Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

Ο αδαής δάσκαλος

Παναγιώτα Ψυχογιού


Ο Γάλλος φιλόσοφος Ζακ Ρανσιέρ, παλιός μαθητής και συνεργάτης του Λουί Αλτουσέρ, είναι γνωστός για το βιβλίο του «Ο αδαής δάσκαλος»(Ο αδαής δάσκαλος· πέντε μαθήματα πνευματικής χειραφέτησης, μτφρ. Δάφνη Μπουνάνου,επιστημονική επιμέλεια: Γ. Κουζέλης, εκδ. Νήσος, 2008, 2015), βασική ιδέα του οποίου είναι ότι «Δάσκαλος είναι αυτός που κρατάει τον ερευνητή στο δρόμο του, σε ένα δρόμο που τον ερευνά συνεχώς μόνος του». «Η εκπαίδευση», γράφει ο Ρανσιέρ, «μοιάζει με την ελευθερία: Δεν χαρίζεται, κατακτάται».

Στο βιβλίο παρουσιάζει την θεωρία του Ζοζέφ Ζακοτό, που προκάλεσε σκάνδαλο στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, όταν υποστήριξε ότι ένας αδαής μπορούσε να διδάξει σε έναν άλλον αδαή κάτι που δεν γνώριζε ο ίδιος. Τάσσεται έτσι υπέρ της διανοητικής ισότητας και αντιπαραθέτει στην κατήχηση ή εξήγηση την πνευματική χειραφέτηση. Υποστηρίζει επίσηςότι μόνο η καθολική μέθοδος οδηγεί στη χειραφέτηση.

Ο Ζοζέφ Ζακοτό, λέκτορας Γαλλικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο της Λουβέν, το 1818, μη γνωρίζοντας φλαμανδικά, κατάφερε να διδάξει στα γαλλικά Φλαμανδούς μαθητές που δεν γνώριζαν γαλλικά. Έδωσε στους φοιτητές του μια δίγλωσση έκδοση του «Τηλέμαχου» του Φενελόν και τους ζήτησε με τη βοήθεια της μετάφρασης να μάθουν το κείμενο. Δεν έδωσε οποιαδήποτε εξήγηση για την ορθογραφία, την κλίση των ρημάτων ή το συντακτικό. Μετά από λίγο καιρό, οι μαθητές ήταν σε θέση, μέσω της παρατήρησης, της σύγκρισης, του συνδυασμού, της σκέψης, της επανάληψης, και της προσωπικής προσπάθειας, όχι μόνο να μιλούν γαλλικά αλλά και να εκφράζουν γραπτώς τις απόψεις τους πάνω σε δύσκολα θεωρητικά θέματα.

Έτσι, ο Ζακοτό, ο πρώτος αδαής δάσκαλος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο μαθητής δεν χρειάζεται απαραίτητα έναν δάσκαλο-κάτοχο της γνώσης να τον καθοδηγεί. Απέδειξε πως ακόμα κι ένας αγράμματος μπορεί, αν θέλει, να διδάξει γράμματα χρησιμοποιώντας τη μέθοδό του, η οποία ονομάστηκε καθολική μέθοδος. Η γνώση, συμπέρανε δεν είναι απαραίτητη στη διδασκαλία, ούτε η εξήγηση απαραίτητη στη μάθηση. Τα αποτελέσματα αυτού του ασυνήθιστου πειράματος παιδαγωγικής τον οδήγησαν στη διαπίστωση ότι όλοι οι άνθρωποι είναι εξίσου νοήμονες αρκεί να επιθυμούν να μάθουν. Βασισμένος σε αυτήν τη διαπίστωση, επινόησε μια φιλοσοφία και μια μέθοδο που ονόμασε πνευματική χειραφέτηση, μια μέθοδο που επιτρέπει, για παράδειγμα, σε αναλφάβητους γονείς να διδάξουν οι ίδιοι τα παιδιά τους.

Το ερώτημα που απασχολεί τον Ρανσιέρ σε σχέση με τα παιδαγωγικά ζητήματα, έχει να κάνει με την ομοιότητα του εκπαιδευτικού μηχανισμού με την κοινωνία εν γένει, η σχέση μεταξύ του μαθητή και των ανθρώπων – με τελεολογικούς όρους – και πως ο αδαής αποκτά γνώση, γίνεται μορφωμένος και τελικά ίσος με τους υπόλοιπους. Ο Αδαής Δάσκαλος εκτρέπει ή υπονομεύει το ζήτημα της ιεραρχίας, οπότε, υπό μία έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για ένα βιβλίο που επιζητά την ισότητα στην εκπαίδευση.

Ο Γάλλος φιλόσοφος επεξεργάζεται και προτείνει μια φιλοσοφία της χειραφέτησης, η οποία αμφισβητεί ριζικά την παραδοσιακή διάκριση ανάμεσα σε διανοητικές πρωτοπορίες που κατέχουν την αλήθεια και σε αμαθή λαό που χρειάζεται πνευματική καθοδήγηση: «Η εξήγηση δεν είναι αναγκαία για τη θεραπεία της ανικανότητας για κατανόηση. Αντίθετα, αυτή η ανικανότητα είναι η θεμελιώδης επινόηση της εξηγητικής σύλληψης του κόσμου. Εκείνος που εξηγεί χρειάζεται τον ανίκανο, όχι το αντίθετο∙ ο εξηγητής καθιστά τον ανίκανο ως τέτοιον»: «Η αρχή της εξήγησης είναι η αρχή της αποβλάκωσης. Η αποβλάκωση συμβαίνει όταν η μια νοημοσύνη εξαρτάται από την άλλη. Πρέπει λοιπόν να αντιστραφεί η μέθοδος του εξηγητικού συστήματος.

Η εξήγηση δεν είναι αναγκαία για τη θεραπεία της ανικανότητας για κατανόηση. Αντίθετα, αυτή η ανικανότητα είναι η θεμελιώδης επινόηση της εξηγητικής σύλληψης του κόσμου... Στόχος της διδασκαλίας είναι η χειραφέτηση, να μπορεί δηλαδή κάθε άνθρωπος να εκτιμήσει τις πνευματικές του ικανότητες και να αποφασίσει να τις αξιοποιήσει». O Ρανσιέρ, ακολουθώντας και προεκτείνοντας το πνεύμα του Ζακοτό, ισχυρίζεται ότι κάθε άνθρωπος μπορεί να αναπτύξει αυτοδύναμα την ικανότητά του για μάθηση, όπως ακριβώς τα μικρά παιδιά αρχίζουν να κατανοούν και να χρησιμοποιούν τη μητρική τους γλώσσα πριν τη διδαχτούν στο σχολείο.

Το ζητούμενο της καθολικής μεθόδου και η προϋπόθεσή της είναι η ισότητα, ενώ το αποτέλεσμά της είναι η πνευματική χειραφέτηση. Οι αρχές στις οποίες στηρίζεται είναι τρεις: Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, κάθε άνθρωπος μπορεί να διδάξει τον εαυτό του και τα πάντα υπάρχουν στα πάντα. Ο συνδυασμός της επιθυμίας για γνώση και της προσοχής είναι αυτό που ονομάζουμε νοημοσύνη και κατά συνέπεια δεν υπάρχει περισσότερη ή λιγότερη ευφυΐα, αλλά διαφορά στην ένταση της επιθυμίας για μάθηση.

Αυτό που απασχολεί επομένως τον Ρανσιέρ είναι η χειραφέτηση: «Να μπορεί κάθε άνθρωπος να αντιληφθεί το μεγαλείο του ανθρώπου, να εκτιμήσει τις πνευματικές του ικανότητες και ν' αποφασίσει πώς θα τις αξιοποιήσει». Δεν αναφέρεται στην απελευθέρωση, αλλά στην χειραφέτηση. Η χειραφέτηση μπορεί να συσχετιστεί με την ατομική συνείδηση και τον αυτοπροσδιορισμό, ενώ η απελευθέρωση με την κοινωνική και ολική έννοια της ελευθερίας, ως μια συλλογική και συγχρόνως ατομική διεκδίκηση. Ο Ρανσιέρ φαίνεται να γνωρίζει ότι το κράτος και οι θεσμοί εκπαιδεύουν αλλά δεν χειραφετούν. Ανοίγουν, δηλαδή, δρόμους, άρα δίνουν κατευθύνσεις, αλλά δεν δίνουν εργαλεία για να ανοίξει το υποκείμενο άλλους δικούς του δρόμους δηλαδή, δεν του δίνουν την προοπτική να παραμείνει υποκείμενο, και άρα ελεύθερο.

Ο Ρανσιέρ βρίσκει στον Ζακοτό την αποτύπωση ενός ριζικού εξισωτισμού, μια πολιτική της ριζικής ισότητας, που αρνείται κάθε ιεραρχία, συμπεριλαμβανομένης και της διανοητικής. Για τον Γάλλο φιλόσοφο, το αίτημα της κοινωνικής χειραφέτησης περνάει μέσα από τη θεμελιώδη παραδοχή της ισότητας, ότι όλοι άνθρωποι είναι εξίσου ικανοί για όλα, συμπεριλαμβανομένης και της χειραφέτησής τους. Αυτό το αντιπαραθέτει σε οποιαδήποτε εκδοχή διαφωτισμού, που προϋποθέτει την παραδοχή μιας διανοητικής ανισότητας. Ο δάσκαλος που στοχεύει στην χειραφέτηση λοιπόν πρέπει να κατευθύνει τα παιδιά σύμφωνα με μια άποψη πνευματικής ισότητας ενώ ο δάσκαλος-εξηγητής θεωρείται υποστηρικτής της ανισότητας.

Σε αυτό το βιβλίο, στόχος του είναι να δείξει ότι ο δάσκαλος πρέπει να μεσολαβεί ώστε να προκαλέσει την πνευματική χειραφέτηση του μαθητή. «Ο δάσκαλος έχει το δικαίωμα να βρίσκεται απλώς στην πόρτα», δεν πρέπει να μεταβιβάζει τις δικές του γιατί τότε ο μαθητής θα είναι συνεχώς εξαρτημένος από τις εξηγήσεις του δασκάλου και η σχέση τους θα δομείται σε μια καταστατική ανισότητα. Θα είναι σχέση χειραγώγησης και «όποιος διδάσκει χωρίς να χειραφετεί αποβλακώνει». Σε αυτό το πλαίσιο ο Ρανσιέρ επιμένει και στη δυνατότητα ενός κομμουνισμού θεμελιωμένου πάνω στην ιδέα της αυτοχειραφέτησης, στη δυνατότητα «οι καταπιεσμένοι να είναι οι ίδιοι τα υποκείμενα της απελευθέρωσής τους».

Αυτή την εμμονή στην παραδοχή της ισότητας ως αφετηρίας την αντιπαραθέτει στον τρόπο που κατά τη γνώμη του ο μαρξισμός έτεινε να υιοθετεί την αντίληψη ότι «οι κυριαρχούμενοι είναι ανίκανοι και υπάρχει η αναγκαιότητα να αναδιαπαιδαγωγηθούν». Η ισότητα πρέπει να θεωρείται αφετηρία της πολιτικής της χειραφέτησης και όχι κατάληξή της. Υπενθυμίζει με αυτό τον τρόπο ότι η χειραφέτηση δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως «κοινωνική μηχανική» ή ως διαπαιδαγώγηση από κάποια φωτισμένη πρωτοπορία, αλλά θα πρέπει να ξεκινά από τη θεμελιώδη παραδοχή ότι τα υποκείμενα που πρέπει να χειραφετηθούν έχουν την πραγματική ικανότητα να οργανώσουν τη ζωή τους και να μάθουν χωρίς τη μεσολάβηση σχέσεων εξαναγκασμού.

ArtiNews

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου