Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2017

Το ιδιωτικό μου γκέτο

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης


Στον Γιώργο Λ. Οικονόμου


Το προσωπικό μου ερημητήριο είναι ένα διαμέρισμα. Απέναντι από ένα άλλο διαμέρισμα. Κάτω από ένα άλλο διαμέρισμα. Πάνω από ένα άλλο διαμέρισμα. Αποτελούμενο από ένα δωμάτιο, σαλοκουζίνα, γραφείο, διάδρομο και WC. Μπαλκονόπορτες τρεις, ένα παράθυρο στην κρεβατοκάμαρα, ένα πιο μικρό για το μπάνιο και μια θωρακισμένη πόρτα. Έπιπλο γραφείου, χωνευτή ντουλάπα, τραπεζάκι κουζίνας, καρέκλες τρεις, ψυγείο, πλυντήριο πιάτων και μια κρεμάστρα. Για τις ομπρέλες, τα μπουφάν και τα κασκόλ.

Και κάθε πρωί νιώθω ότι ξυπνάω σε έναν λαβυρινθώδη διάδρομο. Τινάζομαι τρομαγμένος από το κρεβάτι. Τρέχω αμέσως στο μπάνιο για να αναζητήσω τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Πλένομαι, ξυρίζομαι και ντύνομαι. Βάζω μηχανικά ό,τι βρω στο στόμα. Συνήθως ξεροκόμματα, δύο και τριών ημερών μπαγιάτικα. Μασουλώντας τα αργά για να μην επιβαρύνω το στομάχι. Ξεκρεμάω το μπουφάν και το κασκόλ, σκέφτομαι αν θα πάρω την ομπρέλα. Κλείνω πίσω μου την πόρτα και βγαίνω αγχωμένος έξω.

Πίνω καφέ στο αυτοκίνητο. Παρκάρω παράνομα στο πεζοδρόμιο. Ανταλλάσσω αμήχανα χαμόγελα με γνωστούς. Κάνω χειραψίες με παλιούς φίλους. Και φτάνω επιτέλους στη δουλειά μου. Σε σχολικό συγκρότημα, σε εμπορικό κατάστημα, στις ταχυμεταφορές, σε μια βιομηχανική γραμμή παραγωγής, σε συνεργείο αυτοκινήτων ή σε αντρικό κουρείο. Κοιτώντας από το πρώτο ακόμη λεπτό το ρολόι. Πότε επιτέλους θα τελειώσει το βασανιστήριο. Για να κάνω το μεσημεριανό μου διάλειμμα. Μισάωρο ή το πολύ σαράντα πέντε λεπτά. Χάμπουργκερ με κόκα κόλα ή πιτόγυρο πάλι με κόκα κόλα. Κι ένα κλεφτό τσιγάρο από τα κομμένα, ή τώρα τελευταία ατμό με γεύση μέντας. Η υγεία πάνω απ’ όλα: το σταθερό μότο της ζωής μου. Ο δε καφές, πάντα φραπές και σκέτος.

Νωρίς το απόγευμα μαζεύω τα απομεινάρια του εαυτού μου, για να γυρίσω σπίτι. Αφού προηγουμένως κάνω την αναγκαία στάση. Μπροστά σε ράφια με απορρυπαντικά, μαλακτικά ρούχων και κρέμες χεριών. Ή τροφές σκύλων, ντοματίνια σε συσκευασία και οδοντικά διαλύματα. Ενίοτε δε με την ευλάβεια και την κατάνυξη των θρησκευόμενων. Μακαρίζοντας τον εαυτό μου που δεν ενέδωσα ακόμη σε κάποια θρησκεία. Και όταν φτάνω μπροστά στο ταμείο βγάζω με δυσφορία το πορτοφόλι για να πληρώσω. Αλλά πάντα με ηλεκτρονική κάρτα. Γιατί με ενοχλεί αφόρητα το κουδούνισμα από τα ψιλά στην τσέπη. Να σημειώσω μόνο ότι δεν παραλείπω να παραχωρώ τη θέση μου στους ηλικιωμένους ή τις εγκύους ή τους πολύ βιαστικούς. Αλλά ούτε παραλείπω και να ρίχνω πονηρές ματιές στις πιο νοστιμούλες υπαλλήλους και στις πιο ενδιαφέρουσες πελάτισσες που περιμένουν μαζί μου στην ουρά.

Κατά τις 6 ανοίγω τη θωρακισμένη πόρτα. Μπαίνω στο διαμέρισμά μου. Κλείνω πίσω μου την θωρακισμένη πόρτα. Κλειδώνω, ξανακλειδώνω. Αφήνω το μπουφάν και το κασκόλ, μερικές φορές και την ομπρέλα στην κρεμάστρα. Προτιμώ δε να κρατάω κατεβασμένα τα ρολά και κλειστές τις μπαλκονόπορτες. Για να προφυλάσσομαι από τα καυσαέρια και την ηχορρύπανση της πόλης. Θέτω αμέσως σε λειτουργία τον φορητό υπολογιστή. Αλλά μόνο στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης. Για να μετρήσω τα λάικ που συγκέντρωσε η προηγούμενη ανάρτησή μου. Ή για να γράψω μια καινούρια ανάρτηση. Με την ελπίδα να συγκεντρώσω αυτή τη φορά περισσότερα ακόμη λάικ. Κατά τις 9 με 10 ανοίγω την τηλεόραση. Τότε που ξεκινάει η αναμετάδοση των ποδοσφαιρικών αγώνων ή, αν δεν έχει αγώνες, βλέπω όποια χαζοταινία τύχει. Βρίζοντας τις διαφημίσεις που διακόπτουν την κρίσιμη εξέλιξη του αγώνα ή της ταινίας. Ενώ στο μεταξύ έχω φτάσει στο δεύτερο μπουκάλι μπύρας και ετοιμάζομαι να ανοίξω το τρίτο και μετά από λίγο το τέταρτο.

Αργά το βράδυ, με το πέρας της ταινίας ή του αγώνα, συνηθίζω να περιφέρομαι στον άδειο διάδρομο και στην άδεια κρεβατοκάμαρα και στο άδειο σαλόνι και στο άδειο γραφείο με την παρηγορητική ιδέα ότι η πληρότητα μπορεί να γεμίζει και από τα κενά, ενίοτε δε και από γάζες, αναμνήσεις και μπόλικες απουσίες. Όταν πλέον βαριέμαι τα πήγαινε-έλα πιάνω μια καρέκλα της κουζίνας, κάθομαι ακούνητος για πέντε με δέκα λεπτά με την έμμονη ιδέα ότι έχω μεταμορφωθεί είτε σε λυκάνθρωπο είτε σε μπράβο της νύχτας είτε σε άνθρωπο του Νεάντερνταλ. Κι αρχίζω να σκούζω, να ουρλιάζω, να τινάζομαι στους τοίχους, να χτυπάω με τις γροθιές μου το τραπέζι και να κραδαίνω με το χέρι μου τα πιο αιχμηρά κουζινομάχαιρα. Σκεπτόμενος να εξοντώσω την πολυμελή οικογένεια των μεταναστών του πάνω ορόφου, μαζί με το ηλικιωμένο ζευγάρι του κάτω ορόφου, αλλά και την στριπτιζού του απέναντι διαμερίσματος που μου ’χουν γανώσει τα αυτιά σε ώρες κοινής ησυχίας με τις φωνές και τις περπατησιές και τα μαλώματά τους. Ή σχεδιάζοντας να κηρύξω τον πόλεμο μέχρις εσχάτων στους κόκκους σκόνης που βλέπω να αιωρούνται κάτω από το νυχτερινό φως της λάμπας μου. Ή πιέζοντας πολύ δυνατά τα αυτιά μου σαν να θέλω να συνθλίψω το κρανίο μου για να μην ακούω τα υπόκωφα τίκι-τίκι από τα καλοριφέρ που για άλλη μια φορά ξέχασα να εξαερώσω.

Πολύ σπανίως και κάτω από εξαιρετικές μόνο συνθήκες μπορεί να μετατραπώ σε ποιητή. Οπότε βλέπω τους κόκκους σκόνης να μετατρέπονται σε ένα σμάρι από πεταλούδες και τα υπόκωφα τίκι-τίκι των καλοριφέρ ανακαλούν στο μυαλό μου το νερό που μονίμως έσταζε η βρύση της μάνας μου όταν έκανε τις ποντιακές της πίτες. Και είναι ακριβώς εκείνη η στιγμή που πιάνω μια γωνία στο πάτωμα συσπειρωμένος με τα γόνατα στο μέτωπο, για να ανοίξω την πέμπτη μπύρα, ενόσω παρατηρώ στο ημίφως του σαλονιού μια τεράστια κατσαρίδα να γυροφέρνει ανάμεσα στα πεταμένα μπουκάλια.

Από μπύρα ή τσίπουρο ή βότκα ή μπακάρντι ή ακόμη από καθαρό οινόπνευμα. Σε εκείνο το φοιτητικό πάρτι της οδού Πανούση. Με όλα τα άλλα μπουκάλια να έχουν τελειώσει, και μόνο το πλαστικό με το οινόπνευμα να ’χει απομείνει.

Ή από ανθρακούχο αναψυκτικό. Πορτοκαλάδα, λεμονάδα, ίσως και γκαζόζα. Όπως εκείνα τα δύο μπουκάλια στις δύο και μοναδικές φορές της ζωής μου που έπαιξα μπουκάλα. Την Πρωτομαγιά του 82 και σε σχολική εκδρομή του 83. Με τα μπουκάλια όμως να σημαδεύουνε ένα άλλο κορίτσι από αυτό που ήθελα να φιλήσω.

Ή από σκέτο νερό. Σαν τα άδεια μπουκάλια που αφήνω δίπλα μου στο κομοδίνο κάθε βράδυ πριν να κοιμηθώ. Για να ονειρεύομαι μετά ότι είμαι ναυαγός σε ένα χαμένο νησί του Ειρηνικού. Εδώ και είκοσι, τριάντα, σαράντα χρόνια. Και ότι ρίχνω σε κάθε όνειρό μου και ένα διαφορετικό μπουκάλι στην απέραντη θάλασσα αλλά με το ίδιο μήνυμα: Είμαι εδώ και ακόμη υπάρχω. Είμαι εδώ και ακόμη υπάρχω. Είμαι εδώ κι ακόμη υπάρχω.

Πηγή: artinews.gr



Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης: Σχετικά με τον συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου