Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου
Απόψε κρυώνω πολύ. Κουλουριασμένη κάτω απ’ το κρεβάτι του πόνου, με τα γόνατα δεμένα κουβάρι στο στήθος, τον περιμένω. Περιμένω το τέλος για μια φορά ακόμη. Περιμένω να τελειώσει απόψε αυτό το τέλος.
Είμαι η Saima. Για την ακρίβεια, ήμουν μέχρι τα εννέα μου η Saima. Μετά στη μνήμη μου χώθηκε καπνός, καπνός και θολούρα που μαύρισαν τον ήχο της λέξης. Μπήκαν μπροστά και σκέπασαν τα άσπρα χρόνια μου. Πάλεψα να με βρω. Για χρόνια έσπρωχνα την ομίχλη που τύλιγε το νου, που κρύωνε τη δέρμα μου, μα ήταν πάντα εκεί. Χρόνια έστεκε εκεί. Τσούζουν τα μάτια όταν τα στρέφω πίσω στα παλιά.
Αλήθεια, ποια είναι τα παλιά; Πριν γίνω η Noura, ή μετά; Δε θέλω να ξέρω αν με ρωτάς. Το μόνο που θέλω είναι να έρθει απόψε ο Αmir. Τον φοβάμαι. Με πονάει πολύ. Κάθε φορά βρίσκει κι ένα άλλο μαρτύριο να το ικανοποιεί πάνω μου. Κρύβω τους φόβους μου, μα τους ξετρυπώνει πάντα. Και τότε ξέρω τι με περιμένει. Το ξύλο δεν το λογαριάζω, αλήθεια σου λέω. Το βλέμμα του τρέμω. Αυτό το βλέμμα της κόμπρας, λίγο πριν επιτεθεί στη λεία της.
Αλλά τι να ξέρεις εσύ απ’ αυτά. Αν δεν ζήσεις μοναχός στο σκοτάδι, αν δεν βαδίσεις χωρίς νερό στην έρημο, αν δεν παγώσει η νύχτα την ψυχή σου, τι να ξέρεις… Η νύχτα… αυτή η ατέλειωτη νύχτα που εκσπερματώνει το μαύρο πάνω μου και με πνίγει… Ναι, με πνίγει, κάθε φορά που ανοίγει η πόρτα και μια καινούρια ανάγκη τυλίγεται σαν φίδι πάνω μου.
«Θα συνηθίσεις», «Θα σε ξεχάσεις», «Θα ‘ναι πιο εύκολο αν νιώσεις πως πέθανες», μου λένε οι πιο μεγάλες γυναίκες, την ώρα που βγαίνουν απ’ την κάμαρα για να μπω εγώ. Πότε πότε μου χαϊδεύουν τα μαλλιά, τις πιο πολλές φορές όμως το νιώθω, με εχθρεύονται και χαίρονται όταν βλέπουν τον Αμίρ να με γυρεύει. Χαίρονται όταν σιωπώ, γιατί ξέρουν πως τότε πεθαίνω. Ναι, πεθαίνω κάθε φορά που σφραγίζω το στόμα μου. Δεν θα ακούσεις το κλάμα μου, δεν θα δεις το δάκρυ μου, γιατί η μάνα με φώναζε «γενναία».
Η μάνα… ξέφτισε η μορφή της στο χρόνο, όπως ξέφτισε κι η Saima η γενναία μέσα μου. Για ποιον να πολεμήσω μάνα; Σε τι να αντιταχτώ; Η αξία μου ήταν λίγες ρουπίες. Ούτε θυμάμαι πόσες… Το μόνο που θυμάμαι φεύγοντας, ήταν τον πατέρα να προσκυνάει τα πόδια του «Θείου» και τη μάνα να τον καταριέται.
«Θα είσαι ζεστά και θα ζεσταθούμε και μεις φέτος», τον ακούω να λέει. Η τελευταία μου ανάμνηση ήταν ο λασπότοιχος της καλύβας, το πάτωμα με τις σκληροδεμένες ακαθαρσίες και τη στέγη που έμπαζε τα όνειρα μου, κρυφά τα βράδια. Τη μυρωδιά του σανταλόξυλου που μου έταξαν, δεν την ένιωσα ποτέ.
Απόψε κρυώνω πιο πολύ από κάθε φορά. Γι’ αυτό πήρα το μαχαίρι. Τρίβω στη χούφτα μου τη λεπίδα του και τη ζεσταίνω, με ζεσταίνει; Δεν ξέρω τι απ’ τα δυο… Απόψε στοίβαξα τις θολές γενναιότητες μέσα μου, τις παραδομένες γενναιότητες, κι ήταν πολλές. Ορατές τις έντυσα, να πάρω πίσω το αίμα που μου έκλεψαν. Τη μυρωδιά του σανταλόξυλου που δεν άναψε για μένα. Απόψε θέλω να γυρίσω πίσω στη Saima
Μάνα έρχομαι.
Μάνα κράτα το χέρι μου την ώρα που το βυθίζω, μη φοβηθεί, μη κάνει πίσω η γενναία Saima σου.
Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου: Σχετικά με τον συντάκτη
Απόψε κρυώνω πολύ. Κουλουριασμένη κάτω απ’ το κρεβάτι του πόνου, με τα γόνατα δεμένα κουβάρι στο στήθος, τον περιμένω. Περιμένω το τέλος για μια φορά ακόμη. Περιμένω να τελειώσει απόψε αυτό το τέλος.
Είμαι η Saima. Για την ακρίβεια, ήμουν μέχρι τα εννέα μου η Saima. Μετά στη μνήμη μου χώθηκε καπνός, καπνός και θολούρα που μαύρισαν τον ήχο της λέξης. Μπήκαν μπροστά και σκέπασαν τα άσπρα χρόνια μου. Πάλεψα να με βρω. Για χρόνια έσπρωχνα την ομίχλη που τύλιγε το νου, που κρύωνε τη δέρμα μου, μα ήταν πάντα εκεί. Χρόνια έστεκε εκεί. Τσούζουν τα μάτια όταν τα στρέφω πίσω στα παλιά.
Αλήθεια, ποια είναι τα παλιά; Πριν γίνω η Noura, ή μετά; Δε θέλω να ξέρω αν με ρωτάς. Το μόνο που θέλω είναι να έρθει απόψε ο Αmir. Τον φοβάμαι. Με πονάει πολύ. Κάθε φορά βρίσκει κι ένα άλλο μαρτύριο να το ικανοποιεί πάνω μου. Κρύβω τους φόβους μου, μα τους ξετρυπώνει πάντα. Και τότε ξέρω τι με περιμένει. Το ξύλο δεν το λογαριάζω, αλήθεια σου λέω. Το βλέμμα του τρέμω. Αυτό το βλέμμα της κόμπρας, λίγο πριν επιτεθεί στη λεία της.
Αλλά τι να ξέρεις εσύ απ’ αυτά. Αν δεν ζήσεις μοναχός στο σκοτάδι, αν δεν βαδίσεις χωρίς νερό στην έρημο, αν δεν παγώσει η νύχτα την ψυχή σου, τι να ξέρεις… Η νύχτα… αυτή η ατέλειωτη νύχτα που εκσπερματώνει το μαύρο πάνω μου και με πνίγει… Ναι, με πνίγει, κάθε φορά που ανοίγει η πόρτα και μια καινούρια ανάγκη τυλίγεται σαν φίδι πάνω μου.
«Θα συνηθίσεις», «Θα σε ξεχάσεις», «Θα ‘ναι πιο εύκολο αν νιώσεις πως πέθανες», μου λένε οι πιο μεγάλες γυναίκες, την ώρα που βγαίνουν απ’ την κάμαρα για να μπω εγώ. Πότε πότε μου χαϊδεύουν τα μαλλιά, τις πιο πολλές φορές όμως το νιώθω, με εχθρεύονται και χαίρονται όταν βλέπουν τον Αμίρ να με γυρεύει. Χαίρονται όταν σιωπώ, γιατί ξέρουν πως τότε πεθαίνω. Ναι, πεθαίνω κάθε φορά που σφραγίζω το στόμα μου. Δεν θα ακούσεις το κλάμα μου, δεν θα δεις το δάκρυ μου, γιατί η μάνα με φώναζε «γενναία».
Η μάνα… ξέφτισε η μορφή της στο χρόνο, όπως ξέφτισε κι η Saima η γενναία μέσα μου. Για ποιον να πολεμήσω μάνα; Σε τι να αντιταχτώ; Η αξία μου ήταν λίγες ρουπίες. Ούτε θυμάμαι πόσες… Το μόνο που θυμάμαι φεύγοντας, ήταν τον πατέρα να προσκυνάει τα πόδια του «Θείου» και τη μάνα να τον καταριέται.
«Θα είσαι ζεστά και θα ζεσταθούμε και μεις φέτος», τον ακούω να λέει. Η τελευταία μου ανάμνηση ήταν ο λασπότοιχος της καλύβας, το πάτωμα με τις σκληροδεμένες ακαθαρσίες και τη στέγη που έμπαζε τα όνειρα μου, κρυφά τα βράδια. Τη μυρωδιά του σανταλόξυλου που μου έταξαν, δεν την ένιωσα ποτέ.
Απόψε κρυώνω πιο πολύ από κάθε φορά. Γι’ αυτό πήρα το μαχαίρι. Τρίβω στη χούφτα μου τη λεπίδα του και τη ζεσταίνω, με ζεσταίνει; Δεν ξέρω τι απ’ τα δυο… Απόψε στοίβαξα τις θολές γενναιότητες μέσα μου, τις παραδομένες γενναιότητες, κι ήταν πολλές. Ορατές τις έντυσα, να πάρω πίσω το αίμα που μου έκλεψαν. Τη μυρωδιά του σανταλόξυλου που δεν άναψε για μένα. Απόψε θέλω να γυρίσω πίσω στη Saima
Μάνα έρχομαι.
Μάνα κράτα το χέρι μου την ώρα που το βυθίζω, μη φοβηθεί, μη κάνει πίσω η γενναία Saima σου.
Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου