Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2024

Μάνος Λοΐζος: 42 χρόνια μετά και ο δρόμος έχει ακόμη τη δική του ιστορία

Ελλάδα


Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 1982. Η αποφράδα ημέρα που ο Μάνος Λοΐζος πεθαίνει στα 45 μόλις του χρόνια βυθίζοντας στο πένθος ολόκληρη την Ελλάδα. Ενάμισι μήνα πριν είχε πάει στη Ρωσία, στη Μόσχα, για λόγους ιατρικούς. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και είχε ήδη νοσηλευτεί ένα μήνα. Ένα δεύτερο εγκεφαλικό τον “χτύπησε” στη Μόσχα στις 7 του Σεπτέμβρη. Δέκα ημέρες αργότερα “έφυγε” από τη ζωή.

Στο αεροδρόμιο της Αθήνας τον “περίμεναν” δεκάδες φίλοι κρατώντας κόκκινα τριαντάφυλλα και γαρίφαλα. Ακολούθησε πομπή στο Πρώτο Νεκροταφείο και προσκύνημα. Την επόμενη ετάφη με όλες τις τιμές και με πλήθος κόσμου να τον συνοδεύει με τα τραγούδια του.

«Ο πρόωρος χαμός του αποτελεί τραγωδία σε εθνική διάσταση», δήλωσε ο Μίκης Θεοδωράκης, μόλις πληροφορήθηκε τον θάνατο του Μάνου Λοΐζου. «Για μένα προσωπικά ήταν πιο πολύ από αδελφός, φίλος, συνάδελφος. Ήταν η περηφάνια μου. Γιατί μπόρεσε με ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο κι ένα τραγούδι, να πάει μια πήχη πιο πέρα τον ορίζοντα, συμπλήρωσε ο μεγάλος συνθέτης εκφράζοντας μάλλον το σύνολο των Ελλήνων που βρήκαν παρηγοριά και καταφύγιο στη μουσική του».

«Ο δρόμος σου είχε τη δική του ιστορία. Μια ιστορία σύντομη, μοναδική και μεγάλη. Γραμμένη χαρισματικά, με ήθος δημιουργού και φλέβα προικισμένη. Και δεν ήσουν ακόμα Μάνο μας ούτε 45 χρονών», είπε αποχαιρετώντας τον η υπουργός Πολιτισμού και φίλη του Μελίνα Μερκούρη, εκφράζοντας σπαρακτικά το γενικό αίσθημα για τον πρόωρο χαμό του.

Και η Χαρούλα Αλεξίου, πρόεδρος τότε της Ένωσης Τραγουδιστών Ελλάδας: «Να πας στο καλό Μάνο και σ’ ευχαριστούμε. Σε ευχαριστούμε γιατί ήσουν ο πρώτος που μας πήρε από το χέρι και μας έμαθε να αγωνιζόμαστε για τα δίκαιά μας. Σ’ ευχαριστούμε γιατί μας άφησες τα τραγούδια σου».

Κληρονομιά πολύτιμη…


Άφησε πίσω του μία πολύτιμη κληρονομιά. Τα τραγούδια του. Αυτά που σφράγισαν μία ολόκληρη γενιά και που ακόμη και σήμερα τραγουδιούνται από όλους μας, αυτά που τη 17η Νοεμβρίου πλημμυρίζουν τις τηλεοράσεις, τα ραδιόφωνα και τα σχολεία όλης της χώρας.

“Ο δρόμος”, “Τίποτα δεν πάει χαμένο”, “Η μέρα εκείνη δεν θα αργήσει”, το “Ακορντεόν” και άλλα. Το όνομά του δεν ταυτίστηκε τυχαία με τον αντιδικτατορικό αγώνα -τη νύχτα του Πολυτεχνείου συνελήφθη στο σπίτι του και κρατήθηκε για περίπου 10 ημέρες. Μέσα στην έξαρση της αποχουντοποίησης, τον Δεκέμβρη του 1974, γράφει τον «Μέρμηγκα», ένα τραγούδι- σύμβολο κατά της υποταγής στην εξουσία. Προτιμά μαλιστα να το αφηγηθεί σαν ένα παιδικό παραμύθι, πόσο ευρηματική αυτή του η σύλληψη. Λίγους μήνες πριν είχε κυκλοφορήσει το ελπιδοφόρο «Καλημέρα ήλιε» του ομώνυμου δίσκου… Αρκεί κάποιος να ακούσει τα τραγούδια του και θα καταλάβει ποιος ήταν ο Μάνος Λοΐζος.

Η μεγάλη συναυλία στο ΟΑΚΑ το 1985


Τρία χρόνια μετά τον θάνατό του, στις 13 Σεπτεμβρίου 1985 το Ολυμπιακό Στάδιο κατακλύστηκε από θεατές που παρακολούθησαν την συναυλία – αφιέρωμα στον μεγάλο συνθέτη. Συντελεστές δεν ήταν άλλοι από τραγουδιστές που τον γνώρισαν, τον αγάπησαν και συνεργάστηκαν στενά μαζί του.

Γιώργος Νταλάρας, Χάρις Αλεξίου, Δήμητρα Γαλάνη, Γιάννης Καλατζής και Βασίλης Παπακωνσταντίνου βρέθηκαν μαζί στη σκηνή και τραγούδησαν – μαζί με δεκάδες χιλιάδες θεατές – τα τραγούδια που οι ίδιοι ερμήνευσαν πρώτοι.

“Κι αν είμαι ροκ”, “Ο δρόμος”, “Έχω έναν καφενέ”, “Σ’ ακολουθώ”, “Μη με ρωτάς”, “Ο γέρο νέγρο Τζιμ” και “Καλημέρα ήλιε” ήταν μόνο μερικά από τα τραγούδια που ακούστηκαν εκείνη τη βραδιά σε μια συναυλία που κράτησε 3,5 ώρες και “πλημμύρισε” το στάδιο με συγκίνηση.

Η ζωή του


Ήταν κυπριακής καταγωγής μουσικοσυνθέτης, με σπουδαία προσφορά στο έντεχνο λαϊκό τραγούδι. Γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1937 στο χωριό Άγιοι Βαβατσινιάς της επαρχίας Λάρνακας και ήταν το μοναχοπαιδί του Ανδρέα Λοΐζου και της Δέσποινας Μανάκη.

Η οικογένειά του μετακόμισε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου προς αναζήτηση καλύτερης τύχης, όταν ο ήταν επτά ετών. Αφού αποφοίτησε από το Αβερώφειο Γυμνάσιο το 1955 ήλθε στην Αθήνα με σκοπό να σπουδάσει. Αρχικά γράφτηκε στην Φαρμακευτική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά στις αρχές του 1956 την εγκαταλείπει με σκοπό να φοιτήσει στην Ανωτάτη Εμπορική. Για ένα σύντομο χρονικό διάστημα φοιτά στην Σχολή Βακαλό θέλοντας να σπουδάσει ζωγραφική. Το 1960 εγκαταλείπει τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο και εργάζεται περιστασιακά προκειμένου να επιβιώσει: άλλοτε ως σερβιτόρος, άλλοτε ως γραφίστας σε διαφημιστικές εταιρείες, άλλοτε ως μουσικός σε μπουάτ.

Ήταν ήδη μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Στα τέλη του 1961 αρχές του 1962 συμμετέχει σε μια πρωτοβουλία συγκρότησης του Συλλόγου Φίλων της Ελληνικής Μουσικής Την άνοιξη του 1962 χρησιμοποιείται από τον Μίκη Θεοδωράκη ως διευθυντής της χορωδίας του Συλλόγου Φίλων της Ελληνικής Μουσικής στις παραστάσεις της Όμορφης Πόλης. Την ίδια χρονιά τον νεαρό μουσικό στον Μίμη Πλέσσα, ο οποίος μεσολαβεί στη δισκογραφική εταιρεία Φιντέλιτυ. Το 1962 ηχογραφεί το πρώτο του σαρανταπεντάρι Το τραγούδι του δρόμου σε στίχους Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα και ερμηνεία από τον Γιώργο Μούτσιο.

Το Απρίλιο του 1962 γίνεται ιδρυτικό μέλος και αντιπρόεδρος στο Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής (ΣΦΕΜ), με στόχο τη στήριξη του έργου του Μίκη Θεοδωράκη, αλλά και την προβολή νέων δημιουργών. Στις τάξεις του συλλόγου θα βρεθούν πολύ γρήγορα ο Χρήστος Λεοντής, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Διονύσης Σαββόπουλος, η Μαρία Φαραντούρη, ο Νότης Μαυρουδής, ο Φώντας Λάδης, ο Μάνος Ελευθερίου και πολλοί άλλοι. Αναλαμβάνει τη διεύθυνση της χορωδίας του συλλόγου και με αυτή συμμετέχει το καλοκαίρι στις παραστάσεις της μουσικής επιθεώρησης του Μίκη Θεοδωράκη «Όμορφη Πόλη» που ανεβαίνει με μεγάλη επιτυχία στο Θέατρο Παρκ.



Τον Μάρτιο του 1965 παντρεύεται τη Μάρω Λήμνου, τη μετέπειτα συγγραφέα παιδικών βιβλίων, γνωστή ως Μάρω Λοΐζου και αποκρούν μαζί μία κόρη, τη Μυρσίνη.

Όταν επιβλήθηκε η Χούντα των Συνταγματαρχών έφυγε για την Αγγλία, τον Σεπτέμβριο του 1967, για να επιστρέψει πάλι στην Ελλάδα στις αρχές της επόμενης χρονιάς. Το 1971 γνωρίζει τη δεύτερη σύζυγό του, την ηθοποιό Δώρα Σιτζάνη. Το 1972 θα αποτελέσει ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Μουσικοσυνθετών και Στιχουργών Ελλάδος (ΕΜΣΕ), που συστήνεται για την καταπολέμηση της κασετοπειρατείας και της λογοκρισίας. Μέσα στο ξέφρενο κλίμα της μεταπολίτευσης συμμετέχει στις μεγάλες λαϊκές συναυλίες της εποχής και στο τέλος του 1974 κυκλοφορεί το δίσκο «Τα Τραγούδια του Δρόμου», με όλα εκείνα τα τραγούδια του που είτε είχαν απαγορευτεί τα προηγούμενα χρόνια, είτε δεν τους είχε επιτραπεί η ηχογράφηση από τη λογοκρισία της επταετίας. Την τριετία 1974 – 1977 υπήρξε ένας από τους βασικούς εκφραστές του πολιτικού τραγουδιού.

Το 1978 θα παντρευτεί την ηθοποιό Δώρα Σιτζάνη και την ίδια χρονιά θα γίνει πρόεδρος της Ένωσης Μουσικοσυνθετών και Στιχουργών Ελλάδος.

Συνεργάστηκε με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Φώντα Λάδη και τον Γιάννη Νεγρεπόντη και Δημήτρη Χριστοδούλου στους στίχους και με τους ερμηνευτές Στέλιο Καζαντζίδη, Μαρία Φαραντούρη, Βασίλη Παπακωνσταντίνου, Χάρις Αλεξίου, Γιώργο Νταλάρα, Γιάννη Καλατζή, Δήμητρα Γαλάνη κ.ά. Τελευταίος δίσκος του ήταν τα “Γράμματα στην Αγαπημένη” σε στίχους του Τούρκου ποιητή Ναζίμ Χικμέτ με απόδοση στα ελληνικά του Γιάννη Ρίτσου.

Στις 8 Ιουνίου του 1982 υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και νοσηλεύτηκε για ένα μήνα σε νοσοκομείο. Τον Αύγουστο ταξίδεψε για νοσηλεία στη Μόσχα, όπου στις 7 Σεπτεμβρίου υπέστη δεύτερο εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο Μάνος Λοΐζος έφυγε από τη ζωή δέκα ημέρες αργότερα, στις 17 Σεπτεμβρίου 1982.


Πηγή: news247


Η Σφήκα: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου