Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Με τα δεδομένα που έχουν δημιουργήσει η απεργιακή κινητοποίηση της Πέμπτης και οι συνεχόμενες κινητοποιήσεις αγροτών και επαγγελματιών, δεν είναι ανέκδοτο πλέον: το βασικό επίτευγμα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ είναι ότι καταφέρνει να συσπειρώσει απέναντί της ένα ευρύτατο άθροισμα ετερόκλητων κοινωνικών στρωμάτων. Είναι ακόμη «άθροισμα», δεν είναι συσπείρωση ή μέτωπο, αλλά σε κάθε περίπτωση σηματοδοτεί μια διαδικασία ταχείας φθοράς και αποκαλύπτει τα αδιέξοδα και τις ψευδαισθήσεις περί «δικαιότερης και χρηστής διαχείρισης του μνημονίου».
Το γεγονός ότι στο άθροισμα των κοινωνικών αντιδράσεων συνυπάρχουν στρώματα που έκαναν το μεγάλο άλμα του «όχι» τον περασμένο Ιούλιο με εκείνα που τα έδωσαν όλα υπέρ του «ναι» -στρώματα που σε μεγάλο βαθμό είναι και ταξικά ετερόκλητα- δημιουργεί δυναμικές ανοικτές σε δύο ενδεχόμενα: το ένα είναι μια νέα ριζοσπαστική στροφή της κοινωνικής πλειοψηφίας, που έχει την ευκαιρία να αντιληφθεί ότι αυτό που χαρακτηρίστηκε «αναγκαστική συνθηκολόγηση» με τους δανειστές δεν αφήνει κανένα περιθώριο ανάσας στη χώρα και στην κοινωνία. Αυτό, φυσικά, προϋποθέτει ότι υπάρχει πολιτική δεξαμενή με ριζοσπαστικό σχέδιο, έτοιμη να αναλάβει όλα τα ρίσκα του, συμπεριλαμβανομένης της εξόδου από το «ιερό» ευρώ. Το δεύτερο -και ισχυρότερο- ενδεχόμενο είναι μια συντηρητική αναδίπλωση της κοινωνικής πλειοψηφίας που θα πριμοδοτεί ένα πιο νεοφιλελεύθερο σχέδιο διαχείρισης του μνημονίου, το οποίο προφανέστατα επεξεργάζεται η ανασυγκροτούμενη υπό τον Κυρ. Μητσοτάκη Ν.Δ., και το οποίο ευνοούν τώρα επιχειρηματικά και άλλα λόμπι.
Έτσι, σε περίπτωση που η διαδικασία αξιολόγησης παραταθεί πολύ και τα μέτωπα της κυβέρνησης με ποικίλα στρώματα μείνουν ανοικτά, μια προσφυγή στις κάλπες είναι εξαιρετικά δύσκολο να δώσει τρίτη ευκαιρία στον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι σενάριο που επιθυμεί διακαώς σε αυτή τη φάση η Ν.Δ., αλλά δεν είναι και σε θέση να το αποτρέψει.
Πώς βλέπουν οι δανειστές την πρώτη αναμέτρηση της κυβέρνησης με μεγάλες κοινωνικές ομάδες; Ρισκάρουν μια ακόμη εκλογική περιπέτεια; Θεωρητικά, όχι. Η έκταση και ένταση των προβλημάτων που διατρέχουν ειδικά την Ευρώπη -Προσφυγικό, Brexit, κίνδυνος διάλυσης της Σένγκεν, αναποτελεσματικότητα του «μπαζούκα» της ΕΚΤ, ενδεχόμενο νέας κρίσης στην Ευρωζώνη- δεν επιτρέπουν στους δανειστές ρίσκα πολιτικής αποσταθεροποίησης. Όμως, όπως έχουν κάνει και με όλες τις προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις- και κανείς δεν μπορεί να τους κατηγορήσει για μεροληψία σ’ αυτό-, προσέρχονται στην αξιολόγηση με το νεοφιλελεύθερο manual του μνημονίου και δεν συζητούν τίποτα πέρα απ’ αυτό.
Αυτό αποδείχθηκε στην πρώτη, αναγνωριστική εβδομάδα επαφών της κυβέρνησης με τους επικεφαλής του κουαρτέτου. Όχι μόνο αμφισβήτησαν τη δημοσιονομική αποτελεσματικότητα του ασφαλιστικού σχεδίου της κυβέρνησης, απαιτώντας βαθύτερες περικοπές στις συντάξεις για να επιτευχθεί η μείωση της δαπάνης κατά 1,8 δισ., αλλά πρόσθεσαν στην ατζέντα της πρώτης αξιολόγησης το φορολογικό, για πρόσθετα έσοδα σχεδόν 300 εκατ. ευρώ, και την «αναμόρφωση» της προνοιακής πολιτικής, με περικοπή δαπάνης ύψους 900 εκατ. και υποκατάστασή της από την εφαρμογή του νεοφιλελεύθερης πνοής «ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος». Η κυβέρνηση προσπάθησε να δείξει ανακλαστικά, παρουσιάζοντας σχέδιο αναμόρφωσης της φορολογικής κλίμακας με ανώτατο συντελεστή 50%, αλλά κι αυτό είχε την τύχη του Ασφαλιστικού. Αμφισβητείται από τους εκπροσώπους των δανειστών και στη φιλοσοφία του και στη λογιστική του.
Συν τοις άλλοις, η έκθεση της Κομισιόν με τις χειμερινές προβλέψεις της, προσγείωσε μεν τις εκτιμήσεις για την υφεσιακή επίδραση των capital controls σε μηδενική ανάπτυξη για το 2015 και ύφεση 0,7% για φέτος, αλλά υπενθύμισε το μεγάλο βάρος των πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων που απαιτούνται για να καλυφθούν τα συμφωνημένα πρωτογενή πλεονάσματα: 0,5% του ΑΕΠ φέτος, 1,75% το 2017, 3,5% το 2018. Η Κομισιόν δεν προσδιορίζει το ύψος των μέτρων που απαιτούνται για να επιτευχθούν τα πλεονάσματα αυτά, αλλά από τη σύνθεσή τους προκύπτει ένα ποσό περίπου 4,3 δισ. ευρώ που πρέπει να αντιστοιχηθεί σε μέτρα για την τριετία. Στην καλύτερη περίπτωση, αν γίνει αποδεκτός ο κυβερνητικός ισχυρισμός για πλεόνασμα 0,4% αντί ελλείμματος το 2015, το δημοσιονομικό κενό της τριετίας περιορίζεται στα 3,5 δισ. ευρώ. Κι αυτό πρέπει να αποτυπωθεί με μέτρα στο Μεσοπρόθεσμο 2016-2018 (η 2019).
Γι’ αυτήν την αναφορά της Κομισιόν τα κυβερνητικά στελέχη δηλώνουν έκπληκτα («δεν μας έχει τεθεί ζήτημα πρόσθετων μέτρων», δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών). Ωστόσο, το Μεσοπρόθεσμο είναι δέσμευση δεδομένη και είναι τόσο μνημονιακή όσο και «ευρωζωνική».
Στην πολιτική διελκυστίνδα πρόσθεσε το βάρος της και η Λαγκάρντ, ξεκαθαρίζοντας δημόσια με τον πιο σαφή τρόπο πώς το ΔΝΤ εννοεί τη διασύνδεση Ασφαλιστικού και χρέους. Η επικεφαλής του Ταμείου δεν είπε τίποτα καινούργιο – παρά τις εκκωφαντικές αναγγελίες μερικών ΜΜΕ περί «βόμβας Λαγκάρντ». Τη συνάρτηση Ασφαλιστικού και χρέους την έχει εξηγήσει ήδη από τον περασμένο Οκτώβριο στην ηγεσία του υπουργείου Εργασίας (σε συνάντηση στο περιθώριο της συνόδου του ΔΝΤ στο Περού), την έθιξε ξανά προ τριών εβδομάδων (βλέπε δημοσίευμα Δρόμου, 16/01/2016. «Γρίφος η συμμετοχή του ΔΝΤ»). Η διαφορά είναι στο timing.
Πρώτον, γιατί η Λαγκάρντ είναι πια επίσημα υποψήφια για δεύτερη θητεία στο ΔΝΤ και, δεύτερον, γιατί έχει ξεκινήσει η αξιολόγηση, με άγνωστη ημερομηνία λήξης. Τι είπε, λοιπόν, η Λαγκάρντ; Απευθυνόμενη τόσο στην κυβέρνηση όσο και στους εταίρους της στο κουαρτέτο δήλωσε ότι «όσο λιγότερο βαθιά είναι η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού τόσο μεγαλύτερη αναγκαστικά θα πρέπει να είναι η μείωση του χρέους από την πλευρά των Ευρωπαίων». Και με δεδομένο ότι οι Ευρωπαίοι θέλουν όσο πιο ήπια ελάφρυνση χρέους γίνεται, το μήνυμά της είναι σαφές: «Αν δεν θέλετε να βάλετε βαθιά το χέρι στην τσέπη, θα συνταχθείτε με τις σκληρές μας θέσεις για το Ασφαλιστικό».
Κατά κάποιο τρόπο η επικεφαλής του ΔΝΤ έθεσε στους Ευρωπαίους δανειστές όχι μόνο ένα οικονομικό, αλλά και ένα πολιτικό δίλημμα ως προς τη στάση τους έναντι της ελληνικής κυβέρνησης. Μια και η απάντησή τους στη συνάρτηση Ασφαλιστικού-χρέους καθορίζει όχι μόνο τη διάρκεια της αξιολόγησης, αλλά και το αν θα οδηγήσουν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ σε πολιτική δοκιμασία ή θα της δώσουν «τράτο χρόνου».
Πάντως, ούτε οι συναντήσεις Τσίπρα στο Λονδίνο (με Μέρκελ, Κάμερον κ.λπ.) ούτε η συνεδρίαση το EuroWorkingGroup την Πέμπτη πρόσθεσαν κάτι στην εικόνα για τις πολιτικές προθέσεις των δανειστών. Παρά τις «ευχές» για γρήγορη αξιολόγηση, το χρονοδιάγραμμά της παραμένει εντελώς ανοικτό. Οι επικεφαλής του κουαρτέτου έφυγαν την Παρασκευή από την Αθήνα, έχοντας ουσιαστικά αποδομήσει σε μεγάλο βαθμό τον κυβερνητικό σχεδιασμό για το Ασφαλιστικό. Η Μέρκελ παρέπεμψε στους «θεσμούς» κι αυτοί θα πουν την επόμενη λέξη τους την Πέμπτη (11/2), στην προγραμματισμένη συνεδρίαση του Eurogroup. Από τη στάση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης εκεί θα φανεί αν και πότε θα ξαναέλθουν οι επικεφαλής του κουαρτέτου στην Αθήνα για να συνεχιστεί η διαδικασία αξιολόγησης. Ενδείξεις που να στηρίζουν την αισιοδοξία του υπουργού Οικονομικών Ε. Τσακαλώτου περί σύγκλισης μεταξύ κυβέρνησης και κουαρτέτου δεν διαθέτουμε.
Αν, πάντως, το Eurogroup της προσεχούς εβδομάδας υιοθετήσει τις πιο ακραίες αντιρρήσεις του κουαρτέτου για το Ασφαλιστικό και το Φορολογικό, κυρίως όπως αυτές εκφράζονται από τους εκπροσώπους του ΔΝΤ, η κυβέρνηση έχει δύο «λύσεις»: ή να φέρει νέα σχέδια κοντά στις θέσεις των δανειστών, πράγμα που θα επιτείνει τις κοινωνικές αντιδράσεις και πρακτικά θα εκμηδενίσει την απόπειρα επανεκκίνησης του διαλόγου με τις επιμέρους ομάδες ή να αναζητήσει άλλη πολιτική εναλλακτική: από την εκλογική φυγή μέχρι την ανακύκλωση των σεναρίων διεύρυνσης της κυβερνητικής πλειοψηφίας ή «οικουμενικής» διακυβέρνησης.
Δρόμος
Σκίτσο του Βαγγέλη Παπαβασιλείου |
Το tempo της αξιολόγησης και η επίτευξη συμφωνίας στην κατά ΔΝΤ συνάρτηση Ασφαλιστικού-χρέους κρίνουν και τη βιωσιμότητα της κυβέρνησης
Με τα δεδομένα που έχουν δημιουργήσει η απεργιακή κινητοποίηση της Πέμπτης και οι συνεχόμενες κινητοποιήσεις αγροτών και επαγγελματιών, δεν είναι ανέκδοτο πλέον: το βασικό επίτευγμα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ είναι ότι καταφέρνει να συσπειρώσει απέναντί της ένα ευρύτατο άθροισμα ετερόκλητων κοινωνικών στρωμάτων. Είναι ακόμη «άθροισμα», δεν είναι συσπείρωση ή μέτωπο, αλλά σε κάθε περίπτωση σηματοδοτεί μια διαδικασία ταχείας φθοράς και αποκαλύπτει τα αδιέξοδα και τις ψευδαισθήσεις περί «δικαιότερης και χρηστής διαχείρισης του μνημονίου».
Το γεγονός ότι στο άθροισμα των κοινωνικών αντιδράσεων συνυπάρχουν στρώματα που έκαναν το μεγάλο άλμα του «όχι» τον περασμένο Ιούλιο με εκείνα που τα έδωσαν όλα υπέρ του «ναι» -στρώματα που σε μεγάλο βαθμό είναι και ταξικά ετερόκλητα- δημιουργεί δυναμικές ανοικτές σε δύο ενδεχόμενα: το ένα είναι μια νέα ριζοσπαστική στροφή της κοινωνικής πλειοψηφίας, που έχει την ευκαιρία να αντιληφθεί ότι αυτό που χαρακτηρίστηκε «αναγκαστική συνθηκολόγηση» με τους δανειστές δεν αφήνει κανένα περιθώριο ανάσας στη χώρα και στην κοινωνία. Αυτό, φυσικά, προϋποθέτει ότι υπάρχει πολιτική δεξαμενή με ριζοσπαστικό σχέδιο, έτοιμη να αναλάβει όλα τα ρίσκα του, συμπεριλαμβανομένης της εξόδου από το «ιερό» ευρώ. Το δεύτερο -και ισχυρότερο- ενδεχόμενο είναι μια συντηρητική αναδίπλωση της κοινωνικής πλειοψηφίας που θα πριμοδοτεί ένα πιο νεοφιλελεύθερο σχέδιο διαχείρισης του μνημονίου, το οποίο προφανέστατα επεξεργάζεται η ανασυγκροτούμενη υπό τον Κυρ. Μητσοτάκη Ν.Δ., και το οποίο ευνοούν τώρα επιχειρηματικά και άλλα λόμπι.
Έτσι, σε περίπτωση που η διαδικασία αξιολόγησης παραταθεί πολύ και τα μέτωπα της κυβέρνησης με ποικίλα στρώματα μείνουν ανοικτά, μια προσφυγή στις κάλπες είναι εξαιρετικά δύσκολο να δώσει τρίτη ευκαιρία στον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι σενάριο που επιθυμεί διακαώς σε αυτή τη φάση η Ν.Δ., αλλά δεν είναι και σε θέση να το αποτρέψει.
Με νεοφιλελεύθερο manual
Πώς βλέπουν οι δανειστές την πρώτη αναμέτρηση της κυβέρνησης με μεγάλες κοινωνικές ομάδες; Ρισκάρουν μια ακόμη εκλογική περιπέτεια; Θεωρητικά, όχι. Η έκταση και ένταση των προβλημάτων που διατρέχουν ειδικά την Ευρώπη -Προσφυγικό, Brexit, κίνδυνος διάλυσης της Σένγκεν, αναποτελεσματικότητα του «μπαζούκα» της ΕΚΤ, ενδεχόμενο νέας κρίσης στην Ευρωζώνη- δεν επιτρέπουν στους δανειστές ρίσκα πολιτικής αποσταθεροποίησης. Όμως, όπως έχουν κάνει και με όλες τις προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις- και κανείς δεν μπορεί να τους κατηγορήσει για μεροληψία σ’ αυτό-, προσέρχονται στην αξιολόγηση με το νεοφιλελεύθερο manual του μνημονίου και δεν συζητούν τίποτα πέρα απ’ αυτό.
Αυτό αποδείχθηκε στην πρώτη, αναγνωριστική εβδομάδα επαφών της κυβέρνησης με τους επικεφαλής του κουαρτέτου. Όχι μόνο αμφισβήτησαν τη δημοσιονομική αποτελεσματικότητα του ασφαλιστικού σχεδίου της κυβέρνησης, απαιτώντας βαθύτερες περικοπές στις συντάξεις για να επιτευχθεί η μείωση της δαπάνης κατά 1,8 δισ., αλλά πρόσθεσαν στην ατζέντα της πρώτης αξιολόγησης το φορολογικό, για πρόσθετα έσοδα σχεδόν 300 εκατ. ευρώ, και την «αναμόρφωση» της προνοιακής πολιτικής, με περικοπή δαπάνης ύψους 900 εκατ. και υποκατάστασή της από την εφαρμογή του νεοφιλελεύθερης πνοής «ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος». Η κυβέρνηση προσπάθησε να δείξει ανακλαστικά, παρουσιάζοντας σχέδιο αναμόρφωσης της φορολογικής κλίμακας με ανώτατο συντελεστή 50%, αλλά κι αυτό είχε την τύχη του Ασφαλιστικού. Αμφισβητείται από τους εκπροσώπους των δανειστών και στη φιλοσοφία του και στη λογιστική του.
Συν τοις άλλοις, η έκθεση της Κομισιόν με τις χειμερινές προβλέψεις της, προσγείωσε μεν τις εκτιμήσεις για την υφεσιακή επίδραση των capital controls σε μηδενική ανάπτυξη για το 2015 και ύφεση 0,7% για φέτος, αλλά υπενθύμισε το μεγάλο βάρος των πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων που απαιτούνται για να καλυφθούν τα συμφωνημένα πρωτογενή πλεονάσματα: 0,5% του ΑΕΠ φέτος, 1,75% το 2017, 3,5% το 2018. Η Κομισιόν δεν προσδιορίζει το ύψος των μέτρων που απαιτούνται για να επιτευχθούν τα πλεονάσματα αυτά, αλλά από τη σύνθεσή τους προκύπτει ένα ποσό περίπου 4,3 δισ. ευρώ που πρέπει να αντιστοιχηθεί σε μέτρα για την τριετία. Στην καλύτερη περίπτωση, αν γίνει αποδεκτός ο κυβερνητικός ισχυρισμός για πλεόνασμα 0,4% αντί ελλείμματος το 2015, το δημοσιονομικό κενό της τριετίας περιορίζεται στα 3,5 δισ. ευρώ. Κι αυτό πρέπει να αποτυπωθεί με μέτρα στο Μεσοπρόθεσμο 2016-2018 (η 2019).
Γι’ αυτήν την αναφορά της Κομισιόν τα κυβερνητικά στελέχη δηλώνουν έκπληκτα («δεν μας έχει τεθεί ζήτημα πρόσθετων μέτρων», δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών). Ωστόσο, το Μεσοπρόθεσμο είναι δέσμευση δεδομένη και είναι τόσο μνημονιακή όσο και «ευρωζωνική».
Το μπαλάκι του ΔΝΤ
Στην πολιτική διελκυστίνδα πρόσθεσε το βάρος της και η Λαγκάρντ, ξεκαθαρίζοντας δημόσια με τον πιο σαφή τρόπο πώς το ΔΝΤ εννοεί τη διασύνδεση Ασφαλιστικού και χρέους. Η επικεφαλής του Ταμείου δεν είπε τίποτα καινούργιο – παρά τις εκκωφαντικές αναγγελίες μερικών ΜΜΕ περί «βόμβας Λαγκάρντ». Τη συνάρτηση Ασφαλιστικού και χρέους την έχει εξηγήσει ήδη από τον περασμένο Οκτώβριο στην ηγεσία του υπουργείου Εργασίας (σε συνάντηση στο περιθώριο της συνόδου του ΔΝΤ στο Περού), την έθιξε ξανά προ τριών εβδομάδων (βλέπε δημοσίευμα Δρόμου, 16/01/2016. «Γρίφος η συμμετοχή του ΔΝΤ»). Η διαφορά είναι στο timing.
Πρώτον, γιατί η Λαγκάρντ είναι πια επίσημα υποψήφια για δεύτερη θητεία στο ΔΝΤ και, δεύτερον, γιατί έχει ξεκινήσει η αξιολόγηση, με άγνωστη ημερομηνία λήξης. Τι είπε, λοιπόν, η Λαγκάρντ; Απευθυνόμενη τόσο στην κυβέρνηση όσο και στους εταίρους της στο κουαρτέτο δήλωσε ότι «όσο λιγότερο βαθιά είναι η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού τόσο μεγαλύτερη αναγκαστικά θα πρέπει να είναι η μείωση του χρέους από την πλευρά των Ευρωπαίων». Και με δεδομένο ότι οι Ευρωπαίοι θέλουν όσο πιο ήπια ελάφρυνση χρέους γίνεται, το μήνυμά της είναι σαφές: «Αν δεν θέλετε να βάλετε βαθιά το χέρι στην τσέπη, θα συνταχθείτε με τις σκληρές μας θέσεις για το Ασφαλιστικό».
Κατά κάποιο τρόπο η επικεφαλής του ΔΝΤ έθεσε στους Ευρωπαίους δανειστές όχι μόνο ένα οικονομικό, αλλά και ένα πολιτικό δίλημμα ως προς τη στάση τους έναντι της ελληνικής κυβέρνησης. Μια και η απάντησή τους στη συνάρτηση Ασφαλιστικού-χρέους καθορίζει όχι μόνο τη διάρκεια της αξιολόγησης, αλλά και το αν θα οδηγήσουν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ σε πολιτική δοκιμασία ή θα της δώσουν «τράτο χρόνου».
Το Eurogroup της Πέμπτης
Πάντως, ούτε οι συναντήσεις Τσίπρα στο Λονδίνο (με Μέρκελ, Κάμερον κ.λπ.) ούτε η συνεδρίαση το EuroWorkingGroup την Πέμπτη πρόσθεσαν κάτι στην εικόνα για τις πολιτικές προθέσεις των δανειστών. Παρά τις «ευχές» για γρήγορη αξιολόγηση, το χρονοδιάγραμμά της παραμένει εντελώς ανοικτό. Οι επικεφαλής του κουαρτέτου έφυγαν την Παρασκευή από την Αθήνα, έχοντας ουσιαστικά αποδομήσει σε μεγάλο βαθμό τον κυβερνητικό σχεδιασμό για το Ασφαλιστικό. Η Μέρκελ παρέπεμψε στους «θεσμούς» κι αυτοί θα πουν την επόμενη λέξη τους την Πέμπτη (11/2), στην προγραμματισμένη συνεδρίαση του Eurogroup. Από τη στάση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης εκεί θα φανεί αν και πότε θα ξαναέλθουν οι επικεφαλής του κουαρτέτου στην Αθήνα για να συνεχιστεί η διαδικασία αξιολόγησης. Ενδείξεις που να στηρίζουν την αισιοδοξία του υπουργού Οικονομικών Ε. Τσακαλώτου περί σύγκλισης μεταξύ κυβέρνησης και κουαρτέτου δεν διαθέτουμε.
Αν, πάντως, το Eurogroup της προσεχούς εβδομάδας υιοθετήσει τις πιο ακραίες αντιρρήσεις του κουαρτέτου για το Ασφαλιστικό και το Φορολογικό, κυρίως όπως αυτές εκφράζονται από τους εκπροσώπους του ΔΝΤ, η κυβέρνηση έχει δύο «λύσεις»: ή να φέρει νέα σχέδια κοντά στις θέσεις των δανειστών, πράγμα που θα επιτείνει τις κοινωνικές αντιδράσεις και πρακτικά θα εκμηδενίσει την απόπειρα επανεκκίνησης του διαλόγου με τις επιμέρους ομάδες ή να αναζητήσει άλλη πολιτική εναλλακτική: από την εκλογική φυγή μέχρι την ανακύκλωση των σεναρίων διεύρυνσης της κυβερνητικής πλειοψηφίας ή «οικουμενικής» διακυβέρνησης.
Δρόμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου