Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2019

«Η μεσότητα. Ο τρίτος δρόμος για την απελευθέρωση από την οδύνη της μετριότητας»

Παύλος Κουτρουφίνης


Παρουσίαση – Ομιλία, στα πλαίσια της 2ης Διημερίδας Gestalt στο Ναύπλιο

Η προσέγγιση του θέματος αγγίζει και αγγίζεται από την φιλοσοφία. Η φιλοσοφία ορίζεται ως μία θεωρητική προσέγγιση αναζήτησης της αλήθειας.

Η μόνη αλήθεια που μπορούμε με σιγουριά να ισχυριστούμε ότι υπάρχει, είναι ότι αλήθεια δεν υπάρχει, με τρόπο αντικειμενικό, όπως υπάρχει αυτό το τραπέζι για παράδειγμα.Ανάμεσα στο μεταφυσικό και την εμπειρία (λογισμό της απαγωγικής/ παραγωγικής σκέψης και την επαγωγική σκέψη της επιστημονικής γνώσης, του εμπειρισμού) κινείται η φιλοσοφία, η ίδια της η φύση είναι η φύση της μεσότητας.

Η φιλοσοφία ωστόσο, πρέπει να έχει ένα πραξιακό χαρακτήρα. Η ενατένιση του κόσμου κι η προσπάθεια απόδοσης ενός καθολικού νοήματος δεν αρκεί όταν δεν αλλάζει αυτό το οποίο πραγματεύεται.

Για τον Μαρξ ισχύουν τα ακόλουθα: «Οι φιλόσοφοι απλώς εξηγούσαν τον κόσμο με διάφορους τρόπους. Το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε».

«Γνωρίζουμε τον κόσμο για να τον αλλάξουμε, και τον γνωρίζουμε αλλάζοντάς τον»

Με αυτήν την έννοια  γνωρίζω τον εαυτό για να τον αλλάξω, και γνωρίζοντας αλλάζω. Κάθε επίγνωση μικρή ή μεγάλη, βαθειά αποκαλυπτική ή επιφανειακά ρηχή γίνεται η μητέρα της αλλαγής αναπόδραστα. Ο εαυτός δεν υπάρχει εν κενώ, όπως και τίποτε δεν είναι ανεξάρτητο από το περιβάλλον μέσα στο οποίο βρίσκεται και κυρίως μέσα στο περιβάλλον από το οποίο προέρχεται.

Ερχόμαστε από τον κόσμο από τον οποίο περιεχόμαστε ταυτόχρονα!

Θα προσπαθήσουμε με απλά λόγια να προσεγγίσουμε έννοιες όπως, η μεσότητα, η έλλειψη, η υπερβολή, η αρετή, η αριστεία, και πως σχετίζονται με την οδύνη της μετριότητας.

Ο ανθρώπινος οργανισμός δημιουργεί συνήθως πέπλα συχνά αδιαπέραστα, ικανά ώστε να μην αισθάνεται τον πόνο. Αυτό είναι καλό.Τα πέπλα αυτά γίνονται  προσωπικότητα, συμπεριφορές και συμπτώματα, αυτό είναι κακό.

Μερικά από τα συμπτώματα μπορούν να είναι διαταραχές της διάθεσης, θλίψη και μελαγχολία. Μπορούν να γίνονται ακατάβλητο άγχος, πανικός, και συνεχής προγραμματισμός κι έλεγχος τελειομανία, τελειοθηρία. Μπορούν να γίνονται σκέψεις γεμάτες φόβο για το μέλλον, για την ασθένεια, το θάνατο. Μπορούν να γίνονται φαντασία με ονειροπόληση για κυριαρχία, επικράτηση, δόξα, κι αναγνώριση. Μπορούν να γίνονται σωματικοί πόνοι στον αυχένα, πόνοι στην μέση και τους μύες, πόνοι στο στομάχι και την κοιλιά, δερματικές παθήσεις και αυτό-άνοσα σύνδρομα.

Εμείς κυρίως θα ασχοληθούμε με την οδύνη της μετριότητας που μπορεί να περιέχει μερικά ή και όλα τα παραπάνω.

Η μετριότητα συνήθως συγχέεται με την μεσότητα, έχει παρανοηθεί ώστε να σημαίνει στην καθομιλούμενη αυτό που λέμε μέσος άνθρωπος. Κι όταν λέμε μέσος άνθρωπος, πιθανά και να σκεφτόμαστε, κανονικός. Έχουμε ανάγκη να κανονικοποιήσουμε την μετριότητα, με αυτόν τον τρόπο ησυχάζουμε, κάπως.

Ωστόσο η μητέρα της μετριότητας που είναι η σύγκριση παραμονεύει διαρκώς, και σε κάθε ανύποπτη για μας στιγμή θα καταφέρει ένα καίριο χτύπημα και πάλι. Όλο αυτό μπορεί να πάρει μορφή στην πιο απλή ερώτηση «Με βρίσκεις όμορφη σήμερα;»

Οι συγκρίσεις δίνουν και παίρνουν. Πότε για να νιώσουμε ικανοποίηση από την υπερβολή, την ανωτερότητα σε σχέση με κάποιον άλλον που στην σύγκριση μοιάζει κατώτερος. Πότε για να νιώσουμε λύπη για την έλλειψη, που γρήγορα μπορεί να γίνει σαδιστική ικανοποίηση από την κατηγορία από τον εαυτό προς τον εαυτό, επειδή ζυγίσθηκε και βρέθηκε ελλιπής ως προς τον άλλον. Πχ. «Είσαι ένας άχρηστος, ανίκανος, βλάκας, είσαι μια χοντρή, άσχημη, ηλίθια κ.λ.π.»

Δεν είναι λίγοι και λίγες, άνθρωποι που έρχονται στα γραφεία μας, και στις πρώτες κουβέντες λένε «θέλω να γίνω καλύτερος άνθρωπος»

Κι ενώ στο πρώτο άκουσμα αυτής της αθώας και «κανονικοποιημένης» δήλωσης, φαίνεται εντάξει δηλαδή κανονική, με μια δεύτερη ματιά αποκαλύπτεται η έλλειψη που διψάει για υπερβολή.

Αναρωτηθείτε μαζί μου, όσοι κι όσες σκέφτεστε παρόμοια,

«Για ποιον δεν είμαι αρκετά καλός; Ποιος με θέλει καλύτερο; Ποιος με κρίνει; Ποια είναι τα κριτήρια; Πότε θα γίνω αρκετά καλός, Πότε δεν θα με κρίνει; Πότε θα εκπληρώσω τα κριτήρια; Αλήθεια, τα κριτήρια αυτά ποιος τα βάζει, ποιος τα έβαλε, πως ξεφύτρωσαν μέσα στο κεφάλι μου; Ποιο άραγε προσφιλές σε εμένα πρόσωπο θα ταίριαζε να μου λέει, πρέπει να προσπαθώ περισσότερο;»

Για να φτάσω κάπου πρέπει πρώτα να ορίσω που θέλω να φτάσω, να έχω δηλαδή ένα σκοπό, ένα στόχο. Πριν από αυτό όμως χρειάζομαι να γνωρίζω που είμαι, ώστε να χαράξω πορεία από εδώ που βρίσκομαι εκεί που στοχεύω να φτάσω. Έτσι σας καλώ να αναρωτηθείτε ξανά, που βρίσκεστε αυτή την στιγμή στην ζωή σας; Και που θέλετε να πάτε; Γιατί;

Εδώ θέλω να προσθέσω τούτο, πολλές φορές λέμε είμαι αυτό ή το άλλο.

Ωστόσο για σκεφτείτε, αυτό που λέτε είναι όλα όσα είστε και γίνεστε; Ή μήπως όλα όσα λέτε είναι η αντίληψη που έχετε για τον εαυτό σας; Και ο εαυτός σας είναι πολλά περισσότερα, από όσα αντιλαμβάνεστε;

Αν συμφωνείτε, ότι είστε περισσότερα από όσα αντιλαμβάνεστε δηλαδή δέχεστε ότι δεν γνωρίζετε ολόκληρο τον εαυτό σας, όταν λέτε θέλετε να γίνετε καλύτερος τι ακριβώς λέτε;

Μήπως λέτε ότι θέλετε να γίνεται καλύτερος από αυτό που αντιλαμβάνεστε ότι είστε; Μήπως λέτε ότι θέλετε να αντιλαμβάνεστε καλύτερα τον εαυτό σας όλο και περισσότερο; Μήπως τελικά, λέτε ότι απλώς θέλετε να γίνεστε ολοένα και περισσότερο ο εαυτός σας, όλα όσα μπορείτε να γίνεστε;

Ο πόνος που προκαλείται στον εαυτό σας μέσω των διαρκών, προφανών, εμφανών, και αφανών συγκρίσεων είναι πολλές φορές αφόρητος, για αυτό μπορεί να καλυφθεί από τις εξαρτήσεις για παράδειγμα. Το τζόγο, τα ναρκωτικά, την ψηφιακή εξάρτηση, τις εξαρτητικές σχέσεις, από την εργασιομανία, από την συνεχή επιδίωξη της τελειότητας είτε πρόκειται για τον βαθμό στο μεταπτυχιακό είτε πρόκειται για ένα αποστειρωμένα τέλεια καθαρό σπίτι.

Ήδη χωρίς να αναφερθούμε καθόλου στην πόλωση που δημιουργείται στον εαυτό μιλάμε για αυτήν αρκετή ώρα.

Ο εαυτός είναι χωρισμένος στα δυο. Αυτός που κρίνει και κείνος που κρίνεται. Αυτός που έχει τα κριτήρια και στέκεται αφ’ υψηλού, ο κριτής. Κι ο άλλος, ο αδύναμος, ο ευάλωτος, ο μικρός, αυτός που δεν φτάνει και υποφέρει, ο κρινόμενος.

Μάταιος είναι αυτός ο ανθρώπινος αγώνας, η προσπάθεια δηλαδή να περάσει από τον πόλο του αδύναμου στον πόλο του δυνατού. Από την μεριά της κατωτερότητας στην απέναντι, εκείνη της ανωτερότητας. Από την μετριότητα στην τελειότητα.

Αυτός ο αγώνας μπορεί να περιλαμβάνει, διακρίσεις, επιτυχία, καλή δουλειά, πολλά χρήματα, οτιδήποτε που στην σύγκριση μπορεί να μας βγάζει στον αφρό.

Κι είναι μάταιος, γιατί άραγε;

Κι είναι αλήθεια μάταιος γιατί η βαθιά αίσθηση της κατωτερότητας δημιουργεί την «ανάγκη*» για την επίτευξη της ανωτερότητας και απλά, ποτέ δεν φτάνει. Ο αδηφάγος εαυτός απαιτεί πάντα περισσότερα. Μοιάζει σαν τον αγώνα γεμάτο αγωνία, να προσπεράσω το προπορευόμενο όχημα σε δρόμο ταχείας κυκλοφορίας. Όσους και να προσπεράσεις πάντα θα υπάρχει κάποιος μπροστά. (ανάγκη*: ενώ η πραγματική ανάγκη είναι αυτή της αποδοχής, του εαυτού και των άλλων. Ο τρόπος είναι μόνο μέσα από την επίτευξη υψηλών επιδόσεων)

Κινείται ο άνθρωπος, τι τον κινεί; Μήπως η αποφυγή του πόνου που θρέφει στα σωθικά του, η αποφυγή της οδύνης της μετριότητας; Πως τον αποφεύγει; Κάνοντας πράγματα σαν κι αυτά που προανέφερα. Εν τέλει τον αποφεύγει; Πρόσκαιρα, γιατί η χαρά της κορυφής βαστά για λίγο.Η χαρά μεταμορφώνεται, παίρνει νέα μορφή, αυτή του φόβου της απώλειας.

Αγωνιά προσπαθώντας να διατηρήσει τα κεκτημένα. Κι έπειτα δεν αργεί να επαναλάβει νέο κύκλο, αφού πάντα στην σύγκριση θα υπάρχει κάποιος προπορευόμενος.Το κίνητρο φαίνεται να είναι έξω από τον άνθρωπο, είναι η επιβεβαίωση από το περιβάλλον, η επιβεβαίωση της επάρκειάς του, η επιβεβαίωση της αξίας, η επιβεβαίωση της ίδιας της ύπαρξης.

Πως και συνέβη αυτό;

Με ποιο τρόπο δηλαδή έγινε κίνητρο η επιβεβαίωση;

Με ποιο τρόπο η υπερβολή προσπαθεί να αναπληρώσει την έλλειψη; Πως δηλαδή συστήθηκε αυτή η αντίληψη της μετριότητας για τον εαυτό, έτσι ώστε η επιβεβαίωση να γίνει το καρότο μιας ολόκληρης ζωής;

Στα μάτια του σημαντικού άλλου βρίσκεται είναι η απάντηση.

Αξίζει να αναφερθούμε στον όρο διαμεσολάβηση. Διαμεσολάβηση είναι η ενέργεια εκείνη που παρεμβαίνει ανάμεσα σε δύο, πρόσωπα, ομάδες, κράτη κτλ.

διαμεσολαβώ: παρεμβαίνω ανάμεσα

Μέχρι τώρα οδηγηθήκαμε στο συμπέρασμα ότι είναι άλλο η αντίληψη που έχουμε για τον εαυτό κι άλλο ολόκληρος εαυτός, Η αυτό-αντίληψη είναι μόνο, ένα μικρό μέρος της ύπαρξης μας.        

Έτσι ανάμεσα σε εσάς και την αντίληψη που έχετε για τον εαυτό, ποιος διαμεσολάβησε άραγε; Πότε; Που; Πως;

Ο άνθρωπος – βρέφος δεν έχει καμία αντίληψη για τον εαυτό του. Αυτή συστήνεται σιγά-σιγά, μέσω της μητρικής σχέσης, που μπορεί να είναι η μητέρα ή ο φροντιστής του βρέφους.

Τα μάτια του σημαντικού άλλου γίνονται ο καθρέφτης που το βρέφος καθρεφτίζεται, η εικόνα που θα δει σχετίζεται όχι με τα μάτια, αλλά με την ματιά. Η αίσθηση καταγράφεται στο σώμα και την λειτουργία του και συνδέεται άρρηκτα πια με την εικόνα που εσωτερικεύει και σχετίζεται με το ποιος είμαι.

Για φανταστείτε τον σημαντικό άλλο, που για λόγους ευκολίας θα λέμε μητέρα, να μην είναι διαθέσιμη για τις ανάγκες του βρέφους, για χίλιους λόγους;

Κι ας πάρουμε ως παράδειγμα κάτι «κανονικοποιημένο»

Επειδή είναι απλώς εργαζόμενη στην δουλειά, εργαζόμενη στο σπίτι, να φροντίζει κι άλλο παιδί, να οργανώνει, να καθαρίζει, να πλένει, να διαβάζει τα άλλα παιδιά, να προγραμματίζει, και να πρέπει να είναι ξεκούραστη και καλόδεχτη σε κάθε κέλευσμα του βρέφους. Το κουρασμένο βλέμμα της, το δικό της δεν αντέχω άλλο, θα είναι το σύστοιχο της εμπειρίας του βρέφους για να την αυτοεικόνα του. «Δεν με αντέχουν, είμαι φορτικός, δεν είμαι καλός, είμαι λίγος, μέτριος, κακός.

Αυτή η κακότητα, η μετριότητα θα κρυφτεί στα πιο βαθιά υπόγεια της ύπαρξης. Το κυνηγητό μόλις άρχισε, το κυνηγητό για την αποφυγή του πόνου της απόρριψης. Το κυνήγι για την ανακάλυψη του ιδανικού, της τελειότητας. Ίσως έτσι γίνει αποδεκτός. Ένα κυνήγι, που μπορεί να διαρκέσει μια ολόκληρη ζωή, και μετά πεθαίνεις.

Αν σκεφτούμε ακόμη, ότι κι η μητέρα υπήρξε βρέφος, πιθανά με παρόμοιες εμπειρίες, μπορείτε να καταλάβετε ότι προσθέτουμε κρίκους στην αλυσίδα. Εμείς είμαστε οι κρίκοι κι η αλυσίδα πλεγμένη ολόγυρά μας.

Μία μητέρα, ένας φροντιστής που δεν είναι διαθέσιμος μαθαίνει στο βρέφος που θα γίνει παιδί, ότι είναι περιττό. Αργότερα αυτό μπορεί να βιώνει τον φόβο της εγκατάλειψης λόγω της παραμέλησης των συναισθηματικών του αναγκών ως βρέφος.

Έπειτα μαθαίνει να τις παραμελεί, μαθαίνει να ακρωτηριάζεται για να μπορεί να υπάρχει ως αποδεκτό, μαθαίνει να γίνεται εξαρτημένο από την επιβεβαίωση του άλλου για να έχει αίσθηση αξίας.

Δείτε πόσο βαθύ είναι, έπειτα η συμπεριφορά της σύγκρισης για παράδειγμα, είναι απλώς φυσική συνέπεια.

Περνάει μία ολόκληρη ζωή κυνηγώντας την επιτυχία, την τελειότητα αφού βαθιά μέσα του γνωρίζει ότι δεν αξίζει και φοβάται μην κι οι άλλοι ανακαλύψουν την ένδεια, την φτώχεια του, την μετριότητά του. Από φόβο οδηγείται στην ματαιοδοξία, την κενοδοξία.

Βλέπεται;

Ο πόνος της απόρριψης πήρε άλλη μορφή πια, έγινε φόβος, φόβος για την αποτυχία.

Ο καταναγκασμός της επανάληψης για επιβεβαίωση οδηγεί στην υπερβολή, για να γεμίσει το βαθύ κενό της έλλειψης αποδοχής.

Αν, από τα λόγια που διαβάζετε βρίσκετε αυτήν την στιγμή σε αδιέξοδο, αυτό είναι καλό σημάδι.

Η επίγνωση του αδιεξόδου, δημιουργεί αφόρητα συναισθήματα, πνιγηρά κι ενδεχομένως απογοήτευσης. Πιθανά όμως και να θυμώσετε, αυτόν τον θυμό σας κρατήστε τον θα σας χρειαστεί στον δρόμο για την απελευθέρωση. Μπορεί να γίνει για λίγο, ο σύντροφός σας ώστε να περάσετε από την όχθη του φόβου για την αλλαγή, σε κείνη την όχθη της ελευθερίας. Τότε ο θυμός θα χει γίνει κατανόηση.

Είναι καθαρό έως τώρα ότι δύο μέρη, δύο θέσεις του εαυτού συγκρούονται. Ας ονομάσουμε γενικά αυτές τις δύο θέσεις, ως ανωτερότητα έναντι της κατωτερότητας.

Στην ενδοψυχική αυτή, σύγκρουση συνήθως ταυτιζόμαστε με την μία πλευρά του εαυτού μας, αυτήν που αναγνωρίζουμε ως σωστή. Την άλλη την αγνοούμε ως λαθεμένη. Και επομένως αγνοούμε την σύγκρουση, πλην όμως αυτή η ενδοψυχική σύγκρουση διαμεσολαβεί στις σχέσεις μας με τον Άλλο.

Παρεμβαίνει δηλαδή και ως μη ορατή, γίνεται το συγκρουσιακό πεδίο της σχέσης με τον Άλλον. Αγνοώντας τον τρόπο με τον οποίο σχετίζομαι, ως ανώτερος ή ως κατώτερος στη σχέση.

Η Επίγνωση των μερών του εαυτού είναι η διαδικασία μεσότητας, είναι ο δρόμος που οδηγεί στην κατάκτηση της Αρετής και την Αριστεία. Η Αριστεία είναι συνέπεια της μεσότητας κι όχι της ακρότητας. Από την ακρότητα, δεν μπορεί να καταχτηθεί η Αρετή.

Μεσότητα

Έχει γίνει, ελπίζω, ξεκάθαρο ποια είναι η έλλειψη και ποια είναι η υπερβολή. Η μεσότητα ορίζεται ως το μέσον ανάμεσα σε δύο άκρα.

Ο φιλόσοφος μας λέει ότι το μέσον βρίσκεται όταν το αντικείμενο έχει συνέχεια και διαιρετότητα. Αναφέρει στα «Ηθικά»: «Διαιρώντας κάτι που έχει για γνωρίσματά του τη συνέχεια και τη διαιρετότητα μπορούμε να έχουμε ή δύο άνισα μεταξύ τους μέρη (ένα μικρότερο και ένα μεγαλύτερο) ή δύο ίσα μέρη, και αυτό είτε σε σχέση με το ίδιο το πράγμα είτε σε σχέση προς εμάς». (1106a 6, 28-30).

Στην συνέχεια εξηγεί: «Όταν λέω “μέσον σε σχέση με το πράγμα”, εννοώ “αυτό που απέχει εξίσου από καθένα από τα δύο άκρα”· αυτό, φυσικά, είναι ένα, και το ίδιο για όλους». (1106a 6, 31-33). Παρότι δεν υπήρχε τότε η λέξη αντικειμενικότητα, την ορίζει με εξέχοντα τρόπο ως “μέσον σε σχέση με το πράγμα”

Με λίγα λόγια, το μέσον «σε σχέση με το πράγμα» είναι το ένα και μοναδικό μέσον που τίθεται αδιαπραγμάτευτα από την άλγεβρα. Είναι δηλαδή το αντικειμενικό μέσον που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει.

Για παράδειγμα, η μεσότητα μιας μετρήσιμης απόστασης από τα άκρα 0 έως 10 είναι προφανώς το 5. Όταν βάζουμε τραπέζι μας είναι εύκολο να μοιράσουμε το φαγητό στα πιάτα κι αυτό γιατί όλα μπορούν να είναι αντικειμενικά μετρήσιμα.

Όταν όμως μιλούμε για ανθρώπους τα πράγματα δυσκολεύουν, γιατί οι άνθρωποι δεν είναι αντικείμενα. Δεν μιλούμε για μετρήσιμα αντικείμενα.

Όταν λοιπόν, γίνεται λόγος για τους ανθρώπους, δεν νοείται η μεσότητα να υπολογιστεί με τον ίδιο τρόπο: «όταν, πάλι, λέω “μέσον σε σχέση προς εμάς”, εννοώ “αυτό που δεν είναι ούτε πάρα πολύ ούτε πολύ λίγο”, κάτι που, βέβαια, δεν είναι ούτε ένα ούτε το ίδιο για όλους». (1106a 6, 34).

Το παραπάνω είναι η πεμπτουσία των λόγων του, το “μέσον σε σχέση προς εμάς”!

Μας λέει ότι «…βέβαια, δεν είναι ούτε ένα ούτε το ίδιο για όλους», η μεσότητα δεν είναι ίδια για όλους, είναι υποκειμενική, αφού ο καθένας είναι διαφορετικός και τα άκρα του ενός είναι διαφορετικά από του άλλου. Οπότε αυτό που είναι πολύ για κάποιον, είναι λίγο για κάποιον άλλο. Και επειδή η (υποκειμενική) μεσότητα οδηγεί στην Αριστεία, η Αριστεία δεν μπορεί να είναι αντικειμενική, ίδια για όλους! Για παράδειγμα. Ας φανταστούμε έναν ευμεγέθη άντρα κι ένα παιδί. Μπορούμε ποτέ να ορίσουμε αντικειμενικά την μεσότητα ως προς την πείνα για φαγητό; Μπορούμε να πούμε αυτή η ποσότητα του φαγητού είναι η «Άριστη» ποσότητα; Αν είναι κάπου στη μέση, δεν θα είναι λίγο για τον ευμεγέθη άντρα και πολύ για το παιδί; Κι αν είναι λίγο για τον άντρα, αυτό δεν θα είναι έλλειψη; Κι αν είναι πολύ για το παιδί, αυτό δεν θα είναι υπερβολή; Υπερβολή κι έλλειψη δεν είναι προφανώς ακρότητες; Βλέπετε πως ο αντικειμενικός προσδιορισμός της μεσότητας, της «άριστης» ποσότητας μας οδηγεί στην ακρότητα που σημαίνει ότι δεν ορίζεται αντικειμενικά; Παρεκτός αν συμπεριλάβουμε τα υποκείμενα (πρόσωπα), τις ανάγκες και τους φυσικούς τους περιορισμούς; Την ανάγκη για φαγητό κι όχι το μέσον ως προς το φαγητό;

Σε πείσμα των καιρών που «αντικειμενοποιεί» τα πρόσωπα, ο Αριστοτέλης αντιστέκεται!

Για να αποφύγουμε λοιπόν αυτό το «βάσανο» της εύρεσης μεσότητας, το «βάσανο» της Αρετής, «αντικειμενοποιούνται» τα πρόσωπα, οι άνθρωποι, τα υποκείμενα, με βάση το αντικείμενο της επίδοσης των. (Δημιουργήσαμε μέσω των δογμάτων το αντικειμενικό μέσον, αυτό που μετονομάσαμε σε «κανονικότητα», κι αλλάζοντας τις λέξεις, αλλάζουμε και τα νοήματα. Με αυτό τον τρόπο, αλλάζει και ο τρόπος της σκέψης. Δημιουργήσαμε το νέο ανθρωπότυπο, διαθέσιμο και διατεθειμένο να αυτοακρωτηριάζεται συναισθηματικά, ψυχολογικά, για να ανήκει την «κανονικότητα» που φαντάζει ως «μέσον». Ο νέος άνθρωπος είναι βαθιά ανεπίγνωστα υποταγμένος, άβουλος, και οπωσδήποτε εξαρτημένος. Από τον καταναλωτισμό, για παράδειγμα! Μια κοινωνία καταναλωτική οπωσδήποτε βρίσκεται στο άκρο της υπερβολής, καθιστώντας άλλες κοινωνίες να ζουν στην ένδεια και οπωσδήποτε στην έλλειψη. Αυτές οι ακρότητες δεν θα οδηγήσουν ποτέ, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, στην μεσότητα, την Αρετή, και εν τέλει την ευμάρεια της Πόλης, της κοινωνίας όλων των πολιτών.) Ταυτίζουμε δηλαδή την Αριστεία με το αντικείμενο της επίδοσης. Με τρόπο που η επίδοση μπορεί να γίνεται αυτοσκοπός, τότε η «κακώς» εννοούμενη «Αριστεία» είναι ακρότητα και ποτέ μεσότητα. Κι όπως λέει ο φιλόσοφος, από την ακρότητα ποτέ δεν μπορούμε να οδηγηθούμε στην Αριστεία. Δείτε για παράδειγμα τι γίνεται στην εκπαίδευση και στις κάθε λογής αξιολογήσεις. Για να καταλήξουμε, αυτός είναι ο καλός, κι άλλος ο κακός. Αυτή η απλοποίηση είναι ακρότητα.

Δυστυχώς λοιπόν, ακριβώς επειδή έχουμε ταυτίσει την επίδοση με την αξία, τροφοδοτούμε τον αέναο κύκλο της ενδοψυχικής σύγκρουσης σε ατομικό επίπεδο, αλλά και σε κοινωνικό, κι αναφέρομαι στις τυφλές συγκρούσεις, τον διχασμό και τον κοινωνικό αυτοματισμό που βιώνουμε καθημερινά.

Η διαπίστωση ότι το «μέσον σε σχέση προς εμάς δεν είναι ούτε ένα ούτε το ίδιο για όλους» είναι η απόδειξη της υποκειμενικότητας του μέσου, το οποίο και αρμόζει όταν μιλάμε για ανθρώπους και θεωρίες!

Αντικειμενικότητα – Υποκειμενικότητα

Όταν ο Αριστοτέλης μιλά λέγοντας «μέσον σε σχέση προς εμάς δεν είναι ούτε ένα ούτε το ίδιο για όλους» μιλά για την μεσότητα ως υποκειμενική, και επομένως την Αριστεία, αφού η μεσότητα οδηγεί στην Αριστεία!

Την μεσότητα των αντικειμένων, ως «μέσον σε σχέση με το πράγμα» αντικειμενική. ‘Ιδια για όλους. Το μέσον του 10 είναι το 5. Είναι προφανώς παράλογο, να κρίνουμε με αντικειμενικό κριτήριο «το μέσον ως προς τα πράγματα» τον άνθρωπο, να κρίνουμε τον άνθρωπο δηλαδή ως πράγμα!

Παρενθετικά εδώ θέλω να αναφέρω ότι η μεσότητα καταστρατηγήθηκε ως έννοια από λογής λογής ηθικοπλαστικά δόγματα. Ο φιλόσοφος παρακάτω, διαψεύδει εκείνους τους ερμηνευτές του πουριτανισμού, και για μια ακόμη φορά καταδεικνύει τη σημασία των συναισθημάτων για την κατάκτηση της αρετής, όπως έχουν δοθεί από τη φύση, ενώ η αρετή αφορά τη δυνατότητα του ανθρώπου να τα ενσωματώσει, να τα συμπεριλάβει θέτοντάς τα στα όρια της μεσότητας «…κανένας δε μας επαινεί ούτε μας ψέγει κατά τα πάθη» (1105b 5, 35-36) και συνεχίζει «ούτε οι αρετές ούτε οι κακίες είναι πάθη, αφού κανένας δε μας λέει καλούς ή κακούς κατά τα πάθη» (1105b 5, 32-34).

Δεν είμαστε κακοί κι ούτε καλοί είμαστε, επειδή νιώθουμε όπως νιώθουμε.

«Παραδείγματος χάριν μπορεί κανείς να φοβηθεί ή να δείξει θάρρος, να επιθυμήσει, να οργισθεί ή να σπλαχνιστεί, γενικά να νιώσει ευχαρίστηση ή δυσαρέσκεια, και σε μεγαλύτερο και σε μικρότερο βαθμό, και ούτε το ένα ούτε το άλλο από τα δύο αυτά είναι καλό». (1106b 6, 20-23).

Συμπερασματικά από όλα τα μέχρι τώρα λεχθέντα, με ασφάλεια μπορούμε να πούμε ότι η μεσότητα αφορά στο καλό και οι ακρότητες στο κακό. Τα συναισθήματα (πάθη) είναι φυσικά κι ανθρώπινα, και κανένας δεν μας ψέγει κι ούτε μας επαινεί για αυτά. Όταν κάποιος στερείται των συναισθημάτων βρίσκεται στο σημείο της έλλειψης. Κι όταν κάποιος άλλος βιώνει τα συναισθήματα με μεγάλη ένταση βρίσκεται στο σημείο της υπερβολής. Κανείς όμως δεν πρέπει να κρίνει τους ανθρώπους για αυτά που νιώθουν, παρά για αυτά που κάνουν. Αυτό που κρίνεται λοιπόν είναι η συμπεριφορά. Ο άνθρωπος που βρίσκεται στην διαδικασία της μεσότητας, μπορεί να σπλαχνισθεί και να οργιστεί το ίδιο. Οφείλει ωστόσο να έχει επίγνωση των άκρων του, να τα συμπεριλάβει και να τα εντάξει στο πλαίσιο της μεσότητας. Π.χ. Καταλαβαίνω ότι νοιάζεσαι για μένα και θυμώνω όταν σε ακούω να μου λες τι να κάνω. Πχ. Ο τρόπος σου δεν είναι βοηθητικός για μένα κι ας έχεις πρόθεση να με βοηθήσεις.

Η συμπερίληψη, ο συγκερασμός των εσωτερικών αντιθέσεων προϋποθέτει την επίγνωση τους, για να μπορούν να συνθέσουν την μεσότητα.

Ο Σταγειρίτης φιλόσοφος λέει: «να τα αισθανθεί […] όλα αυτά τη στιγμή που πρέπει, σε σχέσει με τα πράγματα που πρέπει, σε σχέσει με τους ανθρώπους που πρέπει, για το λόγο που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει, αυτό είναι κατά κάποιον τρόπο, το μέσον και το άριστο – αυτό το δεύτερο έχει, βέβαια, άμεση σχέση με την αρετή». (1106b 6, 23-25). «Όμοια και στις πράξεις υπάρχει υπερβολή, έλλειψη και μέσον – η αρετή αναφέρεται στα πάθη και στις πράξεις». (1106b 6, 25-27).

Αυτό είναι κατά κάποιον τρόπο, το μέσον. Το μέσον δεν είναι σταθερό, αμετακίνητο κι ορισμένο αφ’ εαυτού. Είναι διαρκώς σε σχέση με, τον άνθρωπο, το πράγμα, την περίσταση, τον τρόπο, που πρέπει. Κι εδώ το πρέπει, οπωσδήποτε δεν αναφέρεται σε κάποιους κανόνες καθωσπρεπισμού αλλά κατά το δέον, που σημαίνει το χρειαζούμενο, το αναγκαίο, το κατάλληλο για την περίσταση!

Η δεοντολογική συμπεριφορά είναι συνυφασμένη με το κοινωνικό, ιστορικό και πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, αλλιώς γίνεται ένα κακέκτυπο, μία κακή απομίμηση που προσπαθεί να μοιάσει σε κάποιο πρότυπο. Κίβδηλη ευγένεια, ας πούμε, απέναντι σε έναν άνθρωπο ή μια κατάσταση που δεν αρμόζει!

Έτσι λοιπόν, δεν μιλούμε για τον κίβδηλο καθωσπρεπισμό που οδηγεί στον ψυχολογικό ακρωτηριασμό των ανθρώπων. Να νιώθουν και να φέρονται με έναν καταναγκαστικό τρόπο ανεξάρτητα από τις συνθήκες οποίες βρίσκονται, αυτό είναι ακρότητα. Δεν μιλούμε για ένα είδος υποταγής της συμπεριφοράς σε νόρμες που απονεκρώνουν τον άνθρωπο από την φύση των συναισθημάτων του. Όταν κάποιος αδικείται, προφανώς και κατάφωρα, η οργή του είναι το μέσον. Όταν κάποιος αντιλαμβάνεται μια κοινωνική αντίληψη που κατά την γνώμη του είναι εσφαλμένη έχει ως κι η υποχρέωση ως πολίτης να την καταδείξει, κι οφείλει ακόμη να αγωνιστεί για την ανατροπή της! Αυτό είναι σωστό και μέσον!

Κατόπιν όλων αυτών ο Αριστοτέλης παραθέτει τον τελικό ορισμό της αρετής, «Η αρετή λοιπόν είναι μια έξη, που α) επιλέγεται ελεύθερα από το άτομο, β) βρίσκεται στο μέσον, στο μέσον όμως το “σε σχέση προς εμάς”· το μέσον αυτό καθορίζεται από τη λογική – πιο συγκεκριμένα, από τη λογική, πιστεύω, που καθορίζει ο φρόνιμος άνθρωπος». (1106b 6, 40 και 1107a 6, 1-2).

Κλείνοντας θέλω να ενσταλάξω την ελπίδα, να σας πω δεν είστε κακοί, μήτε καλοί είστε, είστε απλά άνθρωποι. Κι αν αναρωτιέστε πως θα βαδίσετε στον δρόμο της μεσότητας κι αν σας φαντάζει όλο τούτο ακατόρθωτο, σας ενθαρρύνω να ανακαλύψετε την διαδικασία της ψυχοθεραπείας, κι αν με ρωτάτε πως θα γίνουν όλα αυτά; Ειλικρινά σας λέω, πολλά μπορούμε να πούμε, στα αλήθεια όμως ποτέ δεν μπορώ να σας πω με ακρίβεια, πως.

Γνωρίζω ωστόσο και έχω βαθιά πεποίθηση από την εμπειρία με τους ανθρώπους ότι γίνεται.  Θα κλείσω λοιπόν, με μία φράση του Γαλιλαίου «…κι όμως γυρίζει».

Ένα απόσπασμα από τον «κήπο του Προφήτη» του αξεπέραστου Χαλίλ Γκιμπράν

Μερικοί από εσάς λέγουν, “Η χαρά είναι ανώτερη από τη λύπη” κι άλλοι λένε, “Όχι η λύπη είναι ανώτερη”.

Αλλά εγώ σας λέω, τα δύο αυτά είναι αχώριστα.

Έρχονται πάντα μαζί, κι όταν το ένα κάθεται μόνο του δίπλα σου στο τραπέζι, θυμήσου ότι το άλλο κοιμάται στο κρεββάτι σου.

Πραγματικά, ταλαντεύεστε σαν τους δίσκους της ζυγαριάς ανάμεσα στη λύπη σας και στη χαρά σας.

Και μόνο όταν είστε άδειοι από κάθε φορτίο, είστε ήρεμοι και ισορροπημένοι.

Πηγή: pavloskoutroufinis.gr



Παύλος Κουτρουφίνης: Σχετικά με τον Συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου