Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017

Πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα, διαχειρισιμότητα του δημόσιου χρέους και βιωσιμότητα της χώρας

Του Καλλίνικου Κ. Νικολακόπουλου


Τα χρέη, δημόσια ή ιδιωτικά, κυριολεκτώντας δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως βιώσιμα ή μη, όπως έχει επικρατήσει να αποκαλούνται, αλλά ως διαχειρίσιμα ή μη.

Βιώσιμος είναι ένας ζωντανός οργανισμός και στην προκειμένη περίπτωση ο άνθρωπος. Τα ιδιωτικά χρέη οφείλονται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, που αποτελούνται και αυτά από ανθρώπους. Τα δημόσια χρέη, οφείλονται από κυρίαρχες χώρες-κράτη, που αποτελούνται από το σύνολο όσων διαμένουν και δρουν σε αυτές ή έχουν την ιθαγένεια ή την υπηκοότητά τους. Ένα ιδιωτικό χρέος μπορεί να αποπληρωθεί εξολοκλήρου ή να εξυπηρετείται, να αποπληρώνονται δηλαδή τα ετήσια συνήθως τοκοχρεωλύσιά του, ενώ αντίθετα ένα δημόσιο χρέος ποτέ δεν αποπληρώνεται εξολοκλήρου αλλά εξυπηρετείται.

Για να θεωρηθεί ένα δημόσιο χρέος ως διαχειρίσιμο, αναγκαία και ικανή προϋπόθεση είναι να θεωρείται η χώρα βιώσιμη, θεωρούμενη ως το σύνολο των ανθρώπων που την αποτελούν. Ακόμη, προϋπόθεση διαχειρισιμότητας οποιουδήποτε δημόσιου χρέους, είναι η ύπαρξη αυξητικών ρυθμών της οικονομίας γιατί όταν αυτή δεν λειτουργεί, οποιοδήποτε χρέος, ακόμη και αν έχει χαρακτηρισθεί ως διαχειρίσιμο, δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί και προξενεί την μη βιωσιμότητα της χώρας και των ανθρώπων της.

Αν για την επίτευξη πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος, που θεωρείται ως το θετικό αποτέλεσμα ενός κρατικού ετήσιου οικονομικού απολογισμού πριν από την αφαίρεση των δαπανών εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, το τίμημα είναι η μείωση του διαθέσιμου συνολικού εισοδήματος, μετρούμενο ως το συνολικό Α.Ε.Π., και η επακόλουθη υφεσιακή πορεία, ‘το δώρο είναι άδωρο’. Σε περιπτώσεις ύπαρξης βαθειάς και συνεχόμενης οικονομικής ύφεσης, η επίτευξη πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος, ακόμη και αν αυτό δεν είναι εικονικό ή πλαστό, επιδεινώνει περισσότερο την υφιστάμενη κατάσταση.

Η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα στην ευρωζώνη και την Ε.Ε., που τα έτη 2013-2016 συνδύασε την ύπαρξη πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος ταυτόχρονα με βαθειά ύφεση.

Σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης, το δημοσιονομικό αποτέλεσμα των ετών 2013-2016 κυμάνθηκε από λιγότερο ή περισσότερο αρνητικό έως μηδενικό, αλλά σε καμία δεν σημειώθηκε πλεόνασμα. Λόγω της περικοπής των δημόσιων δαπανών σε όλη την Ε.Ε., παρατηρείται επιβράδυνση της οικονομίας με μειούμενα δημοσιονομικά ελλείμματα και οικονομική στασιμότητα με μηδενικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Για το 2014 π.χ. υπήρχε δημοσιονομικό έλλειμμα -2,8% του Α.Ε.Π. για το σύνολο της ευρωζώνης, -4,2% στη Γαλλία, 0% στη Γερμανία και για τις υπόλοιπες χώρες του βορρά - σκληρού πυρήνα του ευρώ -3,6% στην Ολλανδία, -1,8% στην Αυστρία και -1,5% στη Φινλανδία. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας-νότου ήταν -2,5% στην Ιταλία, -7% στην Ισπανία, -4% στην Πορτογαλία και -4,3% στην Ιρλανδία.

Η Ελλάδα ενώ το 2009 υπήρξε ‘πρωταθλήτρια’ επιτευχθέντος δημοσιονομικού ελλείμματος, με ποσοστό που προσέγγιζε το -16% του Α.Ε.Π., προσπαθεί να καταρρίψει τώρα το ρεκόρ επίτευξης δημοσιονομικού πλεονάσματος εξακουληθητικά. Αν όμως το υπερβολικό δημοσιονομικό έλλειμμα υποσκάπτει τη φερεγγυότητα του Δημοσίου, το δημοσιονομικό πλεόνασμα αποσταθεροποιεί την οικονομία επιδεινώνοντας την ύφεση και την ανεργία.


Η παγκόσμια εμπειρία έχει αποδείξει ότι σε μια οικονομία που βρίσκεται σε ύφεση, το δημοσιονομικό πλεόνασμα αφαιρεί ρευστότητα από αυτήν, αποστερώντας της το απαραίτητο ‘οξυγόνο’, ενώ αντίθετα το δημοσιονομικό έλλειμμα προσθέτει ρευστότητα θέτοντας την σε κίνηση.

Κατά τη δεκαετία 1990-2000 ο Καναδάς ισοσκέλισε τον κρατικό προϋπολογισμό, αφού προηγήθηκαν επτά συνεχή έτη οικονομικής ανάπτυξης-μεγέθυνσης, ενώ η Σουηδία έπραξε το ίδιο μετά από τέσσερα έτη ανάπτυξης. Η πολιτική της μετατροπής του δημοσιονομικού ελλείμματος σε πλεόνασμα, με την οικονομία σε ύφεση, είναι εγκληματική και κοινωνικά καταστροφική, ενώ απαραίτητη προϋπόθεση για την ισοσκέλιση ενός κρατικού προϋπολογισμού είναι η ύπαρξη αναπτυξιακών ρυθμών. Στην Ελλάδα, οι ληστρικές φορολογικές επιδρομές με σκοπό την αύξηση των εσόδων, δεν επέφεραν τα επιθυμητά αποτελέσματα, καθώς αυτά αντί να αυξάνονται υποχωρούν λόγω της τεράστιας σωρευτικής ύφεσης.

Τα δημόσια έσοδα έχουν υποχωρήσει στα 51,42 δις ευρώ το 2015 από 59,2 δις το 2010 και η επίτευξη του πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος προήλθε από την τεράστια περικοπή των δημοσίων δαπανών που από 74 δις ευρώ το 2009, έχουν προσγειωθεί στα 49,95 δις το 2015. Με αυτό τον τρόπο, η ρευστότητα της οικονομίας μειώνεται διαρκώς, μεγεθύνοντας την ύφεση και την ανεργία. Ο δημόσιος τομέας επιδοτεί τον ιδιωτικό σε περίπτωση ύπαρξης δημοσιονομικού ελλείμματος, ενώ το αντίθετο συμβαίνει στην περίπτωση του δημοσιονομικού πλεονάσματος. Όταν η οικονομία βρίσκεται καθηλωμένη σε αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, κανένα δημοσιονομικό έλλειμμα δεν μπορεί να απορροφηθεί ανώδυνα.

Η Γερμανία προτιμά την επιμήκυνση της αποπληρωμής του ελληνικού δημόσιου χρέους κατά πενήντα έτη με ετήσια επιτόκια της τάξης του 2% και κατώτερα, για να επιτευχθεί η ετήσια εξυπηρέτησή του να μην υπερβαίνει τα 4 δις ευρώ, με την προϋπόθεση της πραγματοποίησης πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ για σειρά ετών και της μη δημιουργίας ανάγκης για πρόσθετο δανεισμό. Τα 4 δις ετησίως αντιπροσωπεύουν περίπου 2,27% του τρέχοντος ελληνικού Α.Ε.Π., που έχει μειωθεί συνολικά περισσότερο από 25% από το 2008. Το ερώτημα όμως είναι, αν μπορεί μία χώρα να θεωρηθεί βιώσιμη, με ένα Α.Ε.Π. που συρρικνώνεται συνεχώς και αν το δημόσιο χρέος είναι διαχειρίσιμο, με την οικονομία να βρίσκεται σε διαρκή ύφεση.

Η παγκόσμια μεταπολεμική εμπειρία, έχει αποδείξει ότι τα δημόσια χρέη έχουν εξυπηρετηθεί και μειωθεί, όταν το Α.Ε.Π. μιας χώρας αυξάνεται με ποσοστιαίο ρυθμό ταχύτερο από το ποσοστό του Α.Ε.Π. που διατίθεται για την εξυπηρέτησή του. Για τη διαχειρισιμότητα του δημόσιου χρέους, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η βιωσιμότητα της χώρας και η αύξηση του Α.Ε.Π. της μέσω ανάπτυξης. Αν η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους προκαλεί την εξόντωση της χώρας και της οικονομίας, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη στάση πληρωμών του δημόσιου χρέους και στη συνολική αφερεγγυότητα και των δύο.

Όταν ακόμη και το Δ.Ν.Τ. έχει διακηρύξει, ότι για να καταστεί το δημόσιο χρέος διαχειρίσιμο, πρέπει να απομειωθεί-‘κουρευθεί’ ώστε να κατέλθει κάτω του 100% του τρέχοντος ελληνικού Α.Ε.Π., η Γερμανία ορίζει το όριο σε 110% του Α.Ε.Π. το 2022 απορρίπτοντας κατηγορηματικά την περίπτωση ‘κουρέματος’, με το ‘επιχείρημα’ πρόκλησης αναστάτωσης σε αγορές, επενδυτές και πιστωτές και εκτίναξης των επιτοκίων των κρατικών τίτλων, αν και η πραγματοποίηση του PSI τον Φεβρουάριο του 2012 δεν επέφερε καμία τέτοια συνέπεια.

Το ελληνικό δημόσιο χρέος κατέχεται πλέον, στην συντριπτική του πλειοψηφία, από κεντρικές τράπεζες χωρών και όχι από ιδιώτες (μετά την εφαρμογή των εγκληματικών μνημονίων που διέσωσαν από τις απώλειες ενός πιθανότατου ‘κουρέματος’ τα ιδιωτικά διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και αμοιβαία κεφάλαια) και μια τέτοια αντίδραση θεωρείται άκρως απίθανη, όταν ακόμη και η εφαρμογή του PSI δεν προκάλεσε τις αντιδράσεις των ‘αγορών’ και του ιδιωτικού τομέα. Ακόμη και κορυφαίοι παράγοντες των ‘αγορών’ και των διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, συνιστούν το ‘κούρεμα’ του ελληνικού δημόσιου χρέους ως προϋπόθεση εξυγίανσης και βιωσιμότητας της οικονομίας και διαχειρισιμότητάς του.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, εξακολουθώντας την ίδια πολιτική με τις προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις παρά τις αντίθετες προεκλογικές δεσμεύσεις, λειτουργεί ως πειθήνιο όργανο των γερμανικών επιδιώξεων, όντας δέσμια των επιλογής υποταγής και εξυπηρέτησης των νεοφιλελεύθερων ευρωπαϊκών ελίτ.

Ποτέ στην παγκόσμια οικονομική ιστορία, η αποσάθρωση μιας οικονομίας δεν είχε ως αποτέλεσμα την προσαρμογή και ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας, που επιχειρείται με πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης σε ζώνη κοινού νομίσματος. Το βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων, θεωρούμενο ως εργασιακό κόστος, δεν αποτελεί μεταβλητή που μειούμενη πρέπει να συντελέσει στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, αλλά προσθέτει οικονομική ισχύ τονώνοντας την ενεργή ζήτηση. Η ανταγωνιστικότητα δεν βελτιστοποιείται με συμπίεση του εργασιακού κόστους, προκαλώντας συρρίκνωση της εσωτερικής αγοράς, αλλά η παραγωγικότητα της εργασίας βελτιώνεται μόνο με επενδύσεις που στοχεύουν να την καταστήσουν αποτελεσματικότερη μέσω εισαγωγής τεχνολογικών καινοτομιών. Η ονομαστική πτώση τιμών των εγχώρια παραγόμενων προϊόντων, δεν συναρτάται με την παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα. Η πραγματική βελτίωση και των δύο, δεν αποτελεί θέμα τιμών ή νομίσματος, αλλά προκαλείται από μεταβολές των συναρτήσεων παραγωγής και των σχέσεων κεφαλαίου-εργασίας μέσω επιτάχυνσης των επενδύσεων και όχι μείωσής τους, όπως συμβαίνει σήμερα, με ανατροφοδότηση των συνθηκών βαθειάς ύφεσης.


Με την επικράτηση τέτοιων συνθηκών, οι απαραίτητες επενδύσεις απωθούνται αντί να επιζητούνται και η επικράτηση της λιτότητας δεν ενισχύει, αλλά αποδυναμώνει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

Η με κάθε θυσία επιδίωξη πραγματοποίησης πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων στην ελληνική οικονομία, διαιωνίζει τον φαύλο κύκλο της ύφεσης ανατροφοδοτώντας τον και επιτείνοντας την περιδίνηση. Η διατήρηση δημοσιονομικών πλεονασμάτων στραγγαλίζει την οικονομία, γιατί η απόσπαση από το κράτος της απομένουσας ρευστότητας εμβαθύνει την ύφεση και συρρικνώνει την οικονομική δραστηριότητα, αποστερώντας το κρίσιμο εργαλείο που είναι απαραίτητο για τη δημιουργία νέου πλούτου.

Με την επιδιωκόμενη, από τη Γερμανία, επιμήκυνση της περιόδου αποπληρωμής του ελληνικού δημόσιου χρέους, αυτό δεν μειώνεται ως ποσοστό του Α.Ε.Π. αλλά συρρικνώνεται η ρευστότητα, μέσω της επιβαλλόμενης λιτότητας, που είναι απαραίτητη για την κίνηση και μεγέθυνσή της οικονομίας. Η επακόλουθη προκαλούμενη ύφεση και ανεργία, που διαρκώς μειώνει το Α.Ε.Π., έχει ως άμεση συνέπεια τη δραματική μείωση της ικανότητας εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους οποιουδήποτε μεγέθους, ακόμη και στην περίπτωση δραστικής απομείωσής του, αν και το απόλυτο μέγεθός του, ως ποσοστό του τρέχοντος Α.Ε.Π., έτσι γιγαντώνεται.

Με την ακολουθούμενη γερμανική πολιτική της συνεχούς χορήγησης δανείων για την αποπληρωμή δημόσιου χρέους, με αντάλλαγμα την επιβολή θανατηφόρας λιτότητας στα εισοδήματα και τις δαπάνες, δημόσια και ιδιωτικά, κανένα χρέος, ανεξαρτήτως μεγέθους, δεν μπορεί να καταστεί διαχειρίσιμο. Αντίθετα, το απόλυτο μέγεθος του χρέους βαίνει συνεχώς αυξανόμενο, ακόμη και στην περίπτωση χρονικής επιμήκυνσης της αποπληρωμής του, και ταυτόχρονα το εθνικό εισόδημα συρρικνώνεται στο διηνεκές. Εφόσον δεν ανατρέπεται αυτή η πολιτική, η επακόλουθη ανασφάλεια θα επεκτείνεται χρονικά, στραγγαλίζοντας τη βιωσιμότητα της χώρας και της οικονομίας και διαιωνίζοντας την αναποτελεσματικότητα της εσφαλμένης και χωρίς διορθώσεις εφαρμογή της.

Οι επανειλημμένες ευρωπαϊκές διασώσεις της τελευταίας επταετίας, επιδεινώνουν διαρκώς την κατάσταση έχοντας προκαλέσει την ελεύθερη πτώση της ελληνικής οικονομίας, που υποτίθεται ότι ‘διασώζουν’. Εξαιτίας αυτών, η ύφεση και η ανεργία συνεχώς μεγεθύνονται παρατεινόμενες, ενώ το δημόσιο χρέος (είτε ως απόλυτο μέγεθος είτε ως ποσοστό ενός φθίνοντος Α.Ε.Π.) έχει εκτιναχθεί σε δυσθεώρητα ύψη. Η τιμωρητική γερμανική λογική, που έχει καταστήσει την Ελλάδα παγκόσμιο ‘πειραματόζωο’ και παράδειγμα προς αποφυγή για τις υπόλοιπες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, στην περίπτωση επιδίωξης παρόμοιου τύπου ‘δισασώσεων’, έχει αποτύχει πλήρως.

Η βύθιση της χώρας σε πρωτοφανή για καιρό ειρήνης ύφεση, σε μέγεθος και διάρκεια, που έχει υπερβεί και τα δεδομένα των Η.Π.Α. της κρίσης του 1929-30, δεν μπορεί να προσελκύσει ούτε επενδύσεις ούτε να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της και, αντίθετα με τα επιδιωκόμενα, έχει εξαναγκάσει τις ομοιοπαθείς ευρωπαϊκές χώρες σε αναμονή που έχει λάβει τα χαρακτηριστικά συνωστισμού. Με την επιβληθείσα πολιτική της ευρωζώνης, γερμανικής έμπνευσης, έχει επέλθει η οικονομική και κοινωνική καταστροφή της Ελλάδας επιτείνοντας την αποσταθεροποιητική δυναμική στον ευρωπαϊκό χώρο, αφού κανένας διακηρυγμένος υποθετικός στόχος δεν έχει επιτευχθεί.

Σύμφωνα με τα νεοφιλελεύθερα ‘ιδεολογήματα’ των εγχώριων αλλά και διεθνών απολογητών του συστήματος, η ελληνική κατάρρευση είναι αναγκαία για την αποδόμηση και απομυθοποίηση της προηγούμενης πλασματικής ευημερίας που βασίσθηκε στη συσσώρευση χρέους, συγκαλύπτοντας τις ενυπάρχουσες παθογένειές της. Η κρίση χρέους όμως δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα, αλλά αφορά στο σύνολο των ευρωπαϊκών και περισσότερο αναπτυγμένων παγκόσμια οικονομιών, απειλώντας σοβαρότατα την ευρωπαϊκή και παγκόσμια σταθερότητα.

Τα στοιχεία του 2012 του Δ.Ν.Τ., υποδεικνύουν ότι το παγκόσμιο δημόσιο χρέος στο τέλος του τρέχοντος έτους θα έχει ανέλθει στο 60% ως ποσοστό του παγκόσμιου Α.Ε.Π., ενώ στις αναδυόμενες χώρες της περιφέρειας παγκόσμια το χρέος ανέρχεται στο 20% του Α.Ε.Π., 100% στις αναπτυγμένες και στις περισσότερο αναπτυγμένες χώρες του G7 στο 120%. Τελικά η κρίση χρέους είναι πρόβλημα των αναπτυγμένων χωρών και όχι των υπανάπτυκτων, δηλαδή των χωρών του παγκόσμιου καπιταλιστικού κέντρου που έχουν εφαρμόσει, εδώ και πολλά έτη, τις νεοφιλελεύθερες απορρυθμίσεις που έχουν περιορίσει στο ελάχιστο τους θεσμούς του ‘υπερτροφικού’, ‘παρασιτικού’ και ‘σπάταλου’ κράτους!!!

Η.Π.Α., Βρετανία, Ιρλανδία και Ισλανδία είναι οι χώρες πρωταθλήτριες στην υπερχρέωση, που ήρθε ως φυσική συνέπεια των νεοφιλελεύθερων ‘απελευθερώσεων’ και των επιτευχθέντων υψηλών ρυθμών της προηγηθείσας δεκαετίας, λόγω της επέκτασης εισοδήματος και κατανάλωσης που προκάλεσαν τα ελλείμματα και το χρέος. Στην Ιαπωνία το δημόσιο χρέος, αν και υπερβαίνει το 230% του Α.Ε.Π., θεωρείται διαχειρίσιμο, γιατί όσοι δανείζουν το κράτος και τον κρατικό προϋπολογισμό επιθυμούν να συνεχίσουν να το πράττουν, θεωρώντας χρηματοπιστωτικά φερέγγυο το ιαπωνικό δημόσιο παρά το τεράστιο μέγεθος του χρέους. Η Ιαπωνική Κεντρική Τράπεζα, εγγυάται το 100% του δημόσιου χρέους και δανειοδοτεί το κράτος με τα απαιτούμενα ποσά, έναντι ισόποσης αξίας εκδοθέντων ομολόγων.

Στην Ε.Ε., λόγω της νεοφιλελεύθερης δόμησης-αρχιτεκτονικής της, τα προβλήματα του δημόσιου χρέους των κρατών-μελών ‘επιλύονται’ άμεσα από τις απελευθερωμένες ‘αγορές’, χωρίς την μεσολάβηση και προστατευτική παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, η υπερχρέωση του ιδιωτικού τομέα, κυρίως του χρηματοπιστωτικού, επέφερε τη διάσωσή του από τον δημόσιο τομέα με μετατροπή των ιδιωτικών χρεών σε δημόσια (χαρακτηριστική πρόσφατη περίπτωση είναι η Ιρλανδία). Η υπερχρέωση του χρηματοπιστωτικού τομέα, οφείλεται στην εφευρετικότητα δημιουργίας ατέλειωτων σύνθετων χρηματοοικονομικών προϊόντων και ‘καινοτομιών’ της χρηματοοικονομικής ‘μηχανικής’, με πυραμίδες και ‘φούσκες’ που μια-μια σκάνε.

Η κρίση χρέους σε καμία χώρα δεν είναι αποτέλεσμα ύπαρξης παραδοσιακών παθογενειών και ιδιαιτεροτήτων, αλλά δημιουργήθηκε κυρίως μετά το 2000 ως συνέπεια των νεοφιλελεύθερων απορυθμίσεων και ‘απελευθερώσεων’ που υπερδιόγκωσαν τις χρηματοπιστωτικές ‘φούσκες’ και την απίστευτη κερδοσκοπία επί πρώτων υλών, αγροτικών προϊόντων, ορυκτών κλπ, συχνότατα σε βάρος και των ίδιων των υπερχρεωμένων. Αν και στη χώρα μας εμφανίζεται ως καθοριστικό το πρόβλημα του δημόσιου χρέους, αυτό δεν αφορά στην ουσία του προβλήματος αλλά στην μορφή που εξέλαβε μη αποτελώντας την εξαίρεση στον παγκόσμιο κανόνα. Στην Ελλάδα λόγω της προϋπάρχουσας διαπλοκής, οι τράπεζες ‘διασώθηκαν’ ‘προληπτικά’ πριν από την εμφάνισης της σημερινής κρίσης, επιβεβαιώνοντας το παγκόσμιο φαινόμενο της διάσωσης τραπεζών και ιδιωτικών τομέων από τα κράτη.

Η τωρινή ελληνική κρίση δεν μπορεί να ‘χρεωθεί’ στους εργαζόμενους, τους άνεργους, αλλά ούτε και τους κοινωνικά αποκλεισμένους (των οποίων η αναλογία έχει υπερδιογκωθεί δραματικά προξενώντας ανθρωπιστική κρίση), γιατί δεν τα ‘φάγανε όλοι μαζί’. Η τωρινή κρίση, και στην Ελλάδα, είναι φυσική συνέπεια της παγκόσμιας ‘επιτάχυνσης’ και όχι καθυστέρησης. Προϋπόθεση της υπέρβασής της, δεν είναι η επέκταση της ύφεσης, που αδρανοποιεί την οικονομία απωθώντας τις επενδύσεις και μειώνοντας δραματικά την απασχόληση, αλλά η πραγματοποίηση άμεσων κρατικών επενδύσεων παραγωγικής ανασυγκρότησης και επέκτασης, που θα επιφέρουν την ανάκαμψη και θα καταστήσουν και πάλι βιώσιμη τη χώρα και τον λαό.

Με κατεδαφισμένη σε ερείπια την οικονομία, καμία χώρα δεν θεωρείται βιώσιμη και κανένα χρέος δεν είναι διαχειρίσιμο.



Καλλίνικος Νικολακόπουλος: Σχετικά με τον συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου