Κώστας Μελάς
Είναι γνωστό, παρότι αποκρύβεται επιμελώς, ότι τα μνημονιακά προγράμματα επέφεραν κατάρρευση των επενδύσεων (Ακαθάριστος Σχηματισμός Κεφαλαίου) περίπου κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες με αποτέλεσμα οι επενδύσεις στην Ελλάδα, το 2019, να βρίσκονται στο 11,8% του ΑΕΠ, έναντι περίπου 20,3% του μέσου όρου των χωρών της Ε.Ε. Οι εξελίξεις στο σημαντικότατο αυτό οικονομικό μέγεθος έχουν γίνει πολύ δυσμενείς μετά την κρίση της πανδημίας COVID-19. Όλες οι προβλέψεις –σύμφωνα με τα βασικά σενάρια– δείχνουν για το 2020 μεγάλες μειώσεις, σε τέτοιο βαθμό που η ήδη συρρικνωμένη παραγωγική βάση της ελληνικής οικονομίας, να οδηγείται σε όλο και μεγαλύτερη συρρίκνωση.
Ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της ευρωπαϊκής επιτροπής (Μάιος 2020) αναμένεται να μειωθεί κατά 30,0%. Στο ίδιο ποσοστό κυμαίνονται και οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ. Ενώ σύμφωνα με την έκθεση του ΙΟΒΕ για το δεύτερο τρίμηνο του 2020, η μείωση εκτιμάται ότι θα είναι της τάξεως του 25,0%. Στην περίπτωση επικράτησης δυσμενούς σεναρίου το ύψος της μείωσης μπορεί να ανέλθει και στο 40,0%.
Όμως αυτό που χρειάζεται να υπογραμμισθεί είναι ότι οι επενδύσεις υποχωρούν ήδη για τρία συνεχή τρίμηνα, πριν από την έκρηξη της πανδημίας, αρχής γενομένης από το τρίτο τρίμηνο του 2019. Συγκεκριμένα –σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ– υποχώρησαν ως εξής: γ΄ τρίμηνο 2019 κατά -6,7%, δ΄ τρίμηνο 2019 κατά -5,4% και α΄ τρίμηνο 2020 κατά -3,9%.
Σε αντίθεση με τα προηγούμενα τρίμηνα, η πτώση επενδύσεων το α΄ τρίμηνο του 2020 δεν προήλθε από τη μικρότερη συσσώρευση αποθεμάτων ή τη μείωσή τους έναντι της ίδιας περιόδου του προηγούμενου έτους, δεδομένου ότι αυξήθηκαν στο πρώτο τρίμηνο φέτος, κατά 58 εκατ. ευρώ, στα 381 εκατ. ευρώ.
Η συρρίκνωση των επενδύσεων οφείλεται αποκλειστικά στη μείωση του σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου κατά -6,1%, σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2019, όπου διευρυνόταν κατά 11,3%.
Εκτός του πάγιου κεφαλαίου που κατευθύνθηκαν στις Κατοικίες (αύξηση 22,6%), όλες οι υπόλοιπες κατηγορίες πάγιου κεφαλαίου παρουσίασαν μείωση στο τρίμηνο Ιανουαρίου-Μαρτίου 2020. Ο σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου σε μεταφορικό εξοπλισμό περιορίστηκε ιδιαίτερα έντονα (-44,6%), οι επενδύσεις σε εξοπλισμό Τεχνολογικό Πληροφοριακό Επικοινωνίας (-9,4%) και αυτές σε μηχανολογικό εξοπλισμό (-6,2%), ενώ στην αρχή του 2019 όλες παρουσίαζαν άνοδο, κατά 21,9%, 3,3% και 4,9% αντίστοιχα. Επίσης υποχώρηση σημειώθηκε στις επενδύσεις σε άλλες κατασκευές (-4,0%) και σε αγροτικά προϊόντα (-3,3%).
Βλέπουμε λοιπόν ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια εξέλιξη η οποία προβληματίζει σοβαρά: είναι η επί τρία συνεχή τρίμηνα μείωση των επενδύσεων, κάτι που με απόλυτη βεβαιότητα θα επεκταθεί τουλάχιστον σε έξι συνεχόμενα τρίμηνα, δεδομένου ότι και στα τρία επόμενα τρίμηνα του 2020 θα υπάρξει μείωση των επενδύσεων. Άγνωστο το τι θα συμβεί το 2021.
Ο προβληματισμός είναι έντονος διότι η μείωση των επενδύσεων έχει αρχίσει τρία τρίμηνα πριν από την έλευση της πανδημίας και τούτο παρά τα μέτρα οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης Ν.Δ., τα οποία, όπως η ίδια ισχυριζόταν, θα εκτόξευαν τις επενδύσεις. Ας θυμηθούμε τα μέτρα: υποστήριξη των επιχειρήσεων (μείωση φορολογικού συντελεστή κερδών από 28% σε 24% για τα εισοδήματα του 2019, μείωση προκαταβολής φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων στο 95% του φόρου εισοδήματος του 2018, φορολογικός συντελεστής 10% για τα αγροτικά συνεταιριστικά σχήματα) και των επενδύσεων (νέος επενδυτικός νόμος – ν.4635/2019) και της συνεχούς πιστωτικής επέκτασης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις καθ’ όλο το 2019, γεγονότα τα οποία περιόριζαν σημαντικά την αβεβαιότητα για τα χαρακτηριστικά του οικονομικού περιβάλλοντος και τις δυνατότητες άντλησης επενδυτικών κεφαλαίων. Επίσης ένας ακόμη παράγοντας ο οποίος θεωρούνταν από τη μεριά της κυβέρνησης ότι θα βελτίωνε το επενδυτικό κλίμα ήταν η πλήρης άρση των capital controls από τον Σεπτέμβριο.
Παρά όλες αυτές τις «θετικές»(;) εξελίξεις, η επενδυτική δραστηριότητα δεν παρουσίασε την αναμενόμενη, σταθερά ανοδική τάση. Προφανώς, για τους μη νεοκλασικούς οικονομολόγους η απάντηση είναι αρκετά καθαρή: η βελτίωση των συνθηκών μόνο από τη μεριά της προσφοράς δεν μετατρέπεται αυτομάτως σε βελτίωση της μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Για να κόβει το ψαλίδι χρειάζονται και οι δύο πλευρές του, δηλαδή χρειάζεται και η τόνωση της ζήτησης και μάλιστα από εκεί κάποιος πρέπει να ξεκινήσει την προσπάθεια. Η μείωση των φορολογικών συντελεστών των επιχειρήσεων, εάν δεν υπάρχει διευρυνόμενη ζήτηση, ουσιαστικά μετατρέπεται σε αύξηση των κερδών τους καθώς οι επιχειρήσεις δεν προχωρούν σε μειώσεις των τιμών των παραγόμενων προϊόντων προτιμώντας να διατηρήσουν για τον εαυτό τους τη διαφορά. Τα εμπειρικά στοιχεία από την οικονομική πολιτική του Τραμπ αποτελούν δείγμα γραφής. Μάλιστα η μείωση των φορολογικών συντελεστών δεν συμβάλλει στην αύξηση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων από την οποία έχει πράγματι ανάγκη η ελληνική οικονομία. Η μακροοικονομική πολιτική είναι αρκετά πιο περίπλοκη από τις υποθέσεις των νεοκλασικών οικονομικών.
Σε συνέχεια των παραπάνω θα πρέπει να σημειωθεί, κλείνοντας αυτές τις σκέψεις, ότι υπάρχει επίσης ένα ακόμη σημείο που χρήζει μεγάλης προσοχής: τα μέτρα που είχαν υλοποιηθεί πριν την έξαρση της νέας πανδημίας, ήταν προσανατολισμένα στο σύνολό τους στην προσφορά, αλλά ήταν και «οριζόντια». Δηλαδή αφορούσαν σε όλες τις οικονομικές δραστηριότητες. Επομένως οι αναγκαίες παρεμβάσεις χρειάζεται να έχουν κλαδικό προσανατολισμό ή να αφορούν σε συγκεκριμένες αλυσίδες αξίας, στις οποίες συμμετέχουν συγκεκριμένοι κλάδοι.
* Ο Κώστας Μελάς είναι οικονομολόγος και πανεπιστημιακός
Πηγή: edromos.gr
Κώστας Μελάς: Σχετικά με τον συντάκτη
Είναι γνωστό, παρότι αποκρύβεται επιμελώς, ότι τα μνημονιακά προγράμματα επέφεραν κατάρρευση των επενδύσεων (Ακαθάριστος Σχηματισμός Κεφαλαίου) περίπου κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες με αποτέλεσμα οι επενδύσεις στην Ελλάδα, το 2019, να βρίσκονται στο 11,8% του ΑΕΠ, έναντι περίπου 20,3% του μέσου όρου των χωρών της Ε.Ε. Οι εξελίξεις στο σημαντικότατο αυτό οικονομικό μέγεθος έχουν γίνει πολύ δυσμενείς μετά την κρίση της πανδημίας COVID-19. Όλες οι προβλέψεις –σύμφωνα με τα βασικά σενάρια– δείχνουν για το 2020 μεγάλες μειώσεις, σε τέτοιο βαθμό που η ήδη συρρικνωμένη παραγωγική βάση της ελληνικής οικονομίας, να οδηγείται σε όλο και μεγαλύτερη συρρίκνωση.
Ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της ευρωπαϊκής επιτροπής (Μάιος 2020) αναμένεται να μειωθεί κατά 30,0%. Στο ίδιο ποσοστό κυμαίνονται και οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ. Ενώ σύμφωνα με την έκθεση του ΙΟΒΕ για το δεύτερο τρίμηνο του 2020, η μείωση εκτιμάται ότι θα είναι της τάξεως του 25,0%. Στην περίπτωση επικράτησης δυσμενούς σεναρίου το ύψος της μείωσης μπορεί να ανέλθει και στο 40,0%.
Όμως αυτό που χρειάζεται να υπογραμμισθεί είναι ότι οι επενδύσεις υποχωρούν ήδη για τρία συνεχή τρίμηνα, πριν από την έκρηξη της πανδημίας, αρχής γενομένης από το τρίτο τρίμηνο του 2019. Συγκεκριμένα –σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ– υποχώρησαν ως εξής: γ΄ τρίμηνο 2019 κατά -6,7%, δ΄ τρίμηνο 2019 κατά -5,4% και α΄ τρίμηνο 2020 κατά -3,9%.
Σε αντίθεση με τα προηγούμενα τρίμηνα, η πτώση επενδύσεων το α΄ τρίμηνο του 2020 δεν προήλθε από τη μικρότερη συσσώρευση αποθεμάτων ή τη μείωσή τους έναντι της ίδιας περιόδου του προηγούμενου έτους, δεδομένου ότι αυξήθηκαν στο πρώτο τρίμηνο φέτος, κατά 58 εκατ. ευρώ, στα 381 εκατ. ευρώ.
Η συρρίκνωση των επενδύσεων οφείλεται αποκλειστικά στη μείωση του σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου κατά -6,1%, σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2019, όπου διευρυνόταν κατά 11,3%.
Εκτός του πάγιου κεφαλαίου που κατευθύνθηκαν στις Κατοικίες (αύξηση 22,6%), όλες οι υπόλοιπες κατηγορίες πάγιου κεφαλαίου παρουσίασαν μείωση στο τρίμηνο Ιανουαρίου-Μαρτίου 2020. Ο σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου σε μεταφορικό εξοπλισμό περιορίστηκε ιδιαίτερα έντονα (-44,6%), οι επενδύσεις σε εξοπλισμό Τεχνολογικό Πληροφοριακό Επικοινωνίας (-9,4%) και αυτές σε μηχανολογικό εξοπλισμό (-6,2%), ενώ στην αρχή του 2019 όλες παρουσίαζαν άνοδο, κατά 21,9%, 3,3% και 4,9% αντίστοιχα. Επίσης υποχώρηση σημειώθηκε στις επενδύσεις σε άλλες κατασκευές (-4,0%) και σε αγροτικά προϊόντα (-3,3%).
Μείωση για τρία συνεχή τρίμηνα
Βλέπουμε λοιπόν ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια εξέλιξη η οποία προβληματίζει σοβαρά: είναι η επί τρία συνεχή τρίμηνα μείωση των επενδύσεων, κάτι που με απόλυτη βεβαιότητα θα επεκταθεί τουλάχιστον σε έξι συνεχόμενα τρίμηνα, δεδομένου ότι και στα τρία επόμενα τρίμηνα του 2020 θα υπάρξει μείωση των επενδύσεων. Άγνωστο το τι θα συμβεί το 2021.
Ο προβληματισμός είναι έντονος διότι η μείωση των επενδύσεων έχει αρχίσει τρία τρίμηνα πριν από την έλευση της πανδημίας και τούτο παρά τα μέτρα οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης Ν.Δ., τα οποία, όπως η ίδια ισχυριζόταν, θα εκτόξευαν τις επενδύσεις. Ας θυμηθούμε τα μέτρα: υποστήριξη των επιχειρήσεων (μείωση φορολογικού συντελεστή κερδών από 28% σε 24% για τα εισοδήματα του 2019, μείωση προκαταβολής φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων στο 95% του φόρου εισοδήματος του 2018, φορολογικός συντελεστής 10% για τα αγροτικά συνεταιριστικά σχήματα) και των επενδύσεων (νέος επενδυτικός νόμος – ν.4635/2019) και της συνεχούς πιστωτικής επέκτασης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις καθ’ όλο το 2019, γεγονότα τα οποία περιόριζαν σημαντικά την αβεβαιότητα για τα χαρακτηριστικά του οικονομικού περιβάλλοντος και τις δυνατότητες άντλησης επενδυτικών κεφαλαίων. Επίσης ένας ακόμη παράγοντας ο οποίος θεωρούνταν από τη μεριά της κυβέρνησης ότι θα βελτίωνε το επενδυτικό κλίμα ήταν η πλήρης άρση των capital controls από τον Σεπτέμβριο.
Παρά όλες αυτές τις «θετικές»(;) εξελίξεις, η επενδυτική δραστηριότητα δεν παρουσίασε την αναμενόμενη, σταθερά ανοδική τάση. Προφανώς, για τους μη νεοκλασικούς οικονομολόγους η απάντηση είναι αρκετά καθαρή: η βελτίωση των συνθηκών μόνο από τη μεριά της προσφοράς δεν μετατρέπεται αυτομάτως σε βελτίωση της μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Για να κόβει το ψαλίδι χρειάζονται και οι δύο πλευρές του, δηλαδή χρειάζεται και η τόνωση της ζήτησης και μάλιστα από εκεί κάποιος πρέπει να ξεκινήσει την προσπάθεια. Η μείωση των φορολογικών συντελεστών των επιχειρήσεων, εάν δεν υπάρχει διευρυνόμενη ζήτηση, ουσιαστικά μετατρέπεται σε αύξηση των κερδών τους καθώς οι επιχειρήσεις δεν προχωρούν σε μειώσεις των τιμών των παραγόμενων προϊόντων προτιμώντας να διατηρήσουν για τον εαυτό τους τη διαφορά. Τα εμπειρικά στοιχεία από την οικονομική πολιτική του Τραμπ αποτελούν δείγμα γραφής. Μάλιστα η μείωση των φορολογικών συντελεστών δεν συμβάλλει στην αύξηση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων από την οποία έχει πράγματι ανάγκη η ελληνική οικονομία. Η μακροοικονομική πολιτική είναι αρκετά πιο περίπλοκη από τις υποθέσεις των νεοκλασικών οικονομικών.
Σε συνέχεια των παραπάνω θα πρέπει να σημειωθεί, κλείνοντας αυτές τις σκέψεις, ότι υπάρχει επίσης ένα ακόμη σημείο που χρήζει μεγάλης προσοχής: τα μέτρα που είχαν υλοποιηθεί πριν την έξαρση της νέας πανδημίας, ήταν προσανατολισμένα στο σύνολό τους στην προσφορά, αλλά ήταν και «οριζόντια». Δηλαδή αφορούσαν σε όλες τις οικονομικές δραστηριότητες. Επομένως οι αναγκαίες παρεμβάσεις χρειάζεται να έχουν κλαδικό προσανατολισμό ή να αφορούν σε συγκεκριμένες αλυσίδες αξίας, στις οποίες συμμετέχουν συγκεκριμένοι κλάδοι.
* Ο Κώστας Μελάς είναι οικονομολόγος και πανεπιστημιακός
Πηγή: edromos.gr
Κώστας Μελάς: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου