Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

Το τέμενος του Θεού Στρατιώτη

Τάσος Κωστόπουλος

«Κι αν ακόμη σκοτωθούμε χωριστά / θα τα ξαναπούμε στο Γιασουκούνι / στην πρωτεύουσα των λουλουδιών / μιαν ανοιξιάτικη μέρα»

Dōki no Sakura (εμβατήριο των καμικάζι)

Tο ενδιαφέρον για τη συλλογική μνήμη των πάλαι ποτέ χωρών του Aξονα όσον αφορά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο περιορίζεται στη χώρα μας κυρίως στη Γερμανία και, δευτερευόντως, στην Ιταλία ή τη Βουλγαρία.

Απαρατήρητες περνούν, αντίθετα, οι οξύτατες σχετικές αντιπαραθέσεις που ταλανίζουν εδώ και δεκαετίες την Ιαπωνία –τον κυριότερο σύμμαχο του Γ' Ράιχ και μία από τις ισχυρότερες σήμερα οικονομίες της υφηλίου.

Κι όμως, αυτή η τελευταία συζήτηση έχει πολύ πιο άμεση σχέση με την τρέχουσα διεθνή πολιτική απ’ ό,τι οι ιδεολογικού τύπου σκιαμαχίες με τη ναζιστική κληρονομιά στην Ευρώπη· ένας Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος είναι άλλωστε πολύ πιθανότερο να ξεκινήσει στην Απω Ανατολή, στο σύνορο δηλαδή της αντιπαράθεσης των δυναμικότερων (και επιθετικότερων) σημερινών καπιταλιστικών σχηματισμών, παρά στα μετόπισθεν της κουρασμένης γηραιάς ηπείρου μας.

Στην περίπτωση της Ιαπωνίας, ο ιστορικός ρεβανσισμός (η προσπάθεια ιστορικής «δικαίωσης» των επιθετικών πολέμων που το στρατοκρατικό αυτοκρατορικό καθεστώς διεξήγαγε από το 1937 ώς το 1945 στην Κίνα, τη ΝΑ Ασία και τον Ειρηνικό, σε συμμαχία με τη χιτλερική Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία) διαπλέκεται στενά με το μακροχρόνιο αίτημα της ιαπωνικής Δεξιάς για κατάργηση του ειρηνιστικού άρθρου 9 του φιλελεύθερου Συντάγματος που επέβαλαν το 1947 στην ηττημένη χώρα οι ΗΠΑ.

Αρθρο που έχει βέβαια ουσιαστικά παραβιαστεί εδώ και δεκαετίες με τη δημιουργία ισχυρών «Σωμάτων Αυτοάμυνας», αλλά η τροποποίησή του θεωρείται απαραίτητη για την ανάπτυξη ενόπλων δυνάμεων ικανών να διεξαγάγουν ένα μελλοντικό πόλεμο με τη γειτονική Κίνα.

30 Ιουνίου 2016. Ο υπερεθνικιστής υποψήφιος γερουσιαστής Μιγιάκε Χιρόσι κάνει προεκλογικές δηλώσεις μπροστά στο Γιασουκούνι | Τάσος Κωστόπουλος

Το όλο ζήτημα επανήλθε στην επικαιρότητα μετά τις αναπληρωματικές εκλογές της 10ης Ιουλίου, που έδωσαν στην κυβέρνηση του εθνικιστή Σίνζο Αμπε την απαραίτητη για μια τέτοια μεταβολή κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Για τη βαρύτητα των ιστορικών αναφορών, στο μυαλό τουλάχιστον των ακροδεξιών σημερινών κυβερνητών, αποκαλυπτική είναι η λίγο παλιότερη (2013) δήλωση του αντιπροέδρου της κυβέρνησης και υπουργού Οικονομικών, Ασο Τάρο, πως η Ιαπωνία «πρέπει να πάρει μαθήματα» συνταγματικής αναθεώρησης από την «ανεπαίσθητη» άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία το 1933 (Ichiyo 2016).

Μια τέτοια εξέλιξη συναντά ωστόσο έντονες αντιδράσεις, τόσο από τις γειτονικές χώρες όσο και στο εσωτερικό της ίδιας της ιαπωνικής κοινωνίας –οι παλιότερες γενιές της οποίας έχουν έντονα σημαδευτεί από την τραγική εμπειρία του τελευταίου πολέμου και διαπαιδαγωγηθεί να θεωρούν την ειρήνη ύψιστο αγαθό.

Ολες αυτές οι αντιθέσεις, εσωτερικές και εξωτερικές, συμπυκνώνονται πολιτικά σ’ έναν συμβολικά φορτισμένο χώρο στο κέντρο του Τόκιο, σε μικρή απόσταση από τα ανάκτορα και τον αυτοκρατορικό κήπο: το «Τέμενος της Ειρηνικής Χώρας» (Yasukuni Jinja), χώρο θρησκευτικής λατρείας, αντίστοιχο του δικού μας «Αγνωστου Στρατιώτη».

Θεοποίηση των ημέτερων πεσόντων


Το καθαυτό «Τέμενος της Ειρηνικής Χώρας», χώρος πατριωτικού αλλά και τουριστικού προσκυνήματος | Τάσος Κωστόπουλος

Η δημιουργία του Γιασουκούνι υπήρξε απόρροια και συνάμα δομικό στοιχείο της αυταρχικής εθνικής οικοδόμησης που ακολούθησε την ενοποίηση της χώρας κάτω από τον αυτοκρατορικό θεσμό (1868).

Το τέμενος θεμελιώθηκε με αυτοκρατορικό διάταγμα το 1869 ως «στέγη των ψυχών» των πεσόντων της νικήτριας παράταξης κατά την εμφύλια σύρραξη που είχε προηγηθεί και γρήγορα περιήλθε στη δικαιοδοσία των ενόπλων δυνάμεων.

Το όλο εγχείρημα ισοδυναμούσε με δραστική τροποποίηση των παραδοσιακών δοξασιών του σιντοϊσμού («εξευμενιστική» λατρεία των πνευμάτων των νεκρών σε τοπική ή οικογενειακή κλίμακα, χωρίς διάκριση φίλων-εχθρών), ενοποιώντας και επανανοηματοδοτώντας αυτές τις πρακτικές κάτω από κρατικό έλεγχο και καθοδήγηση, με τελικό σκοπό τη διαμόρφωση μιας νοερής εθνικής κοινότητας συγκροτημένης γύρω από τη θεοποίηση και συλλογική λατρεία όσων σκοτώθηκαν για τη χώρα και τον αυτοκράτορα –που, με τη σειρά του, αναγορεύτηκε από την προπαγάνδα του νέου κράτους σε ζωντανό θεό.

Σε αντίθεση με τον δυτικότροπο «άγνωστο στρατιώτη», η λατρεία των πεσόντων είναι εδώ απολύτως εξατομικευμένη.

Κατάλογοι με τα ονόματα των σκοτωμένων στρατιωτών που πρόκειται να θεοποιηθούν υποβάλλονται από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες στη διοίκηση του τεμένους· ακολουθεί ειδική τελετή, με την οποία οι ψυχές αναβαθμίζονται από «ανθρώπινες» (jinrei) σε «θείες» (shinrei) και «στεγάζονται» στο τέμενος.

Μέχρι το 1945 το αποκορύφωμα αυτής της αναβάθμισης ερχόταν με τις περιοδικές επίσημες επισκέψεις του αυτοκράτορα στο Γιασουκούνι, όταν ο επίγειος θεός ερχόταν να προσκυνήσει τους (θεοποιημένους) κοινούς θνητούς που έπεσαν για χάρη του.

Η αποτελεσματικότητα αυτού του θεσμού φάνηκε κυρίως στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν εκατομμύρια Ιάπωνες κληρωτοί πολέμησαν μέχρι θανάτου με την προσδοκία μιας τέτοιας αποθέωσης.

«Ραντεβού στο Γιασουκούνι» ήταν η συνηθισμένη επωδός του αποχωρισμού μεταξύ συμπολεμιστών –ιδίως στις αποστολές αυτοκτονίας των καμικάζι.

Οι εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες που βρήκαν τον θάνατο κάτω από τις συμμαχικές βόμβες δεν αξιώθηκαν, απεναντίας, παρόμοια τύχη: η θεοποίηση παρέμεινε μέχρι τέλους αυστηρά μια υπόθεση πολεμιστών.

Η ήττα της Ιαπωνίας στον πόλεμο και η αμερικανική κατοχή που ακολούθησε επέβαλαν την απαγόρευση του «κρατικού σιντοϊσμού», της στρατοκρατικής θεοκρατίας που είχε οργανωθεί γύρω από την ιερότητα του αυτοκράτορα.

Οι κατοχικές αρχές κάλεσαν τη διοίκηση του τεμένους να επιλέξει ανάμεσα στην εκκοσμίκευση με διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα του, από τη μια, και τη μετατροπή του σε ιδιωτικό φορέα, από την άλλη.

Επικράτησε το δεύτερο και στις 7/9/1946 το Γιασουκούνι αναγνωρίστηκε επίσημα ως θρησκευτικό ΝΠΙΔ.

Οι «θεοποιήσεις» συνεχίστηκαν, όχι όμως με τη μορφή δημόσιων τελετών αλλά ως γραφειοκρατική διαδικασία (Mullins 2010, σ. 120-3).

Ενώ μέχρι τότε ο κατάλογος των υπό θεοποίηση ψυχών υποβαλλόταν από τις ένοπλες δυνάμεις, στο εξής το καθήκον αυτό ανατέθηκε στο Γραφείο Αρωγής Θυμάτων του υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας, επικεφαλής του οποίου βρίσκονταν όμως μέχρι το 1970 επιφανείς στρατιωτικοί (Takenaka 2007).

Μέχρι σήμερα το Γιασουκούνι έχει «στεγάσει» συνολικά 2.466.532 ψυχές –στη συντριπτική τους πλειονότητα πεσόντες του Β' Παγκοσμίου (2.133.915), της στρατιωτικής κατοχής της Κίνας (191.250) και του ρωσο-ιαπωνικού πολέμου των αρχών του αιώνα (88.249) (Tanaka 2007, σ. 121).

Η μεταπολεμική εξέλιξη των νοοτροπιών προίκισε ταυτόχρονα τον χώρο με μια σειρά από συμπληρωματικά μνημεία που επεκτείνουν την απότιση φόρου τιμής προς ποικίλες κατευθύνσεις: δίπλα στο άγαλμα του καμικάζι και το μνημείο του Ινδού δικαστή Ραντχαμπινόντ Παλ, που μειοψήφησε στη μεγάλη δίκη εγκληματιών πολέμου του 1946-48 ζητώντας την αθώωση των κατηγορουμένων, συναντάμε έτσι ένα άγαλμα αφιερωμένο στη χήρα και τα ορφανά του πολέμου, αλλά και τρία αγάλματα για τα άλογα, τα σκυλιά και τα ταχυδρομικά περιστέρια που θυσιάστηκαν στις εθνικές εξορμήσεις του παρελθόντος.

Το εθνικό αφήγημα του τεμένους εμπεδώνεται στο Πολεμικό Μουσείο, που στεγάζεται στον ίδιο χώρο από το 1882, έκλεισε το 1945 και ξαναλειτούργησε «ανανεωμένο» το 1985.

Οπως εξηγούμε δίπλα, ο ιαπωνικός επεκτατισμός του 1931-1945 δικαιολογείται εδώ απερίφραστα, με τρόπο και επιχειρήματα αδιανόητα για τη σημερινή π.χ. Γερμανία.

Εγκληματίες πολέμου ή εθνομάρτυρες;


Μεταξύ 1951 και 1982, το Γιασουκούνι δέχτηκε επτά επισκέψεις του αυτοκράτορα Χιροχίτο και 49 επισκέψεις 9 διαδοχικών πρωθυπουργών (Tanaka 2007, σ. 125).

Για να ξεπεραστεί ο σκόπελος του συνταγματικά επιβεβλημένου χωρισμού κράτους-θρησκείας, όλα αυτά τα προσκυνήματα χαρακτηρίστηκαν «ιδιωτικά».

Δεν συνέβη το ίδιο με τον εθνικιστή πρωθυπουργό Γιασουχίρο Νακασόνε, που έπειτα από εννιά «ιδιωτικές» επισκέψεις μέσα σε μια διετία (1983-85) αποφάσισε να υπογράψει το βιβλίο επισκεπτών με την επίσημη ιδιότητά του στις 15/8/1985, τεσσαρακοστή επέτειο της ιαπωνικής συνθηκολόγησης στους Συμμάχους.

Η κίνηση αυτή αποτελούσε τμήμα μιας γενικότερης συντηρητικής επίθεσης, που περιλάμβανε από δραστικές αυξήσεις των αμυντικών κονδυλίων μέχρι την ιδιωτικοποίηση του σιδηροδρομικού δικτύου της χώρας.

Ο Νακασόνε δεν έκρυψε άλλωστε καθόλου το νόημα της ενέργειάς του: «Απότιση τιμής στους νεκρούς του πολέμου», διακήρυξε, «σημαίνει να κάνεις τον λαό διατεθειμένο να θυσιάσει τη ζωή του για τη χώρα του» (Takayuki 1985).

Στο μεσοδιάστημα, μια καθοριστική αλλαγή είχε επέλθει στο πλήρωμα των ψυχών του τεμένους.

Τιμώμενες ψυχές στην περίμετρο του τεμένους: ο συλλογικός καμικάζι, η ανώνυμη χήρα του πολέμου με τα ορφανά της, τα ζώα (άλογα, σκυλιά, ταχυδρομικά περιστέρια) που έπεσαν στο καθήκον | Τάσος Κωστόπουλος

Στις 17/11/1978 ο νέος αρχιερέας Ναγιαγκόσι Ματσουντάιρα, τέως στρατιωτικός και γιος του αρχιθαλαμηπόλου του αυτοκράτορα, προχώρησε σιωπηρά στη θεοποίηση 14 στελεχών του παλιού καθεστώτος που καταδικάστηκαν το 1948 από το συμμαχικό δικαστήριο ως «εγκληματίες πολέμου Α' κατηγορίας» (οι 7 απ’ αυτούς σε θάνατο) –ανάμεσά τους ο πρωθυπουργός του Β' Παγκοσμίου Χιντέκι Τότζο και ο «χασάπης του Νανγκίνγκ», στρατηγός Ματσούι Ιουάνε.

Οπως προκύπτει από έγγραφα που δόθηκαν αργότερα στη δημοσιότητα, η διακριτική αυτή αποκατάσταση των εγκληματιών πολέμου είχε δρομολογηθεί ήδη από το 1958· μέχρι το 1966 αγιοποιήθηκαν 934 εκτελεσθέντες «Β'-Γ' κατηγορίας», καταδικασμένοι για κοινά εγκλήματα πολέμου από συμμαχικά στρατοδικεία διαφόρων χωρών, μαζί με άλλους 130 που πέθαναν κατά τη διάρκεια έκτισης της ποινής τους.

Διαφορετικής τάξης πρόβλημα αποτελούσαν ωστόσο οι επώνυμοι κατάδικοι «Α' κατηγορίας», που βαρύνονταν με την κήρυξη του πολέμου («έγκλημα κατά της ειρήνης») και είχαν καταδικαστεί πανηγυρικά από το Ειδικό Διασυμμαχικό Δικαστήριο του Τόκιο, το ασιατικό δηλαδή ισοδύναμο της Νυρεμβέργης.

Μολονότι το Γραφείο Αρωγής Θυμάτων υποστήριξε την αγιοποίησή τους ήδη από το 1966, ο αρχιερέας Φουμιτζάρο Τσουκούμπα απέφυγε κάτι τέτοιο μέχρι τον θάνατό του, το 1978.

Ο διάδοχός του, που προχώρησε στην επίμαχη αγιοποίηση τρεις μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, θα υποστηρίξει απεναντίας δημόσια ακόμη και την ακύρωση της ετυμηγορίας του Ειδικού Δικαστηρίου, ως προϋπόθεση για την αναπτέρωση του εθνικού φρονήματος της νέας γενιάς (Takenaka 2007).

Η θεοποίηση των «εγκληματιών Α' κατηγορίας» προσέδωσε στις ημιεπίσημες επισκέψεις στο Γιασουκούνι ένα νόημα πολύ διαφορετικό από το συνταγματικό πρόβλημα των σχέσεων κράτους-θρησκείας· η απόδοση τιμής (και) στα δικά τους πνεύματα ισοδυναμούσε, γαρ, με συμβολική έγκριση των επιθετικών πολέμων που η Ιαπωνία είχε διαπράξει στις δεκαετίες του 1930 και 1940.

Επιθυμώντας να αποφύγει μια δημόσια συζήτηση για τον τότε δικό του ρόλο, ο Χιροχίτο απέφυγε να ξαναεπισκεφθεί τον χώρο μέχρι τον θάνατό του το 1989.

Σοβαρότερες υπήρξαν οι αντιδράσεις για το επίσημο πρωθυπουργικό προσκύνημα στη γειτονική Κίνα, όπου το ξέσπασμα ενός μαζικού (κι ενίοτε βίαιου) αντιιαπωνικού φοιτητικού κινήματος έφερε σε δύσκολη θέση τον φιλελεύθερο γ.γ. του ΚΚΚ, Χου Γιαομπάνγκ, υπέρμαχο -όπως και ο Νακασόνε- της στενότερης οικονομικής συνεργασίας των δύο χωρών.

Τον Αύγουστο του 1986, ο γραμματέας της ιαπωνικής κυβέρνησης ανακοίνωσε έτσι επίσημα ότι, προκειμένου να αποφευχθούν «παρεξηγήσεις» σε βάρος των διεθνών σχέσεων της Ιαπωνίας, το εγχείρημα δεν επρόκειτο να επαναληφθεί.

Ο «εθνομαζοχισμός» στο στόχαστρο


Τιμώμενη ψυχή στην περίμετρο του τεμένους και ο ο Ινδός δικαστής Παλ που αρνήθηκε να καταδικάσει τους Ιάπωνες εγκληματίες πολέμου | Τάσος Κωστόπουλος

Μια δεκαετία αργότερα, το ζήτημα επανήλθε στο προσκήνιο. Είχε προηγηθεί η δημόσια αίτηση συγγνώμης από τον σοσιαλιστή πρωθυπουργό Μουραγιάμα Τομιίτσι για το επιθετικό και αποικιακό παρελθόν της χώρας (15/8/1995) και η οργανωμένη αντεπίθεση της εθνικιστικής Δεξιάς στο ιδεολογικό πεδίο –με βασικούς εκφραστές την Ιαπωνική Ενωση Οικογενειών των Πεσόντων Πολέμου (Nippon Izokukai), που από το 1956 ζητά την «επανεθνικοποίηση» του Γιασουκούνι, και κυρίως το Ιαπωνικό Συμβούλιο (Nippon Kaigi), ένα ισχυρότατο λόμπι στενά διαπλεκόμενο με την κυβερνητική Δεξιά, το οποίο συστήθηκε το 1997 με διακηρυγμένο στόχο την αποκατάσταση των παραδοσιακών οικογενειακών αξιών και του σεβασμού προς τον αυτοκράτορα, την κατάρτιση νέου Συντάγματος «βασισμένου στην εθνική ιδιοπροσωπία» της Ιαπωνίας, την ανάταση του εθνικού φρονήματος και την καταπολέμηση του «εθνομαζοχισμού» στην εκπαίδευση, τον δημόσιο λόγο και την ιστοριογραφία (McNeill 2015).

Η αναθέρμανση του ζητήματος έγινε σε τρεις φάσεις, καθεμία από τις οποίες σηματοδότησε ακόμη μια εθνικιστική στροφή της ιαπωνικής πολιτικής ζωής:

⬣ Το 1996, ο συντηρητικός πρωθυπουργός Ριουτάρο Χασιμότο, επί χρόνια πρόεδρος του Nippon Izokukai, επισκέφθηκε «σε προσωπική βάση» το Γιασουκούνι την ημέρα των γενεθλίων του.

⬣ Μεταξύ 2001 και 2006, ο φιλελεύθερος πρωθυπουργός Κοϊζούμι επισκέφθηκε το Γιασουκούνι έξι φορές. Με επανειλημμένες δηλώσεις του προσέδωσε σ’ αυτές τις επισκέψεις τον χαρακτήρα όχι νομιμοποίησης του ιμπεριαλιστικού παρελθόντος (για το οποίο εξακολούθησε να ζητά δημόσια συγγνώμη), αλλά «εθνικά υπερήφανης» αντίστασης στις σχετικές κινεζικές πιέσεις και διαμαρτυρίες (Tanaka 2007, σ. 134-7).

⬣ Από το 2012 και μετά, ο εθνικιστής Σένζο Αμπε, «σύμβουλος» του Nippon Kaigi από το οποίο προέρχονται 15 από τα 19 μέλη της κυβέρνησής του (Guardian 13/10/2014), θα επιδοθεί σε μια ξέφρενη καμπάνια για τον δομικό μετασχηματισμό της συλλογικής μνήμης, με κεντρικούς άξονες την επιβολή μιας «πατριωτικής» εκπαίδευσης, την εκκαθάριση των σχολικών βιβλίων από εθνικά επιλήψιμες αναφορές, την πάταξη των αριστερών και αντιμιλιταριστών εκπαιδευτικών και την αναμόρφωση των περιφερειακών μουσείων, με απομάκρυνση όσων εκθεμάτων δεν συμφωνούν με τη νέα εθνική αφήγηση.

Στη Βουλή, η πλειοψηφία του κυβερνώντος κόμματος απαρτίζεται επίσης από μέλη του Nippon Kaigi, που μαζί με άλλους εθνικιστές συναδέλφους τους έχουν σχηματίσει τη διακομματική «φράξια Γιασουκούνι» (Ichiyo 2016).

Μια πτυχή αυτής της εθνικιστικής στροφής ερμηνεύεται ως ρεβάνς των φυσικών επιγόνων της φασιστικής ηγεσίας που οδήγησε τη χώρα στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Αμπε είναι εγγονός του φασίστα Νομπουσούκε Κίσι, τσάρου της οικονομίας του προτεκτοράτου της Μαντζουρίας προπολεμικά και υπουργού Βιομηχανίας κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, που προφυλακίστηκε το 1945-48 ως «εγκληματίας πολέμου Α' κατηγορίας» χωρίς να δικαστεί και μεταπολεμικά χρημάτισε πρωθυπουργός για μια τετραετία (1957-60).

Υπάρχει ωστόσο και μια παράμετρος που συνήθως μένει έξω από τις αναλύσεις αυτής της παλινόρθωσης: η εξάλειψη του ειρηνιστικού άρθρου 9 του ιαπωνικού Συντάγματος και η επιστροφή της χώρας στη μιλιταριστική «κανονικότητα» του παρελθόντος αποτελούν διακηρυγμένο στόχο των ΗΠΑ εδώ και καιρό, προκειμένου το Τόκιο να αναλάβει μεγαλύτερο μερίδιο των δυτικών στρατιωτικών δαπανών για την «ανάσχεση» της ΕΣΣΔ παλιότερα και της Κίνας σήμερα.

Εξ ου και οι χαμηλοί τόνοι που η αμερικανική προπαγάνδα τηρεί απέναντι σ’ ένα εθνικιστικό αφήγημα που ευθέως αμφισβητεί τη δική της εκδοχή για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στην Απω Ανατολή.

Δεν πρόκειται για εξέλιξη των τελευταίων μόνο χρόνων, όπως διαπιστώνουμε από τα διπλωματικά έγγραφα που έχουν αναρτηθεί στον ιστότοπο Wikileaks.

Ειδική έκθεση του Αμερικανού πρέσβη στο Τόκιο με τίτλο «Η διένεξη για το τέμενος Γιασουκούνι» (14/5/1974, αρ. 6219), παραμένει έπειτα από μισό σχεδόν αιώνα εξ ολοκλήρου απόρρητη.

Διαβάστε


► Muto Ichiyo, «Retaking Japan: The Abe Administration’s Campaign to Overturn the Postwar Constitution», The Asia-Pacific Journal, 7/2016.

Διεισδυτική ανάλυση των προσπαθειών για αναθέρμανση του ιαπωνικού εθνικισμού, από έναν παλαίμαχο διανοητή της εγχώριας Νέας Αριστεράς.

► John Nelson, «Social Memory as Ritual Practice: Commemorating Spirits of the Military Dead at Yasukuni Shinto Shrine», The Journal of Asian Studies, 62/3 (2003), σ. 443-467.

Αναλυτική παρουσίαση των μνημονικών πρακτικών που συνδέονται με το Γιασουκούνι και των μετασχηματισμών τους στον χρόνο.

► Akihiko Tanaka, «The Yasukuni Issue and Japan’s International Relations», σε Tsuyoshi Hasegawa – Kazuhiko Togo (eds), East Asia’s Haunted Present. Historical Memories and the Resurgence of Nationalism (Λονδίνο 2008, εκδ. Praeger Security International), σ. 119-141.

Συστηματική σκιαγράφηση της διαπλοκής της υπόθεσης Γιασουκούνι με την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της Ιαπωνίας από έναν επιφανή πανεπιστημιακό.

► Mark Mullins, «How Yasukuni Shrine Survived the Occupation», Monumenta Nipponica, 65/1 (2010), σ. 89-136.

Το ιστορικό των μεταπολεμικών ζυμώσεων που κατέληξαν στη μετατροπή του Γιασουκούνι σε «ιδιωτικό» ίδρυμα.

► Akiko Takenaka, «Enshrinement Politics: War Dead and War Criminals at Yasukuni», The Asia-Pacific Journal, 6.2007.

Η διαπλοκή του βαθέος κράτους με τη διαδικασία μεταθανάτιας θεοποίησης, όπως αποτυπώνεται σε έγγραφα που δημοσιοποίησε το 2007 η βιβλιοθήκη της ιαπωνικής Βουλής.

► Kan Takayuki, «Nakasone’s Visit to Yasukuni Shrine. A Giant Stride towards Remilitarization», περ. AMPO, 17/3 (1985), σ. 14-16.

Ανάλυση του πολιτικού πλαισίου της επεισοδιακής πρώτης επίσημης μεταπολεμικής επίσκεψης πρωθυπουργού στο Γιασουκούνι, από το σημαντικότερο περιοδικό της ιαπωνικής Νέας Αριστεράς.

► David McNeill, «Nippon Kaigi and the Radical Conservative Project to Take Back Japan», The Asia-Pacific Journal, 12.2015.

Το ακροδεξιό λόμπι που ελέγχει την κυβέρνηση Αμπε και καθοδηγεί την καμπάνια καταπολέμησης του «εθνομαζοχισμού».

► Mark Selden, «Japan, The United States and Yasukuni Nationalism», Economic and Political Weekly, 8.11.2008, σ. 71-77.

Η αντιφατική σχέση των ΗΠΑ με την αναβίωση του ιαπωνικού μιλιταρισμού που αποτυπώνεται συμβολικά στο ζήτημα του Γιασουκούνι.

ΕΦ-ΣΥΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου