Σάββατο 23 Μαΐου 2015

Περί «τρομοκρατίας» και συνέπειας λόγου και έργων

Του Γιάννη Ραχιώτη


Νομοθεσίες για την καταστολή του αντισυστημικού πολιτικού αντιπάλου

Είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα ισχύουν, παράλληλα, δύο «αντιτρομοκρατικοί» νόμοι. Ο πρώτος ψηφίστηκε επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, το 2001, είναι το σημερινό άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα με τίτλο Εγκληματική Οργάνωση. Με αυτόν έγιναν οι δίκες της 17Ν, του ΕΛΑ αλλά και χιλιάδες ποινικές δίκες, αφού χρησιμοποιείται καθημερινά για τη διεύρυνση και επαύξηση του αξιόποινου, με απλά λόγια για να μπαίνουν περισσότεροι στη φυλακή για περισσότερο χρόνο. Με τη διάταξη αυτή δικάζεται σήμερα η ηγεσία της Χρυσής Αυγής.

Ο δεύτερος ψηφίστηκε το 2004 επί κυβέρνησης Ν.Δ., τροποποιήθηκε επί το αυστηρότερο αρκετές φορές και σήμερα αποτελεί το άρθρο 187Α του Ποινικού Κώδικα με τίτλο Τρομοκρατικές Πράξεις. Είναι μεταφορά στο εσωτερικό Δίκαιο μιας αντίστοιχου περιεχομένου «συμφωνίας-πλαίσιο» της Ε.Ε. Με αυτόν γίνονται σήμερα οι δίκες του Επαναστατικού Αγώνα, της Συνωμοσίας των Πυρήνων της Φωτιάς, αρκετών Τούρκων αγωνιστών και κάποιες ποινικές δίκες που η αστυνομία θεωρεί ότι σχετίζονται με πολιτικές δραστηριότητες.

Το ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 7) όπως και τα περισσότερα Συντάγματα μετά τη Γαλλική Επανάσταση, προβλέπουν ότι αντικείμενο ποινικής κύρωσης μπορούν να είναι μόνο πράξεις, έστω στη μορφή της απόπειρας, όχι σκέψεις, επιδιώξεις ή σκοποί. Αντίθετα, κοινό χαρακτηριστικό των αντιτρομοκρατικών νόμων είναι ότι ανάγουν σε αυτοτελές έγκλημα την επιδίωξη, το σκοπό τέλεσης εγκλήματος που ακόμη δεν έχει υλοποιηθεί ούτε καν σε επίπεδο προπαρασκευής.

Ο Αντιτρομοκρατικός του 2001 απαιτούσε τουλάχιστον η βούληση/σκοπός να υπήρχε στο πλαίσιο δομημένης ομάδας με τρία, το ελάχιστο, μέλη. Ο Αντιτρομοκρατικός του 2004 δεν έχει ούτε αυτό τον περιορισμό και επιπλέον αύξησε τις ποινές όλων των βασικών αδικημάτων του ποινικού κώδικα, αν τελέστηκαν με πολιτικό σκοπό, δηλαδή με σκοπό την προσβολή της συνταγματικής τάξης οποιασδήποτε χώρας, ακόμη και δικτατοριών, την προσβολή του οικονομικού ή του πολιτικού συστήματος (=του καπιταλισμού και των πολιτικών του φορέων), την προσβολή οποιουδήποτε διεθνούς οργανισμού ή τον εκφοβισμό κάποιου πληθυσμού χωρίς περαιτέρω προσδιορισμούς. Επιπλέον, δημιούργησε νέες κατηγορίες εγκλημάτων όπως την παροχή «ουσιωδών πληροφοριών» ή παροχή «υλικών μέσων» όταν γίνονται με «σκοπό» την τέλεση εγκλήματος που «έχει σκοπό» την απειλή της κάποιου από τους παραπάνω θεσμούς. Είναι προφανές ότι περιγράφει τον αντισυστημικό πολιτικό αντίπαλο και δεν τιμωρεί απλά την (μη ακόμη εκδηλωμένη) εικαζόμενη βούληση τέλεσης εγκλήματος αλλά και τη βοήθεια σε τρίτον, όταν γίνεται με πρόθεση /βούληση (εικαζόμενη πάντα) υποστήριξης της επίσης μη υλοποιημένης βούλησης του τρίτου.

Είναι σαφές ότι αφήνεται στο δικαστή να διαγνώσει τι έχει στο μυαλό του αυτός που σύρεται ενώπιόν του -στην ακρίβεια να διαγνώσει ποια είναι η κρατική βούληση για τον κατηγορούμενο- και να επιβάλει ποινή για κάτι που ποτέ δεν απέκτησε υπόσταση στον υλικό κόσμο.

Είναι φανερό ότι οι διατάξεις αυτές, πρώτα απ’ όλα, εξασφαλίζουν μεγάλη κατασταλτική ευελιξία. Το Δικαστήριο δεν χρειάζεται να αποδείξει ότι ο κατηγορούμενος έκανε κάποια πράξη. Μπορεί να τον στείλει στη φυλακή ή να επαυξήσει την ποινή κάποιου αδικήματος του κοινού Δικαίου με επίκληση τον εικαζόμενο σκοπό του. Φυσικά η απόδειξη του σκοπού, της μη εξωτερικευμένης βούλησης δεν μπορεί παρά να είναι αυθαίρετη.

Η μεγάλη πλειοψηφία των αριστερών νομικών ήταν και παραμένει αντίθετη στη χρήση της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας, ανεξάρτητα αν πρόκειται για τη δίωξη της Χρυσής Αυγής, αναρχικών, αριστερών ή ποινικών. Οι εγκληματικές πράξεις των μελών της Χρυσής Αυγής, συμπεριλαμβανομένων των ηθικών αυτουργών, είναι επαρκής βάση για την ποινική τους δίωξη. Η χρήση της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας συγκαλύπτει τις προσωπικές ευθύνες για τα συγκεκριμένα εγκλήματα, ιδίως των ηγετικών στελεχών, μετατρέπει τη δίωξη σε φρονηματική και δημιουργεί προϋποθέσεις για την αθώωση των ηγετών, αφού όσο αυθαίρετη και εύκολη είναι η «διάγνωση» των μύχιων εγκληματικών σκοπών κάποιων, άλλο τόσο αυθαίρετη και εύκολη θα είναι ενδεχομένως η «διάγνωση» ότι εν τέλει δεν είχαν «εγκληματικό σκοπό». Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η δίκη που ξεκίνησε πρόσφατα, σχεδιάστηκε από ένα πολύ έμπειρο επιτελείο μιας ακροδεξιάς κυβέρνησης με πασίγνωστους δεσμούς με τη Χρυσή Αυγή.

Η τιμώρηση της πρόθεσης, δηλαδή η τιμώρηση με βάση εικασία, δεν είναι κάτι καινούργιο στο χώρο της δίωξης του αντισυστημικού πολιτικού αντιπάλου. Στον πρώτο αντικομμουνιστικό νόμο που ψηφίστηκε στην Ελλάδα, από την κυβέρνηση Βενιζέλου το 1929, αναφερόταν (άρθρο 1 παράγραφος 1): «Όστις επιδιώκει την εφαρμογήν ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπόν την διά βιαίων μέσων ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού συστήματος ή… ενεργεί υπέρ της εφαρμογής αυτών προσηλυτισμόν, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών».

Το Γ΄ Ψήφισμα του 1946, το βασικό νομοθετικό εργαλείο εξόντωσης των αριστερών στα χρόνια του εμφυλίου, στο άρθρο 1 όριζε: «Όστις θέλων να αποσπάσει εν μέρος του όλου της Επικρατείας, ή να ευκολύνει τα προς τούτο το τέλος τείνοντα σχέδια, …συνώμοσεν ή διήγειρε στάσιν… τιμωρείται με θάνατον». Και στο άρθρο 2: «Όστις καταρτίζει ομάδα επί το σκοπώ όπως προσβάλει διά βίας… τιμωρείται με θάνατον…». Και στα δύο αυτά εμβληματικά νομοθετήματα το πρώτο που τυποποιήθηκε σε αδίκημα ήταν η «επιδίωξη», άσχετα από την υλοποίησή της.

Ο σημερινός υπουργός Δικαιοσύνης με την αρθρογραφία και το συγγραφικό του έργο στο παρελθόν, είχε επανειλημμένα στηλιτεύσει τους αντιτρομοκρατικούς νόμους για την κατάφωρη αντίθεσή τους στην έννοια του κράτους Δικαίου. Όμως, απ’ την ανάληψη των καθηκόντων του επικρατεί στο θέμα αυτό εκκωφαντική σιωπή.

Η κατάργησή τους θα είναι συμβολή στη διατήρηση έστω και ενός ελάχιστου επιπέδου νομικού πολιτισμού, αλλά και στοιχειώδης απόδειξη συνέπειας λόγου και πράξης. Ελπίζουμε να μη συμπεριληφθεί στις απαγορευμένες… μονομερείς ενέργειες.

  Από τον Δρόμο της Αριστεράς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου