Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2018

Η συντροφιά της Γάτας

Του Κωστή Μουδάτσου


Ο άνθρωπος! Πότε θα βρει τα λογικά του και θα σταματήσει να στερεί το φως της ζωής από τα παιδιά της Φύσης! Ο ίδιος χαλά την ομορφιά και δηλητηριάζει τη ζωή. Την ασκημίζει! Αιχμάλωτος του φτωχού μυαλού και της ταλαιπωρίας του.

Πριν μερικά χρόνια, τα παιδιά της γειτονιάς έπαιζαν το παιγνίδι τους. Εκείνα νοιώθουν το χρυσό φως και τις επιθυμίες της ζωής. Χαιρόταν στα σοκάκια με τις βοές που έστελναν. Κι όπως κλωτσούσαν τη μπάλα στα τυφλά, εκείνη επήγε κι έπεσε μέσα στο κάδο των απορριμμάτων. Έτρεξαν με το χρυσό αέρα της ζωής αλλά σαν πλησίασαν τον κάδο έμειναν απορημένα. Η βοή σταμάτησε. Οι φωνές μετατράπηκαν σε απορία. Φωνές απελπισμένες ακουγόταν αχνά – αχνά! Φωνές φρικτές ζωντανού που θρηνεί και οδύρεται. Σαν βούκινο ήταν οι φωνές της απελπισίας από τα βάθη του κάδου.

Τα παιδικά μάτια αστράψανε. Μια-δυο και γύρισαν το κάδο με το πλάι. Έμειναν ακίνητα και τα χείλη σφίχτηκαν. Στο πάτο του κάδου ήταν πεταγμένο ένα γατάκι. Ένα τόσο δα μικρούλικο γατάκι που νιαούριζε απελπισμένα. Τα παιδιά εννόησαν την αγωνία του θανάτου. Του φριχτού θανάτου. Σε λίγο θα ερχόταν οι νοικοκυραίοι και θα πετούσαν τα σκουπίδια. Τη ταφόπλακα στο μικρούλικο ζωάκι. Ο νεκρικός κάδος συντυχούσε από τα αδύναμα νιαουρίσματα. Τα παιδιά τραγούδησαν τον ύμνο της ζωής. Ανέσυραν το γατάκι από το τάφο της βλασφημίας. Η ανάσταση και η επιστροφή στο κόσμο της ζωής.

Ο κτηνίατρος της γειτονιάς έδωσε τις συμβουλές του. Ο καινούργιος κόσμος έλαμψε στο ζωντανό που μετρούσε λίγες μέρες ζωής. Ένα μπιμπερό και λίγο γάλα. Μια κούτα παπουτσιών με ένα παλιό τσόλι. Η φροντίδα των παιδιών χάρισε την επιθυμία της ζωής. Το παιγνίδι και τα χάδια. Κι έτσι το γατάκι πρωτοχάρηκε το φως και το δροσερό αέρα!

Σε λίγες εβδομάδες ένα παιγνιδιάρικο ζωάκι έπαιζε μπροστά στο τζάκι. Εξερευνήσεις, παιγνίδι, φαγητό και νερό. Γελούσε η ζωή κι αυτό ανταπέδιδε με παιγνίδια και ναζάκια. Μέγα το θαύμα του παιγνιδιού! Μαγεμένο παιγνίδι κι όλη η φύση να γελά και να γίνεται ένα με το γατάκι και τα παιδιά!

Μέσα στην καλοπόρεψη ήρθε η παρεξήγηση των σκύλων. Οι σκύλοι της γειτονιάς είναι καλοί φίλοι αλλά δεν χωνεύουν τους γάτους. Μόλις ένοιωθαν ότι δεν τους έβλεπε ανθρώπου μάτι έψαχναν τρόπους να μπουν στη κάμαρα.

Τα ίχνη στην πόρτα ήταν μάρτυρες. Μόλις άκουγαν νιαουρίσματα τρούλωναν τα αυτιά κι έτρεχαν στη πόρτα γαβγίζοντας τη φωνή τους! Βασανιστική αγωνία για το γατάκι που τρύπωνε στα ντουλάπια της κουζίνας. Αμίλητο περίμενε τα παιδιά για να ριχτεί στην αγκαλιά τους. Δεν κουνούσε. Στις παιδικές αγκαλιές έβρισκε τον κόσμο της χαράς και της καλοσύνης.

Μόλις το γατάκι άρχισε να τρώει φαγητό τα παιδιά σκέφτηκαν ένα όμορφο τρόπο να δώσουν τέλος στη δυστυχία του φόβου. Μια βόλτα στο χωριό. Πρόσφεραν δώρο το παιγνιδιάρικο γατάκι στο παππού και στην γιαγιά με την υπενθύμιση ότι θα έρχονται κάθε σαββατοκύριακο να το βλέπουν. Κοπελιού κι αγίου μην τάξεις!


Έτσι άρχισε το γατάκι το τραγούδι του στο χωριό. Λεύτερο κι ανέμελο στα σοκάκια. Έβγαινε βόλτα στους καφενέδες της πλατείας. Σαν έβλεπε ξένους είχε τρελή διάθεση. Ξεκινούσε τα παιγνίδια και τα χάδια. Ανέβαινε στα πόδια και στους ώμους των παιδιών. Τα καημένα τρόμαζαν από τα κόλπα του ζώου αλλά σε λίγο ξεθάρρευαν κι άρχιζαν να κυλιούνται με το γατάκι στο πάτωμα του καφενείου. Έτρεχαν, έπεφταν, γελούσαν και το γατάκι έδινε το σύνθημα της φυγής στα σοκάκια. Η ζωή ερχόταν στο χωριό. Σαν ερχόταν τα μεζεδάκια το παιγνιδιάρικο ζώο επέστρεφε με την παρέα του. Κι όλοι έτρωγαν λαίμαργα παίζοντας και γελοχαχαρίζοντας. Και το πιο δύστροπο παιδί έκανε το κλάμα γέλιο και ριχνόταν σαν θηρίο στο παιγνίδι. Πολλές φορές φοβήθηκαν οι χωριανοί ότι θα έφευγε με τους μουσαφιραίους, αλλά εκείνη αποχαιρετούσε και ξαναγυρνούσε τρίβοντας τα πόδια των γερόντων. Μετά μάζευε ήλιο και ραχάτευε.

Είναι μεγάλη η χαρά της σαν ακούει το μεγάφωνο του ψαρά. Τη φωνή του ψαρά! Όπου κι αν βρισκόταν αναπηδούσε και αμολιόταν στη πλατεία. Έφτανε πριν το ψαρά. Εκείνος την χαιρετούσε και της χάριζε ψαράκια. Έτρωγε εκείνη λαίμαργα και μόλις εμφανιζόταν κι άλλοι γάτοι έπαιρνε το πιο μεγάλο και την κοπάναγε για το σπίτι με το ψαράκι στα δόντια της.

Μα κι όταν ο παππούς σφάζει τρέχει να του κρατάει συντροφιά. Όλο και κάποιο κομμάτι σκώτι η γλυκάδι θα γευτεί από τα χέρια του. Γελούν και τα μουστάκια της στο κόσμο της χαράς και της καλοσύνης.

Το γατάκι μεγάλωνε κι έγινε γάτα. Ωρίμαζε και γέννησε πολλές φορές. Πέρασαν τα χρόνια και η ζωή της χαρακτήρισε το χωριό. Γνωρίζει όλους τους χωριανούς. Κάνει αρμένικες επισκέψεις σε όλα τα κονάκια. Κρατάει συντροφιά στους μοναχικούς γέροντες και απολαμβάνει τα κεράσματα τους. Οι χωριανοί τους ενημερώνουν σε ποιο σπίτι την είχε αράξει. Ακόμη και τι φαγητό, της είχαν προσφέρει. «Ότι της δώσω τρώει, δεν βγαίνει σε τραπέζι! Από όταν άρχισε να έρχεται σπίτι δεν εξανάδα σκάρμη ποντικού!»

Μπορεί να λείπει δυο και τρις μέρες αλλά επιστρέφει χαρούμενη και γελαστή στο παππού και τη γιαγιά. Φροντίζει να κάνει αισθητή τη παρουσία της με ένα απαλό νιαούρισμα. Μετά κάνει μια βόλτα και την αράζει στη σόμπα. Αποζητά ένα χάδι και γουργουρίζει με έξοχο τρόπο. Το χειμώνα οι χωριανοί μετακομίζουν από το ορεινό χωριό στα πεδινά, στο μετόχι. Οι δουλειές στις ελιές και ο ζεστός καιρός. Τότε η γάτα έχει έγνοιες.

Δεν φεύγει από το σπίτι. Όπου πατεί η γιαγιά πατεί και η γάτα. Ξοπίσω της και με τα μάτια στο αυτοκίνητο. Μόλις φορτώνουν τα κλουβιά με τα κουνέλια ανεβαίνει πάνω. Πάει κι εκείνη στο μετόχι για να ξεχειμωνιάσει. Πάλι σαν έρθει η άνοιξη, θα έχει το νου της, να ανέβει στο φορτηγό για να επιστρέψει στο χωριό.

Η πρώτη δουλειά σαν φτάσει στο μετόχι είναι να ξαπλώσει, να ξεζαλιστεί από το αμάξι. Φέρνει μια βόλτα στο κονάκι και μετά αμολιέται στα παλιά σπίτια του μετοχιού. Ξαναβρίσκει τους γειτόνους που είχαν κατέβη νωρίτερα. Θα την αράξει στα αρχέγονα τζάκια και σαν ολοκληρώσει τη βόλτα πάει στου παππού και στη γιαγιά. Η αγαπημένη της θέση είναι κάτω από τη σόμπα. Τι κάνει όταν γυρνάει δεν βλέπεις. Σε λίγες μέρες δεν υπάρχουν ίχνη ποντικών. Γίνονται κουβέντες και διαπιστώσεις των ιστοριών της γάτας, μπροστά στη σόμπα. Κι εκείνη τρίβεται στα πόδια τους γουργουρίζοντας.


Σκέψου η ουσία της ζωής. Μια ύπαρξη δίνει χρώμα στη ζωή. Έχει φτιάξει το δικό της κώδικα αξιών. Η ανατροφή των γατιών είναι σπουδαίο μάθημα. Σαν είναι να γεννήσει εξηφανίζεται. Γεννά κρυφά. Έρχεται αδυνατισμένη. Τρώει, πίνει νερό και φεύγει. Κρυφά μεγαλώνει τα μικρά της. Τα εμφανίζει σαν ανεκατσουλώσουν λιγάκι. Μικρά και παιγνιδιάρικα. Γάτος δεν τολμάει να πλησιάσει τα γατάκια γιατί ορμάει σαν δαίμονας της αποκάλυψης. Τα μεγαλώνει και τα εκπαιδεύει. Κι όποιο γατάκι κάνει κόλπα, τρώει ένα χαστούκι με τα μπροστινά πόδια της κι έρχεται αμέσως στα σύγκαλα του και στις οδηγίες της.

Σαν μάθουν τον αγώνα της επιβίωσης γίνεται σκληρή μάνα. Εκείνη που τα έκρυβε, τα φρόντιζε, τα προστάτευε δεν θέλει πολλά-πολλά. Επιζητεί πάλι την αγαπημένη της ζωή και τις βόλτες. Όποιος νεαρός γάτος, της γίνει στενός κορσές, έχει να αντιμετωπίσει τα μπροστινά της πόδια. Τα σηκώνει και χαστουκίζει ανηλεώς. Υπακούει ο κακόμοιρος και φεύγει γκρινιάζοντας γατίστικα. Μα και ο μεγάλος της γιός, άμα επιζητήσει συνουσία μαζί της, αρπάζει το χάστουκο και φεύγει τρίβοντας τα μάγουλα του.

Κι όμως στη πρώτη γέννα της γάτας-κόρης συμπαραστέκεται. Σιμώνει και βοηθά τη νέα μάνα. Δείχνει πώς να μεγαλώνει τα γατάκια και πολλές φορές την έχουν δει να βυζαίνει και τα εγγόνια της. Μαζί βγαίνουν βόλτα, η γιαγιά γάτα, η μάνα γάτα και τα τέκνα γατάκια γύρω-τριγύρω. Κι αν πλησιάσει αρσενικός γάτος με απειλητικές διαθέσεις τιμωρείται με ξεγυρισμένα χαστούκια από τη γιαγιά γάτα. Η όμορφη και ήρεμη γάτα γίνεται άγρια και σκληρή στην ανάγκη. Σεβαστή και αγία γάτα!

Ο καημένος ο σκύλος του γειτόνου, τη σέβεται περισσότερο από όλους. Σαν πήγε να παίξει το ρόλο του σκύλου, η γάτα μάζεψε όλα τα παιδόγγονα και τους γάτους της γειτονιάς. Κύκλωσαν το σκύλο κι όρμησαν πάνω του ταυτόχρονα κι από όλες τις μεριές. Από μακριά τη χαιρετάει αλλά ούτε κι αυτή τον πλησιάζει. Από μακριά είναι αγαπημένοι.

Κι ο γέρο βοσκός γελάει με τη ψυχή του και την κερνάει κομματάκια τυρί η αθότυρο. Ότι βρεθεί στη τζέπη! Καλός άνθρωπος ο γέρο βοσκός κι η γριά βόσκισα και φροντίζει να τους επισκέπτεται που και που. Φιλόξενοι και δεν ξελείπει το τυρί και το μεζεδάκι.

Με το φαινομενικά ράθυμο βήμα περπατά γύρω-γύρω στην κάμερα και ξαπλώνει κάτω από τη σόμπα. Ήρεμη και γαλήνια σαν να έχει βρέξει μάνα ο ουρανός. Μεγάλη η υπομονή που της έχει χαρίσει η Φύση.

Παντού έχει υπομονή. Στο κυνήγι έχει υπομονή, στο παιγνίδι με το θήραμα ιώβεια υπομονή και σαν σκληρός εκπαιδευτής αρμηνεύει στα νέα γατάκια απαιτώντας αυστηρή πειθαρχία και υπομονή. Μα στη σόμπα ασάλευτη απολαμβάνει τη ζεστασιά γουργουρίζοντας. Με το γουργούρισμα τραγουδάει το τραγούδι της ζωής.

Με την καλοσύνη των παιδιών βρήκε τον όμορφο κόσμο της χαράς, βρήκε την ευκαιρία να γνωρίσει τον εαυτό της, να ζήσει τον ανθό της νιότης και να απολαμβάνει τη παρέα ενός ολόκληρου χωριού. Κι όπως η ανάγκη της ζωής έκανε τον άντρα και τη γυναίκα να συμβιώνουν μεταξύ τους, έτσι και οι ανάγκες της αλυσίδας της ζωής, θα μας κάνουν να αγαπήσομε τα ζώα κι όλα τα έμψυχα και άψυχα όντα. Όλα μαζί πλέκουν τις αλήθειες της ζωής στη Φύση κι όλα έχουν το ρόλο τους!



Κωστής Μουδάτσος: Σχετικά με τον συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου