Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Η σχέση μου με τη Φυσική παιδιόθεν ήταν αθλία. Δεν νόγαγα. Το μόνο κομμάτι της που κάπως μου έγινε προσιτό ήταν η Μηχανική. Το οφείλω μάλλον σε έναν εξαίρετο φυσικό στο Γυμνάσιο που επέμενε να κάνει το μάθημα στο εργαστήριο και να προσπαθεί απεγνωσμένα να κεντρίσει το ενδιαφέρον των αεικίνητων εφήβων, με οπτική και απτική επαφή με τα αντικείμενα των πειραμάτων.
Κάπως έτσι, μας έδωσε μια φορά να περιεργαστούμε ένα μεταλλικό ελατήριο, για να μας μιλήσει για την αποθηκευμένη μηχανική ενέργεια, τη γραμμική ή γωνιακή του παραμόρφωση και τη δύναμη ή ροπή επαναφοράς με την οποία επανέρχεται στην αρχική του κατάσταση. Δεν είμαι σίγουρος αν μας είχε μιλήσει και για τον νόμο του Χουκ και τη θεωρία της ελαστικότητας –και να μας είχε μιλήσει, δεν θα το θυμόμουν– αλλά θυμάμαι πως, αφότου περιεργαστήκαμε το ατσάλινο ελατήριο με τα άτσαλα χέρια μας, τις επόμενες μέρες κυκλοφόρησαν αρκετές μεταλλικές σούστες που παρέτειναν το πείραμα του εργαστηρίου και γέμιζαν τα χέρια και τα ρούχα μας γράσα. Αν και επρόκειτο για άχρηστα αμορτισέρ, στα χέρια μας επιβεβαίωναν σε γενικές γραμμές τη θεωρία του ελατηρίου: όταν σταματούσαμε να τους ασκούμε πίεση, επανέρχονταν στην αρχική τους κατάσταση. Αλλά όχι όλα. Κάποια έμεναν συμπιεσμένα. Είτε γιατί είχαν σπάσει, είτε γιατί είχαν οριστικά χάσει την ελαστικότητα λόγω «μηχανικής κόπωσης». Γι’ αυτό προφανώς τα είχαν πετάξει τα συνεργεία αυτοκινήτων, όσο πολύτιμα κι αν μας φαίνονταν εμάς. Η ανακύκλωση τότε ήταν άγνωστη λέξη, ζούσαμε στον πλανήτη της αστείρευτης αφθονίας, κι ας μην είχαμε ακόμη διαβάσει Γκάλμπρεϊθ.
Τη θεωρία του ελατηρίου την ακούμε εδώ και κάμποσα μνημονιακά χρόνια ως επιχείρημα εξορθολογισμού της τεράστιας παραγωγικής καταστροφής που επιβλήθηκε στην Ελλάδα ή ως υπόσχεση γενναιόδωρης ανταμοιβής για όσα υποστήκαμε. Διατυπώθηκε και ως θεωρία του πάτου, αλλά όπως αποδείχτηκε από το 2011 και μετά, το βαρέλι με τα σκατά ήταν απύθμενο, κάθε πάτος που υποτίθεται πως πιάναμε έσπαγε κι ο βυθοκόρος αποκάλυπτε πως είχαμε πολλά μέτρα ακόμη να καταδυθούμε μέχρι τον επόμενο πάτο.
Ας υποθέσουμε ότι η απώλεια 27% του ΑΕΠ είναι ένα τελικό μέγεθος, ο ειδεχθής πολτός μας τέλειωσε, το βαρέλι έχει τελικά έναν αδιαπέραστο πυθμένα, η θεωρία του πάτου δεν μας κάνει πια, πάμε στη θεωρία του ελατηρίου χάρη στην οποία δεν θα αναδυθούμε απλώς, θα εκτιναχθούμε πολύ πάνω από τη στάθμη του δυσώδους πολτού, στον καθαρό αέρα της ανάπτυξης.
Δεν έγινε, και είναι απίθανο να συμβεί ακόμη κι αν ο Αδωνις φτιάξει ένα «σουρ μεζούρ» πολυνομοσχέδιο για κάθε επενδυτή που θέλει να ανοίξει έστω και σουβλατζίδικο. Ακόμη κι αν κυβέρνηση πουλήσει οτιδήποτε υπάρχει σε στεριά, θάλασσα κι αέρα. Εκτός του ότι ο δημόσιος πλούτος έχει δεσμευτεί στην εξυπηρέτηση του χρέους και μεγάλο μέρος του ετησίως παραγόμενου ΑΕΠ είναι προορισμένο να εξοφλεί τις οφειλές στους δανειστές –το εταίροι παραμένει ένας παρηγορητικός ευφημισμός–, το ελατήριο της ελληνικής οικονομίας έχει υποστεί μη αναστρέψιμη μηχανική κόπωση.
Με εξαίρεση τον τουρισμό και ενδεχομένως στο εγγύς μέλλον και πάλι τον κατασκευαστικό τομέα, η δεκαετία της ύφεσης έχει καταστρέψει το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγικής βάσης που απέδιδε στο παρελθόν ασιατικού επιπέδου επιδόσεις. Ο κύκλος των μεγάλων δημοσίων έργων που έτρεφε τους εθνικούς εργολάβους και προμηθευτές έχει κλείσει. Οχι φυσικά γιατί έχουμε καλύψει ως χώρα τις ανάγκες σε υποδομές, αλλά γιατί τα σημαντικότερα και πιο στρατηγικά μέρη τους –συγκοινωνιακά, επικοινωνιακά, ενεργειακά δίκτυα– ελέγχονται από ιδιώτες, κυρίως ξένους, που η αναπτυξιακή στρατηγική τους εντάσσεται σε έναν υπερεθνικό ή σε έναν άλλο εθνικό σχεδιασμό, που δεν είναι σίγουρο ότι περιλαμβάνει έστω και ολίγη Ελλάδα.
Η βιομηχανική μας παρακμή είναι τελεσίδικη, και ό,τι απομένει ημιθανές από αυτήν περνάει σε άλλα χέρια, όχι απαραίτητα για παραγωγική αναβίωση, αλλά ως real estate. Οποιο κομμάτι της εγχώριας επιχειρηματικής ολιγαρχίας μένει ζωντανό –εντός Ελλάδας και εκτός φυλακής– δεν διακρίνεται καν από την επεκτατική απληστία των προηγούμενων δεκαετιών, δεν τολμά να ξαναδιατυπώσει τις φιλοδοξίες της περί ελληνικού μικροϊμπεριαλισμού στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Οι λίγοι εύρωστοι ολιγάρχες το ’χουν ρίξει στο outsourcing, κυνηγώντας δουλίτσες και υπεργολαβίες στη Ρωσία, στην Αραβία, στην Αφρική. Η πολλαπλώς ανακεφαλαιοποιημένη εθνική μας τοκογλυφία θα φάει μάλλον άλλη μια δεκαετία γλείφοντας τις πληγές της, απέχοντας από τη μόνη δραστηριότητα που κάνει ανεκτή την ύπαρξή της, τον δανεισμό. Το χειρότερο από όλα: το ανθρώπινο κεφάλαιο, οι δημιουργοί του πλούτου, είναι αποθαρρημένοι, σχεδόν πεισμένοι ότι η εργασία είναι ένα μέγεθος εκτός της εξίσωσης του ελατηρίου, χωρίς επίδραση στη ροπή επαναφοράς. Η μηχανική κόπωση είναι κυρίως μια κοινωνική κόπωση, που διαπερνά καθέτως την ταξική μας πυραμίδα.
Η μόνη που μοιάζει ανεπηρέαστη από την κόπωση αυτή είναι η πολιτική τάξη, κυρίως αυτή η χαζοχαρούμενη κυβέρνηση, κολλημένη στην παιδική ηλικία του εγχώριου κατεστημένου. Θα χαρίσουμε νομοσχέδια στον ένα, γη στον άλλο, λεφτά στον τρίτο, ΔΕΚΟ στον τέταρτο και τελικά το μαγικό κουτί θ’ ανοίξει και θα πεταχτεί ο γελαστός κλόουν, ταλαντευόμενος πάνω στο ελατήριό του. Μόνο που το γέλιο του απλώς θα μας χλευάζει.
Οταν το παιδί ήταν παιδί
περπατούσε κουνώντας τα χέρια του,
ήθελε το ρυάκι να είναι ποτάμι,
το ποτάμι να είναι χείμαρρος,
και αυτή η λακκούβα με νερό να είναι η θάλασσα.
Οταν το παιδί ήταν παιδί,
δεν ήξερε ότι ήταν παιδί
[…]
Οταν το παιδί ήταν παιδί,
έριξε ένα ραβδί σαν βέλος πάνω σ’ ένα δέντρο,
και πάλλεται εκεί ακόμη μέχρι σήμερα.
Πέτερ Χάντκε, «Το τραγούδι της παιδικής ηλικίας» (από την ταινία του Βιμ Βέντερς «Τα φτερά του έρωτα»)
Πηγή: efsyn.gr
Γιάννης Κιμπουρόπουλος: Σχετικά με τον Συντάκτη
Η σχέση μου με τη Φυσική παιδιόθεν ήταν αθλία. Δεν νόγαγα. Το μόνο κομμάτι της που κάπως μου έγινε προσιτό ήταν η Μηχανική. Το οφείλω μάλλον σε έναν εξαίρετο φυσικό στο Γυμνάσιο που επέμενε να κάνει το μάθημα στο εργαστήριο και να προσπαθεί απεγνωσμένα να κεντρίσει το ενδιαφέρον των αεικίνητων εφήβων, με οπτική και απτική επαφή με τα αντικείμενα των πειραμάτων.
Κάπως έτσι, μας έδωσε μια φορά να περιεργαστούμε ένα μεταλλικό ελατήριο, για να μας μιλήσει για την αποθηκευμένη μηχανική ενέργεια, τη γραμμική ή γωνιακή του παραμόρφωση και τη δύναμη ή ροπή επαναφοράς με την οποία επανέρχεται στην αρχική του κατάσταση. Δεν είμαι σίγουρος αν μας είχε μιλήσει και για τον νόμο του Χουκ και τη θεωρία της ελαστικότητας –και να μας είχε μιλήσει, δεν θα το θυμόμουν– αλλά θυμάμαι πως, αφότου περιεργαστήκαμε το ατσάλινο ελατήριο με τα άτσαλα χέρια μας, τις επόμενες μέρες κυκλοφόρησαν αρκετές μεταλλικές σούστες που παρέτειναν το πείραμα του εργαστηρίου και γέμιζαν τα χέρια και τα ρούχα μας γράσα. Αν και επρόκειτο για άχρηστα αμορτισέρ, στα χέρια μας επιβεβαίωναν σε γενικές γραμμές τη θεωρία του ελατηρίου: όταν σταματούσαμε να τους ασκούμε πίεση, επανέρχονταν στην αρχική τους κατάσταση. Αλλά όχι όλα. Κάποια έμεναν συμπιεσμένα. Είτε γιατί είχαν σπάσει, είτε γιατί είχαν οριστικά χάσει την ελαστικότητα λόγω «μηχανικής κόπωσης». Γι’ αυτό προφανώς τα είχαν πετάξει τα συνεργεία αυτοκινήτων, όσο πολύτιμα κι αν μας φαίνονταν εμάς. Η ανακύκλωση τότε ήταν άγνωστη λέξη, ζούσαμε στον πλανήτη της αστείρευτης αφθονίας, κι ας μην είχαμε ακόμη διαβάσει Γκάλμπρεϊθ.
Τη θεωρία του ελατηρίου την ακούμε εδώ και κάμποσα μνημονιακά χρόνια ως επιχείρημα εξορθολογισμού της τεράστιας παραγωγικής καταστροφής που επιβλήθηκε στην Ελλάδα ή ως υπόσχεση γενναιόδωρης ανταμοιβής για όσα υποστήκαμε. Διατυπώθηκε και ως θεωρία του πάτου, αλλά όπως αποδείχτηκε από το 2011 και μετά, το βαρέλι με τα σκατά ήταν απύθμενο, κάθε πάτος που υποτίθεται πως πιάναμε έσπαγε κι ο βυθοκόρος αποκάλυπτε πως είχαμε πολλά μέτρα ακόμη να καταδυθούμε μέχρι τον επόμενο πάτο.
Ας υποθέσουμε ότι η απώλεια 27% του ΑΕΠ είναι ένα τελικό μέγεθος, ο ειδεχθής πολτός μας τέλειωσε, το βαρέλι έχει τελικά έναν αδιαπέραστο πυθμένα, η θεωρία του πάτου δεν μας κάνει πια, πάμε στη θεωρία του ελατηρίου χάρη στην οποία δεν θα αναδυθούμε απλώς, θα εκτιναχθούμε πολύ πάνω από τη στάθμη του δυσώδους πολτού, στον καθαρό αέρα της ανάπτυξης.
Δεν έγινε, και είναι απίθανο να συμβεί ακόμη κι αν ο Αδωνις φτιάξει ένα «σουρ μεζούρ» πολυνομοσχέδιο για κάθε επενδυτή που θέλει να ανοίξει έστω και σουβλατζίδικο. Ακόμη κι αν κυβέρνηση πουλήσει οτιδήποτε υπάρχει σε στεριά, θάλασσα κι αέρα. Εκτός του ότι ο δημόσιος πλούτος έχει δεσμευτεί στην εξυπηρέτηση του χρέους και μεγάλο μέρος του ετησίως παραγόμενου ΑΕΠ είναι προορισμένο να εξοφλεί τις οφειλές στους δανειστές –το εταίροι παραμένει ένας παρηγορητικός ευφημισμός–, το ελατήριο της ελληνικής οικονομίας έχει υποστεί μη αναστρέψιμη μηχανική κόπωση.
Με εξαίρεση τον τουρισμό και ενδεχομένως στο εγγύς μέλλον και πάλι τον κατασκευαστικό τομέα, η δεκαετία της ύφεσης έχει καταστρέψει το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγικής βάσης που απέδιδε στο παρελθόν ασιατικού επιπέδου επιδόσεις. Ο κύκλος των μεγάλων δημοσίων έργων που έτρεφε τους εθνικούς εργολάβους και προμηθευτές έχει κλείσει. Οχι φυσικά γιατί έχουμε καλύψει ως χώρα τις ανάγκες σε υποδομές, αλλά γιατί τα σημαντικότερα και πιο στρατηγικά μέρη τους –συγκοινωνιακά, επικοινωνιακά, ενεργειακά δίκτυα– ελέγχονται από ιδιώτες, κυρίως ξένους, που η αναπτυξιακή στρατηγική τους εντάσσεται σε έναν υπερεθνικό ή σε έναν άλλο εθνικό σχεδιασμό, που δεν είναι σίγουρο ότι περιλαμβάνει έστω και ολίγη Ελλάδα.
Η βιομηχανική μας παρακμή είναι τελεσίδικη, και ό,τι απομένει ημιθανές από αυτήν περνάει σε άλλα χέρια, όχι απαραίτητα για παραγωγική αναβίωση, αλλά ως real estate. Οποιο κομμάτι της εγχώριας επιχειρηματικής ολιγαρχίας μένει ζωντανό –εντός Ελλάδας και εκτός φυλακής– δεν διακρίνεται καν από την επεκτατική απληστία των προηγούμενων δεκαετιών, δεν τολμά να ξαναδιατυπώσει τις φιλοδοξίες της περί ελληνικού μικροϊμπεριαλισμού στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Οι λίγοι εύρωστοι ολιγάρχες το ’χουν ρίξει στο outsourcing, κυνηγώντας δουλίτσες και υπεργολαβίες στη Ρωσία, στην Αραβία, στην Αφρική. Η πολλαπλώς ανακεφαλαιοποιημένη εθνική μας τοκογλυφία θα φάει μάλλον άλλη μια δεκαετία γλείφοντας τις πληγές της, απέχοντας από τη μόνη δραστηριότητα που κάνει ανεκτή την ύπαρξή της, τον δανεισμό. Το χειρότερο από όλα: το ανθρώπινο κεφάλαιο, οι δημιουργοί του πλούτου, είναι αποθαρρημένοι, σχεδόν πεισμένοι ότι η εργασία είναι ένα μέγεθος εκτός της εξίσωσης του ελατηρίου, χωρίς επίδραση στη ροπή επαναφοράς. Η μηχανική κόπωση είναι κυρίως μια κοινωνική κόπωση, που διαπερνά καθέτως την ταξική μας πυραμίδα.
Η μόνη που μοιάζει ανεπηρέαστη από την κόπωση αυτή είναι η πολιτική τάξη, κυρίως αυτή η χαζοχαρούμενη κυβέρνηση, κολλημένη στην παιδική ηλικία του εγχώριου κατεστημένου. Θα χαρίσουμε νομοσχέδια στον ένα, γη στον άλλο, λεφτά στον τρίτο, ΔΕΚΟ στον τέταρτο και τελικά το μαγικό κουτί θ’ ανοίξει και θα πεταχτεί ο γελαστός κλόουν, ταλαντευόμενος πάνω στο ελατήριό του. Μόνο που το γέλιο του απλώς θα μας χλευάζει.
Θεωρίες για την υπεραξία
Οταν το παιδί ήταν παιδί
περπατούσε κουνώντας τα χέρια του,
ήθελε το ρυάκι να είναι ποτάμι,
το ποτάμι να είναι χείμαρρος,
και αυτή η λακκούβα με νερό να είναι η θάλασσα.
Οταν το παιδί ήταν παιδί,
δεν ήξερε ότι ήταν παιδί
[…]
Οταν το παιδί ήταν παιδί,
έριξε ένα ραβδί σαν βέλος πάνω σ’ ένα δέντρο,
και πάλλεται εκεί ακόμη μέχρι σήμερα.
Πέτερ Χάντκε, «Το τραγούδι της παιδικής ηλικίας» (από την ταινία του Βιμ Βέντερς «Τα φτερά του έρωτα»)
Πηγή: efsyn.gr
Γιάννης Κιμπουρόπουλος: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου