Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012

ΟΤΑΝ Η ΦΤΩΧΕΙΑ ΜΟΙΡΑΖΕΤΑΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΛΟΥΤΟΣ.

Της Σάνιας Μωραΐτου niki.vikou

Με αφορμή, τα τρία παιδάκια, που κάηκαν χθες, σε χωριό της Καβάλας από πυρκαγιά, σκέφτηκα να μοιραστώ μαζί σας μια πολύ παλιά ιστορία, με αίσιο όμως τέλος

Απέναντι από το νεόκτιστο σπίτι μας, στις παρυφές της πόλης, κοντά στο ρέμα κάτω από το Πανόραμα, υπήρχαν τα καπνοχώραφα του Μεμέτ μπέη και στο βάθος ένα μακρόστενο χαμόσπιτο που κάθε τόσο, σαν από θαύμα γινότανε μεγαλύτερο.

Στο σπίτι αυτό, ζούσε ένα πάμφτωχο ζευγάρι με οκτώ παιδιά. Ο πατέρας είχε ένα κάρο, με ένα ψωράλογο κι έκανε μεταφορές. Η μάνα όλη μέρα στην αυλή, πότε να τρίβει ρούχα στην ξύλινη σκάφη και πότε να πλένει κατσαρολικά.


Πάντα η πρόσοψη του σπιτιού, ήταν κρυμμένη, από τα γεμάτα απλωμένα ρούχα σχοινιά. Βέβαια ούτε λόγος για νερό στο εσωτερικό του σπιτιού και η αλλά τούρκα τουαλέτα έξω, στο πίσω μέρος.

Με τα παιδιά, παίζαμε μαζί, ανάμεσα στα καπνά τους ιππότες, καβαλώντας τα καλαμένια μας άλογα.Θυμάμαι ακόμα την έκπληξή μου, όταν μια μέρα που με έστειλε η μάνα μου να τους πάω ένα μπωλ βαρβάρα, ή βάρβαρα, όπως την λένε οι Ξανθιώτες, είδα το εσωτερικό του σπιτιού. Το δάπεδο από πατημένο χώμα και οι τοίχοι μαύροι από την καπνιά. Πάνω από τον πρόχειρο νεροχύτη όμως, λαμποκοπούσαν τα μαγειρικά σκεύη. Τα έτριβε με τις ώρες η κυρία Μαρίκα με άμμο που πάντα υπήρχε στην αυλή τους, για την επέκταση του σπιτιού πριν από κάθε γέννα.

Εκείνη την χρονιά, το κρύο ήταν ανυπόφορο. Ένας διαλεμένος χιονιάς, που κράτησε αιώνες, είχε καλύψει σχεδόν εξ ολοκλήρου το χαμόσπιτο. Μάταια μέσα από τα χνωτισμένα τζάμια μας, προσπαθούσαμε να διακρίνουμε τους φίλους μας. Μόνον ο Μάγκας το κατάμαυρο σκυλί τους, έβγαινε από καιρό σε καιρό, για να κάνει την ανάγκη του και να χωθεί πάλι μέσα. Ο μαύρος καπνός που έβγαινε πυκνές τούφες - τούφες από την καμινάδα, μαρτυρούσε πως ζούσαν άθρωποι εκεί μέσα.

Παραμονή Χριστουγγένων, γύρω στις δέκα το βράδυ κι ενώ είμασταν καθισμένοι γύρω από την μασίνα κι ακούγαμε με προσήλωση την εορταστική εκπομπή από το ΕΙΡ στα μεσαία κύματα, τρώγοντας ξερά σύκα, ακούστηκαν έξω φωνές και ποδοβολητά, ενώ ταυτόχρονα οι καμπάνες του Άη Βλάση και του Άη Γιώργη χτύπησαν πένθιμα. Τρέξαμε στο παράθυρο. Κόκκινες, τεράστιες φλόγες βγαίνανε από τα ανοίγματα του χαμόσπιτου. Οι γονείς μας, με την γιαγιά Κωσταντίνα πρώτη - μια 65ντάρα νταρντανογυναίκα που το έλεγε η καρδιά της - άρπαξαν κουβάδες και μεγάλες κατσαρόλες κι έτρεξαν προς το σημείο του δράματος. Όλοι οι γείτονες, χριστιανοί και μωαμεθανοί, έκαναν το ίδιο. Μέχρι να έρθει η πυροσβεστική - τρία αυτοκίνητα υπήρχαν όλα κι όλα κι όπως μάθαμε αργότερα εκείνη τη βραδιά πέντε σπίτια άρπαξαν φωτιά -, η πυρκαγιά είχε σβήσει

Σαν πιο μεγάλη - λέμε τώρα - κι από τότε περίεργη, τόσκασα από τα αδέλφια μου κι έτρεξα να δω τι κάνουν οι φίλοι μου. Έφτασα ακριβώς τη στιγμή που σωριαζόταν με εκωφαντικό θόρυβο η κεραμιδοσκεπή.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ την εικόνα. Όλη η οικογένεια, χωρίς παλτό, τα ξυπόλυτα πόδια τους χωμένα στο λασπωμένο, μαύρο από τα νερά της πυρόσβεσης χιόνι, όρθιοι, σφιχτά - σφιχτά ο ένας δίπλα στον άλλο, με την μάνα και τον πατέρα να κρατούν αγκαλιά τα πιο μικρά παιδιά τους, τον Μάγκα στα πόδια τους και τον Ψαρή πίσω τους, να κοιτάζουν με τεράστια παγωμένα μάτια τη σφραγίδα του τέλους που έμπαινε σε όλο τους το βιός, ούτε και το κάρο που ήταν δίπλα στο σπίτι γλύτωσε. Και οι γείτονες ένα γύρω, με τους αδειανούς κουβάδες στα χέρια να τους παραστέκουν βουβοί. Μια εικόνα που βίωσα ξανά, έφηβη πια, όταν είδα στο Ηρώδειο τις Τρωάδες του Ευριπίδη

Κι εκεί, μέσα στην φριχτή σιωπή, ακούστηκε η φωνή του Μεμέτ μπέη. Ήταν ένας κοντούλης παχουλός ηλικιωμένος, ο πιο πλούσιος της γειτονιάς, που το κονάκι του, κλεισμένο γύρω - γύρω από ψηλό τοίχο και μια τεράστια ξύλινη αυλόθυρα, έκανε την παιδική μας φαντασία να οργιάζει. Εκεί μέσα ζούσε με την γυναίκα του και τις οικογένειες των πέντε παντρεμένων παιδιών του.

" Βάι - βάι, θέλημα του Θεού, τι να κάνουμε; Άντε στε τώρα, στο σπίτι μου, θα αρρωστήσετε έτσι που στέκεστε. Άντε Φατμέ, σύρε να φτιάξεις κανένα ζεστό. Φέτος δεν έσπειρα στάρι και η αποθήκη είναι μια χαρά, για να βολευτείτε στην αρχή"

Όσο μιλούσε, είχε πλησιάσει τον πυρόπληκτο, αποσβολωμένο από το κακό που τον βρήκε γείτονα και με το ένα του χέρι τον έσπρωχνε από την πλάτη απαλά, ενώ με το άλλο, κρατούσε το λυτό σχοινί του Ψαρή. Πρώτα ξεκίνησε το άλογο κι αμέσως ακολούθησαν τα αφεντικά.

Εκείνη τη νύχτα, δεν κοιμήθηκε κανείς στη γειτονιά. Ως το χάραμα πηγαίναν κι ερχότανε, άλλος με λίγα ρουχαλάκια, άλλος με μια κουβέρτα, άλλος με κάποιο κατσαρολικό, άλλος με ένα πιάτο κουραμπιέδες, μια μαδημένη κότα που προόριζε για το δικό του τραπέζι.Ούτε ένας τους, για πρώτη φορά οι πιο πολλοί, δεν πήγε στην λειτουργία των Χριστουγέννων. Εκκλησιάστηκαν όλοι τους στο ναό της αγάπης προς τον συνάνθρωπο. Κι ήτανε όλοι τους φτωχοί άνθρωποι, με πλούσια καρδιά όμως.

Μέχρι το μεσημέρι το νέο σπιτικό, ήταν υποτυπωδώς έτοιμο κι ως την άνοιξη με την βοήθεια όλων στην σχόλη τους, ξανακτίστηκε και το καινούριο δικό τους σπίτι, καλύτερο από πρώτα. Τον πατέρα τον πήρε υπάλληλο στο ζαχαροπλαστείο του, ο Μεμέτ κι εκεί δούλευε μέχρι τα 15 μου, που έφυγα εγώ, από την Ξάνθη.