Της Ελένης Πριόβολου
Και ανοίγω τα μάτια! Ο ίδιος εφιάλτης. Ουρές προσφύγων –αδιέξοδες πορείες-, ουρές πεινασμένων στα συσσίτια, ουρές αστέγων κατά μήκος της οδού Ερμού- στη διαδρομή προς το Θησείο- ουρές ανέργων στα γραφεία ευρέσεως εργασίας, ουρές ανήμπορων να πληρώσουν, στα γκισέ. Ουρές ή συστάδες ανθρωπίνων ερειπίων της εξελιγμένης καπιταλιστικής κοινωνίας.
Ένας νεαρός, χαμένος μέσα στα πολλαπλά δέρματα της απλυσιάς, ταΐζει την ανάπηρη- σύντροφό του;- Ίσως. Ίσως πάλι να πρόκειται για δυο αλληλέγγυους αστέγους που μπορεί να ερωτεύτηκαν στην πορεία. Εκείνη τρώει με λίμα αυτό που της προσφέρει ο άντρας μέσα από ένα κουπάκι. Αδιευκρίνιστο αν πρόκειται για ρύζι ή πουρέ. Οι περαστικοί απομακρύνονται με μια αίσθηση λυπημένης σιχασιάς.
Όμως εγώ αποφάσισα να μην αφεθώ στη θλίψη. Σήμερα είμαι αποφασισμένη να τονίσω τα καλά επειδή νιώθω την παράξενη δύναμη της ζωής να μου μιλάει για τα ωραία.
Ένα σχολείο της Δραπετσώνας αντί άλλης εκδρομής κατέβηκε στο λιμάνι του Πειραιά. Μαθητές και εκπαιδευτικοί ευαισθητοποιημένοι, συγχρωτίστηκαν με τους πρόσφυγες. Ζωγράφισαν, τραγούδησαν και έπαιξαν με τα προσφυγόπουλα. Έγιναν όλοι μια αγκαλιά, εκεί έξω από την πύλη Ε1.
Το Α γυμνάσιο του Ασπρόπυργου ήρθε στο κέντρο των Αθηνών για να επισκεφτούν οι μαθητές τα βιβλιοπωλεία και να μάθουν να διαλέγουν βιβλία με την βοήθεια των καθηγητών τους. Τους συνάντησα στο βιβλιοπωλείο «Επί Λέξει» και διαπίστωσα για μια ακόμη φορά, πως καθήκον όλων είναι να εμπνέουμε διαρκώς τους νέους. Εμείς ευθυνόμαστε όταν καταφεύγουν στη μοναξιά της οθόνης και των κουμπιών.
Λέσχες ανάγνωσης-στην πλειοψηφία γυναικών-σε κάθε γωνιά της χώρας πασχίζουν να αναδείξουν τα βιβλία πρωτίστως ως αγαθό.
Το θέατρο και το σινεμά, ανθούν και οι αίθουσες γεμίζουν.
Μέσα από τις προσωπικές μου αναγνώσεις ταξίδεψα στο επίσης ζοφερό παρελθόν. Στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής. Και εκεί η ζωή έβρισκε τον τρόπο να ανθεί μέσα στο ζόφο και το θάνατο. Η τέχνη εναγωνίως πάσχιζε να εγείρει, να παρηγορήσει, να αφυπνίσει να αναστήσει.
Αναλαμβάνω την προσωπική μου ευθύνη και σιγοτραγουδάω καθώς οδοιπορώ στους δρόμους της Αθήνας.
« Ε, το λοιπόν, ότι και να είναι τ’ άστρα,
εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω.
Για μένα, το λοιπόν, το πιο εκπληκτικό,
πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο,
είναι ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει,
είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε.
Ρ-Ρ
Και ανοίγω τα μάτια! Ο ίδιος εφιάλτης. Ουρές προσφύγων –αδιέξοδες πορείες-, ουρές πεινασμένων στα συσσίτια, ουρές αστέγων κατά μήκος της οδού Ερμού- στη διαδρομή προς το Θησείο- ουρές ανέργων στα γραφεία ευρέσεως εργασίας, ουρές ανήμπορων να πληρώσουν, στα γκισέ. Ουρές ή συστάδες ανθρωπίνων ερειπίων της εξελιγμένης καπιταλιστικής κοινωνίας.
Ένας νεαρός, χαμένος μέσα στα πολλαπλά δέρματα της απλυσιάς, ταΐζει την ανάπηρη- σύντροφό του;- Ίσως. Ίσως πάλι να πρόκειται για δυο αλληλέγγυους αστέγους που μπορεί να ερωτεύτηκαν στην πορεία. Εκείνη τρώει με λίμα αυτό που της προσφέρει ο άντρας μέσα από ένα κουπάκι. Αδιευκρίνιστο αν πρόκειται για ρύζι ή πουρέ. Οι περαστικοί απομακρύνονται με μια αίσθηση λυπημένης σιχασιάς.
Όμως εγώ αποφάσισα να μην αφεθώ στη θλίψη. Σήμερα είμαι αποφασισμένη να τονίσω τα καλά επειδή νιώθω την παράξενη δύναμη της ζωής να μου μιλάει για τα ωραία.
Ένα σχολείο της Δραπετσώνας αντί άλλης εκδρομής κατέβηκε στο λιμάνι του Πειραιά. Μαθητές και εκπαιδευτικοί ευαισθητοποιημένοι, συγχρωτίστηκαν με τους πρόσφυγες. Ζωγράφισαν, τραγούδησαν και έπαιξαν με τα προσφυγόπουλα. Έγιναν όλοι μια αγκαλιά, εκεί έξω από την πύλη Ε1.
Το Α γυμνάσιο του Ασπρόπυργου ήρθε στο κέντρο των Αθηνών για να επισκεφτούν οι μαθητές τα βιβλιοπωλεία και να μάθουν να διαλέγουν βιβλία με την βοήθεια των καθηγητών τους. Τους συνάντησα στο βιβλιοπωλείο «Επί Λέξει» και διαπίστωσα για μια ακόμη φορά, πως καθήκον όλων είναι να εμπνέουμε διαρκώς τους νέους. Εμείς ευθυνόμαστε όταν καταφεύγουν στη μοναξιά της οθόνης και των κουμπιών.
Λέσχες ανάγνωσης-στην πλειοψηφία γυναικών-σε κάθε γωνιά της χώρας πασχίζουν να αναδείξουν τα βιβλία πρωτίστως ως αγαθό.
Το θέατρο και το σινεμά, ανθούν και οι αίθουσες γεμίζουν.
Μέσα από τις προσωπικές μου αναγνώσεις ταξίδεψα στο επίσης ζοφερό παρελθόν. Στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής. Και εκεί η ζωή έβρισκε τον τρόπο να ανθεί μέσα στο ζόφο και το θάνατο. Η τέχνη εναγωνίως πάσχιζε να εγείρει, να παρηγορήσει, να αφυπνίσει να αναστήσει.
Αναλαμβάνω την προσωπική μου ευθύνη και σιγοτραγουδάω καθώς οδοιπορώ στους δρόμους της Αθήνας.
« Ε, το λοιπόν, ότι και να είναι τ’ άστρα,
εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω.
Για μένα, το λοιπόν, το πιο εκπληκτικό,
πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο,
είναι ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει,
είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε.
Ρ-Ρ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου