Κυριακή 19 Μαρτίου 2017

Η έκφραση των συγκινήσεων στον άνθρωπο και τα άλλα ζώα

Σπύρος Μανουσέλης


Γιατί η χαρά, η λύπη ή ο θυμός που «βλέπουμε» στα πρόσωπα των άλλων είναι μεταδοτικά και επηρεάζουν βαθύτατα τη διάθεσή μας;

Από ποιους βιολογικούς μηχανισμούς εξαρτάται και πώς προέκυψε αυτή η «μαγική» ικανότητά μας να εκφράζουμε σωματικά τις συγκινήσεις μας;

Οπως και για κάθε άλλη ψυχολογική ικανότητά μας, η εξήγησή της θα πρέπει να αναζητηθεί στην ιστορία μας, δηλαδή στη βιολογική εξέλιξή μας, η οποία, όπως θα δούμε, όχι μόνο διαμόρφωσε αλλά και εξηγεί επαρκώς το γιατί διαθέτουμε την ικανότητα να εκφράζουμε σωματικά τις συγκινήσεις και τα αισθήματά μας.

Ο πρώτος επιστήμονας που μελέτησε και τελικά εξήγησε αυτό το αινιγματικό φαινόμενο ήταν ο Κάρολος Δαρβίνος.

Αν με το πασίγνωστο βιβλίο του «Η καταγωγή των ειδών» έθεσε τις βάσεις για την κατανόηση της εξέλιξης, με το σχεδόν άγνωστο και υποτιμημένο «Η έκφραση των συγκινήσεων στον άνθρωπο και τα ζώα», που μόλις κυκλοφόρησε στην Ελλάδα (βλ. ειδικό Πλαίσιο), έθεσε τις βάσεις για την επιστήμη της ψυχολογίας και την εξήγηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς.


Παρά τις «λογοκεντρικές» προκαταλήψεις μας, η ανθρώπινη γλώσσα -προφορική ή γραπτή- αποτελεί, εν τέλει, ένα μάλλον φτωχό και συχνά παραπλανητικό μέσο επικοινωνίας.

Ισως γι’ αυτό όταν μιλάμε με κάποιο πρόσωπο δεν περιοριζόμαστε μόνο στο «τι λέει» αλλά και στο «πώς το λέει»: στο πώς δηλαδή το σώμα και κυρίως οι εκφράσεις του προσώπου συνοδεύουν τα όσα εκφράζει λεκτικά.

Πολύ συχνά, μάλιστα, στο αδιαφανές παιχνίδι της ανθρώπινης επικοινωνίας η γλώσσα του σώματος αποδεικνύεται λαλίστατη και ιδιαιτέρως... εύγλωττη.

Πράγματι, από τις εκφράσεις του προσώπου του συνομιλητή μας, από τις χειρονομίες και τη στάση του σώματός του ή από τις ανεπαίσθητες αλλαγές στον τόνο της φωνής του καταλαβαίνουμε πολύ περισσότερα από όσα ο ίδιος μας λέει και, ενδεχομένως, από όσα θα ήθελε να καταλάβουμε.

Τις τελευταίες δεκαετίες, ένας μεγάλος αριθμός πειραματικών ερευνών στον χώρο της εξελικτικής ψυχολογίας και των νευροεπιστημών επιβεβαιώνουν και, πρώτη φορά, εξηγούν επιστημονικά αυτό που ανέκαθεν γνωρίζαμε εμπειρικά: οι πραγματικές ανθρώπινες σχέσεις -διαπροσωπικές αλλά και κοινωνικές- βασίζονται και σε πολύ μεγάλο βαθμό επηρεάζονται από σωματικούς ή «μη λεκτικούς» κώδικες επικοινωνίας, οι οποίοι, έχοντας διαμορφωθεί από αιώνες βιολογικής εξέλιξης, είναι σε μεγάλο βαθμό μη συνειδητοί.

Το γεγονός ότι εμείς οι άνθρωποι, όπως εξάλλου και τα περισσότερα θηλαστικά, είμαστε σε θέση να αναγνωρίζουμε και να «συναισθανόμαστε» τις συγκινήσεις και τα αισθήματα ενός άλλου προσώπου αποτελεί μια κοινότοπη διαπίστωση.

Ωστόσο, η επιστημονική εξήγηση του γιατί διαθέτουμε αυτή τη «μαγική» ικανότητα και του πώς συντελείται αυτό το καθημερινό «θαύμα» αποδεικνύεται πολύ λιγότερο κοινότοπη.

Η εγγενής ικανότητά μας να εκφραζόμαστε και να επικοινωνούμε μέσω του σώματός μας ήταν μέχρι πρόσφατα μια βιολογική λειτουργία υποτιμημένη και σκοπίμως παραμελημένη από την επιστημονική έρευνα.

Από τις «φυσιογνωμικές» στις εξελικτικές εξηγήσεις



Μολονότι η «φυσιογνωμική» ήταν η πρώτη και σαφώς μη επιστημονική προσπάθεια κατανόησης του πώς κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ή εκφράσεις του ανθρώπινου προσώπου μάς αποκαλύπτουν δήθεν την προσωπικότητα κάθε ανθρώπου, μόνο ο Κάρολος Δαρβίνος, στα τέλη του 19ου αιώνα, κατάφερε να δώσει μιαν εύλογη εξελικτική και αμιγώς βιολογική εξήγηση για τις σωματικές εκφράσεις των συγκινήσεων.

Πράγματι, στο τελευταίο του βιβλίο «Η έκφραση των συγκινήσεων στον άνθρωπο και τα ζώα», που δημοσιεύτηκε στην Αγγλία το 1872, ο Δαρβίνος με πλήθος παραδειγμάτων εξηγεί το γιατί μία συγκεκριμένη συγκίνηση -π.χ. χαρά, φόβος, θυμός, αηδία- εκδηλώνεται με μία μόνο σωματική έκφραση.

Επιπλέον, έδειξε ότι οι ίδιες αρχές που εξηγούν τις ανθρώπινες σωματικές εκφράσεις των συγκινήσεων ισχύουν και για πολλά άλλα είδη ζώων!

Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι διαφορετικά είδη ζώων εκφράζουν τις συγκινήσεις που βιώνουν με τον ίδιο τρόπο, αλλά ότι το κάθε ζωικό είδος είναι βιολογικά προγραμματισμένο (από την εξέλιξη) ώστε να εκφράζει σωματικά ορισμένες συγκινήσεις που είναι θεμελιώδεις για την επιβίωσή του.

Επί έναν αιώνα, μετά τη δημοσίευση αυτού του βιβλίου, η επιστήμη αγνόησε ή παρανόησε συστηματικά τις ριζοσπαστικές ιδέες του Δαρβίνου.

Εντούτοις, τις τελευταίες δεκαετίες, οι εξελικτικές εξηγήσεις του Δαρβίνου έχουν γίνει αντικείμενο συστηματικής διερεύνησης τόσο από τις νευροεπιστήμες όσο και από την εξελικτική ψυχολογία.

Οι έρευνες αυτές αποκαλύπτοντας τις βιολογικές αναγκαιότητες όσο και τους βιοψυχολογικούς μηχανισμούς της έκφρασης των συγκινήσεων όχι απλώς ενισχύουν αλλά κυριολεκτικά επιβάλλουν μια δαρβινική εξελικτική εξήγηση.

Εμφυτη ή επίκτητη;



Προφανώς, η καθολική, δηλαδή πανανθρώπινη, ικανότητά μας να «διαβάζουμε» τις συγκινήσεις που εκφράζονται στο πρόσωπο των άλλων και να «βιώνουμε» σε πρώτο πρόσωπο αλλότρια αισθήματα και συγκινήσεις αποτέλεσε και αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη των διανθρώπινων σχέσεων όσο και της κοινωνικής μας ζωής.

Αν αυτό ισχύει, όπως επιβεβαιώνεται από όλες τις παρατηρήσεις, τότε αυτή η ικανότητά μας θα πρέπει να είναι σε μεγάλο βαθμό βιολογική και όχι αποκλειστικά πολιτισμική.

Με άλλα λόγια, το επιστημονικά επιβεβαιωμένο γεγονός ότι είναι «καθολική» στο ανθρώπινο είδος, καθώς και σε πολλά άλλα είδη ζώων, καθιστά αυτομάτως την ικανότητα σωματικής έκφρασης των συγκινήσεων έμφυτη και όχι επίκτητη!

Από ποιους, όμως, βιοψυχολογικούς μηχανισμούς εξαρτάται αυτή η ικανότητα;

Κι αν όντως, όπως όλα δείχνουν, είναι καθολική, τότε δεν θα πρέπει να βρίσκεται βαθιά ριζωμένη στην αρχιτεκτονική του εγκεφάλου ή και των γονιδίων μας;

Η σύγχρονη εξελικτική θεωρία -από τη γέννησή της και προγραμματικά- ήταν η φιλόδοξη προσπάθεια ενοποίησης των όσων γνωρίζουμε σχετικά με τη βιολογική και την κοινωνική συμπεριφορά όχι μόνο των ανθρώπων αλλά και των υπόλοιπων ζώων.

Με άλλα λόγια, η εξελικτική προσέγγιση, ως η ενιαία επιστημονική εξήγηση όλων των ζωικών φαινομένων, στοχεύει στην ανάδειξη της θεμελιώδους ενότητας του ανθρώπου με τον υπόλοιπο έμβιο κόσμο και εμμέσως στην επανενοποίηση των δύο αυστηρά οριοθετημένων και αλληλοαποκλειόμενων μέχρι σήμερα «πολιτισμών»: του επιστημονικού με τον ανθρωπιστικό.

Ωστόσο, αυτή η ανάγκη υπέρβασης του εντελώς αυθαίρετου πλέον διαχωρισμού ανάμεσα στις δύο κουλτούρες εκφράστηκε από ορισμένους επιφανείς εξελικτικούς με τρόπο ανεπαρκή και μεροληπτικό.

Δεδομένου ότι πολλοί «ανθρωπιστές» και κοινωνιολόγοι υποστήριζαν την απόλυτη αυτονομία και μοναδικότητα της ανθρώπινης κατάστασης, κάποιοι «εξελικτικοί» θεώρησαν απολύτως νόμιμο το να αναγάγουν -μονόπλευρα και απλοϊκά- το κοινωνικό στο βιολογικό.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι προσπάθειες ορισμένων σύγχρονων κοινωνιοβιολόγων και γενετιστών να εξηγήσουν μέσω των γονιδίων τις κυρίαρχες στην εποχή μας κοινωνικές τάσεις και συμπεριφορές των ανθρώπων.

Ετσι, με ή παρά τη θέλησή τους, κατέληξαν να νομιμοποιούν επιστημονικά τις πιο απάνθρωπες οικονομικές πολιτικές και τις πιο ιδιοτελείς κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες βέβαια πολύ απέχουν από το να ικανοποιούν τις πραγματικές βιολογικές ανάγκες μας και ακόμη λιγότερο τις βιολογικές δυνατότητές μας.

Ομως, για όλα αυτά θα πούμε πολύ περισσότερα στο επόμενο άρθρο μας.


Πηγή: efsyn.gr



Η Σφήκα: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου