Του Θανάση Αλεξίου
Κατά κάποιο τρόπο τα δικαιώματα (ανθρώπινα, ατομικά κ.ο.κ.) που περιβάλλουν τους βιόκοσμους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης (οικογένεια, προσωπικές σχέσεις κ.λπ.) συγκροτούν νομικο-θεσμικά στην αστική κοινωνία τον «ιδιωτικό χώρο». Η προστασία αυτού του χώρου συνιστά την «αναγκαία παραχώρηση» από μεριάς του κεφαλαίου, στα άτομα, καθώς η κοινωνική εργασία που εδώ προσφέρεται (οικιακή εργασία, εργασία φροντίδας και ανατροφής) απαιτεί τέτοια ποιοτικά χαρακτηριστικά που μόνο άτομα που αισθάνονται ελεύθερα και ιδιωτικά, κυριολεκτικά «σαν στο σπίτι τους», μπορούν να προσφέρουν. Ακριβώς επειδή πρόκειται για ποιοτική εργασία το κράτος ή, το κεφάλαιο αρνούνται εξαιτίας του δυσανάλογου κόστους να την αναλάβουν.
Έτσι η κοινωνική αναπαραγωγή, παρόλο που είναι μια κρίσιμη κοινωνική λειτουργία, την οποία θα όφειλε να την αναλάβει εξ’ ολοκλήρου η κοινωνία (κοινωνικοποίηση), αυτή αφήνεται στα άτομα (οικογένεια κ.ά.). Θεωρείται δηλαδή ιδιωτική υπόθεση. Το γεγονός αυτό συνδέει επίσης τις σεξουαλικές πρακτικές με την αναπαραγωγική λειτουργία. Ωστόσο τα δικαιώματα που αφορούν στον άνθρωπο ή, στο άτομο (προσωπικές εκφράσεις και συμπεριφορές), προέκυψαν πρωτίστως μέσα από σκληρούς κοινωνικούς αγώνες, είτε πρόκειται για τα ανθρώπινα δικαιώματα, είτε πρόκειται για τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα (ψήφος, συνδικαλιστική οργάνωση, 8ωρο, προστασία μητρότητας κ.λπ.). Συνεπώς αποτελούν και «θυλάκους προστασίας» της ζωής και της προσωπικότητας των ατόμων. Δεν χρειάζεται να υπενθυμίσουμε εδώ την καταστολή σε οτιδήποτε «νεωτεριστικό» (αντισυμβατικό) στη συμπεριφορά και στο ντύσιμο από τον χωροφύλακα (Νόμος 4000 περί τεντιμποϊσμού) τις δεκαετίες ΄60 και ΄70 στην Ελλάδα. Αυτά συνιστούν κατά κάποιο τρόπο «χώρους», -ας χρησιμοποιήσω την έννοια «ετεροτοπίες»- για να κινούνται και να ζουν «ελεύθερα» τα άτομα.
Βεβαίως αυτοί οι χώροι αποτελούν και βιόκοσμους αναπαραγωγής του κοινωνικού σώματος (εργατικής δύναμης) και ως εκ τούτου θα ενδιαφέρουν, εφόσον η ανθρώπινη εργασία είναι που παράγει τον «πλούτο των εθνών», και το κράτος. Είναι η στιγμή που «πολιτικοποιείται» το σεξ (M. Foucault), αφού εμπλέκεται άμεσα στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Είναι η περίοδος της Βιομηχανικής Επανάστασης και της εμπέδωσης δομών μισθωτής εργασίας (καπιταλισμός), όπου σε αναφορά με τη δημόσια σφαίρα που καταλαμβάνεται από το κράτος, διαμορφώνεται μια ιδιωτική σφαίρα αναπαραγωγής με κύριο φορέα την ετερόφυλη οικογένεια.
Έτσι σεξουαλικές πρακτικές που αποκλίνουν από το κυρίαρχο οικογενειακό πρότυπο που στο πλαίσιο των προκαπιταλιστικών κοινωνιών συνυπήρχαν με τα διευρυμένα οικογενειακά μορφώματα, όπως οι ομοερωτικές, απαξιώνονται και «ιατρικοποιούνται» ως «διαστροφή», ως «αφύσικες» κ.ο.κ. Για το κεφάλαιο που επιζητούσε την απρόσκοπτη τροφοδότηση της παραγωγικής διαδικασίας με εργατική δύναμη, το πρωτεύον, ήταν η διασφάλιση της αναπαραγωγής της. Σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε να διασαλευτεί αυτή η σχέση, πόσο μάλλον όταν η ετερόφυλη οικογένεια που μέσω του οικογενειακού δικαίου άρχισε να «κατασκευάζεται», αποδεχόταν πλήρως ιδεολογικά αλλά και συναισθηματικά αυτή τη λειτουργία (ιδεολογία του οικογενεισμού). Κατά κάποιο τρόπο αυτή φαινόταν να διασφαλίζει, -σ’ ένα κόσμο πλήρως εμπορευματοποιημένο και πραγμοποιημένο-, τη βιοψυχική και συναισθηματική ισορροπία των ατόμων, δηλαδή της εργατικής δύναμης. Ουσιαστικά η οικογένεια άρχισε να λειτουργεί, εν μέσω αγοραίων και ανταλλακτικών σχέσεων, ως το «λιμάνι σε έναν άκαρδο κόσμο) (Ch. Lash).
Εκ των πραγμάτων οι οικογενειακές μορφές και κατ’ επέκταση οι σεξουαλικές πρακτικές θα ενδιέφεραν επίσης το κεφάλαιο με τις οικογένειες (ετερόφυλες) να αναλαμβάνουν, για τους λόγους που μόλις εξηγήσαμε, «πρόθυμα» αυτά τα κόστη για την ανατροφή και αναπαραγωγή (οικονομικό, κοινωνικοποίηση, ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη κ.λπ.). Τώρα μάλιστα με το Σύμφωνο Συμβίωσης είναι και οι ομόφυλες οικογένειες που προθυμοποιούνται να επιμεριστούν το ανάλογο κόστος. Στην πραγματικότητα το κεφάλαιο δεν έχει κάποιο «κόλλημα» με τις σεξουαλικές πρακτικές, αρκεί να μην παρεμποδίζεται η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Επομένως μέσα από την ιδεολογία του οικογενεισμού, μια λειτουργία της κοινωνίας, -όπως είναι η αναπαραγωγή (βιολογική, κοινωνική κ.λπ.), ιδιωτικοποιήθηκε. Επομένως η οικογένεια και πολύ περισσότερο η συζυγική έχει μια ιστορικότητα που δείχνει πως τόσο η οικογένεια όσο και η ετερόφυλη σεξουαλική πρακτική που την διαπερνά έχουν ιστορία. Είναι δηλαδή κοινωνικές σχέσεις και όχι βιολογικές.
Αλλά και αυτοί οι βιολογικοί προσδιορισμοί μέσω των οποίων ταξινομούμε τα πράγματα έχουν την ιστορία τους, πόσο μάλλον όταν οι σχετικές αντιστίξεις (φύση/πολιτισμός, αρσενικό/θηλυκό κ.λπ.) είναι παράγωγο της ανθρώπινης σκέψης. Αυτές επέχουν κατά κάποιο τρόπο θέση αναλυτικών κατηγοριών για να προσεγγίσουμε τον πραγματικό (φυσικό) κόσμο. Είναι δηλαδή εργαλεία (σκέψης) για να κάνουμε τη δουλειά μας, εν προκειμένω για να αναλύσουμε τη φύση και την κοινωνία. Συνεπώς δεν υπάρχει οπωσδήποτε ταύτιση του γνωστικού αντικειμένου με το φυσικό αντικείμενο, αλλά προσέγγιση.
Ούτε επιτρέπεται να υποστασιοποιούμε (οντολογικοποιούμε) τις αναλυτικές μας κατηγορίες (δηλαδή τα σχήματα που φτιάξαμε για να εξετάσουμε το φυσικό αντικείμενο), εν είδη ορισμών, γιατί αυτό είναι επίσης ιδεολογία (θετικισμός κ.λπ.). Αυτό σημαίνει ότι αυτό που προσδιορίζουμε ως «φυσικό», ως «βιολογικό» κ.ο.κ. στο γνωστικό επίπεδο δεν υπάρχει οπωσδήποτε και στην πραγματικότητα (φυσικό αντικείμενο). Συνεπώς είναι υπαρκτός ο κίνδυνος η βιολογία να λειτουργήσει σε ιδεολογία. Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι ήταν ο ανθρωπολόγος (δομιστής) Κλ. Λεβί-Στρος, ο οποίος στην προσπάθειά του να εξηγήσει την «πρωτόγονη σκέψη» με οικουμενικούς όρους, ενέγραψε αυτές τις αντιστίξεις/δυϊσμούς, -(πρωτόγονος/πολιτισμένος, φύση/πολιτισμός, άντρας/γυναίκα, ωμό/ψητό κ.ο.κ.)-, διϊστορικά (δηλαδή εξωϊστορικά) στον ανθρώπινο νου. Ως αυτός να λειτουργούσε, πάντοτε, ανεξάρτητα από τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες, έτσι από τη φύση του.
Από την άλλη τα άτομα, όπως και οι συμπεριφορές τους και οι πρακτικές τους (κοινωνικές, σεξουαλικές κ.ά.) είναι ένθετες σε κοινωνικές σχέσεις. Αν ιστορικοποιήσουμε, λοιπόν, την οικογένεια, το άτομο και φυσικά το ενδιαφέρον του κράτους και του κεφαλαίου για το σεξ (δηλαδή για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης), δεν μένει και πολύ βιολογία, εκτός από το κοινωνικό που ανάδρασε με το βιολογικό και το μετασχημάτισε. Με αυτή την έννοια η ιστορία των σεξουαλικών πρακτικών είναι άρρητα συνδεμένη με την ιστορία του κοινωνικού. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι ενώ το σεξ ως λειτουργία του οργανισμού δεν έχει ιστορία, η σεξουαλικότητα έχει ιστορία (D. Halperin), καθώς αυτή προσδιορίζεται ανάλογα με το κοινωνικό και πολιτιστικό συγκείμενο διαφορετικά. Συνεπώς η σεξουαλικότητα εμφανίζεται όταν οι άνθρωποι νοηματοδότησαν με συγκεκριμένους τρόπους τα σεξουαλικά ένστικτα που υπήρχαν πάντοτε στους οργανισμούς.
Σε κάθε περίπτωση τα δικαιώματα, μεταξύ άλλων, και ο σεξουαλικός αυτοπροσδιορισμός, η αλλαγή φύλου κ.λπ. προασπίζουν ανθρώπους από την καταπίεση και την καταστολή τους κράτους, ή, τον προπηλακισμό από μια αυτόκλητη «αστυνομία ηθών». Αν οι άνθρωποι βιώνουν το σώμα τους διαφορετικά από τους συμβατικούς κοινωνικούς ρόλους, ή την επιτέλεσή τους (π.χ. να το παίζουμε «άντρες», «γυναίκες» κ.λπ.), και «δεν τους βγαίνει» (γιατί καταπιέζονται) δεν μένει τίποτε άλλο από το να αποδεσμευτούν από αυτούς.
Συνεπώς και εφόσον η κοινωνία θέλει ελεύθερους ανθρώπους, αυτή οφείλει να διευκολύνει, προσφέροντας γνώση, μέσα και πόρους. Εδώ, στην περίπτωση των ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων, τρανς (διαφυλικών) κ.ά., και εκείνων που ζητούν αλλαγή φύλου δεν έχουμε να κάνουμε με «παρεκκλίνουσες» συμπεριφορές που χρήζουν ψυχιατρικής βοήθειας, αλλά για καθόλα θεμιτούς τρόπους αποδέσμευσης και απελευθέρωσης από καταπιεστικούς κοινωνικούς ρόλους και επιτελέσεις. Εξάλλου, όπως είδαμε παραπάνω οι βιολογικοί ορισμοί της σεξουαλικότητας, απότοκο των ρηματικών πρακτικών (ορισμών) της θετικιστικής παράδοσης, μετατρέπονται σε ιδεολογία, όταν ανάγουν κοινωνικές και πολιτισμικές πρακτικές στη βιολογία. Είναι άλλο το ζήτημα του κοινωνικού υποκειμένου και των σχέσεων εκμετάλλευσης που μόνο με όρους αλλαγής του τρόπου κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας και των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής μπορεί να τεθεί, και άλλο οι σχέσεις καταπίεσης, μεταξύ αυτών και οι έμφυλες, οι διαφυλικές κ.ο.κ. που μπορούν να τεθούν και να αντιμετωπιστούν ακόμη και στο υφιστάμενο σύστημα κοινωνικών σχέσεων (αστικό-καπιταλιστικό).
Σε μεγάλο βαθμό η σύγχυση αυτή δημιουργείται, επειδή μεταμοντέρνες και αποδομιστικές προσεγγίσεις φετιχοποιούν την διαφορά, ορίζοντας τις αντίστοιχες ομάδες που την φέρουν, ως τα κοινωνικά υποκείμενα. Κι φυσικά δεν μπορεί να μην υπογραμμιστεί, μεταξύ άλλων, το γεγονός πως μεγάλο μέρος των ευρωπαϊκών προγραμμάτων στις κοινωνικές επιστήμες χρηματοδοτούν με ιδιαίτερη γενναιοδωρία στις σπουδές φύλου και τις πολιτισμικές σπουδές (ετερότητα, διαφορετικότητα κ.λπ.). Την ίδια στιγμή η χρηματοδότηση ερευνών για τις κοινωνικές ανισότητες και την ταξική ανάλυση των κοινωνιών δεν είναι «επιλέξιμες». Έμμεσα αλλά σαφώς υποδηλώνεται επίσης πως οι σχέσεις εκμετάλλευσης έχουν υποχωρήσει, επομένως έχει υποχωρήσει και η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας που έδινε ταξικά υποκείμενα (κοινωνικές τάξεις). Δεν υπάρχει σήμερα εργατική τάξη παρά μόνο μεσαία στρώματα. Επομένως, σύμφωνα με αυτές τις αντιλήψεις που είναι κυρίαρχες στο χώρο των κοινωνικών επιστημών, το ταξικό ζήτημα έχει μετεξελιχτεί σε πολιτισμικό που επικεντρώνεται πλέον στις πρακτικές δόμησης ταυτότητας και υποκειμενικοποίησης.
Αν η οικογένεια, όπως και οι συμβατικές σεξουαλικές πρακτικές, συνιστούν, όπως δείξαμε παραπάνω, ιστορικές κατηγορίες, αυτές είναι αναμενόμενο να σβήσουν με την υποχώρηση της πατριαρχίας και την κατάργηση του καπιταλισμού. Σε τελική ανάλυση στην αταξική κοινωνία, όταν θα εκλείψουν οι κοινωνικές συμβάσεις και οι νόρμες (οικογένεια, κοινωνικοί ρόλοι κ.ο.κ.), -εν μέρει, απόρροια και των εκμεταλλευτικών σχέσεων-, και δεν θα υφίσταται λόγος για «δικαιώματα», οι προσωπικές σχέσεις θα ορίζονται ελεύθερα από τα άτομα μεταξύ τους, όπως έδειξε σ’ ένα βαθμό η αντίστοιχη πρακτική στη Σοβιετική Ένωση στη δεκαετία του ΄20 (γάμος ομοφυλόφιλων, εγχειρήσεις αλλαγής φύλου κ.ά.).[1] Θα μου πείτε μοιάζει ουτοπία. Όμως, έτσι πορεύτηκαν οι κοινωνίες και φτάσαμε από τους μακρινούς αιώνες της δουλείας, της δουλοπαροικίας, ως εδώ, έστω στην εποχή της «τυπικής ελευθερίας» (βλ. μισθωτή εργασία).
[1] Η Σοβιετική νομοθεσία «Διακηρύσσει την απόλυτη μη ανάμειξη του κράτους σε ζητήματα που άπτονται της σεξουαλικής ζωής, εφόσον κανείς δεν τραυματίζεται και κανενός τα συμφέρονται δεν αποτελούν αντικείμενο σφετερισμού». Παρατίθεται στο: Sherry Wolf, Sexuality and Socialism. History, Politics, and Theory of LGBT Liberation, Haymarket Books, Σικάγο 2009. (Το κεφάλαιο «The Myth of the Marxist Homophobia» του συγκεκριμένου βιβλίου έχει μεταφραστεί στα ελληνικά από την Ζήνα Λιανρδοπούλου και είναι διαθέσιμο στο: http://www.elaliberta.gr).
*O Θανάσης Αλεξίου είναι καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου
Σημείωση: Στη φωτογραφία το διάσημο έργο «Το φιλί» του Γάλλου γλύπτη, Φρανσουά Ωγκύστ Ρενέ Ροντέ.
Πηγή: imerodromos.gr
Θανάσης Αλεξίου: Σχετικά με τον συντάκτη
Κατά κάποιο τρόπο τα δικαιώματα (ανθρώπινα, ατομικά κ.ο.κ.) που περιβάλλουν τους βιόκοσμους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης (οικογένεια, προσωπικές σχέσεις κ.λπ.) συγκροτούν νομικο-θεσμικά στην αστική κοινωνία τον «ιδιωτικό χώρο». Η προστασία αυτού του χώρου συνιστά την «αναγκαία παραχώρηση» από μεριάς του κεφαλαίου, στα άτομα, καθώς η κοινωνική εργασία που εδώ προσφέρεται (οικιακή εργασία, εργασία φροντίδας και ανατροφής) απαιτεί τέτοια ποιοτικά χαρακτηριστικά που μόνο άτομα που αισθάνονται ελεύθερα και ιδιωτικά, κυριολεκτικά «σαν στο σπίτι τους», μπορούν να προσφέρουν. Ακριβώς επειδή πρόκειται για ποιοτική εργασία το κράτος ή, το κεφάλαιο αρνούνται εξαιτίας του δυσανάλογου κόστους να την αναλάβουν.
Έτσι η κοινωνική αναπαραγωγή, παρόλο που είναι μια κρίσιμη κοινωνική λειτουργία, την οποία θα όφειλε να την αναλάβει εξ’ ολοκλήρου η κοινωνία (κοινωνικοποίηση), αυτή αφήνεται στα άτομα (οικογένεια κ.ά.). Θεωρείται δηλαδή ιδιωτική υπόθεση. Το γεγονός αυτό συνδέει επίσης τις σεξουαλικές πρακτικές με την αναπαραγωγική λειτουργία. Ωστόσο τα δικαιώματα που αφορούν στον άνθρωπο ή, στο άτομο (προσωπικές εκφράσεις και συμπεριφορές), προέκυψαν πρωτίστως μέσα από σκληρούς κοινωνικούς αγώνες, είτε πρόκειται για τα ανθρώπινα δικαιώματα, είτε πρόκειται για τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα (ψήφος, συνδικαλιστική οργάνωση, 8ωρο, προστασία μητρότητας κ.λπ.). Συνεπώς αποτελούν και «θυλάκους προστασίας» της ζωής και της προσωπικότητας των ατόμων. Δεν χρειάζεται να υπενθυμίσουμε εδώ την καταστολή σε οτιδήποτε «νεωτεριστικό» (αντισυμβατικό) στη συμπεριφορά και στο ντύσιμο από τον χωροφύλακα (Νόμος 4000 περί τεντιμποϊσμού) τις δεκαετίες ΄60 και ΄70 στην Ελλάδα. Αυτά συνιστούν κατά κάποιο τρόπο «χώρους», -ας χρησιμοποιήσω την έννοια «ετεροτοπίες»- για να κινούνται και να ζουν «ελεύθερα» τα άτομα.
Βεβαίως αυτοί οι χώροι αποτελούν και βιόκοσμους αναπαραγωγής του κοινωνικού σώματος (εργατικής δύναμης) και ως εκ τούτου θα ενδιαφέρουν, εφόσον η ανθρώπινη εργασία είναι που παράγει τον «πλούτο των εθνών», και το κράτος. Είναι η στιγμή που «πολιτικοποιείται» το σεξ (M. Foucault), αφού εμπλέκεται άμεσα στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Είναι η περίοδος της Βιομηχανικής Επανάστασης και της εμπέδωσης δομών μισθωτής εργασίας (καπιταλισμός), όπου σε αναφορά με τη δημόσια σφαίρα που καταλαμβάνεται από το κράτος, διαμορφώνεται μια ιδιωτική σφαίρα αναπαραγωγής με κύριο φορέα την ετερόφυλη οικογένεια.
Έτσι σεξουαλικές πρακτικές που αποκλίνουν από το κυρίαρχο οικογενειακό πρότυπο που στο πλαίσιο των προκαπιταλιστικών κοινωνιών συνυπήρχαν με τα διευρυμένα οικογενειακά μορφώματα, όπως οι ομοερωτικές, απαξιώνονται και «ιατρικοποιούνται» ως «διαστροφή», ως «αφύσικες» κ.ο.κ. Για το κεφάλαιο που επιζητούσε την απρόσκοπτη τροφοδότηση της παραγωγικής διαδικασίας με εργατική δύναμη, το πρωτεύον, ήταν η διασφάλιση της αναπαραγωγής της. Σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε να διασαλευτεί αυτή η σχέση, πόσο μάλλον όταν η ετερόφυλη οικογένεια που μέσω του οικογενειακού δικαίου άρχισε να «κατασκευάζεται», αποδεχόταν πλήρως ιδεολογικά αλλά και συναισθηματικά αυτή τη λειτουργία (ιδεολογία του οικογενεισμού). Κατά κάποιο τρόπο αυτή φαινόταν να διασφαλίζει, -σ’ ένα κόσμο πλήρως εμπορευματοποιημένο και πραγμοποιημένο-, τη βιοψυχική και συναισθηματική ισορροπία των ατόμων, δηλαδή της εργατικής δύναμης. Ουσιαστικά η οικογένεια άρχισε να λειτουργεί, εν μέσω αγοραίων και ανταλλακτικών σχέσεων, ως το «λιμάνι σε έναν άκαρδο κόσμο) (Ch. Lash).
Εκ των πραγμάτων οι οικογενειακές μορφές και κατ’ επέκταση οι σεξουαλικές πρακτικές θα ενδιέφεραν επίσης το κεφάλαιο με τις οικογένειες (ετερόφυλες) να αναλαμβάνουν, για τους λόγους που μόλις εξηγήσαμε, «πρόθυμα» αυτά τα κόστη για την ανατροφή και αναπαραγωγή (οικονομικό, κοινωνικοποίηση, ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη κ.λπ.). Τώρα μάλιστα με το Σύμφωνο Συμβίωσης είναι και οι ομόφυλες οικογένειες που προθυμοποιούνται να επιμεριστούν το ανάλογο κόστος. Στην πραγματικότητα το κεφάλαιο δεν έχει κάποιο «κόλλημα» με τις σεξουαλικές πρακτικές, αρκεί να μην παρεμποδίζεται η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Επομένως μέσα από την ιδεολογία του οικογενεισμού, μια λειτουργία της κοινωνίας, -όπως είναι η αναπαραγωγή (βιολογική, κοινωνική κ.λπ.), ιδιωτικοποιήθηκε. Επομένως η οικογένεια και πολύ περισσότερο η συζυγική έχει μια ιστορικότητα που δείχνει πως τόσο η οικογένεια όσο και η ετερόφυλη σεξουαλική πρακτική που την διαπερνά έχουν ιστορία. Είναι δηλαδή κοινωνικές σχέσεις και όχι βιολογικές.
Αλλά και αυτοί οι βιολογικοί προσδιορισμοί μέσω των οποίων ταξινομούμε τα πράγματα έχουν την ιστορία τους, πόσο μάλλον όταν οι σχετικές αντιστίξεις (φύση/πολιτισμός, αρσενικό/θηλυκό κ.λπ.) είναι παράγωγο της ανθρώπινης σκέψης. Αυτές επέχουν κατά κάποιο τρόπο θέση αναλυτικών κατηγοριών για να προσεγγίσουμε τον πραγματικό (φυσικό) κόσμο. Είναι δηλαδή εργαλεία (σκέψης) για να κάνουμε τη δουλειά μας, εν προκειμένω για να αναλύσουμε τη φύση και την κοινωνία. Συνεπώς δεν υπάρχει οπωσδήποτε ταύτιση του γνωστικού αντικειμένου με το φυσικό αντικείμενο, αλλά προσέγγιση.
Ούτε επιτρέπεται να υποστασιοποιούμε (οντολογικοποιούμε) τις αναλυτικές μας κατηγορίες (δηλαδή τα σχήματα που φτιάξαμε για να εξετάσουμε το φυσικό αντικείμενο), εν είδη ορισμών, γιατί αυτό είναι επίσης ιδεολογία (θετικισμός κ.λπ.). Αυτό σημαίνει ότι αυτό που προσδιορίζουμε ως «φυσικό», ως «βιολογικό» κ.ο.κ. στο γνωστικό επίπεδο δεν υπάρχει οπωσδήποτε και στην πραγματικότητα (φυσικό αντικείμενο). Συνεπώς είναι υπαρκτός ο κίνδυνος η βιολογία να λειτουργήσει σε ιδεολογία. Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι ήταν ο ανθρωπολόγος (δομιστής) Κλ. Λεβί-Στρος, ο οποίος στην προσπάθειά του να εξηγήσει την «πρωτόγονη σκέψη» με οικουμενικούς όρους, ενέγραψε αυτές τις αντιστίξεις/δυϊσμούς, -(πρωτόγονος/πολιτισμένος, φύση/πολιτισμός, άντρας/γυναίκα, ωμό/ψητό κ.ο.κ.)-, διϊστορικά (δηλαδή εξωϊστορικά) στον ανθρώπινο νου. Ως αυτός να λειτουργούσε, πάντοτε, ανεξάρτητα από τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες, έτσι από τη φύση του.
Από την άλλη τα άτομα, όπως και οι συμπεριφορές τους και οι πρακτικές τους (κοινωνικές, σεξουαλικές κ.ά.) είναι ένθετες σε κοινωνικές σχέσεις. Αν ιστορικοποιήσουμε, λοιπόν, την οικογένεια, το άτομο και φυσικά το ενδιαφέρον του κράτους και του κεφαλαίου για το σεξ (δηλαδή για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης), δεν μένει και πολύ βιολογία, εκτός από το κοινωνικό που ανάδρασε με το βιολογικό και το μετασχημάτισε. Με αυτή την έννοια η ιστορία των σεξουαλικών πρακτικών είναι άρρητα συνδεμένη με την ιστορία του κοινωνικού. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι ενώ το σεξ ως λειτουργία του οργανισμού δεν έχει ιστορία, η σεξουαλικότητα έχει ιστορία (D. Halperin), καθώς αυτή προσδιορίζεται ανάλογα με το κοινωνικό και πολιτιστικό συγκείμενο διαφορετικά. Συνεπώς η σεξουαλικότητα εμφανίζεται όταν οι άνθρωποι νοηματοδότησαν με συγκεκριμένους τρόπους τα σεξουαλικά ένστικτα που υπήρχαν πάντοτε στους οργανισμούς.
Σε κάθε περίπτωση τα δικαιώματα, μεταξύ άλλων, και ο σεξουαλικός αυτοπροσδιορισμός, η αλλαγή φύλου κ.λπ. προασπίζουν ανθρώπους από την καταπίεση και την καταστολή τους κράτους, ή, τον προπηλακισμό από μια αυτόκλητη «αστυνομία ηθών». Αν οι άνθρωποι βιώνουν το σώμα τους διαφορετικά από τους συμβατικούς κοινωνικούς ρόλους, ή την επιτέλεσή τους (π.χ. να το παίζουμε «άντρες», «γυναίκες» κ.λπ.), και «δεν τους βγαίνει» (γιατί καταπιέζονται) δεν μένει τίποτε άλλο από το να αποδεσμευτούν από αυτούς.
Συνεπώς και εφόσον η κοινωνία θέλει ελεύθερους ανθρώπους, αυτή οφείλει να διευκολύνει, προσφέροντας γνώση, μέσα και πόρους. Εδώ, στην περίπτωση των ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων, τρανς (διαφυλικών) κ.ά., και εκείνων που ζητούν αλλαγή φύλου δεν έχουμε να κάνουμε με «παρεκκλίνουσες» συμπεριφορές που χρήζουν ψυχιατρικής βοήθειας, αλλά για καθόλα θεμιτούς τρόπους αποδέσμευσης και απελευθέρωσης από καταπιεστικούς κοινωνικούς ρόλους και επιτελέσεις. Εξάλλου, όπως είδαμε παραπάνω οι βιολογικοί ορισμοί της σεξουαλικότητας, απότοκο των ρηματικών πρακτικών (ορισμών) της θετικιστικής παράδοσης, μετατρέπονται σε ιδεολογία, όταν ανάγουν κοινωνικές και πολιτισμικές πρακτικές στη βιολογία. Είναι άλλο το ζήτημα του κοινωνικού υποκειμένου και των σχέσεων εκμετάλλευσης που μόνο με όρους αλλαγής του τρόπου κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας και των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής μπορεί να τεθεί, και άλλο οι σχέσεις καταπίεσης, μεταξύ αυτών και οι έμφυλες, οι διαφυλικές κ.ο.κ. που μπορούν να τεθούν και να αντιμετωπιστούν ακόμη και στο υφιστάμενο σύστημα κοινωνικών σχέσεων (αστικό-καπιταλιστικό).
Σε μεγάλο βαθμό η σύγχυση αυτή δημιουργείται, επειδή μεταμοντέρνες και αποδομιστικές προσεγγίσεις φετιχοποιούν την διαφορά, ορίζοντας τις αντίστοιχες ομάδες που την φέρουν, ως τα κοινωνικά υποκείμενα. Κι φυσικά δεν μπορεί να μην υπογραμμιστεί, μεταξύ άλλων, το γεγονός πως μεγάλο μέρος των ευρωπαϊκών προγραμμάτων στις κοινωνικές επιστήμες χρηματοδοτούν με ιδιαίτερη γενναιοδωρία στις σπουδές φύλου και τις πολιτισμικές σπουδές (ετερότητα, διαφορετικότητα κ.λπ.). Την ίδια στιγμή η χρηματοδότηση ερευνών για τις κοινωνικές ανισότητες και την ταξική ανάλυση των κοινωνιών δεν είναι «επιλέξιμες». Έμμεσα αλλά σαφώς υποδηλώνεται επίσης πως οι σχέσεις εκμετάλλευσης έχουν υποχωρήσει, επομένως έχει υποχωρήσει και η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας που έδινε ταξικά υποκείμενα (κοινωνικές τάξεις). Δεν υπάρχει σήμερα εργατική τάξη παρά μόνο μεσαία στρώματα. Επομένως, σύμφωνα με αυτές τις αντιλήψεις που είναι κυρίαρχες στο χώρο των κοινωνικών επιστημών, το ταξικό ζήτημα έχει μετεξελιχτεί σε πολιτισμικό που επικεντρώνεται πλέον στις πρακτικές δόμησης ταυτότητας και υποκειμενικοποίησης.
Αν η οικογένεια, όπως και οι συμβατικές σεξουαλικές πρακτικές, συνιστούν, όπως δείξαμε παραπάνω, ιστορικές κατηγορίες, αυτές είναι αναμενόμενο να σβήσουν με την υποχώρηση της πατριαρχίας και την κατάργηση του καπιταλισμού. Σε τελική ανάλυση στην αταξική κοινωνία, όταν θα εκλείψουν οι κοινωνικές συμβάσεις και οι νόρμες (οικογένεια, κοινωνικοί ρόλοι κ.ο.κ.), -εν μέρει, απόρροια και των εκμεταλλευτικών σχέσεων-, και δεν θα υφίσταται λόγος για «δικαιώματα», οι προσωπικές σχέσεις θα ορίζονται ελεύθερα από τα άτομα μεταξύ τους, όπως έδειξε σ’ ένα βαθμό η αντίστοιχη πρακτική στη Σοβιετική Ένωση στη δεκαετία του ΄20 (γάμος ομοφυλόφιλων, εγχειρήσεις αλλαγής φύλου κ.ά.).[1] Θα μου πείτε μοιάζει ουτοπία. Όμως, έτσι πορεύτηκαν οι κοινωνίες και φτάσαμε από τους μακρινούς αιώνες της δουλείας, της δουλοπαροικίας, ως εδώ, έστω στην εποχή της «τυπικής ελευθερίας» (βλ. μισθωτή εργασία).
[1] Η Σοβιετική νομοθεσία «Διακηρύσσει την απόλυτη μη ανάμειξη του κράτους σε ζητήματα που άπτονται της σεξουαλικής ζωής, εφόσον κανείς δεν τραυματίζεται και κανενός τα συμφέρονται δεν αποτελούν αντικείμενο σφετερισμού». Παρατίθεται στο: Sherry Wolf, Sexuality and Socialism. History, Politics, and Theory of LGBT Liberation, Haymarket Books, Σικάγο 2009. (Το κεφάλαιο «The Myth of the Marxist Homophobia» του συγκεκριμένου βιβλίου έχει μεταφραστεί στα ελληνικά από την Ζήνα Λιανρδοπούλου και είναι διαθέσιμο στο: http://www.elaliberta.gr).
*O Θανάσης Αλεξίου είναι καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου
Σημείωση: Στη φωτογραφία το διάσημο έργο «Το φιλί» του Γάλλου γλύπτη, Φρανσουά Ωγκύστ Ρενέ Ροντέ.
Πηγή: imerodromos.gr
Θανάσης Αλεξίου: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου