Του Παύλου Δερμενάκη
Εντός των ημερών η χώρα μπαίνει στην τελευταία περίοδο του τρίτου μνημονίου. Από το καλοκαίρι του 2015 έχει βέβαια τρέξει πολύ νερό στο αυλάκι, αλλά τα αποτελέσματα της κυβερνητικής διαχείρισης εξακολουθούν να επιδέχονται διπλή ανάγνωση. Η μία γίνεται μέσα από τα επικοινωνιακά γυαλιά της κυβέρνησης που βλέπει παντού επιτυχίες και βελτιώσεις στην πορεία της οικονομίας και της κοινωνίας. Η άλλη ανάγνωση, σχετίζεται με την ωμή πραγματικότητα που βιώνει ο λαός και είναι η συνεχής φτωχοποίηση. Παράλληλα, η κυβέρνηση πολιτευόμενη σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, έναν τομέα στον οποίο όπως αποδεικνύεται εκ των αποτελεσμάτων δεν είχε καμία προετοιμασία, εμπλέκει τη χώρα και το λαό σε ακόμα χειρότερες περιπέτειες.
Η τρίτη αξιολόγηση ολοκληρώθηκε προς το παρόν σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων. Αναμένεται η ψήφιση των σχετικών νόμων (για περισσότερα, βλέπετε στο προηγούμενο φύλλο της εφημερίδας, σελ. 10-11). Από τότε, ακολούθησε η δημοσιοποίηση του Συμπληρωματικού Μνημονίου (Supplemental Memorandum) που δίνει μια απόλυτα ξεκάθαρη εικόνα για το σχεδιασμό κυβέρνησης – δανειστών μετά τη λήξη του τρίτου μνημονίου και τις ειδικότερες δεσμεύσεις που αναλαμβάνει η χώρα. Έχει προσωρινή ημερομηνία 3/12/2017 και είναι ουσιαστικά το «μνημόνιο μετά το τρίτο μνημόνιο», αφού περιγράφει το τι θα ακολουθήσει μετά τον Αύγουστο του 2018 και πώς θα φτάσει η χώρα μέχρι εκεί. Με δυο λόγια, καθορίζει το αποικιακό καθεστώς που θα ισχύσει μετά την ολοκλήρωση της παρούσας φάσης των τριών μνημονίων, χωρίς πλέον τη χρηματοδότηση από πλευράς δανειστών.
Στο κείμενο αυτό, περιγράφεται η συμφωνία για τη συνέχιση των εφαρμοζόμενων πολιτικών για πολλά χρόνια μετά τη λήξη του μνημονίου: «Η επιτυχία του προγράμματος θα απαιτεί την συνεχή εφαρμογή των συμφωνημένων πολιτικών για πολλά χρόνια – κάτι που καθιστά αναγκαία την πολιτική δέσμευση αλλά και την τεχνική δυνατότητα της ελληνικής κυβέρνησης να φέρει αποτελέσματα…». Επιπλέον δε, δηλώνεται ότι η κυβέρνηση είναι «έτοιμη να λάβει όποια μέτρα θεωρηθούν τα κατάλληλα καθώς αλλάζουν οι περιστάσεις». Τα οποιαδήποτε νέα μέτρα η κυβέρνηση οφείλει να τα συζητά με την Τρόικα πριν τα οριστικοποιήσει και τα νομοθετήσει.
Τα παραπάνω, με απλά λόγια σημαίνουν ότι τα μνημόνια συνεχίζονται στην πράξη, αφού η κυβέρνηση έχει υπογράψει και αποδεχθεί πλήρως αυτή τη διαδικασία. Η «καθαρή έξοδος», ακόμα και η χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας από τις αγορές θα συνυπάρχει με την πλήρη επιτήρηση της χώρας από τους δανειστές και τον εξαναγκασμό της εφαρμογής μέτρων που έχουν ψηφιστεί εκ των προτέρων. Αν μάλιστα κάτι «στραβώσει» τότε το ενδεχόμενο ενός ακόμα μνημονίου θα έρθει στην επικαιρότητα.
Σε αυτό το πλαίσιο, για τα δημοσιονομικά θέματα η κυβέρνηση δεσμεύεται σε πρωτογενή πλεονάσματα στο 3,5% του ΑΕΠ (περίπου 7 δισ. ευρώ ετησίως) μέχρι και το 2022. Τα διασφαλίζει:
Η απόφαση αυτή θα ληφθεί ουσιαστικά από το ΔΝΤ. Το κείμενο προβλέπει ότι οι νέες φορολογικές επιβαρύνσεις του 2020 θα πραγματοποιηθούν από το 2019 «εάν το ΔΝΤ σε συνεργασία με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις ελληνικές αρχές, κατά την τελική αξιολόγηση του προγράμματος» (Αύγουστος 2018) θεωρούν ότι είναι αναγκαίες για να διασφαλιστεί το 3,5% πρωτογενές πλεόνασμα του 2019.
Σε αυτά πρέπει να προστεθούν μερικές ακόμα «λεπτομέρειες» που κρύβουν ουσία και προβλέπονται στο συμπληρωματικό μνημόνιο, όπως η σύνταξη κώδικα εργατικής νομοθεσίας («Οι υπάρχουσες εργατικές νομοθεσίες θα εξορθολογιστούν μέσω της κωδικοποίησης σε Κώδικα Εργατικού Δικαίου και Κώδικα Εργασιακών Ρυθμίσεων»). Πρέπει να προστεθούν όμως και οι προηγούμενες αποφάσεις κυβέρνησης και δανειστών για πλεονάσματα 2,6% μέχρι το 2060, εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, τερματισμό της προστασίας της πρώτης κατοικίας κ.λπ.
Όλα αυτά μαζί διαμορφώνουν το καθεστώς της μεταμοντέρνας αποικίας στον οικονομικό τομέα για τη μετά τη λήξη του τρίτου μνημονίου εποχή. Μια οικονομία δεμένη χειροπόδαρα από κάθε πλευρά, ώστε να εξυπηρετείται ένα «εξαιρετικά μη βιώσιμο» δημόσιο χρέος. Φυσικά μέσα σε αυτή την κατάσταση είναι φυσικό οι πάσης φύσεως δανειστές να αισθάνονται ασφαλείς και να βελτιώνονται τα spread των ομολόγων του Δημοσίου.
Οι περιπέτειες του ελληνικού λαού δεν εξαντλούνται στον οικονομικό τομέα. Η θέση της χώρας σε συνδυασμό με τις γενικότερα αρνητικές γεωπολιτικές εξελίξεις και την αδυναμία άσκησης ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής, διαμορφώνουν ένα επιπλέον ασφυκτικό πλαίσιο που μπορεί να οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερες περιπέτειες.
Η κυβέρνηση παρέχει «γη και ύδωρ» στις ΗΠΑ και τους σχεδιασμούς τους στην περιοχή. Θεωρεί ότι με το να είναι το «καλό παιδί» των ΗΠΑ όταν η Άγκυρα κρατά αποστάσεις σε πολλά θέματα της πολιτικής των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην περιοχή, θα εξασφαλιστεί απέναντι στις βλέψεις της τουρκικής επεκτατικής πολιτικής. Έτσι, η κυβέρνηση εισπράττει τα εύσημα από τον Αμερικανό πρέσβη ότι είναι η πλέον συνεργάσιμη ιστορικά και η χώρα σύρεται στους σχεδιασμούς ΗΠΑ – Ισραήλ για την περιοχή. Με αυτά τα δεδομένα, διαμορφώνεται ένα ακόμα άτυπο μνημόνιο, γεωπολιτικό αυτή τη φορά όπως το χαρακτηρίζουν ειδικοί αναλυτές, στο οποίο είναι ενταγμένη η χώρα με απρόβλεπτες συνέπειες.
Όσον αφορά στις σχέσεις με την Τουρκία, η λογική «πηγαίνω με τα νερά του θηρίου για να μην το εξαγριώσω» οδηγεί, όπως φάνηκε την περασμένη βδομάδα με την επίσκεψη Ερντογάν, σε συνεχή τετελεσμένα σε βάρος της χώρας. Κατοχή της Κύπρου και προετοιμασία για νέο «σχέδιο Ανάν», διχοτόμηση του Αιγαίου, τουρκικές παρεμβάσεις στη δυτική Θράκη, αμφισβήτηση της συνθήκης της Λωζάννης, όλα αυτά αποτελούν το πλαίσιο που έχει πετύχει να θέσει de facto στο τραπέζι η Άγκυρα. Τα θεωρεί δεδομένα και καλεί σε διαπραγματεύσεις και συζήτηση σε αυτή τη βάση.
Η αδυναμία απάντησης της κυβέρνησης σε αυτές τις επιθετικές βλέψεις φαίνεται από το γεγονός ότι συνεχώς τρέχει πίσω από γεγονότα που δημιουργεί η Άγκυρα. Τρέχοντας δεύτερη και καταϊδρωμένη, χωρίς την αναγκαία προετοιμασία και τη γενικότερη πολιτική, οικονομική και κοινωνική οντότητα που θα χρειαζόταν για να αντιμετωπίσει την κατάσταση, η χώρα παραμένει στο επίπεδο της επιλογής «προστάτη» που ίσως βοηθήσει την κρίσιμη στιγμή.
Αυτές οι λογικές όμως, ειδικά στον σημερινό πολυπολικό κόσμο με τα μεγάλα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα, είναι πολλαπλά επικίνδυνες. Οι συσχετισμοί και το κέντρο βάρους μεταβάλλονται πολύ εύκολα με συνέπεια να αυξάνεται ο κίνδυνος να μείνει κανείς τελικά απροστάτευτος μπροστά σε κάθε είδους τετελεσμένα.
Πηγή: e-dromos.gr
Παύλος Δερμενάκης: Σχετικά με τον Συντάκτη
Πώς μεθοδεύεται η μετάβαση στη «μεταμνημονιακή πραγματικότητα»
Εντός των ημερών η χώρα μπαίνει στην τελευταία περίοδο του τρίτου μνημονίου. Από το καλοκαίρι του 2015 έχει βέβαια τρέξει πολύ νερό στο αυλάκι, αλλά τα αποτελέσματα της κυβερνητικής διαχείρισης εξακολουθούν να επιδέχονται διπλή ανάγνωση. Η μία γίνεται μέσα από τα επικοινωνιακά γυαλιά της κυβέρνησης που βλέπει παντού επιτυχίες και βελτιώσεις στην πορεία της οικονομίας και της κοινωνίας. Η άλλη ανάγνωση, σχετίζεται με την ωμή πραγματικότητα που βιώνει ο λαός και είναι η συνεχής φτωχοποίηση. Παράλληλα, η κυβέρνηση πολιτευόμενη σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, έναν τομέα στον οποίο όπως αποδεικνύεται εκ των αποτελεσμάτων δεν είχε καμία προετοιμασία, εμπλέκει τη χώρα και το λαό σε ακόμα χειρότερες περιπέτειες.
Μνημόνιο μετά το Μνημόνιο;
Η τρίτη αξιολόγηση ολοκληρώθηκε προς το παρόν σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων. Αναμένεται η ψήφιση των σχετικών νόμων (για περισσότερα, βλέπετε στο προηγούμενο φύλλο της εφημερίδας, σελ. 10-11). Από τότε, ακολούθησε η δημοσιοποίηση του Συμπληρωματικού Μνημονίου (Supplemental Memorandum) που δίνει μια απόλυτα ξεκάθαρη εικόνα για το σχεδιασμό κυβέρνησης – δανειστών μετά τη λήξη του τρίτου μνημονίου και τις ειδικότερες δεσμεύσεις που αναλαμβάνει η χώρα. Έχει προσωρινή ημερομηνία 3/12/2017 και είναι ουσιαστικά το «μνημόνιο μετά το τρίτο μνημόνιο», αφού περιγράφει το τι θα ακολουθήσει μετά τον Αύγουστο του 2018 και πώς θα φτάσει η χώρα μέχρι εκεί. Με δυο λόγια, καθορίζει το αποικιακό καθεστώς που θα ισχύσει μετά την ολοκλήρωση της παρούσας φάσης των τριών μνημονίων, χωρίς πλέον τη χρηματοδότηση από πλευράς δανειστών.
Στο κείμενο αυτό, περιγράφεται η συμφωνία για τη συνέχιση των εφαρμοζόμενων πολιτικών για πολλά χρόνια μετά τη λήξη του μνημονίου: «Η επιτυχία του προγράμματος θα απαιτεί την συνεχή εφαρμογή των συμφωνημένων πολιτικών για πολλά χρόνια – κάτι που καθιστά αναγκαία την πολιτική δέσμευση αλλά και την τεχνική δυνατότητα της ελληνικής κυβέρνησης να φέρει αποτελέσματα…». Επιπλέον δε, δηλώνεται ότι η κυβέρνηση είναι «έτοιμη να λάβει όποια μέτρα θεωρηθούν τα κατάλληλα καθώς αλλάζουν οι περιστάσεις». Τα οποιαδήποτε νέα μέτρα η κυβέρνηση οφείλει να τα συζητά με την Τρόικα πριν τα οριστικοποιήσει και τα νομοθετήσει.
Τα παραπάνω, με απλά λόγια σημαίνουν ότι τα μνημόνια συνεχίζονται στην πράξη, αφού η κυβέρνηση έχει υπογράψει και αποδεχθεί πλήρως αυτή τη διαδικασία. Η «καθαρή έξοδος», ακόμα και η χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας από τις αγορές θα συνυπάρχει με την πλήρη επιτήρηση της χώρας από τους δανειστές και τον εξαναγκασμό της εφαρμογής μέτρων που έχουν ψηφιστεί εκ των προτέρων. Αν μάλιστα κάτι «στραβώσει» τότε το ενδεχόμενο ενός ακόμα μνημονίου θα έρθει στην επικαιρότητα.
Σε αυτό το πλαίσιο, για τα δημοσιονομικά θέματα η κυβέρνηση δεσμεύεται σε πρωτογενή πλεονάσματα στο 3,5% του ΑΕΠ (περίπου 7 δισ. ευρώ ετησίως) μέχρι και το 2022. Τα διασφαλίζει:
- α) με την κατάθεση έως τον Μάιο του 2018 νέου μεσοπρόθεσμου 2019-2022 που θα θεσπίζει ανώτατα όρια δαπανών ώστε να επιτυγχάνεται ο στόχος, άρα νέος κόφτης προληπτικός, κυβερνητικός πριν τον κόφτη του τρίτου μνημονίου,
- β) με την νωρίτερα του προβλεπόμενου εφαρμογή προαποφασισμένων μέτρων που θα κριθούν αναγκαία για να διασφαλιστεί το πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2019.
Η απόφαση αυτή θα ληφθεί ουσιαστικά από το ΔΝΤ. Το κείμενο προβλέπει ότι οι νέες φορολογικές επιβαρύνσεις του 2020 θα πραγματοποιηθούν από το 2019 «εάν το ΔΝΤ σε συνεργασία με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις ελληνικές αρχές, κατά την τελική αξιολόγηση του προγράμματος» (Αύγουστος 2018) θεωρούν ότι είναι αναγκαίες για να διασφαλιστεί το 3,5% πρωτογενές πλεόνασμα του 2019.
Σε αυτά πρέπει να προστεθούν μερικές ακόμα «λεπτομέρειες» που κρύβουν ουσία και προβλέπονται στο συμπληρωματικό μνημόνιο, όπως η σύνταξη κώδικα εργατικής νομοθεσίας («Οι υπάρχουσες εργατικές νομοθεσίες θα εξορθολογιστούν μέσω της κωδικοποίησης σε Κώδικα Εργατικού Δικαίου και Κώδικα Εργασιακών Ρυθμίσεων»). Πρέπει να προστεθούν όμως και οι προηγούμενες αποφάσεις κυβέρνησης και δανειστών για πλεονάσματα 2,6% μέχρι το 2060, εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, τερματισμό της προστασίας της πρώτης κατοικίας κ.λπ.
Όλα αυτά μαζί διαμορφώνουν το καθεστώς της μεταμοντέρνας αποικίας στον οικονομικό τομέα για τη μετά τη λήξη του τρίτου μνημονίου εποχή. Μια οικονομία δεμένη χειροπόδαρα από κάθε πλευρά, ώστε να εξυπηρετείται ένα «εξαιρετικά μη βιώσιμο» δημόσιο χρέος. Φυσικά μέσα σε αυτή την κατάσταση είναι φυσικό οι πάσης φύσεως δανειστές να αισθάνονται ασφαλείς και να βελτιώνονται τα spread των ομολόγων του Δημοσίου.
Και γεωπολιτικό μνημόνιο;
Οι περιπέτειες του ελληνικού λαού δεν εξαντλούνται στον οικονομικό τομέα. Η θέση της χώρας σε συνδυασμό με τις γενικότερα αρνητικές γεωπολιτικές εξελίξεις και την αδυναμία άσκησης ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής, διαμορφώνουν ένα επιπλέον ασφυκτικό πλαίσιο που μπορεί να οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερες περιπέτειες.
Η κυβέρνηση παρέχει «γη και ύδωρ» στις ΗΠΑ και τους σχεδιασμούς τους στην περιοχή. Θεωρεί ότι με το να είναι το «καλό παιδί» των ΗΠΑ όταν η Άγκυρα κρατά αποστάσεις σε πολλά θέματα της πολιτικής των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην περιοχή, θα εξασφαλιστεί απέναντι στις βλέψεις της τουρκικής επεκτατικής πολιτικής. Έτσι, η κυβέρνηση εισπράττει τα εύσημα από τον Αμερικανό πρέσβη ότι είναι η πλέον συνεργάσιμη ιστορικά και η χώρα σύρεται στους σχεδιασμούς ΗΠΑ – Ισραήλ για την περιοχή. Με αυτά τα δεδομένα, διαμορφώνεται ένα ακόμα άτυπο μνημόνιο, γεωπολιτικό αυτή τη φορά όπως το χαρακτηρίζουν ειδικοί αναλυτές, στο οποίο είναι ενταγμένη η χώρα με απρόβλεπτες συνέπειες.
Όσον αφορά στις σχέσεις με την Τουρκία, η λογική «πηγαίνω με τα νερά του θηρίου για να μην το εξαγριώσω» οδηγεί, όπως φάνηκε την περασμένη βδομάδα με την επίσκεψη Ερντογάν, σε συνεχή τετελεσμένα σε βάρος της χώρας. Κατοχή της Κύπρου και προετοιμασία για νέο «σχέδιο Ανάν», διχοτόμηση του Αιγαίου, τουρκικές παρεμβάσεις στη δυτική Θράκη, αμφισβήτηση της συνθήκης της Λωζάννης, όλα αυτά αποτελούν το πλαίσιο που έχει πετύχει να θέσει de facto στο τραπέζι η Άγκυρα. Τα θεωρεί δεδομένα και καλεί σε διαπραγματεύσεις και συζήτηση σε αυτή τη βάση.
Η αδυναμία απάντησης της κυβέρνησης σε αυτές τις επιθετικές βλέψεις φαίνεται από το γεγονός ότι συνεχώς τρέχει πίσω από γεγονότα που δημιουργεί η Άγκυρα. Τρέχοντας δεύτερη και καταϊδρωμένη, χωρίς την αναγκαία προετοιμασία και τη γενικότερη πολιτική, οικονομική και κοινωνική οντότητα που θα χρειαζόταν για να αντιμετωπίσει την κατάσταση, η χώρα παραμένει στο επίπεδο της επιλογής «προστάτη» που ίσως βοηθήσει την κρίσιμη στιγμή.
Αυτές οι λογικές όμως, ειδικά στον σημερινό πολυπολικό κόσμο με τα μεγάλα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα, είναι πολλαπλά επικίνδυνες. Οι συσχετισμοί και το κέντρο βάρους μεταβάλλονται πολύ εύκολα με συνέπεια να αυξάνεται ο κίνδυνος να μείνει κανείς τελικά απροστάτευτος μπροστά σε κάθε είδους τετελεσμένα.
Πηγή: e-dromos.gr
Παύλος Δερμενάκης: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου