Κόσμος
Ίσως να μην υπάρχει καλύτερος συμβολισμός της αποτυχίας, στα όρια του φιάσκου, της αμερικανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή, από τον προγραμματισμένο βομβαρδισμό, από αμερικανικά μαχητικά, την Πέμπτη, αποθηκών πυρομαχικών και στρατιωτικής υποδομής του διεθνούς συνασπισμού υπό την ηγεσία των ΗΠΑ στη βόρεια Συρία, στο πλαίσιο της αποχώρησης των αμερικανικών στρατευμάτων από την περιοχή.
Οι εκρήξεις από τους πυραύλους στον συμμαχικό εξοπλισμό, συνιστούν, αφενός την αποτυχία της Ουάσιγκτον να προωθήσει τους σχεδιασμούς της στη Συρία, αφετέρου, την απόλυτη γεωπολιτική κυριαρχία της Ρωσίας, τόσο στη Συρία, όσο και στην ευρύτερη περιοχή, με την Μόσχα να δείχνει πως αρχίζει να ανακτά την αίγλη που απολάμβανε στις αραβικές πρωτεύουσες επί Σοβιετικής Ένωσης. Είναι χαρακτηριστικό, ότι, όπως ήδη παρατήρησαν αναλυτές, ακόμη και η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός για 120 ώρες (πέντε μέρες), στην οποία κατέληξαν την Πέμπτη ο Αμερικανός αντιπρόεδρος, Μάικ Πενς και ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, μοιάζει να έχει κανονιστεί να εκπνεύσει ακριβώς τη μέρα που έχει προγραμματιστεί η συνάντηση Ερντογάν - Πούτιν, στις 22 Οκτωβρίου. στο Σότσι, το ρωσικό θέρετρο στη Μαύρη Θάλασσα.
Στην διαπίστωση αυτή καταλήγει και ο ομότιμος καθηγητής Μεσανατολικών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αλέξανδρος Κούτσης, ο οποίος λέει στο tvxs.gr, ότι «η Ρωσία είναι ο κυρίαρχος νικητής» μαζί με τον Άσαντ και το Ιράν.
Ο Α. Κουτσής εξηγεί, πως με την εξέγερση εναντίον του Άσαντ το 2011, «σχεδόν όλοι - εντός και εκτός περιοχής - είχαν ταχθεί υπέρ των εξεγερθέντων σε μια προσπάθεια να ανατρέψουν το καθεστώς». «Επηρεασμένοι από την Λιβύη, νόμιζαν ότι πιέζοντας τον Άσαντ θα μπορούσαν να καταφέρουν και την δική του ανατροπή. Εκείνη τη στιγμή επενέβη η Ρωσία με ένα βέτο στα Ηνωμένα Έθνη, μπλοκάροντας την προσπάθεια της Αμερικής και των Δυτικών κρατών να επιβάλουν ζώνη απαγόρευσης πτήσεων πάνω από την Συρία, όπως έκανε η Δύση στη Λιβύη. Η πρώτη κίνηση της Ρωσίας λοιπόν ήταν να εμποδίσουν τους Αμερικανούς να μεταφέρουν το μοντέλο της Λιβύης στη Συρία. Στη συνέχεια υποστήριξαν τον Άσαντ, προσφέροντάς του κάλυψη στην επίθεσή του εναντίον των ένοπλων ομάδων. Η Σαουδική Αραβία, κράτη του Κόλπου, η Αμερική, είχαν ταχθεί υπέρ των ισλαμιστών που πολεμούσαν εναντίον της κυβέρνησης Ασαντ, οι οποίοι δεν ήταν τζιχαντιστές. Αυτές οι ένοπλες ομάδες είχαν τις ρίζες τους στο κόμμα των Αδελφών Μουσουλμάνων, το οποίο δεν είχε έδρα στην Συρία - η έδρα του ήταν στο Λονδίνο - επομένως δεν είχε και τη δομή που χρειαζόταν για να κάνει μια εξέγερση με επιτυχία, όπως στην Αίγυπτο. Το κενό αυτό ήρθαν να συμπληρώσουν οι τζιχαντιστές, πρώτα ως Αλ Κάιντα, ύστερα σαν Αλ Νούσρα. Να σημειωθεί παρενθετικά, ότι η Αλ Κάιντα ήταν κυρίως ιρακινής προελεύσεως, ενώ η Αλ Νουςρα ήταν Σύριοι τζιχαντιστές οι οποίοι δεν ήθελαν την εποπτεία των Ιρακινών. Έτσι διασπάστηκαν από την Αλ Κάιντα και έφτιαξαν το δικό τους κίνημα».
Ο καθηγητής σημειώνει πως η Τουρκία, σε εκείνη την αρχική φάση, διευκόλυνε τους τζιχαντιστές ανοίγοντας τα σύνορα, και επιτρέποντάς τους να μεταφέρουν εξοπλισμό. Έτσι σχηματίστηκαν δύο μέτωπα. Το ένα ήταν Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Τουρκία, τζιχαντιστές εναντίον του Ασαντ και το άλλο ήταν ο Ασαντ, με την Ρωσία και το Ιράν.
Με την κάλυψη της ρωσικής πολεμικής αεροπορίας, την βοήθεια της Μόσχας σε εξοπλισμό, υλικοτεχνική υποδομή και στρατιωτικούς συμβούλους, ο Άσαντ κατάφερε να ανακαταλάβει εδάφη, φτάνοντας σήμερα να ελέγχει τουλάχιστον το 70% της συριακής επικράτειας. Η στρατιωτική επιτυχία στο μέτωπο πρόσφερε στη Μόσχα και ευρεία διεθνή θετική προβολή, αφού ήταν φανερό, ότι το Ισλαμικό Κράτος άρχισε να υποχωρεί ουσιαστικά από τη στιγμή της παρέμβασής της, ενώ, σε διπλωματικό επίπεδο κατάφερε να επιβάλει τον Άσαντ ως de facto βασικό μέρος της λύσης, παρά και ενάντια στην άρνηση της Δύσης να τον αποδεχθούν.
Ταυτόχρονα η Ρωσία δημιούργησε μια νέα αεροπορική βάση στη Συρία και αναβάθμισε την παλιά σοβιετική ναυτική βάση στο λιμάνι της Ταρτούς, ώστε να μπορεί να δέχεται μεγαλύτερα πλοία.
Από την άλλη, σημειώνει ο καθηγητής, η Αμερική υπό τον Ομπάμα ήταν διστακτική να επέμβει, «διότι δεν ήθελε να εμπλακεί σε έναν πόλεμο από τον οποίο δεν θα μπορούσε να αποχωρήσει εύκολα». Με την έλευση του Τραμπ αρχίζει η μείωση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στη Συρία,με την Ουάσιγκτον να συνεχίζει να εξοπλίζει τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF), πυρήνας των οποίων είναι οι κουρδικές Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG). Οι Αμερικανοί διατήρησαν στρατό μόνο σε δύο σημεία της Συρίας. Στα Βόρεια, όπου μάχονταν οι SDF ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος και στα νοτιοανατολικά, όπου έδιναν κάλυψη σε μια αντικαθεστωτική ομάδα. Κυρίως, όμως, ήθελαν να διατηρήσουν ένα μοχλό πίεσης όταν θα ερχόταν η στιγμή να διαπραγματευθούν το μεταπολεμικό καθεστώς της χώρας.
«Σε όλο αυτό το παιχνίδι συνεχίζει ο Α. Κούτσης, «η Ρωσία υιοθέτησε μια ειδική διπλωματική πολιτική: Να έχει καλές σχέσεις με όλους όσοι αναμειγνύονται στο συριακό ζήτημα. Με το Ισραήλ, παρά το γεγονός ότι το Ισραήλ χτυπούσε ιρανικούς στόχους στην Συρία, με την Σαουδική Αραβία, παρά τις επιθέσεις εναντίον της Υεμένης και της στάσης εναντίον του Ασαντ, με τα ΗΕΑ, με το Ιράν, διότι το έχει ανάγκη για να δρομολογηθεί ο αγωγός πετρέλαιου και φυσικού αέριου από την Κασπία στην Μεσόγειο, με την Τουρκία και την Αίγυπτο, παρά την εμπλοκή τους στην Λιβύη. Σε αντίθεση με την αμερικανική πολιτική του Τραμπ ο οποίος είχε έρθει σε σύγκρουση σχεδόν με όλους. Η Ρωσία λοιπόν είχε προετοιμάσει το έδαφος για να ασκήσει την επιρροή της στη μετά εμφύλιου εποχή της Συρίας».
Η ευκαιρία να αποσπάσει τα οφέλη αυτής της τακτικής δόθηκε πριν λίγες μέρες με την εισβολή της Τουρκίας στην Βόρεια Συρία. Ο καθηγητής δεν συμφωνεί με την κυρίαρχη άποψη ότι αυτό έγινε επειδή ο Τραμπ «έδωσε το πράσινο φως». «Εγώ θα έλεγα ότι έγιναν διαφορετικά τα πράγματα. Πριν μερικούς μήνες υπήρχε μια συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ - Τουρκίας για κοινές περιπολίες στη Βόρεια Συρία και τη διαμόρφωση μιας ζώνης ασφαλείας. Διαφωνούσαν στο βάθος αυτής της ζώνης. Η Τουρκία ήθελε 30 - 40 χιλιόμετρα η Αμερική παραχωρούσε λιγότερο. Οι διαφωνίες οδήγησαν στο να κωλυσιεργούν οι Αμερικανοί, αλλά ο Ερντογάν βιαζόταν, διότι ενώ πριν λίγα χρόνια η πλειοψηφία των Τούρκων στήριζαν τους Σύριους πρόσφυγες, πριν λίγους μήνες, μια δημοσκόπηση έδειξε ότι το 70% των Τούρκων ήταν εναντίον των προσφύγων. Οπότε ο Ερντογάν είπε στον Τραμπ ότι θα επέμβει. Έτσι ο Τραμπ αναγκάστηκε να αποσύρει τα στρατεύματα διότι υπήρχε ο κίνδυνος να έρθει σε σύγκρουση με τους Τούρκους, να σκοτωθούν Αμερικανοί στρατιώτες και αυτός έχει εκλογές του χρόνου».
Εδώ μπήκε η Ρωσία στη μέση, εκμεταλλευόμενη και το γεγονός, ότι από το 2018, όταν έγινε η πρώτη δήλωση του Τραμπ περί αποχώρησης των αμερικανικών στρατευμάτων, οι Κούρδοι είχαν πλησιάσει την Δαμασκό, καταλαβαίνοντας πως θα χρειάζονταν βοήθεια όταν θα έφευγαν οι Αμερικανοί. Έτσι φτάσαμε στη συμφωνία μεταξύ του Άσαντ και των SDF.
Για τον Α. Κουρσή, η Ρωσία, προκειμένου να έχει και τον Ερντογάν ικανοποιημένο και για να διατηρήσει την υπεροχή της στην Μέση Ανατολή, προώθησε μια συμφωνία με τις έξεις πτυχές:
1) Αφοπλισμό και διάλυση των ένοπλων κουρδικών δυνάμεων. Κάτι που συμφέρει και τον Άσαντ και τον Ερντογάν, για διαφορετικούς λόγους.
2) Αποχώρηση από την περιοχή όλων των στρατιωτικών δυνάμεων - συμπεριλαμβανομένων των τουρκικών - πλην του συριακού στρατού και των Ρώσων. Έτσι, ο στόχος του Ερντογάν για αφοπλισμό και διάλυση των κουρδικών οργανώσεων θα έχει επιτευχθεί και θα μπορέσει να αποχωρήσει χωρίς να ρισκάρει εσωτερικές αντιδράσεις.
3) Μετεγκατάσταση προσφύγων από την Τουρκία στη Συρία. Αυτό το θέλει, όπως είδαμε, ο Ερντογάν, αλλά και ο Άσαντ γιατί είναι αραβικό στοιχείο το οποίο θα ελέγχει το κουρδικό στοιχείο στην περιοχή. Μεταξύ των προσφύγων όμως υπάρχουν και Τουρκομάνοι, κάτι που συμφέρει τον Ερντογάν διότι αποδυναμώνεται κι άλλο το κουρδικό στοιχείο στην περιοχή.
4) Διάλυση των αυτοδιοικούμενων δομών των Κούρδων και επιστροφή των επαρχιών αυτών στην κυβέρνηση της Δαμασκού. Ωστόσο, θα προσφερθεί στους Κούρδους ένα άλλο διοικητικό σχήμα που θα συζητηθεί στη σύνοδο της Αστάνα τον άλλο μήνα. Να σημειωθεί, ότι στην επιτροπή που είχε συσταθεί για το νέο σύνταγμα δεν συμμετείχαν οι Κούρδοι. Τώρα θα συμμετέχουν.
Εξηγώντας την ισχυρή στήριξη που πρόσφεραν οι Ρεπουμπλικανοί βουλευτές στους Δημοκρατικούς, υπερψηφίζοντας, στη Βουλή των Αντιπροσώπων, το ψήφισμα καταδίκης της απόφασης του Τραμπ για αποχώρηση των στρατευμάτων από την Συρία, ο καθηγητής λέει να «μην ξεχνάμε ότι το φιλοϊσραηλινό λόμπι στο Κογκρέσο είναι πανίσχυρο». «Η αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από την Συρία είναι μια πολιτική ήττα του Νετανιάχου. Η πολιτική του Νετανιάχου εναντίον του Ιράν καταρρέει. Το εμπάργκο του Τραμπ στο Ιράν δεν έχει τα αναμενόμενα, γι’ αυτούς, αποτελέσματα. Το φιλοϊσραηλινό λόμπι αντιστέκεται σε αυτές τις αλλαγές που υπονομεύουν κατά κάποιο τρόπο την ισραηλινή πολιτική στη Μέση Ανατολή. Και μέσα στο ίδιο το Ισραήλ υπάρχουν σήμερα ανησυχίες: “Εάν η Αμερική δεν στηρίζει τους Κούρδους, θα στηρίξει εμάς στο μέλλον; Μπορούμε να είμαστε σίγουροι γι' αυτό;”».
Ο Α. Κουτσής προσθέτει, ότι τόσο ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Πομπέο, όσο και ο αντιπρόεδρος Πενς και ο πρώην σύμβουλος Μπόλτον, εκπροσωπούν δύο ακόμη ισχυρά λόμπι των Ρεπουμπλικανών που αντιδρούν στην τακτική του Τραμπ στη Συρία. Το ένα είναι οι νεοσυντηρητικοί οι οποίοι θέλουν τα κράτη της Μέσης Ανατολής να διαμελιστούν και να διασπαστούν στις μειονότητες που τα συγκροτούν, ώστε να μην είναι αποτελούν απειλή για την Αμερική και το Ισραήλ. Το άλλο είναι οι ευαγγελιστές, οι οποίοι περιμένουν τη δεύτερη παρουσία και για να γίνει αυτό πρέπει το Ισραήλ να καταλάβει την Ιερουσαλήμ. Ακούγεται αστείο αλλά δεν είναι, αφού εκπροσωπούν σημαντικά εκλογικά ποσοστά.
Για τον καθηγητή, η τακτική της Τουρκίας έναντι της Δύσης εξηγείται, διότι από τότε που κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση άλλαξε και ο προσανατολισμός της εξωτερικής πολιτικής της Άγκυρας. «Η Τουρκία θεωρεί ότι δεν έχει ανάγκη το ΝΑΤΟ» λέει ο Α. Κούτσης. «Ότι δεν απειλείται από κανέναν για να έχει την ομπρέλα του ΝΑΤΟ. Απλούστατα θέλει να είναι μέλος του ΝΑΤΟ για να μπορεί να ασκεί βέτο ανάλογα με τα συμφέροντά της. Επομένως διαμορφώνει την εξωτερική πολιτική της χωρίς να υπολογίζει τα συμφέροντα και τις ανησυχίες της Δύσης. Το ΝΑΤΟ αντίθετα την έχει ανάγκη διότι είναι η μόνη δύναμη στην περιοχή που μπορεί να παίξει το ρόλο του αστυφύλακα. Το Ισραήλ δεν είναι σε αυτή τη θέση κι ας έχει πυρηνικά όπλα».
«Υπάρχει και μια άλλη πτυχή. Μιλάμε συνέχεια για διαπάλη Σουνιτών και Σιιτών. Αυτή δεν είναι η σημαντικότερη διαπάλη σήμερα στη Μέση Ανατολή. Η σημαντικότερη διαπάλη είναι μεταξύ Σουνιτών και Σουνιτών. Δηλαδή μεταξύ Τουρκίας και Σαουδικής Αραβίας. Γιατί η Τουρκία διεκδικεί το ρόλο του αρχηγού του μουσουλμανικού κόσμου. Και όσο η Σαουδική Αραβία συνεργάζεται με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, διαβρώνει τη νομιμότητά της σαν ηγέτιδα χώρα στο μουσουλμανικό χώρο», καταλήγει ο Α. Κούτσης.
Πηγή: tvxs.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Ίσως να μην υπάρχει καλύτερος συμβολισμός της αποτυχίας, στα όρια του φιάσκου, της αμερικανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή, από τον προγραμματισμένο βομβαρδισμό, από αμερικανικά μαχητικά, την Πέμπτη, αποθηκών πυρομαχικών και στρατιωτικής υποδομής του διεθνούς συνασπισμού υπό την ηγεσία των ΗΠΑ στη βόρεια Συρία, στο πλαίσιο της αποχώρησης των αμερικανικών στρατευμάτων από την περιοχή.
Οι εκρήξεις από τους πυραύλους στον συμμαχικό εξοπλισμό, συνιστούν, αφενός την αποτυχία της Ουάσιγκτον να προωθήσει τους σχεδιασμούς της στη Συρία, αφετέρου, την απόλυτη γεωπολιτική κυριαρχία της Ρωσίας, τόσο στη Συρία, όσο και στην ευρύτερη περιοχή, με την Μόσχα να δείχνει πως αρχίζει να ανακτά την αίγλη που απολάμβανε στις αραβικές πρωτεύουσες επί Σοβιετικής Ένωσης. Είναι χαρακτηριστικό, ότι, όπως ήδη παρατήρησαν αναλυτές, ακόμη και η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός για 120 ώρες (πέντε μέρες), στην οποία κατέληξαν την Πέμπτη ο Αμερικανός αντιπρόεδρος, Μάικ Πενς και ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, μοιάζει να έχει κανονιστεί να εκπνεύσει ακριβώς τη μέρα που έχει προγραμματιστεί η συνάντηση Ερντογάν - Πούτιν, στις 22 Οκτωβρίου. στο Σότσι, το ρωσικό θέρετρο στη Μαύρη Θάλασσα.
Στην διαπίστωση αυτή καταλήγει και ο ομότιμος καθηγητής Μεσανατολικών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αλέξανδρος Κούτσης, ο οποίος λέει στο tvxs.gr, ότι «η Ρωσία είναι ο κυρίαρχος νικητής» μαζί με τον Άσαντ και το Ιράν.
Πώς φτάσαμε όμως σε αυτό το αποτέλεσμα;
Ο Α. Κουτσής εξηγεί, πως με την εξέγερση εναντίον του Άσαντ το 2011, «σχεδόν όλοι - εντός και εκτός περιοχής - είχαν ταχθεί υπέρ των εξεγερθέντων σε μια προσπάθεια να ανατρέψουν το καθεστώς». «Επηρεασμένοι από την Λιβύη, νόμιζαν ότι πιέζοντας τον Άσαντ θα μπορούσαν να καταφέρουν και την δική του ανατροπή. Εκείνη τη στιγμή επενέβη η Ρωσία με ένα βέτο στα Ηνωμένα Έθνη, μπλοκάροντας την προσπάθεια της Αμερικής και των Δυτικών κρατών να επιβάλουν ζώνη απαγόρευσης πτήσεων πάνω από την Συρία, όπως έκανε η Δύση στη Λιβύη. Η πρώτη κίνηση της Ρωσίας λοιπόν ήταν να εμποδίσουν τους Αμερικανούς να μεταφέρουν το μοντέλο της Λιβύης στη Συρία. Στη συνέχεια υποστήριξαν τον Άσαντ, προσφέροντάς του κάλυψη στην επίθεσή του εναντίον των ένοπλων ομάδων. Η Σαουδική Αραβία, κράτη του Κόλπου, η Αμερική, είχαν ταχθεί υπέρ των ισλαμιστών που πολεμούσαν εναντίον της κυβέρνησης Ασαντ, οι οποίοι δεν ήταν τζιχαντιστές. Αυτές οι ένοπλες ομάδες είχαν τις ρίζες τους στο κόμμα των Αδελφών Μουσουλμάνων, το οποίο δεν είχε έδρα στην Συρία - η έδρα του ήταν στο Λονδίνο - επομένως δεν είχε και τη δομή που χρειαζόταν για να κάνει μια εξέγερση με επιτυχία, όπως στην Αίγυπτο. Το κενό αυτό ήρθαν να συμπληρώσουν οι τζιχαντιστές, πρώτα ως Αλ Κάιντα, ύστερα σαν Αλ Νούσρα. Να σημειωθεί παρενθετικά, ότι η Αλ Κάιντα ήταν κυρίως ιρακινής προελεύσεως, ενώ η Αλ Νουςρα ήταν Σύριοι τζιχαντιστές οι οποίοι δεν ήθελαν την εποπτεία των Ιρακινών. Έτσι διασπάστηκαν από την Αλ Κάιντα και έφτιαξαν το δικό τους κίνημα».
Ο καθηγητής σημειώνει πως η Τουρκία, σε εκείνη την αρχική φάση, διευκόλυνε τους τζιχαντιστές ανοίγοντας τα σύνορα, και επιτρέποντάς τους να μεταφέρουν εξοπλισμό. Έτσι σχηματίστηκαν δύο μέτωπα. Το ένα ήταν Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Τουρκία, τζιχαντιστές εναντίον του Ασαντ και το άλλο ήταν ο Ασαντ, με την Ρωσία και το Ιράν.
Πώς άρχισε η Ρωσία να κερδίζει έδαφος
Με την κάλυψη της ρωσικής πολεμικής αεροπορίας, την βοήθεια της Μόσχας σε εξοπλισμό, υλικοτεχνική υποδομή και στρατιωτικούς συμβούλους, ο Άσαντ κατάφερε να ανακαταλάβει εδάφη, φτάνοντας σήμερα να ελέγχει τουλάχιστον το 70% της συριακής επικράτειας. Η στρατιωτική επιτυχία στο μέτωπο πρόσφερε στη Μόσχα και ευρεία διεθνή θετική προβολή, αφού ήταν φανερό, ότι το Ισλαμικό Κράτος άρχισε να υποχωρεί ουσιαστικά από τη στιγμή της παρέμβασής της, ενώ, σε διπλωματικό επίπεδο κατάφερε να επιβάλει τον Άσαντ ως de facto βασικό μέρος της λύσης, παρά και ενάντια στην άρνηση της Δύσης να τον αποδεχθούν.
Ταυτόχρονα η Ρωσία δημιούργησε μια νέα αεροπορική βάση στη Συρία και αναβάθμισε την παλιά σοβιετική ναυτική βάση στο λιμάνι της Ταρτούς, ώστε να μπορεί να δέχεται μεγαλύτερα πλοία.
Από την άλλη, σημειώνει ο καθηγητής, η Αμερική υπό τον Ομπάμα ήταν διστακτική να επέμβει, «διότι δεν ήθελε να εμπλακεί σε έναν πόλεμο από τον οποίο δεν θα μπορούσε να αποχωρήσει εύκολα». Με την έλευση του Τραμπ αρχίζει η μείωση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στη Συρία,με την Ουάσιγκτον να συνεχίζει να εξοπλίζει τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF), πυρήνας των οποίων είναι οι κουρδικές Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG). Οι Αμερικανοί διατήρησαν στρατό μόνο σε δύο σημεία της Συρίας. Στα Βόρεια, όπου μάχονταν οι SDF ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος και στα νοτιοανατολικά, όπου έδιναν κάλυψη σε μια αντικαθεστωτική ομάδα. Κυρίως, όμως, ήθελαν να διατηρήσουν ένα μοχλό πίεσης όταν θα ερχόταν η στιγμή να διαπραγματευθούν το μεταπολεμικό καθεστώς της χώρας.
Η ρωσική διπλωματική τακτική
«Σε όλο αυτό το παιχνίδι συνεχίζει ο Α. Κούτσης, «η Ρωσία υιοθέτησε μια ειδική διπλωματική πολιτική: Να έχει καλές σχέσεις με όλους όσοι αναμειγνύονται στο συριακό ζήτημα. Με το Ισραήλ, παρά το γεγονός ότι το Ισραήλ χτυπούσε ιρανικούς στόχους στην Συρία, με την Σαουδική Αραβία, παρά τις επιθέσεις εναντίον της Υεμένης και της στάσης εναντίον του Ασαντ, με τα ΗΕΑ, με το Ιράν, διότι το έχει ανάγκη για να δρομολογηθεί ο αγωγός πετρέλαιου και φυσικού αέριου από την Κασπία στην Μεσόγειο, με την Τουρκία και την Αίγυπτο, παρά την εμπλοκή τους στην Λιβύη. Σε αντίθεση με την αμερικανική πολιτική του Τραμπ ο οποίος είχε έρθει σε σύγκρουση σχεδόν με όλους. Η Ρωσία λοιπόν είχε προετοιμάσει το έδαφος για να ασκήσει την επιρροή της στη μετά εμφύλιου εποχή της Συρίας».
Η ευκαιρία να αποσπάσει τα οφέλη αυτής της τακτικής δόθηκε πριν λίγες μέρες με την εισβολή της Τουρκίας στην Βόρεια Συρία. Ο καθηγητής δεν συμφωνεί με την κυρίαρχη άποψη ότι αυτό έγινε επειδή ο Τραμπ «έδωσε το πράσινο φως». «Εγώ θα έλεγα ότι έγιναν διαφορετικά τα πράγματα. Πριν μερικούς μήνες υπήρχε μια συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ - Τουρκίας για κοινές περιπολίες στη Βόρεια Συρία και τη διαμόρφωση μιας ζώνης ασφαλείας. Διαφωνούσαν στο βάθος αυτής της ζώνης. Η Τουρκία ήθελε 30 - 40 χιλιόμετρα η Αμερική παραχωρούσε λιγότερο. Οι διαφωνίες οδήγησαν στο να κωλυσιεργούν οι Αμερικανοί, αλλά ο Ερντογάν βιαζόταν, διότι ενώ πριν λίγα χρόνια η πλειοψηφία των Τούρκων στήριζαν τους Σύριους πρόσφυγες, πριν λίγους μήνες, μια δημοσκόπηση έδειξε ότι το 70% των Τούρκων ήταν εναντίον των προσφύγων. Οπότε ο Ερντογάν είπε στον Τραμπ ότι θα επέμβει. Έτσι ο Τραμπ αναγκάστηκε να αποσύρει τα στρατεύματα διότι υπήρχε ο κίνδυνος να έρθει σε σύγκρουση με τους Τούρκους, να σκοτωθούν Αμερικανοί στρατιώτες και αυτός έχει εκλογές του χρόνου».
Εδώ μπήκε η Ρωσία στη μέση, εκμεταλλευόμενη και το γεγονός, ότι από το 2018, όταν έγινε η πρώτη δήλωση του Τραμπ περί αποχώρησης των αμερικανικών στρατευμάτων, οι Κούρδοι είχαν πλησιάσει την Δαμασκό, καταλαβαίνοντας πως θα χρειάζονταν βοήθεια όταν θα έφευγαν οι Αμερικανοί. Έτσι φτάσαμε στη συμφωνία μεταξύ του Άσαντ και των SDF.
Τι περιλαμβάνει όμως αυτή η συμφωνία;
Για τον Α. Κουρσή, η Ρωσία, προκειμένου να έχει και τον Ερντογάν ικανοποιημένο και για να διατηρήσει την υπεροχή της στην Μέση Ανατολή, προώθησε μια συμφωνία με τις έξεις πτυχές:
1) Αφοπλισμό και διάλυση των ένοπλων κουρδικών δυνάμεων. Κάτι που συμφέρει και τον Άσαντ και τον Ερντογάν, για διαφορετικούς λόγους.
2) Αποχώρηση από την περιοχή όλων των στρατιωτικών δυνάμεων - συμπεριλαμβανομένων των τουρκικών - πλην του συριακού στρατού και των Ρώσων. Έτσι, ο στόχος του Ερντογάν για αφοπλισμό και διάλυση των κουρδικών οργανώσεων θα έχει επιτευχθεί και θα μπορέσει να αποχωρήσει χωρίς να ρισκάρει εσωτερικές αντιδράσεις.
3) Μετεγκατάσταση προσφύγων από την Τουρκία στη Συρία. Αυτό το θέλει, όπως είδαμε, ο Ερντογάν, αλλά και ο Άσαντ γιατί είναι αραβικό στοιχείο το οποίο θα ελέγχει το κουρδικό στοιχείο στην περιοχή. Μεταξύ των προσφύγων όμως υπάρχουν και Τουρκομάνοι, κάτι που συμφέρει τον Ερντογάν διότι αποδυναμώνεται κι άλλο το κουρδικό στοιχείο στην περιοχή.
4) Διάλυση των αυτοδιοικούμενων δομών των Κούρδων και επιστροφή των επαρχιών αυτών στην κυβέρνηση της Δαμασκού. Ωστόσο, θα προσφερθεί στους Κούρδους ένα άλλο διοικητικό σχήμα που θα συζητηθεί στη σύνοδο της Αστάνα τον άλλο μήνα. Να σημειωθεί, ότι στην επιτροπή που είχε συσταθεί για το νέο σύνταγμα δεν συμμετείχαν οι Κούρδοι. Τώρα θα συμμετέχουν.
«Παράπλευρες απώλειες»: Το Ισραήλ
Εξηγώντας την ισχυρή στήριξη που πρόσφεραν οι Ρεπουμπλικανοί βουλευτές στους Δημοκρατικούς, υπερψηφίζοντας, στη Βουλή των Αντιπροσώπων, το ψήφισμα καταδίκης της απόφασης του Τραμπ για αποχώρηση των στρατευμάτων από την Συρία, ο καθηγητής λέει να «μην ξεχνάμε ότι το φιλοϊσραηλινό λόμπι στο Κογκρέσο είναι πανίσχυρο». «Η αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από την Συρία είναι μια πολιτική ήττα του Νετανιάχου. Η πολιτική του Νετανιάχου εναντίον του Ιράν καταρρέει. Το εμπάργκο του Τραμπ στο Ιράν δεν έχει τα αναμενόμενα, γι’ αυτούς, αποτελέσματα. Το φιλοϊσραηλινό λόμπι αντιστέκεται σε αυτές τις αλλαγές που υπονομεύουν κατά κάποιο τρόπο την ισραηλινή πολιτική στη Μέση Ανατολή. Και μέσα στο ίδιο το Ισραήλ υπάρχουν σήμερα ανησυχίες: “Εάν η Αμερική δεν στηρίζει τους Κούρδους, θα στηρίξει εμάς στο μέλλον; Μπορούμε να είμαστε σίγουροι γι' αυτό;”».
Ο Α. Κουτσής προσθέτει, ότι τόσο ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Πομπέο, όσο και ο αντιπρόεδρος Πενς και ο πρώην σύμβουλος Μπόλτον, εκπροσωπούν δύο ακόμη ισχυρά λόμπι των Ρεπουμπλικανών που αντιδρούν στην τακτική του Τραμπ στη Συρία. Το ένα είναι οι νεοσυντηρητικοί οι οποίοι θέλουν τα κράτη της Μέσης Ανατολής να διαμελιστούν και να διασπαστούν στις μειονότητες που τα συγκροτούν, ώστε να μην είναι αποτελούν απειλή για την Αμερική και το Ισραήλ. Το άλλο είναι οι ευαγγελιστές, οι οποίοι περιμένουν τη δεύτερη παρουσία και για να γίνει αυτό πρέπει το Ισραήλ να καταλάβει την Ιερουσαλήμ. Ακούγεται αστείο αλλά δεν είναι, αφού εκπροσωπούν σημαντικά εκλογικά ποσοστά.
Η Τουρκία
Για τον καθηγητή, η τακτική της Τουρκίας έναντι της Δύσης εξηγείται, διότι από τότε που κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση άλλαξε και ο προσανατολισμός της εξωτερικής πολιτικής της Άγκυρας. «Η Τουρκία θεωρεί ότι δεν έχει ανάγκη το ΝΑΤΟ» λέει ο Α. Κούτσης. «Ότι δεν απειλείται από κανέναν για να έχει την ομπρέλα του ΝΑΤΟ. Απλούστατα θέλει να είναι μέλος του ΝΑΤΟ για να μπορεί να ασκεί βέτο ανάλογα με τα συμφέροντά της. Επομένως διαμορφώνει την εξωτερική πολιτική της χωρίς να υπολογίζει τα συμφέροντα και τις ανησυχίες της Δύσης. Το ΝΑΤΟ αντίθετα την έχει ανάγκη διότι είναι η μόνη δύναμη στην περιοχή που μπορεί να παίξει το ρόλο του αστυφύλακα. Το Ισραήλ δεν είναι σε αυτή τη θέση κι ας έχει πυρηνικά όπλα».
«Υπάρχει και μια άλλη πτυχή. Μιλάμε συνέχεια για διαπάλη Σουνιτών και Σιιτών. Αυτή δεν είναι η σημαντικότερη διαπάλη σήμερα στη Μέση Ανατολή. Η σημαντικότερη διαπάλη είναι μεταξύ Σουνιτών και Σουνιτών. Δηλαδή μεταξύ Τουρκίας και Σαουδικής Αραβίας. Γιατί η Τουρκία διεκδικεί το ρόλο του αρχηγού του μουσουλμανικού κόσμου. Και όσο η Σαουδική Αραβία συνεργάζεται με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, διαβρώνει τη νομιμότητά της σαν ηγέτιδα χώρα στο μουσουλμανικό χώρο», καταλήγει ο Α. Κούτσης.
Πηγή: tvxs.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου