μια αναδρομή στα σχετικά στοιχεία στην περίοδο 2015-2017 προκύπτουν ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα.

  • Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις σημειώνουν αύξηση στον κύκλο εργασιών (τζίρος) και σημαντική διεύρυνση της κερδοφορίας τους.
  • Η βαρύτητά τους στην ελληνική οικονομία γίνεται όλο και μεγαλύτερη καθώς ο κύκλος εργασιών τους το 2017, για τις 13.154 επιχειρήσεις, αντιστοιχεί στο 70% του ΑΕΠ.
  • Ο κύκλος εργασιών τους μετά από πτώση το 2015 εμφανίζει αύξηση 3,% το 2016 και 9,8% το 2017.
  • Το 2015 ήταν το έτος καμπής γα το πέρασμα στην κερδοφορία των επιχειρήσεων. Έκτοτε διαπιστώνεται κατ’ έτος σημαντική βελτίωση των καθαρών κερδών, πολύ μεγαλύτερη από τη βελτίωση του κύκλου εργασιών.
  • Η αύξηση της κερδοφορίας έχει σαν αποτέλεσμα τη συνεχή βελτίωση της αποδοτικότητας των ιδίων κεφαλαίων, η οποία έφθασε στο 7% το 2017.
  • Μπορεί να αυξάνεται η κερδοφορία, αυτό όμως δε οδηγεί σε αύξηση των επενδύσεων.
  • Σε συνθήκες πιστωτικής ασφυξίας το «σύστημα» των ισχυρών έχει τη δυνατότητα να αυξάνει τις υποχρεώσεις προς τρίτους. Έτσι το 2017 ο δείκτης ξένων προς ίδια κεφάλαια επιδεινώθηκε στο 1,70 από 1,68 το 2016.

Αντίστοιχη εικόνα και συμπεράσματα προκύπτουν και από ανάλυση της Grant Thornton για 8.000 επιχειρήσεις στην περίοδο 2011-2017.

Με βάση τα παραπάνω για το μείζον θέμα της ελληνικής οικονομίας, τη γενναία αύξηση των επενδύσεων προκύπτουν τα ακόλουθα: α) Αν και έχουν ανακάμψει τα κέρδη δεν ανέκαμψαν ούτε οι επενδύσεις ούτε η χρήση ιδίων κεφαλαίων έστω για λειτουργικούς σκοπούς. β) Το ποσό που διατίθεται για επενδύσεις αφορά τη συντήρηση του υφιστάμενου παραγωγικού δυναμικού και όχι παραγωγική επέκταση.

Ένα από τα βασικά επιχειρήματα που αξιοποιούνται για την επενδυτική αποχή του επιχειρηματικού τομέα είναι η υψηλή φορολογία, όπως θέλουν να την εμφανίζουν. Να σημειώσουμε ότι ο φορολογικός συντελεστής στα κέρδη των επιχειρήσεων είναι 29% από 26% έως και το 2014. Προηγούμενα έως το 2006 ήταν στο 29%. Σήμερα όλοι, πολιτικό προσωπικό (κυβέρνηση και αντιπολίτευση) και δανειστές (τρόικα), συναγωνίζονται ποιος θα κάνει την πρόταση για μεγαλύτερη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων στο όνομα των επενδύσεων. Φυσικά κανείς τους δεν απαντά στο πόσες και ποιες παραγωγικές επενδύσεις έγιναν στην Ελλάδα μετά το 2006 που μειώθηκε η φορολογία των επιχειρήσεων. Τα αποτελέσματα αυτών των ανύπαρκτων παραγωγικά επενδύσεων τα ζούμε με την κρίση που ακολούθησε και τα αποτελέσματά της.

Ενώ δε υπάρχει γενική συζήτηση περί της ανεπάρκειας παραγωγικών επενδύσεων, κατ’ απαίτηση των δανειστών υλοποιείται η δέσμευση του πολιτικού συστήματος για τη μείωση του φορολογικού συντελεστή των διανεμόμενων κερδών. Έτσι από 1/1/2019 ο φορολογικός συντελεστής μειώνεται κατά 33%, από το 15% στο 10%!

Προέλευση της αυξημένης κερδοφορίας


Η παραπάνω αναφερόμενη αυξημένη κερδοφορία των επιχειρήσεων έχει ως βασική πηγή προέλευσης τη μείωση των εισοδημάτων των εργαζόμενων. Λέμε ως κύρια πηγή καθώς υπάρχουν και δευτερεύουσες που αφορούν πλάνα εξορθολογισμού δαπανών αν και αυτά πάλι είναι σε βάρος των εργαζόμενων καθώς, ως επί το πλείστον, συνδέονται με μειώσεις προσωπικού, εντατικοποίηση εργασίας, απλήρωτες υπερωρίες κ.λπ. Συνεπώς βασική γενεσιουργός αιτία της ενισχυμένης κερδοφορίας των επιχειρήσεων, ειδικά στην παρούσα φάση της κρίσης στην Ελλάδα, είναι οι εργασιακές σχέσεις και η καθήλωση με πολιτικές αποφάσεις των μισθών – ημερομισθίων.

Να θυμίσουμε (βλέπε άρθρο «Αλήθειες και ψέματα για την αύξηση του κατώτατου μισθού και την απασχόληση» της 2/2/2019) ότι στην περίοδο Μαΐου 2016 (από τότε δημοσιοποιούνται στοιχεία) έως το Μάιο 2018 οι μέσοι μισθοί (μερικής και πλήρους απασχόλησης) μειώθηκαν κατά 37 ευρώ ή 3,9%. Παράλληλα στην περίοδο 2015-2018 χάθηκαν 213.197 θέσεις πλήρους απασχόλησης, οι οποίες μετατράπηκαν σε μερικής ή εκ περιτροπής απασχόληση. Επίσης έναντι αποχωρήσεων 8.494.195 από την εργασία (απολύσεις, συνταξιοδοτήσεις, λήξη συμβάσεων) δημιουργήθηκαν 8.927.230 θέσεις εργασίας εκ των οποίων 4.852.466 (54,4%) είναι μερικής ή εκ περιτροπής απασχόληση.

Συνεπώς η κρίση δεν είναι για όλους, ειδικά από το 2015 και μετά και μάλιστα σε συνθήκες «κυβέρνησης της αριστεράς». Η κρίση αφορά τα λαϊκά στρώματα και τη μεσαία τάξη που τα εισοδήματά τους συρρικνώνονται κατ’ έτος και οι όποιες περιουσίες τους εξανεμίζονται. Αφορά όλους αυτούς που σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΟΒΕ, σε ποσοστό 64% μόλις τα καταφέρνει να επιβιώνει. Την ίδια περίοδο με συνθήκες εργασιακών σχέσεων «μεσαίωνα» οι μεγάλες επιχειρήσεις και η οικονομική ελίτ αποκομίζουν βελτιούμενα, υψηλά κέρδη χωρίς φυσικά να επενδύουν.

Πηγή: e-dromos.gr



Παύλος Δερμενάκης: Σχετικά με τον Συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου