Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΑ

Της Λίλα Μήτσουρα 

Kυρίες και κύριοι, χαιρετώ σας. Χαιρετώ το κράτος που κουμαντάρεται από ανάλγητους πολιτικούς και κατοικείται επίσης από ανάλγητους πολίτες.

Χαιρετώ τα όντα αυτής της χώρας που θέλουν να λέγονται άνθρωποι. Που νομίζουν ότι επειδή τους δόθηκε αυτός ο τίτλος, είναι κιόλας.

Άχου, και πως θέλω να τους χαιρετήσω, όλους αυτούς, ελληνοπρεπέστα και μοναδικά, σηκώνοντας την παλάμη μου και ανοίγοντας όλα μου τα δάχτυλα. Δυστυχώς δεν μου το επιτρέπει η αγωγή μου, γαμώτο!

Είμαι τόσο θυμωμένη,τόσο απογοητευμένη, που θέλω να τα παρατήσω όλα και να την κάνω με ελαφρά βηματάκια προς την πρώτη έξοδο που θα βρω. Να τα φασκελώσω όλα και όλους και να τρέξω μακριά. Μακριά από τους νεοέλληνες ανθρώπους. Και πως κραυγάζουν, στον γραπτό λόγο, που να πάρει και να σηκώσει??

Μεγάλος πρόλογος, μεγάλος θυμός.

Παραλία ειδυλιακή, κάπου στην βόρεια Εύβοια. Νωρίς το απόγευμα. Ένα γέρικο ζευγάρι έρχεται να κάνει μπάνιο. Πιασμένο χέρι χέρι, μπαίνει σε μια θάλασσα γεμάτη πέτρες. (Μην ακούσω τι το ήθελαν!!) Αφού τελειώνουν το μπάνιο τους προσπαθούν να βγούν έξω. Δυστυχώς όμως ο κύριος, γλιστράει στις πέτρες και πέφτει κάτω.

 Ανασκελώνεται μέσα στη θάλασσα και χτυπάει το κεφάλι του.

Η κυρία του, ακόμα στα βαθιά, εμφανώς ταραγμένη, δεν προλάβαινε να βγει να βοηθήσει. Γυρνούσε τα μάτια της, ταραγμένη,γύρω γύρω, γυρεύοντας βοήθεια, φωνάζοντας ταυτόχρονα το όνομα του και ρωτώντας τον αν είναι καλά.

Αυγουστιάτικο απόγευμα,σε μια κατάμεστη παραλία, παρακολουθώ την σκηνή, τρομαγμένη. ΟΥΔΕΙΣ! κανείς, πως το λένε αλλιώς? δεν σηκώθηκε να βοηθήσει, δεν γύρισε την ματιά του, στον ανασκελωμένο κύριο. ΚΑΝΕΙΣ! Ομπρελίτσα, φραπεδάκι, αν και δεν παίζει πολύ αυτός ο καφές τελευταίως.

Γιατί ο φρέντο εσπρέσσο δεν παίζεται μιλάμε.

Αραχτοί στις πετσετούλες μας, τάκα τάκα το μπαλάκι στην ρακέτα, τι γυρεύεις και συ καημένε? Τι το ήθελες να πας να βουτήξεις, γέρος άνθρωπος? Εδώ νέοι άνθρωποι γλιστρούν στις πέτρες, εσύ θα έμενες όρθιος? Ωχ! καημένε, που ήρθες να ταράξεις τις διακοπές μας και την νιρβάνα μας!

Εκεί, λοιπόν, που σκάει το κύμα,πάνω στις γλιστερές πέτρες, έπεσε και τσακίστηκε όλη μας η ανθρωπιά. Γιατί, εμείς όλη τη χρονιά περιμέναμε για αυτές τις ρημαδοδιακοπές. Ευρουλάκι ευρουλάκι τα μαζεύαμε τα λεφτά, για να περάσουμε λίγες μέρες ξέγνοιαστες. Μας ρούφηξαν το αίμα αυτοί οι ανάλγητοι πολιτικοί μας.

Και ένα τυχαίο γεγονός θα μας χαλάσει τώρα, αυτές τις στιγμές?

Ανάλγητοι είπα? Το κύμα έσκασε στην ακτή και τράβηξε μέσα στα βαθειά νερά, ότι ανθρωπιά μας είχε απομείνει. Μάθαμε να μην πονάμε τον διπλανό μας. Μάθαμε να αγαπάμε πολύ τον εαυτό μας. Και τότε γιατί μας ενοχλεί που το κάνουν οι πολιτικοί μας, ακριβώς αυτο?

Έχουμε τελικά ότι μας αξίζει. Ανάλγητοι εμείς, ανάλγητοι αυτοί.

Θαρρώ πως αργεί πολύ αυτή η επανάσταση που φαντάζομουν. Γιατί για να γίνει αυτό χρειάζεται αλληλεγγύη. Πρέπει η μία καρδιά σκύψει πάνω από την άλλη καρδιά που πονάει. Δεν αρκεί ένα θλιμμένο βλέμμα, ένα στιγμιαίο δάκρυ, τόσο όσο για να πείσουμε τους ευατούς μας ότι συμπονάμε τον διπλανό μας.

Η επαναστάση ξεκινά από μέσα μας. Αν καταλάβουμε ότι στην θέση του γεράκου, θα μπορούσε να είναι ο πατέρας μας, ακόμα και μεις οι ίδιοι λίγα χρόνια αργότερα....

Επανάσταση θα γίνει όταν πετάξουμε από πάνω μας τον ωχαδερφισμό μας. Μόνο τότε.

Ως τότε ας ελπίσουμε,ότι ίσως το κύμα ξεβράσει την χαμένη ανθρωπιά μας. Ως τότε, ας ελπίσουμε ότι δεν θα σπάσουμε και μεις τα κεφάλια μας στην απονιά του διπλανού μας. Γιατί κάποια στιγμή φτάνει και η δική μας ώρα να γυρέψουμε βοήθεια. Και δεν θα υπάρχει ούτε ένα χέρι για να μας σηκώσει, από τα γλιστερά βράχια. Ούτε ένα απλωμένο χέρι για βοήθεια δεν θα βρούμε.

Παρά μονάχα αυτό που δώσαμε και μεις.

Την παλάμη σηκωμένη ψηλά και με τα δάχτυλα ανοιχτά. Ελλοπρεπέστατα και μοναδικά. Φασκελώσαμε. Αυτό δώσαμε αυτό παίρνουμε από τους πολιτικούς μας αυτό θα παίρνουμε.

ΧΑΙΡΕΤΩ ΣΑΣ.