Πέμπτη 6 Απριλίου 2017

Ο ποδηλάτης

Ευσταθία Ματζαρίδου
 

Πολλές φορές αυτή η κατήφεια κρατάει και το σαββατοκύριακο και τότε αποφασίζει να κάνει κάτι διαφορετικό, κάτι που να επιβεβαιώνει τις επιλογές του. Βγάζει όλο τον ποδηλατικό του εξοπλισμό, κράνος, γάντια, κουστούμι ποδηλασίας, ζώνη, ποδηλατικό παγούρι, ετοιμάζει σάντουιτς, ένα μήλο, τα βάζει στο σακίδιο, παίρνει χάρτες και το τσαντάκι με τις πρώτες βοήθειες και κατεβαίνει στο υπόγειο, βγάζει το αγωνιστικό του ποδήλατο, ελέγχει τα φρένα, το τιμόνι, φουσκώνει τις ρόδες και το ανεβάζει επάνω με το ένα χέρι, σαν έφηβος που ετοιμάζεται να κατακτήσει τον κόσμο.

Βγαίνει στο δρόμο, φοράει το κράνος, περνάει το παγούρι στη θέση του κάτω από το τιμόνι, δένει καλά το σακίδιο στον ώμο και στη μέση και με ένα μικρό άλμα, ανεβαίνει στη σέλα, που το μέγεθός της δεν ξεπερνάει τη χούφτα του και σηκώνει αγόγγυστα αυτό το υπερμέγεθες κορμί, το ίδιο και οι ρόδες του ποδηλάτου, που σαν λεπτεπίλεπτη γυναικεία φιγούρα, νομίζεις ότι θα συνθλιβούν από το βάρος του, αλλά δεν συνθλίβονται, ο J φαίνεται ότι κατέχει όλη εκείνη τη λεπτότητα και διακριτικότητα του ιδανικού εραστή, που ξέρει πώς να συμπεριφερθεί στη λεπτεπίλεπτη ερωμένη του.

Το βάρος του όλο, η τεράστια κοιλιά του συρρικνώνονται, όταν ανεβαίνει στο αγωνιστικό του ποδήλατο. Αλαφραίνει η ψυχή του, αλαφραίνει και το κορμί του. Γίνεται ένας νεαρός ποδηλάτης που παίρνει μέρος στο Tour de France, και δεν συμμετέχει απλώς, αλλά πάει για το έπαθλο, νιώθει γύρω του τα πλήθη να τον επευφημούν κι αυτές οι φωνές του πλήθους, αυτό το πάθος των συναθλητών του τον σιγουρεύουν με μιας για τις επιλογές του και με μιας ο Τούρκος φαντάζει αμελητέος, αν όχι ανύπαρκτος.

Εκείνη τη μέρα κάνει μεγάλες διαδρομές, ακολουθεί παραρήνιους ποδηλατοδρόμους χιλιομέτρων, χάνεται σε δάση, σταματάει σε υπαίθριες μπυραρίες, συναντάει παλαίμαχους και νέους ποδηλάτες, μιλάνε με πάθος για αγώνες και για διαδρομές μεγάλες, ημερών, εβδομάδων, μηνών. Η δικιά του η μεγαλύτερη ήταν μέχρι τη Βιέννη. Κολωνία -Βιέννη με το ποδήλατο 950 χιλιόμετρα.

Στις μπυραρίες πίνει μπύρες με άγνωστους ποδηλάτες και όλοι μιλάνε για τα παράσημά τους, που δεν είναι άλλα από τις διαδρομές χιλιομετρικών αποστάσεων, όχι, δεν έχουν πάρει μέρος στο γύρο της Γαλλίας ούτε στο γύρο της Ισπανίας ούτε και της Ιταλίας, αλλά γνωρίζουν τα πάντα για τους αγώνες.

Αυτές οι συναντήσεις ποδηλατών τα σαββατοκύριακα στα δάση της ευρύτερης περιοχής και στις υπαίθριες μπυραρίες του Ρήνου δεν είναι τυχαίες, είναι μα διαισθητική συνάντηση όλων των παλαίμαχων για να ξεχαρμανιάσουν, να μιλήσουν για τα έπαθλά τους, τις παλιές τους δόξες, τις ένδοξες και ατυχείς στιγμές τους, να αναπολήσουν, να αναμετρηθούν, να γυρίσουν το χρόνο πίσω, για να τροφοδοτήσουν το παρόν τους, και μετά αναψοκοκκινισμένοι από τις μπύρες και το ποδήλατο, αρχίζουν να ρίχνουν ονόματα στο τραπέζι, ποιος ήταν ο νικητής στο γύρο της Γαλλίας το 1950 και ποιος το 1972, κι όποιος το βρει, έχει δικαίωμα να ρωτήσει τους άλλους και συνεχίζουν έτσι με πάθος χαρτοπαίχτη και παραγγέλνουν μπύρες και κάθε φορά που βρίσκουν το νικητή τσουγκρίζουν τα ποτήρια και λένε Prost.

Αυτές οι ποδηλατοδρομίες που είναι εν τέλει και μπυροδρομίες είναι πολύ αναζωογονητικές για τον J. Επιστρέφει στο σπίτι αργά το βράδυ καταϊδρωμένος και ευχαριστημένος και με μια αγάπη ακόμη πιο δυνατή για το ποδήλατό του, το κατεβάζει στην αποθήκη και λέει, άντε καλά περάσαμε και σήμερα, μπράβο μας, ξεκουράσου τώρα, και το σκουπίζει με την πετσέτα να φύγουν οι σκόνες και ο ιδρώτας και οι λάσπες και αν μπορούσε κιόλας να το ταΐσει και να το ποτίσει, θα το έκανε. Καληνύχτα, του λέει, είσαι μόνο σου εδώ κάτω, αλλά μη νομίζεις κι εγώ εκεί πάνω, μόνος μου είμαι. Και κλειδώνει. Ανεβαίνει τις σκάλες ως τον τρίτο και τα πόδια του, οι γάμπες και οι μηροί καίνε και τρέμουν, το παράκανες J, λέει, αλλά, αν τον έβλεπε κανείς από πίσω με το κοντό ποδηλατικό κολάν, τις στιβαρές σφιχτές γάμπες και όλο τον εξοπλισμό του, θα τον καμάρωνε για τα νιάτα του.

Μετά από τέτοιες ποδηλατικές εξορμήσεις και μετά από ένα χαλαρωτικό μπάνιο, ακολουθούν αναγνώσεις που τον χαλαρώνουν ακόμη περισσότερο ή απλώς ξεφυλλίζει συλλεκτικά βιβλία τρένων και ατμομηχανών ή ψάχνει με μανία κάτι που ειπώθηκε για κάποιο ποδηλάτη κι αυτός διαφώνησε και θέλει τώρα να σιγουρευτεί ή βγάζει με συστολή φύλλα χαρτιού, καλά φυλαγμένα ανάμεσα σε σελίδες βιβλίων, με γυμνόστηθες ή τελείως γυμνές γυναίκες και τις χαϊδεύει, τις μιλάει γλυκά, τρυφερά, και τότε μπορεί να έχει στύση. Τι του κάνατε βρε του γέρου, λέει, τι του κάνατε, και γελάνε και τα μουστάκια του για τη μικρή αυτή επιτυχία, ε, που και να μην ήμουν κουρασμένος, τότε θα είχατε άσχημα ξεμπερδέματα.

Αφήνει τα βιβλία, αφήνει και τα κουρελιασμένα φύλλα και χαϊδεύεται, ώσπου γεμίζουν τα χέρια του ζεστό παχύρρευστο υγρό και όλο το κορμί του μια γλύκα που του χαλαρώνει ως και το τελευταίο του κύτταρο. Παίρνει αγκαλιά τότε τα μισάνοιχτα βιβλία και τα κορίτσια και κοιμάται βαθιά.

Όταν σηκώνεται από τέτοιο ύπνο, μαζεύει εσπευσμένα όλα τα αποδεικτικά στοιχεία της ηδονής του και λέει, άντε J και την άλλη φορά στα κορίτσια. Τα κορίτσια είναι σε ένα δρόμο μεταξύ της Dom και του Δημαρχείου, μια μικρή Gasse που θυμίζει ακόμη μεσοπόλεμο. Για χρόνια μετά τη δουλειά περνούσε πάντα μία δύο φορές την εβδομάδα από εκεί, άφηνε το ποδήλατό του δυο τρεις δρόμους παρέκει και, αφού έλεγχε την κίνηση του δρόμου, χωνόταν στο σοκάκι και γλιστρούσε στο σπίτι.

Όταν ήταν ακόμη νέος. Αργότερα αραίωσαν οι επισκέψεις. Τα σαββατοκύριακα μόνο. Και όσο περνούσαν τα χρόνια αραίωναν και οι επισκέψεις, όπως αραίωναν τα μαλλιά του, λέει. Και τώρα πια περνάει μια, δύο, άντε τρεις φορές το χρόνο. Τα μαλλιά του τα έχασε στη Gasse, λέει, μαζί με τα λεφτά του. Είχε ερωτευτεί μια κοκκινομάλλα Πολωνέζα, με ένα πληθωρικό στήθος και υπέφερε, ναι, υπέφερε, δεν άντεχε να τη μοιράζεται και τότε ήταν που της πρότεινε να φύγει από το σπίτι και να εγκατασταθεί στο δικό του, να γίνει κυρία J. Αλλά δεν κατάφερε να την πείσει.

Άλλους έρωτες δεν έζησε, καμιά δεν κατάφερε να την αντικαταστήσει. Και κάτι προξενιά των συναδέλφων του δεν ευοδώθηκαν κι αυτά. Έτσι παρέμεινε φανατικός εργένης. Τώρα πια δεν του λείπουν οι γυναίκες. Όχι, δεν του λείπουν. Πιο πολύ του λείπει η γάτα του, παρά αυτές.

Πηγή: staxtes.com



Η Σφήκα: Επιλογές




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου