Σπύρος Σιάτρας
Δάσκαλε, θα με γράψεις;
Με θυμάσαι; Ο Κώστας είμαι.
Πέντε χρόνια έχω να έρθω από εδώ, από τότε που έχασα για δεύτερη φορά την Τρίτη τάξη από απουσίες. Είχα μπλέξει τότε αλλά δεν το καταλάβαινα. Ερωτευμένος ήμουν, δούλευα και μέσα στην νύχτα, που να ανοίξει το μάτι μου να δω τι έρχεται. Γλυκάθηκα από το χρήμα και την μαγκιά της ημιπαρανομίας, νόμισα πως βρήκα εκείνη την ρωγμή που θα μου άνοιγε το μέλλον μπροστά μου. Κι ας μου τα έλεγες εσύ πως οι ρωγμές είναι επικίνδυνες. Δεν άκουγα. Καταλάβαινα τι έλεγες, το σεβόμουνα, αλλά ήταν οι δικοί σου φόβοι. Όχι οι δικοί μου. Εγώ έβλεπα φώτα, γέλια, ευκαιρίες, λεφτά. Νόμιζα πως δεν θα με έπιανε εμένα.
Δάσκαλε, θα με γράψεις;
Θέλω να τελειώσω κάτι στην ζωή μου. Που την χαράμισα άδικα. Κρίμα κι άδικο. Και ξέρω πως φταίω. Την έβλεπα να γλιστράει σιγά σιγά από τα χέρια μου την ζωή μου, αλλά νόμιζα πως θα γυρίσει ο τροχός. Στο επόμενο φιξάκι. Το πίστευα. Και γύρισε τελικά. Ανάποδα όμως. Η μάνα μου έλιωσε μέσα σε έναν χρόνο σαν κεράκι. Δεν μίλαγε. Μόνο με κοίταγε. Σαν να είχε καταλάβει, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Πρέπει να είχαν αρχίσει να φαίνονται πάνω μου τα σημάδια των επιλογών μου. Αλλά δεν έλεγε τίποτα. Τι να πει κιόλας; Μήπως μπορούσε; Τέσσερεις μήνες μετά βρήκαν την κοπελιά μου πεταμένη σε ένα ρέμα. Ήμουν στο νησί τότε, μακριά της, κοίταγα να κάνω κάτι φιλόδοξο με κάτι άκρες που είχα. Μέχρι που βγήκαν τα πιστόλια. Και είπα δεν είμαι για εδώ. Μεσοπέλαγα στο καράβι μου έστειλαν τα νεα. Πήγα να πηδήξω στην θάλασσα αλλά με κρατήσανε. Μέσα μου όμως είχα πηδήξει καιρό πριν. Που είχε ήδη αρχίσει η αλμύρα να με τρώει.
Δάσκαλε, θα με γράψεις;
Να πάρω το απολυτήριο και να φύγω. Η φιλόλογος έλεγε πως έγραφα καλές εκθέσεις. Και ζωγράφιζα και καλά. Θα πάω Άμστερνταμ ή Βερολίνο. Μου είπαν κάτι παλιοί, της ηλικίας σου, πως ίσως ακόμη να μπορώ να κάνω κάτι εκεί. Δεν τους πολυπιστεύω γιατί με κοιτάνε με θλίψη. Αλλά όλοι μας τελικά με θλίψη κοιταζόμαστε. Έτσι δεν είναι ρε δάσκαλε; Να, και στα μάτια σου το βλέπω. Δεν θέλω θλίψη δάσκαλε, μια ευκαιρία ακόμη θέλω. Να τα ξαναφτιάξω όλα. Από την αρχή. Δεν θα ενοχλώ, θα έρχομαι στο μάθημα και θα κάθομαι σε μια γωνία. Να σε ακούω και να έχω κάτι. Να ανήκω κάπου ξανά.
Θα με γράψεις δάσκαλε;
Μόνο αυτό θέλω. Ούτε λεφτά, ούτε δουλειά. Και πώς να δουλέψω δηλαδή πια; Δεν θυμάμαι τι πρέπει να κάνω. Και όλο κολλάω στην μέση του δρόμου. Μόνο όταν σκιτσάρω χαμογελάω. Έχω όμως κάπου να μείνω και αυτό μου αρκεί. Να είχα μόνο και την Τζενούλα θα ήθελα, να είμαστε παρέα. Αλλά αυτό δεν γίνεται πια. Το ξέρω. Κάποια στιγμή θα βρεθούμε πάλι. Και θα πάμε μαζί να τελειώσουμε το σχολείο που κι αυτή έμεινε από απουσίες. Μαζί τις κάναμε άλλωστε. Θα κάτσουμε στο πίσω θρανίο και θα ζωγραφίζουμε πορτρέτα πάλι.
Γράψε με ρε δάσκαλε σε παρακαλώ, γράψε με να χαρείς!...
Καλό παιδί ήμουνα, ποτέ δεν ενόχλησα κανέναν. Κι ας είμαι έτσι τώρα, δεν θα ενοχλώ.
Θα με γράψεις ρε δάσκαλε;...
-Θα σε γράψω ρε Κώστα… Τετάρτη έχουμε αγιασμό. Εσύ Πέμπτη να είσαι εδώ.
-Είσαι σπαθί ρε δάσκαλε. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ! Άντε γειά σου!
Το σύστημα είχε κλειδώσει εδώ και δύο ημέρες. Το ήξερε αλλά δεν του το είπε. Δεν χρειαζόταν να ξέρει πως όλα είχαν αλλάξει πια στις εγγραφές. Γενικά είχαν αλλάξει. Παντού. Σε όλα. Αλλά όλοι έπαιζαν τους ρόλους της κανονικότητας. Να έχουν κάπου να πατάνε. Η ζωή γινόταν όλο και πιο ψηφιακή πια. Και τα συναισθήματα. Πως έπρεπε να υπάρχουν κωδικοί TAXIS για να γίνει η εγγραφή. Πως η ειδικότητά του είχε πλέον μεταφερθεί σε άλλο σχολείο. Φαινόταν πως δεν θα ξαναερχόταν πάλι. Λίγα δευτερόλεπτα αποδοχής ήθελε μονάχα. Λίγη πραγματική ζωή. Να νιώσει πως δεν τον είχαν διαγράψει όλοι. Αυτό μόνο.
(Τέσσερεις μήνες μετά, πίσω από το σχολείο, δίπλα σε κάτι κάδους και κρατώντας ένα ντοσιέ με πορτρέτα και κάτι υπόλοιπα μολυβιών, το ασθενοφόρο μάζευε άλλη μια σωρό ματαιωμένων ονείρων.)
Πηγή: artinews.gr
Σπύρος Σιάτρας: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δάσκαλε, θα με γράψεις;
Με θυμάσαι; Ο Κώστας είμαι.
Πέντε χρόνια έχω να έρθω από εδώ, από τότε που έχασα για δεύτερη φορά την Τρίτη τάξη από απουσίες. Είχα μπλέξει τότε αλλά δεν το καταλάβαινα. Ερωτευμένος ήμουν, δούλευα και μέσα στην νύχτα, που να ανοίξει το μάτι μου να δω τι έρχεται. Γλυκάθηκα από το χρήμα και την μαγκιά της ημιπαρανομίας, νόμισα πως βρήκα εκείνη την ρωγμή που θα μου άνοιγε το μέλλον μπροστά μου. Κι ας μου τα έλεγες εσύ πως οι ρωγμές είναι επικίνδυνες. Δεν άκουγα. Καταλάβαινα τι έλεγες, το σεβόμουνα, αλλά ήταν οι δικοί σου φόβοι. Όχι οι δικοί μου. Εγώ έβλεπα φώτα, γέλια, ευκαιρίες, λεφτά. Νόμιζα πως δεν θα με έπιανε εμένα.
Δάσκαλε, θα με γράψεις;
Θέλω να τελειώσω κάτι στην ζωή μου. Που την χαράμισα άδικα. Κρίμα κι άδικο. Και ξέρω πως φταίω. Την έβλεπα να γλιστράει σιγά σιγά από τα χέρια μου την ζωή μου, αλλά νόμιζα πως θα γυρίσει ο τροχός. Στο επόμενο φιξάκι. Το πίστευα. Και γύρισε τελικά. Ανάποδα όμως. Η μάνα μου έλιωσε μέσα σε έναν χρόνο σαν κεράκι. Δεν μίλαγε. Μόνο με κοίταγε. Σαν να είχε καταλάβει, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Πρέπει να είχαν αρχίσει να φαίνονται πάνω μου τα σημάδια των επιλογών μου. Αλλά δεν έλεγε τίποτα. Τι να πει κιόλας; Μήπως μπορούσε; Τέσσερεις μήνες μετά βρήκαν την κοπελιά μου πεταμένη σε ένα ρέμα. Ήμουν στο νησί τότε, μακριά της, κοίταγα να κάνω κάτι φιλόδοξο με κάτι άκρες που είχα. Μέχρι που βγήκαν τα πιστόλια. Και είπα δεν είμαι για εδώ. Μεσοπέλαγα στο καράβι μου έστειλαν τα νεα. Πήγα να πηδήξω στην θάλασσα αλλά με κρατήσανε. Μέσα μου όμως είχα πηδήξει καιρό πριν. Που είχε ήδη αρχίσει η αλμύρα να με τρώει.
Δάσκαλε, θα με γράψεις;
Να πάρω το απολυτήριο και να φύγω. Η φιλόλογος έλεγε πως έγραφα καλές εκθέσεις. Και ζωγράφιζα και καλά. Θα πάω Άμστερνταμ ή Βερολίνο. Μου είπαν κάτι παλιοί, της ηλικίας σου, πως ίσως ακόμη να μπορώ να κάνω κάτι εκεί. Δεν τους πολυπιστεύω γιατί με κοιτάνε με θλίψη. Αλλά όλοι μας τελικά με θλίψη κοιταζόμαστε. Έτσι δεν είναι ρε δάσκαλε; Να, και στα μάτια σου το βλέπω. Δεν θέλω θλίψη δάσκαλε, μια ευκαιρία ακόμη θέλω. Να τα ξαναφτιάξω όλα. Από την αρχή. Δεν θα ενοχλώ, θα έρχομαι στο μάθημα και θα κάθομαι σε μια γωνία. Να σε ακούω και να έχω κάτι. Να ανήκω κάπου ξανά.
Θα με γράψεις δάσκαλε;
Μόνο αυτό θέλω. Ούτε λεφτά, ούτε δουλειά. Και πώς να δουλέψω δηλαδή πια; Δεν θυμάμαι τι πρέπει να κάνω. Και όλο κολλάω στην μέση του δρόμου. Μόνο όταν σκιτσάρω χαμογελάω. Έχω όμως κάπου να μείνω και αυτό μου αρκεί. Να είχα μόνο και την Τζενούλα θα ήθελα, να είμαστε παρέα. Αλλά αυτό δεν γίνεται πια. Το ξέρω. Κάποια στιγμή θα βρεθούμε πάλι. Και θα πάμε μαζί να τελειώσουμε το σχολείο που κι αυτή έμεινε από απουσίες. Μαζί τις κάναμε άλλωστε. Θα κάτσουμε στο πίσω θρανίο και θα ζωγραφίζουμε πορτρέτα πάλι.
Γράψε με ρε δάσκαλε σε παρακαλώ, γράψε με να χαρείς!...
Καλό παιδί ήμουνα, ποτέ δεν ενόχλησα κανέναν. Κι ας είμαι έτσι τώρα, δεν θα ενοχλώ.
Θα με γράψεις ρε δάσκαλε;...
-Θα σε γράψω ρε Κώστα… Τετάρτη έχουμε αγιασμό. Εσύ Πέμπτη να είσαι εδώ.
-Είσαι σπαθί ρε δάσκαλε. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ! Άντε γειά σου!
Το σύστημα είχε κλειδώσει εδώ και δύο ημέρες. Το ήξερε αλλά δεν του το είπε. Δεν χρειαζόταν να ξέρει πως όλα είχαν αλλάξει πια στις εγγραφές. Γενικά είχαν αλλάξει. Παντού. Σε όλα. Αλλά όλοι έπαιζαν τους ρόλους της κανονικότητας. Να έχουν κάπου να πατάνε. Η ζωή γινόταν όλο και πιο ψηφιακή πια. Και τα συναισθήματα. Πως έπρεπε να υπάρχουν κωδικοί TAXIS για να γίνει η εγγραφή. Πως η ειδικότητά του είχε πλέον μεταφερθεί σε άλλο σχολείο. Φαινόταν πως δεν θα ξαναερχόταν πάλι. Λίγα δευτερόλεπτα αποδοχής ήθελε μονάχα. Λίγη πραγματική ζωή. Να νιώσει πως δεν τον είχαν διαγράψει όλοι. Αυτό μόνο.
(Τέσσερεις μήνες μετά, πίσω από το σχολείο, δίπλα σε κάτι κάδους και κρατώντας ένα ντοσιέ με πορτρέτα και κάτι υπόλοιπα μολυβιών, το ασθενοφόρο μάζευε άλλη μια σωρό ματαιωμένων ονείρων.)
Πηγή: artinews.gr
Σπύρος Σιάτρας: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου