Μίλτος Πασχαλίδης
Το ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΑΛΚΗ μου τον ανακοίνωσε ο Οδυσσέας.
Ξύπνησα ένα πρωί, αρχές Δεκέμβρη του 2012, και βρήκα ένα μήνυμά του στο κινητό μου:
"Πέθανε ο Αλκαίος."
Ετσι απλά. Πριν πιω καφέ. Πριν ανάψω το πρώτο πρωινό τσιγάρο.
Δεδομένου ότι την αμέσως προηγούμενη άνοιξη μου είχε στείλει το εξίσου ποιητικά περιγραφικό "Πέθανε ο Μητροπάνος", έχω αποφασίσει στο εξής να πίνω μια γουλιά καφέ και να παίρνω βαθιά ανάσα πριν ανοίξω τα πρωινά μηνύματα του Οδυσσέα...)
Του τηλεφώνησα ακαριαία, ουρλιάζοντας σαν σε παραλήρημα.
"Πώς, ρε, μαλάκα, τι εννοείς πέθανε; Πες μου ότι κάποιος μας κάνει ένα κακό αστείο...Πριν δυο μήνες τον είδα και ήταν μια χαρά, πριν ένα μήνα μιλήσαμε στο τηλέφωνο και δεν μου είπε τίποτα. Πώς έγινε; Έτσι ξαφνικά;"
Αφού προσπάθησε να με καλμάρει, μου εξήγησε.
Ο καρκίνος είχε επιστρέψει καλπάζοντας.
Μέσα σε είκοσι μέρες τον πήρε μαζί του.
"Προχτές με πήρε ο Σωκράτης, του μίλησε και ήταν χάλια, ίσα που έβγαινε η φωνή του. Νόμιζα ότι το ήξερες."
Σκατά. Ούτε αυτό το ήξερα.
Τι στο διάολο ξέρω, τέλος πάντων;
Σωριάστηκα στον καναπέ σκασμένος.
Για πολλή ώρα ήμουν υπό την επήρεια σοκ.
Δεν μπορούσα να σκεφτώ καθαρά, δεν ήξερα με ποιον κοινό γνωστό ήθελα να μοιραστώ τη λύπη μου.
Τελικα ξεκίνησα απ' το πιο δύσκολο τηλεφώνημα.
Πήρα την Ελλη.
Παρόλο που είχαμε χρόνια να μιλήσουμε, με κατάλαβε αμέσως.
Στην αρχή συγκρατήθηκε, στην τρίτη ατάκα δεν άντεξε, έβαλε τα κλάματα. Ήθελα και γω, αλλά όταν τα θέλεις τα άτιμα δεν έρχονται. Αφου ησύχασε λίγο, ψιθύρισε:
"Σαν πουλάκι πέταξε. Είπε μόνο: Κουράστηκα. Και έφυγε με μια ανάσα."
Τα λόγια παρηγοριάς και τα συλλυπητήρια μου φάνηκαν άκαιρα, χωρίς το παραμικρό νόημα.
Ψέλλισα: " Θα τα πούμε, φιλιά στον Γρηγόρη". Και έκλεισα απαλά το ακουστικό.
Σχεδόν αμέσως είδα κλήση του Γιώργου Κάδρου, από Κύπρο.
Το είχε μάθει και ήταν απαρηγόρητος.
Όλη την υπόλοιπη μέρα δε με χωρούσε ο τόπος.
Έπαιζα τάβλι στο ίντερνετ μέχρι που πόνεσαν τα μάτια μου.
Το βράδυ άρχισα να στέλνω μηνύματα.
Πρώτα στον Θάνο.
Πως η ανάγκη γίνεται Ιστορία.
Δεν απάντησε. Λογικό.
Ύστερα δοκίμασα τον Θηβαίο.
Πιο πέρα από τα μάτια.
Απάντησε ακαριαία:
Τελικά, μες στο κλειστό δωμάτιο υπήρχαν όλα...
Στον Νίκο τον Μπογιόπουλο.
Πάντα γελαστοί και γελασμένοι.
Μου απάντησε λιτά:
Μεγάλη απώλεια.
Μετά στον Βασίλη Παπακωνσταντίνου.
Πόσο μελό να γίνω ακόμα για να κολλήσεις πάνω μου;
Ο Βασίλης ήταν ο μόνος που δεν έστειλε μήνυμα, με πήρε τηλέφωνο αμέσως. Ανταλλάξαμε στεναχώριες και ησυχάσαμε.
Τέλος, στον Λαυρέντη.
Το χάλι μου έκανα ιπτάμενο χαλί...
Απάντηση:
Το έμαθα, φιλαράκι, γάμησε τα.
Ο αιώνιος Λάρυ.
Πόσο το είχα ανάγκη το γέλιο εκείνη την ώρα.
Η κηδεία έγινε στην Πάργα.
Δεν πήγα.
Μου φάνηκε προσβλητικό για τον Άλκη να μην έχω πάει όσο ζούσε και να πάω εκείνη ειδικά την μέρα.
Μίλτος Πασχαλίδης, απόσπασμα από το βιβλίο του "Αγύριστο Κεφάλι.... Ο Αλκης Αλκαίος που γνώρισα."
Φυσάει ένας αέρας που σαρώνει
ενθύμια παλιά και φυλακτά
Οι ήρωες το σκάνε απ’ την οθόνη
ξυλάρμενοι τραβανε στ’ ανοιχτα
Πού μας πηγαίνει αυτό το τρεχαντήρι,
δεν ξέρω γέμισε μου το ποτήρι
πού μας πηγαίνει αυτό το τρεχαντήρι,
δεν ξέρω γέμισε μου το ποτήρι
Τα μάρμαρα στο φως αντιφεγγίζουν
σε ποιο ταξίδι σ’ έχω ξαναδεί
τυφλά πουλιά το τζάμι μου ραμφίζουν
το πλένει στα φανάρια ένα παιδί
κι ένας τελάλης σ’ έρημη πλατεία
τριάντα χρόνια ψάχνει την αιτία
Στους δρόμους καβαλάρηδες καλπάζουν
και κυνηγούν τ’ αδέσποτα σκυλιά
και οι νοικοκυραίοι που τρομάζουν,
ξορκίζουν μ’ αγιασμό το σατανά
Δεν είναι εδώ Βαλκάνια, σου το `πα
εδώ είναι παίξε γέλασε και σώπα
δεν είναι εδώ Βαλκάνια, σου το `πα
εδώ είναι παίξε γέλασε και σώπα
Φυσάει ένας αέρας που σαρώνει,
μα εγώ είμ’ ένα τραγούδι αλλοτινό
στου δρόμου το λιοπύρι και το χιόνι
αγύριστο κεφάλι θα γυρνώ
Στα χέρια σου αφήνω το τιμόνι
κι η πιο μεγάλη νύχτα ξημερώνει
Στα χέρια σου αφήνω το τιμόνι
κι η πιο μεγάλη νύχτα ξημερώνει
ενθύμια παλιά και φυλακτά
Οι ήρωες το σκάνε απ’ την οθόνη
ξυλάρμενοι τραβανε στ’ ανοιχτα
Πού μας πηγαίνει αυτό το τρεχαντήρι,
δεν ξέρω γέμισε μου το ποτήρι
πού μας πηγαίνει αυτό το τρεχαντήρι,
δεν ξέρω γέμισε μου το ποτήρι
Τα μάρμαρα στο φως αντιφεγγίζουν
σε ποιο ταξίδι σ’ έχω ξαναδεί
τυφλά πουλιά το τζάμι μου ραμφίζουν
το πλένει στα φανάρια ένα παιδί
κι ένας τελάλης σ’ έρημη πλατεία
τριάντα χρόνια ψάχνει την αιτία
Στους δρόμους καβαλάρηδες καλπάζουν
και κυνηγούν τ’ αδέσποτα σκυλιά
και οι νοικοκυραίοι που τρομάζουν,
ξορκίζουν μ’ αγιασμό το σατανά
Δεν είναι εδώ Βαλκάνια, σου το `πα
εδώ είναι παίξε γέλασε και σώπα
δεν είναι εδώ Βαλκάνια, σου το `πα
εδώ είναι παίξε γέλασε και σώπα
Φυσάει ένας αέρας που σαρώνει,
μα εγώ είμ’ ένα τραγούδι αλλοτινό
στου δρόμου το λιοπύρι και το χιόνι
αγύριστο κεφάλι θα γυρνώ
Στα χέρια σου αφήνω το τιμόνι
κι η πιο μεγάλη νύχτα ξημερώνει
Στα χέρια σου αφήνω το τιμόνι
κι η πιο μεγάλη νύχτα ξημερώνει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου