Οι μεγάλες κοινωνικές εξεγέρσεις αφήνουν το αποτύπωμά τους στην Ιστορία και την Τέχνη, η οποία με την σειρά της γίνεται κοινωνός ιδεών και φορέας της συλλογικής μνήμης.
Η μεγάλη Εξέγερση του Πολυτεχνείου κατά του καθεστώτος της Χούντας των Συνταγματαρχών, άφησε το στίγμα της στις εξελίξεις μετά την πτώση της δικτατορίας και επηρέασε όσο λίγα γεγονότα την κοινωνική, πολιτική αλλά και την πολιτιστική ζωή του τόπου.
Παραθέτουμε μερικά από τα πιο γνωστά ποιήματα για τη νεολαιίστικη εξέγερση του Νοέμβρη:
Γιάννης Ρίτσος - 16 και 17 Νοέμβρη 1973
Ωραία παιδιά, με τα μεγάλα μάτια σαν εκκλησίες χωρίς στασίδια.
Ωραία παιδιά, δικά μας, με τη μεγάλη θλίψη των αντρείων,
Αψήφιστοι, όρθιοι στα προπύλαια, στον πέτρινο αέρα,
Έτοιμο χέρι, έτοιμο μάτι, - πως μεγαλώνει το μπόι, το βήμα και η παλάμη του ανθρώπου;
17 Νοεμβρίου
Βαρειά σιωπή, διάτρητη απ’ τους πυροβολισμούς,
πικρή πολιτεία,
αίμα, φωτιά, η πεσμένη πόρτα, ο καπνός, το ξύδι-
ποιος θα πει: περιμένω απ’ το μέσα μαύρο;
Μικροί σκοινοβάτες με τα μεγάλα παπούτσια
μ΄ έναν επίδεσμο φωτιά στο κούτελο
κόκκινο σύρμα, κόκκινο πουλί,
και το μοναχικό σκυλί στ’ αποκλεισμένα προάστια
ενώ χαράζει η χλωμότερη μέρα πίσω
απ’ τα καπνισμένα αγάλματα
κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή διαλυμένη
στις λεωφόρους.
Πάνω απ’ τα τανκς, μέσα στους σκόρπιους πυροβολισμούς
πώς μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;
Εδώ Πολυτεχνείο – Βασίλης Ρώτας
Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ
Πολυτεχνείο! Εδώ καλώ
βοήθεια, πρόφτασε, λαέ,
βοήθεια, πρόφτασε, λαέ,
σκοτώνουν τα παιδιά σου, οϊμέ!
Τα νιάτα που έστησαν εδώ
του Αγώνα τραγικόν χορό
και τραγουδούν τη Λευτεριά,
σου τα σκοτώνουν τα παιδιά.
Της βίας ο δούλος ο μωρός
δουλέμπορος, φονιάς μιαρός,
σκοτώνει, λαέ, τα τέκνα σου,
τ’ αγόρια, τα κορίτσια σου.
Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ
τα νιάτα σέρνουνε χορό.
Της Επιστήμης τα παιδιά
και τραγουδάν τη Λευτεριά.
Εδώ της νιότης ο άξιος νους,
που χτίζει θέατρα, ναούς,
σκεδιάζει ιδέες και μηχανές
και δένει το αύριο με το χτες,
Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ
μέσα στης τέχνης το ιερό
σκοτώνει η βία τα παιδιά
που τραγουδούν τη Λευτεριά.
Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ
γίνεται ανήκουστο κακό!
Της βίας ο δούλος ο μωρός
του Χάρου μαύρος έμπορος,
σφάζει τα τέκνα του λαού.
τη νιότη, την ελπίδα του,
το άνθος του αύριο, τον καρπό
της τέχνης και της γνώσης, ω!
Εδώ Πολυτεχνείου κραυγή
καλούν το Χρέος κι η Τιμή
Λαέ μας, βοήθα τα παιδιά.
Ο αγώνας για τη Λευτεριά.
Ωραία παιδιά, με τα μεγάλα μάτια σαν εκκλησίες χωρίς στασίδια.
Ωραία παιδιά, δικά μας, με τη μεγάλη θλίψη των αντρείων,
Αψήφιστοι, όρθιοι στα προπύλαια, στον πέτρινο αέρα,
Έτοιμο χέρι, έτοιμο μάτι, - πως μεγαλώνει το μπόι, το βήμα και η παλάμη του ανθρώπου;
17 Νοεμβρίου
Βαρειά σιωπή, διάτρητη απ’ τους πυροβολισμούς,
πικρή πολιτεία,
αίμα, φωτιά, η πεσμένη πόρτα, ο καπνός, το ξύδι-
ποιος θα πει: περιμένω απ’ το μέσα μαύρο;
Μικροί σκοινοβάτες με τα μεγάλα παπούτσια
μ΄ έναν επίδεσμο φωτιά στο κούτελο
κόκκινο σύρμα, κόκκινο πουλί,
και το μοναχικό σκυλί στ’ αποκλεισμένα προάστια
ενώ χαράζει η χλωμότερη μέρα πίσω
απ’ τα καπνισμένα αγάλματα
κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή διαλυμένη
στις λεωφόρους.
Πάνω απ’ τα τανκς, μέσα στους σκόρπιους πυροβολισμούς
πώς μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;
Εδώ Πολυτεχνείο – Βασίλης Ρώτας
Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ
Πολυτεχνείο! Εδώ καλώ
βοήθεια, πρόφτασε, λαέ,
βοήθεια, πρόφτασε, λαέ,
σκοτώνουν τα παιδιά σου, οϊμέ!
Τα νιάτα που έστησαν εδώ
του Αγώνα τραγικόν χορό
και τραγουδούν τη Λευτεριά,
σου τα σκοτώνουν τα παιδιά.
Της βίας ο δούλος ο μωρός
δουλέμπορος, φονιάς μιαρός,
σκοτώνει, λαέ, τα τέκνα σου,
τ’ αγόρια, τα κορίτσια σου.
Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ
τα νιάτα σέρνουνε χορό.
Της Επιστήμης τα παιδιά
και τραγουδάν τη Λευτεριά.
Εδώ της νιότης ο άξιος νους,
που χτίζει θέατρα, ναούς,
σκεδιάζει ιδέες και μηχανές
και δένει το αύριο με το χτες,
Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ
μέσα στης τέχνης το ιερό
σκοτώνει η βία τα παιδιά
που τραγουδούν τη Λευτεριά.
Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ
γίνεται ανήκουστο κακό!
Της βίας ο δούλος ο μωρός
του Χάρου μαύρος έμπορος,
σφάζει τα τέκνα του λαού.
τη νιότη, την ελπίδα του,
το άνθος του αύριο, τον καρπό
της τέχνης και της γνώσης, ω!
Εδώ Πολυτεχνείου κραυγή
καλούν το Χρέος κι η Τιμή
Λαέ μας, βοήθα τα παιδιά.
Ο αγώνας για τη Λευτεριά.
Νικηφόρος Βρεττάκος - Μικρός Τύμβος (17 Νοεμβρίου 1973)
Δίχως τουφέκι και σπαθί, με το ήλιο στο μέτωπο,
υπήρξατε ήρωες και ποιητές μαζί. Είστε το Ποίημα.
Απλώνοντας το χέρι μου δεν φτάνει ως εκεί
που ωραία λουλούδια τις μορφές σας
Λιτανεύει ο αέρας της αρετής. Ω παιδιά μου,
Μπροστά σ’ αυτό το ποίημα μετράει μόνο η σιωπή.
Δίχως τουφέκι και σπαθί, με το ήλιο στο μέτωπο,
υπήρξατε ήρωες και ποιητές μαζί. Είστε το Ποίημα.
Απλώνοντας το χέρι μου δεν φτάνει ως εκεί
που ωραία λουλούδια τις μορφές σας
Λιτανεύει ο αέρας της αρετής. Ω παιδιά μου,
Μπροστά σ’ αυτό το ποίημα μετράει μόνο η σιωπή.
Μανόλης Αναγνωστάκης - Φοβάμαι
Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.
Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.
Φώτος Γιοφύλης - «Εδώ Πολυτεχνείο» - 17 Νοεμβρίου 73
Στον άγιο ήχο της φωνής: «Εδώ Πολυτεχνείο!...»
στο κάλεσμα της νιότης μας, που φέρνει προς το φως
άστραψε σ’ όλες τις ψυχές τ’ άφταστο μεγαλείο
της Λευτεριάς και ξέσπασε κάθε καημός κρυφός!
Τ’ ατράνταχτα τα στήθια σας, παιδιά, γινήκαν κάστρα,
και πάλεψαν σκληρά κι ορθά με τανκς και με πιστόλια
σαν η ψυχή σας έφερνε στον ουρανό και στ’ άστρα
το θρίαμβο της Λευτεριάς, μες σε βροχή από βόλια.
Στα παλληκάρια που’ πεσαν στην άνιση την πάλη
δόξα τούς πρέπει και τιμή μες σε χιλιάδες χρόνια!
Μα και σε σας που ζήσατε, για να χαρείτε πάλι
ολάκαιρη την Λευτεριά, την πάμφωτη κι αιώνια!...
Στον άγιο ήχο της φωνής: «Εδώ Πολυτεχνείο!...»
στο κάλεσμα της νιότης μας, που φέρνει προς το φως
άστραψε σ’ όλες τις ψυχές τ’ άφταστο μεγαλείο
της Λευτεριάς και ξέσπασε κάθε καημός κρυφός!
Τ’ ατράνταχτα τα στήθια σας, παιδιά, γινήκαν κάστρα,
και πάλεψαν σκληρά κι ορθά με τανκς και με πιστόλια
σαν η ψυχή σας έφερνε στον ουρανό και στ’ άστρα
το θρίαμβο της Λευτεριάς, μες σε βροχή από βόλια.
Στα παλληκάρια που’ πεσαν στην άνιση την πάλη
δόξα τούς πρέπει και τιμή μες σε χιλιάδες χρόνια!
Μα και σε σας που ζήσατε, για να χαρείτε πάλι
ολάκαιρη την Λευτεριά, την πάμφωτη κι αιώνια!...
Νίκος Γκάτσος - Κοίτα με στα μάτια
Κοίτα με στα μάτια κι έλα πιο κοντά
άγια μου καρδιά κι αγαπημένη
άκουσα κι απόψε πόρτα να βροντά
πέτρες θα κυλάν οι πεθαμένοι.
Πώ να το ξεχάσω κείνο το παιδί
στο περιβολάκι τ' Άι-Νικόλα
έπινε τον ήλιο σα χλωρό κλαδί
πριν το θυμηθούν τα πολυβόλα.
Κοίτα με στα μάτια και με το σουγιά
πάρε από τη φλέβα μου μελάνι
γράψε τ' όνομά του στην αστροφεγγιά
χέρι φονικό να μην το φτάνει.
Πού είσαι Πέτρο; Πού είσαι Γιάννη;
Στου κάτω κόσμου το σιντριβάνι.
Νεράκι πίνω να λησμονήσω.
Γύρισε πίσω. Γύρισε πίσω.
Αχός βαρύς ακούγεται – Φώντας Λαδής
Αχός βαρύς ακούγεται
κι ερπύστριες κυλάνε.
Πατήσια κι Αμπελόκηποι
καίγονται σα λαμπάδες.
Ξένοι δεν είναι τούτοι εδώ,
ελληνικά μιλάνε.
Όπου μωρό πυροβολούν
όπου γυναίκα ρίχνουν.
Βαρούν ντουφέκια από παντού
βαρούν τα πολυβόλα.
Σφάλουν πορτοπαράθυρα
στο δρόμο κάποιος τρέχει.
Καρδιά για πάψε να χτυπάς
καρδιά που πας να σπάσεις.
Η πόλη τούτη είναι άπαρτη
τα σπίτια είναι δικά μας.
Κοίτα με στα μάτια κι έλα πιο κοντά
άγια μου καρδιά κι αγαπημένη
άκουσα κι απόψε πόρτα να βροντά
πέτρες θα κυλάν οι πεθαμένοι.
Πώ να το ξεχάσω κείνο το παιδί
στο περιβολάκι τ' Άι-Νικόλα
έπινε τον ήλιο σα χλωρό κλαδί
πριν το θυμηθούν τα πολυβόλα.
Κοίτα με στα μάτια και με το σουγιά
πάρε από τη φλέβα μου μελάνι
γράψε τ' όνομά του στην αστροφεγγιά
χέρι φονικό να μην το φτάνει.
Πού είσαι Πέτρο; Πού είσαι Γιάννη;
Στου κάτω κόσμου το σιντριβάνι.
Νεράκι πίνω να λησμονήσω.
Γύρισε πίσω. Γύρισε πίσω.
Αχός βαρύς ακούγεται – Φώντας Λαδής
Αχός βαρύς ακούγεται
κι ερπύστριες κυλάνε.
Πατήσια κι Αμπελόκηποι
καίγονται σα λαμπάδες.
Ξένοι δεν είναι τούτοι εδώ,
ελληνικά μιλάνε.
Όπου μωρό πυροβολούν
όπου γυναίκα ρίχνουν.
Βαρούν ντουφέκια από παντού
βαρούν τα πολυβόλα.
Σφάλουν πορτοπαράθυρα
στο δρόμο κάποιος τρέχει.
Καρδιά για πάψε να χτυπάς
καρδιά που πας να σπάσεις.
Η πόλη τούτη είναι άπαρτη
τα σπίτια είναι δικά μας.
Έκτωρ Κακναβάτος - Κωνικός Νοέμβρης
Αλαλιασμένος έτρεχε πίσω απ’ την εξάτμιση·
Συμμάζωχνε τα πεπτικά του όπως όπως
το παχύ το τυφλό το σιγμοειδές
παρατατικός ταξίαρχος.
Χυμένες κατεπάνω του οι σφήκες σύννεφο
έζεχνε ψοφίμι ο μυελός των επωμίδων
το στομάχι να ξερνά ηγήτορες, το πάγκρεας
πορτοκαλί σιδερικό τινάχτηκε στο βάραθρο,
η φωνή του επάνω στο φεγγάρι ετζακίστη
σκόρπισε κι η χολή φελόνι,
μακρύ συλλείτουργο ίσα κάτω την Τσίμοβα.
Προωθημένος διεθνής ραβδούχος νοικιασμένος
με την ώρα σε κώχευεν ο πόρφυρας
μάτι κρύο έμπυο…μα οι μικρές εκείνες;
εκείνες του νερού που δεν λυγίσανε
που δεν ελύγιζαν ποτέ με την γεωδαισία;
λέω για τις σημαντικές ικτίδες των λαβυρίνθων.
Αλαφρωμένος, τρίχρωμος, τσέπες γεμάτες χελιδόνια
εφηβικά εξανθήματα στύσεις κι άλλα τέτοια
της ευθυβολίας, ομολόγησε πως όχι σπάνια
αυτιάζονταν ελευθερίαν ήτοι αρχαίο κρουστό
οιονοσκόπων· ύστερα χιόνισε όπως θυμάσαι.
Μούμιες ψαριών γελούσανε μες στ’ασπρογάλαζο.
Τέλος πήδησε στο κενό ο θεότρελλος κ’ εχάθη·
κάποτε το ’χε πει: όπου να’ναι ταξιδεύω με χιονοστιβάδες.
Εκείνους τους χρόνους άκουγε : αχ
Ευκαιρία που χάθηκε με την σπληνεκτομή.
Εσύ πηγαίνοντας κατά τα Πατήσια ή ετούτο:
πόσες μέρες ακόμη του μένουνε του ήλιου;
Τα τανκς μεταδοτικά δισύλλαβα άνοιγαν δρόμο
του βροντόσαυρου, καταμεσί οδόφραγμα
κωνικός Νοέμβρης
Μετρούσες, πάλι ακέφαλο έψιλον πετρωμένο ήτα
Το άλφα πολτός από τον φάλαγγα.
Στο στενό τι ήθελες μ’ εκείνη την αφίσσα
εσύ ένας σκύλος σε στάση εμετού;
Σου είπα μη από τα φαρμακεία τους μην περνάς
σου τη στήνουν πάλι ούθε κι αν περάσεις
πρόσεχε πού πατάς πρόσεχε τις πρόκες,
εσένα το λέω με την ουρανομήκη ανεμόσκαλα
φωλιά του πυρετού, ερωδιέ,
με τα βροντώδη τσόκαρα.
Αλαλιασμένος έτρεχε πίσω απ’ την εξάτμιση·
Συμμάζωχνε τα πεπτικά του όπως όπως
το παχύ το τυφλό το σιγμοειδές
παρατατικός ταξίαρχος.
Χυμένες κατεπάνω του οι σφήκες σύννεφο
έζεχνε ψοφίμι ο μυελός των επωμίδων
το στομάχι να ξερνά ηγήτορες, το πάγκρεας
πορτοκαλί σιδερικό τινάχτηκε στο βάραθρο,
η φωνή του επάνω στο φεγγάρι ετζακίστη
σκόρπισε κι η χολή φελόνι,
μακρύ συλλείτουργο ίσα κάτω την Τσίμοβα.
Προωθημένος διεθνής ραβδούχος νοικιασμένος
με την ώρα σε κώχευεν ο πόρφυρας
μάτι κρύο έμπυο…μα οι μικρές εκείνες;
εκείνες του νερού που δεν λυγίσανε
που δεν ελύγιζαν ποτέ με την γεωδαισία;
λέω για τις σημαντικές ικτίδες των λαβυρίνθων.
Αλαφρωμένος, τρίχρωμος, τσέπες γεμάτες χελιδόνια
εφηβικά εξανθήματα στύσεις κι άλλα τέτοια
της ευθυβολίας, ομολόγησε πως όχι σπάνια
αυτιάζονταν ελευθερίαν ήτοι αρχαίο κρουστό
οιονοσκόπων· ύστερα χιόνισε όπως θυμάσαι.
Μούμιες ψαριών γελούσανε μες στ’ασπρογάλαζο.
Τέλος πήδησε στο κενό ο θεότρελλος κ’ εχάθη·
κάποτε το ’χε πει: όπου να’ναι ταξιδεύω με χιονοστιβάδες.
Εκείνους τους χρόνους άκουγε : αχ
Ευκαιρία που χάθηκε με την σπληνεκτομή.
Εσύ πηγαίνοντας κατά τα Πατήσια ή ετούτο:
πόσες μέρες ακόμη του μένουνε του ήλιου;
Τα τανκς μεταδοτικά δισύλλαβα άνοιγαν δρόμο
του βροντόσαυρου, καταμεσί οδόφραγμα
κωνικός Νοέμβρης
Μετρούσες, πάλι ακέφαλο έψιλον πετρωμένο ήτα
Το άλφα πολτός από τον φάλαγγα.
Στο στενό τι ήθελες μ’ εκείνη την αφίσσα
εσύ ένας σκύλος σε στάση εμετού;
Σου είπα μη από τα φαρμακεία τους μην περνάς
σου τη στήνουν πάλι ούθε κι αν περάσεις
πρόσεχε πού πατάς πρόσεχε τις πρόκες,
εσένα το λέω με την ουρανομήκη ανεμόσκαλα
φωλιά του πυρετού, ερωδιέ,
με τα βροντώδη τσόκαρα.
Γιάννης Κοντός - Κίνδυνος στην πόλη
Απόψε δεν γράφονται ποιήματα.
Ο τρελός ξέφυγε μ’ ένα όπλο
και ρίχνει στο ψαχνό.
Όλα τον δείχνουν – αλλά
κανείς δεν βλέπει.
Τρέχω – τρέχουμε.
Σκοντάφτω στον εαυτό μου.
Ο ποιητής παριστάνει
το οπωροφόρο δέντρο για να
γλιτώσει τον ξυλοκόπο.
Γιάννης Κουτσοχέρας - Ο Έφηβος των Αθηνών
Είμαι ο Διομήδης- ο έφηβος των Αθηνών
που έθαψα με της καρδιάς μου το αίμα
την τρανή κραυγή της λευτεριάς
τραγουδώντας την και αποχαιρετώντας.
Απόψε δεν γράφονται ποιήματα.
Ο τρελός ξέφυγε μ’ ένα όπλο
και ρίχνει στο ψαχνό.
Όλα τον δείχνουν – αλλά
κανείς δεν βλέπει.
Τρέχω – τρέχουμε.
Σκοντάφτω στον εαυτό μου.
Ο ποιητής παριστάνει
το οπωροφόρο δέντρο για να
γλιτώσει τον ξυλοκόπο.
Γιάννης Κουτσοχέρας - Ο Έφηβος των Αθηνών
Είμαι ο Διομήδης- ο έφηβος των Αθηνών
που έθαψα με της καρδιάς μου το αίμα
την τρανή κραυγή της λευτεριάς
τραγουδώντας την και αποχαιρετώντας.
Αργύρης Μαρνέρος - Πολυτεχνείο 1979
Είναι ωραίοι οι ανώνυμοι
Καθώς στο πανηγύρι έρχονται
Μ' ένα γαρύφαλλο στο χέρι
Για να τιμήσουν τους νεκρούς
Μα πιο ωραίοι είναι όταν φεύγουν
Κρατώντας στο ίδιο χέρι
Ένα σουβλάκι της ώρας
Πραγματικά ξελιγωμένοι
Από την υπερένταση της συγκίνησης.
Είναι ωραίοι οι ανώνυμοι
Καθώς στο πανηγύρι έρχονται
Μ' ένα γαρύφαλλο στο χέρι
Για να τιμήσουν τους νεκρούς
Μα πιο ωραίοι είναι όταν φεύγουν
Κρατώντας στο ίδιο χέρι
Ένα σουβλάκι της ώρας
Πραγματικά ξελιγωμένοι
Από την υπερένταση της συγκίνησης.
Φαίδρος Μπαρλάς - Εν Έτει 2000
Όταν μεγάλωσε, έμαθε
πως ο πατέρας του
ήταν κι αυτός,
«τη νύχτα εκείνη»,
στο Πολυτεχνείο.
Η θεία του η Λιλή,
ο θείος του ο Μιχάλης,
ήταν κι αυτοί,
«τη νύχτα εκείνη»,
στο Πολυτεχνείο.
Όλοι οι γνωστοί του μπαμπά,
όλες οι γνωστές της μαμάς,
ήταν κι αυτοί,
«τη νύχτα εκείνη»,
στο Πολυτεχνείο…
Τώρα, κάθε πρωί,
καθώς κατηφορίζει την οδό Πατησίων
κι αντικρύζει την καγκελλόπορτα
την κλεισμένη «εις μνήμην».
στριφογυρίζει στο νου του
η ίδια απορία:
«Πώς διάβολο χώρεσαν
όλοι αυτοί εδώ μέσα;…»
Όταν μεγάλωσε, έμαθε
πως ο πατέρας του
ήταν κι αυτός,
«τη νύχτα εκείνη»,
στο Πολυτεχνείο.
Η θεία του η Λιλή,
ο θείος του ο Μιχάλης,
ήταν κι αυτοί,
«τη νύχτα εκείνη»,
στο Πολυτεχνείο.
Όλοι οι γνωστοί του μπαμπά,
όλες οι γνωστές της μαμάς,
ήταν κι αυτοί,
«τη νύχτα εκείνη»,
στο Πολυτεχνείο…
Τώρα, κάθε πρωί,
καθώς κατηφορίζει την οδό Πατησίων
κι αντικρύζει την καγκελλόπορτα
την κλεισμένη «εις μνήμην».
στριφογυρίζει στο νου του
η ίδια απορία:
«Πώς διάβολο χώρεσαν
όλοι αυτοί εδώ μέσα;…»
Λένα Παππά - Στους σκοτωμένους σπουδαστές του Νοεμβρίου
Μάτια κλειδωμένα, χέρια παγωμένα
κείτεται
-δεκοχτώ χρονώ ήτανε δεν ήτανε-
για να έχω εγώ πουλιά-φτερά στα χέρια μου,
και συ στο σπιτάκι σου,
μια γλάστρα με βασιλικό στο πεζουλάκι
και τα παιδιά μας ξένοιαστα να χτίζουνε το μέλλον.
Η μάνα του τον περιμένει και δεν έρχεται,
η άνοιξή του παίζει κα δεν τηνε ξέρει πια.
Στις φλέβες του αίμα σταματημένο και πικρό,
γυαλί σπασμένο ο κόσμος, σωριασμένο πάνω του.
Για να έχω εγώ τον άσπρο μου ύπνο
Και συ γαρίφαλο χαμόγελο στο στόμα σου,
για να ’χουν τα παιδιά μας το δικό τους ήλιο…
Μάτια κλειδωμένα, χέρια παγωμένα
κείτεται
-δεκοχτώ χρονώ ήτανε δεν ήτανε-
για να έχω εγώ πουλιά-φτερά στα χέρια μου,
και συ στο σπιτάκι σου,
μια γλάστρα με βασιλικό στο πεζουλάκι
και τα παιδιά μας ξένοιαστα να χτίζουνε το μέλλον.
Η μάνα του τον περιμένει και δεν έρχεται,
η άνοιξή του παίζει κα δεν τηνε ξέρει πια.
Στις φλέβες του αίμα σταματημένο και πικρό,
γυαλί σπασμένο ο κόσμος, σωριασμένο πάνω του.
Για να έχω εγώ τον άσπρο μου ύπνο
Και συ γαρίφαλο χαμόγελο στο στόμα σου,
για να ’χουν τα παιδιά μας το δικό τους ήλιο…
Γιάννης Πατίλκης - Βεργίνα 1977 μ.Χ
Φίλιππε δεν περίμενα πως θα σε βρίσκανε!
Άκου τα νέα μας λοιπόν
Ο Σάχης της Περσίας υποστήριζε τον Παπαδόπουλο
αλλά στη μάχη του Πολυτεχνείου νίκησαν οι Έλληνες!
Εκεί στην πύλη την πλατειά έγινε ο τάφος του περσισμού
ενώθηκαν όλοι οι καθηγητές με τον Λαό.
Βγάλαμε πάλι την ελευθερία από τον γύψο.
Μας αναγνώρισαν γι’ αυτό οι Σκύθες και οι Τριβαλλοί.
Λουκάς Θεοδωρακόπουλος, Ο εκφωνητής
Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τη φωνή σου
γενναίο παιδί:
Εδώ Πολυτεχνείο!
Εδώ Πολυτεχνείο!
Σας μιλάει ο σταθμός
των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών
των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων!
Είχες βραχνιάσει να μιλάς με τις ώρες
μα πιο πολύ ήταν το πάθος που ράγιζε
το πυρωμένο μέταλλο της φωνής σου
γεμίζοντας τους αιθέρες μ' ανατριχίλες και δάκρυα.
Κι ο πλανταγμένος λαός συσπειρωμένος
μισός στους δρόμους και μισός στα σπίτια
ρουφούσε λαίμαργα το τραύλισμα της λευτεριάς
που σπαρταρούσε μέσα στο στήθος σου
κι αγωνιούσε και παθαίνονταν κι έκανε
προσευχές, Χριστέ μου, να μη σωπάσεις.
Γιατί χρόνια και χρόνια σ' αυτό τον τόπο
είναι στη μοίρα του ν' ακούει αυτό το τραύλισμα
που δεν προφταίνει να γίνει φωνή
που δεν προφταίνει να γίνει φθόγγος
και μουσική αναστάσιμη.
Γιατί χρόνια και χρόνια
στην κρίσιμη στιγμή
τα δολερά χέρια των τυράννων
υπογράφουν το διάταγμα της σιγής σου.
Φίλιππε δεν περίμενα πως θα σε βρίσκανε!
Άκου τα νέα μας λοιπόν
Ο Σάχης της Περσίας υποστήριζε τον Παπαδόπουλο
αλλά στη μάχη του Πολυτεχνείου νίκησαν οι Έλληνες!
Εκεί στην πύλη την πλατειά έγινε ο τάφος του περσισμού
ενώθηκαν όλοι οι καθηγητές με τον Λαό.
Βγάλαμε πάλι την ελευθερία από τον γύψο.
Μας αναγνώρισαν γι’ αυτό οι Σκύθες και οι Τριβαλλοί.
Λουκάς Θεοδωρακόπουλος, Ο εκφωνητής
Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τη φωνή σου
γενναίο παιδί:
Εδώ Πολυτεχνείο!
Εδώ Πολυτεχνείο!
Σας μιλάει ο σταθμός
των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών
των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων!
Είχες βραχνιάσει να μιλάς με τις ώρες
μα πιο πολύ ήταν το πάθος που ράγιζε
το πυρωμένο μέταλλο της φωνής σου
γεμίζοντας τους αιθέρες μ' ανατριχίλες και δάκρυα.
Κι ο πλανταγμένος λαός συσπειρωμένος
μισός στους δρόμους και μισός στα σπίτια
ρουφούσε λαίμαργα το τραύλισμα της λευτεριάς
που σπαρταρούσε μέσα στο στήθος σου
κι αγωνιούσε και παθαίνονταν κι έκανε
προσευχές, Χριστέ μου, να μη σωπάσεις.
Γιατί χρόνια και χρόνια σ' αυτό τον τόπο
είναι στη μοίρα του ν' ακούει αυτό το τραύλισμα
που δεν προφταίνει να γίνει φωνή
που δεν προφταίνει να γίνει φθόγγος
και μουσική αναστάσιμη.
Γιατί χρόνια και χρόνια
στην κρίσιμη στιγμή
τα δολερά χέρια των τυράννων
υπογράφουν το διάταγμα της σιγής σου.
Σπύρος Κατσίμης - Μας ξάφνιασε η νύχτα
Το πρωί διασχίζαμε τους δρόμους
με τα σχολικά μας βιβλία
Τη νύχτα συνεχίζαμε τη ζωή της ημέρας,
φυλάγοντας τον ήλιο. Οι φοιτήτριες
χόρευαν και τραγουδούσαν.
Έτσι μας χαρακτήρισαν συνωμότες.
Στο Μεγάλο Σχολείο μάς ξάφνιασε ηνύχτα
με τόσους βαριά τραυματισμένους γύρω μας,
χωρίς γάζες, οξυγόνο,
χωρίς φάρμακα, γιατρό, ασθενοφόρα.
Μια ριπή πολυβόλου τραυματίζει το φως.
Στα υπνοδωμάτια των παιδικών μας χρόνων
με το εικόνισμα της Παναγιάς ποιός ονειρεύεται
ειρηνικές παρελάσεις;
Μας κυνηγούσαν στα ερημικά πάρκα και τις παρόδους,
γιατί -λέει- θα καίγαμε την πόλη
με τον ήλιο που κρύβαμε.
Από τη συλλογή Οι ρήτορες (Διογένης, 1974).
Στους σκοτωμένους σπουδαστές του Νοεμβρίου – Λένα Παππά
Μάτια κλειδωμένα, χέρια παγωμένα
κείτεται
-δεκοχτώ χρονώ ήτανε δεν ήτανε-
για να έχω εγώ πουλιά-φτερά στα χέρια μου,
και συ στο σπιτάκι σου,
μια γλάστρα με βασιλικό στο πεζουλάκι
και τα παιδιά μας ξένοιαστα να χτίζουνε το μέλλον
Η μάνα του τον περιμένει και δεν έρχεται,
η άνοιξή του παίζει κα δεν τηνε ξέρει πια.
Στις φλέβες του αίμα σταματημένο και πικρό,
γυαλί σπασμένο ο κόσμος, σωριασμένο πάνω του.
Για να έχω εγώ τον άσπρο μου ύπνο
Και συ γαρίφαλο χαμόγελο στο στόμα σου,
για να ‘χουν τα παιδιά μας το δικό τους ήλιο…
Το πρωί διασχίζαμε τους δρόμους
με τα σχολικά μας βιβλία
Τη νύχτα συνεχίζαμε τη ζωή της ημέρας,
φυλάγοντας τον ήλιο. Οι φοιτήτριες
χόρευαν και τραγουδούσαν.
Έτσι μας χαρακτήρισαν συνωμότες.
Στο Μεγάλο Σχολείο μάς ξάφνιασε ηνύχτα
με τόσους βαριά τραυματισμένους γύρω μας,
χωρίς γάζες, οξυγόνο,
χωρίς φάρμακα, γιατρό, ασθενοφόρα.
Μια ριπή πολυβόλου τραυματίζει το φως.
Στα υπνοδωμάτια των παιδικών μας χρόνων
με το εικόνισμα της Παναγιάς ποιός ονειρεύεται
ειρηνικές παρελάσεις;
Μας κυνηγούσαν στα ερημικά πάρκα και τις παρόδους,
γιατί -λέει- θα καίγαμε την πόλη
με τον ήλιο που κρύβαμε.
Από τη συλλογή Οι ρήτορες (Διογένης, 1974).
Στους σκοτωμένους σπουδαστές του Νοεμβρίου – Λένα Παππά
Μάτια κλειδωμένα, χέρια παγωμένα
κείτεται
-δεκοχτώ χρονώ ήτανε δεν ήτανε-
για να έχω εγώ πουλιά-φτερά στα χέρια μου,
και συ στο σπιτάκι σου,
μια γλάστρα με βασιλικό στο πεζουλάκι
και τα παιδιά μας ξένοιαστα να χτίζουνε το μέλλον
Η μάνα του τον περιμένει και δεν έρχεται,
η άνοιξή του παίζει κα δεν τηνε ξέρει πια.
Στις φλέβες του αίμα σταματημένο και πικρό,
γυαλί σπασμένο ο κόσμος, σωριασμένο πάνω του.
Για να έχω εγώ τον άσπρο μου ύπνο
Και συ γαρίφαλο χαμόγελο στο στόμα σου,
για να ‘χουν τα παιδιά μας το δικό τους ήλιο…
Η λευτεριά- Μαίρη Τρανάκα
Η λευτεριά είναι ζωή.
Και είναι η ψυχή του λεύτερου αδέσμευτη
και είναι το πνεύμα του καθάριο και λυτό.
Και είναι σε θέση να
συγκρατεί τον εαυτό του
και όχι να σκύβει δουλικά
στους μισητούς δεσπότες το κεφάλι.
Τη λευτεριά ο άνθρωπος
τη φέρνει μέσα του .
Δε μπαίνει το πνεύμα στη φυλακή.
Δε σαπίζουν οι ιδέες στα σίδερα.
Δεν πιάνεται ο αετός στην αιχμαλωσία,
είναι πάντα λεύτερος,
έτσι γεννιέται κι έτσι πεθαίνει.
Και είναι η ψυχή του λεύτερου αδέσμευτη
και είναι το πνεύμα του καθάριο και λυτό.
Και είναι σε θέση να
συγκρατεί τον εαυτό του
και όχι να σκύβει δουλικά
στους μισητούς δεσπότες το κεφάλι.
Τη λευτεριά ο άνθρωπος
τη φέρνει μέσα του .
Δε μπαίνει το πνεύμα στη φυλακή.
Δε σαπίζουν οι ιδέες στα σίδερα.
Δεν πιάνεται ο αετός στην αιχμαλωσία,
είναι πάντα λεύτερος,
έτσι γεννιέται κι έτσι πεθαίνει.
Αντί στεφάνου – Κοραλία Θεοτοκά
Ποια απάντηση, ποιος χτύπος στο κοιμισμένο στήθος σου αγόρι
γαζωμένο από τις σύγχρονες μηχανές σε σχήμα χελιδονιού
άγγελε με χλωρή γενειάδα κάτω από τις ερπύστριες
συνείδηση βαμμένη στον τοίχο και στις πέτρες
σώπασες τ’ όνομά σου μες στη βοή της λάσπης
περιστέρι μπροστά στα ηλεκτροφόρα σύρματα
με το σύνθημα της δικαιοσύνης στο χώμα.
Με το τραγούδι χαιρετίζω όσους μοχθούν
για τη ζωή, όχι στο χαμό της
για την τροφή, όχι τη στέρηση της
για τη γνώση, με τη γνώση
ενάντια στις αριθμομηχανές των κρεάτων
ενάντια στον οργασμό της κατανάλωσης ενάντια στις τρομερές λυχνίες της
δισχιλιετηρίδας.
Θα ‘ρθει ένας κόσμος χλόης αγόρι
και θα δουλεύουμε στη μοιρασιά των λουλουδιών
Ποια απάντηση, ποιος χτύπος στο κοιμισμένο στήθος σου αγόρι
γαζωμένο από τις σύγχρονες μηχανές σε σχήμα χελιδονιού
άγγελε με χλωρή γενειάδα κάτω από τις ερπύστριες
συνείδηση βαμμένη στον τοίχο και στις πέτρες
σώπασες τ’ όνομά σου μες στη βοή της λάσπης
περιστέρι μπροστά στα ηλεκτροφόρα σύρματα
με το σύνθημα της δικαιοσύνης στο χώμα.
Με το τραγούδι χαιρετίζω όσους μοχθούν
για τη ζωή, όχι στο χαμό της
για την τροφή, όχι τη στέρηση της
για τη γνώση, με τη γνώση
ενάντια στις αριθμομηχανές των κρεάτων
ενάντια στον οργασμό της κατανάλωσης ενάντια στις τρομερές λυχνίες της
δισχιλιετηρίδας.
Θα ‘ρθει ένας κόσμος χλόης αγόρι
και θα δουλεύουμε στη μοιρασιά των λουλουδιών
Το αγόρι και η πόρτα – Γιάννης Ρίτσος
Εκεί που έπεσε
είναι μια κόκκινη λίμνη,
ένα κόκκινο δέντρο,
ένα κόκκινο πουλί.
Σηκώθηκε όρθια
η πεσμένη καγκελόπορτα-
χιλιάδες άλογα.
Λαός καβαλίκεψε.
Κομνηνέ! – φωνάξαμε.
Γύρισε και μας κοίταξε
δε φορούσε επίδεσμο
ούτε στεφάνι. Άσπρα άλογα, κόκκινα άλογα
και μαύρα, πιο μαύρα
– καλπασμός, – η ιστορία
Να προφτάσουμε.
1050 χιλιόκυκλοι (Κωστούλα Μητροπούλου)
Εκεί που έπεσε
είναι μια κόκκινη λίμνη,
ένα κόκκινο δέντρο,
ένα κόκκινο πουλί.
Σηκώθηκε όρθια
η πεσμένη καγκελόπορτα-
χιλιάδες άλογα.
Λαός καβαλίκεψε.
Κομνηνέ! – φωνάξαμε.
Γύρισε και μας κοίταξε
δε φορούσε επίδεσμο
ούτε στεφάνι. Άσπρα άλογα, κόκκινα άλογα
και μαύρα, πιο μαύρα
– καλπασμός, – η ιστορία
Να προφτάσουμε.
1050 χιλιόκυκλοι (Κωστούλα Μητροπούλου)
«Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο!»
Αυτή η φωνή που τρέμει στον αέρα,
δεν σούστειλε ένα μήνυμα μητέρα,
αυτή η φωνή δεν ήτανε του γιού σου,
ήταν φωνές χιλιάδες του λαού σου.
«Εδώ Πολυτεχνείο ,εδώ Πολυτεχνείο!»
Μιλάει ένα κορίτσι κι ένα αγόρι,
εκπέμπουνε τραγούδι μοιρολόι,
χίλιες πενήντα αντένες η λαχτάρα,
σε στόματα μανάδων η κατάρα.
Και τα κορίτσια και τ’ αγόρια που μιλούσαν,
τρεις μέρες και τρεις νύχτες δεν μετρούσαν,
δοκίμαζαν τις λέξεις με αγωνία,
κι αλλάζανε ρυθμό στην ιστορία.
«Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο!»
Γραμμένα μένουν τα ονόματα στο αρχείο,
δεν αναφέρονται οι νεκροί που είναι στο ψυγείο,
λένε πως είναι τέσσερις κι είναι εκατό οι μανάδες,
πρώτα σκοτώθηκε η φωνή και σώπασαν χιλιάδες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου