Κυριακή Μπεϊόγλου
Βγαίνουν από το στενό δρομάκι σε μια πλατεία που πραγματικά κρέμεται στο χείλος του γκρεμού. Κάτω απλώνεται η πόλη. Φαίνεται ομορφότερη από ψηλά και λίγο πιο μυστηριώδης απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Στην πλατεία είναι ένα σπίτι με μια μικρή τσιμεντένια αυλή και δυο νεοκλασικά.
Η αυλή «καίγεται», εκτεθειμένη στον δυνατό ήλιο. Στο σύρμα που τη διασχίζει στεγνώνουν ρούχα. Μωρουδιακά. Από μέσα ακούγεται μια περίεργη φωνή που άλλοτε τραγουδάει και άλλοτε μιλάει. Δεν την καταλαβαίνουν.
Αλλά ακούγεται σαν μια γλώσσα αγνή και άσπιλη, που μιλάει για χαρές και για πόνους, για την αδυναμία και το θάρρος, για τα σπουδαία και τα ασήμαντα, την ταπεινοφροσύνη και το μεγαλείο της ζωής, ξεπερνάει τη μελωδία, χωρίς μορφολογία και σύνταξη.
Κοιτάζονται μεταξύ τους. Είναι περιπατητές. Από τα κεντρικά και πολυπληθή σοκάκια της Πλάκας βγήκαν σ’ αυτή την ήσυχη άκρη του λόφου. Οταν δεν κοιτούν το σπίτι, χάνεται κι ο ήχος, χάνεται η γλώσσα. Το παντζούρι τρίζει και μια νέα γυναίκα προβάλλει στο παράθυρο. Θα 'ναι-δε θα 'ναι είκοσι πέντε. Είναι η Φωνή.
Η Φωνή τινάζει κουβέρτες και σεντόνια και με το κεφάλι στραμμένο προς το εσωτερικό μιλά συνεχώς στο μωρό της. «Μωρομάνα», λένε μεταξύ τους και χαμογελάνε. Να, λοιπόν, γιατί δεν καταλάβαιναν τη γλώσσα που μιλούσε. Οι νέες μαμάδες μιλούν αλλιώς.
Σαν να έχουν φιλτράρει τη γλώσσα τους, αφήνουν μέσα στο φίλτρο τις «χημικές» ουσίες: έπαρση και ματαιοδοξία, σκληρότητα κι απανθρωπιά, φαυλότητα και κακία. Προστατεύουν τα μωρά τους με μια κοινή, καθαρή γλώσσα γενναιοδωρίας και ήρεμης αποφασιστικότητας.
Ετσι θα έπρεπε, δηλαδή, να είναι. Πού και πού, ευτυχώς σπάνια, υπάρχουν κι εκείνες που δεν «έμαθαν» τη γλώσσα αυτή σε μωρά που βρέθηκαν πεταμένα σε κάδους σκουπιδιών, σε μωρά που κακοποιήθηκαν βάναυσα. «Μωρομάνες» κι αυτές, μέσα σ' ένα χειροπιαστό σκοτάδι απέραντης κακίας.
Κοιτούν πίσω τους την πόλη και αναρωτιούνται πόσες από αυτές κρύβονται κάτω από το νέφος της. Μπροστά τους το φως, η Φωνή, έχει σηκώσει το μωρό στην αγκαλιά της και του δείχνει κάτι στον ουρανό.
Ενα πουλί ή ένα αεροπλάνο ίσως. «Να σας βγάλω μια φωτογραφία;» ρωτάει ο ένας από τους περιπατητές τη γυναίκα. «Και δεν μας βγάζεις;», λέει εκείνη χαμογελαστά και στρέφει προστατευτικά προς τον λαιμό της το προσωπάκι του μωρού.
Δεν έχει πρόσωπα η φωτογραφία, συνειδητοποιούν αργότερα οι δυο περιπατητές. Μονό βαθύ, αμόλυντο συναίσθημα αγάπης. Η Φωνή φτάνει ακόμα και σήμερα στα αυτιά τους, πολλά χρόνια μετά, όταν ξανακοιτούν τη φωτογραφία. Γύρω η ατμόσφαιρα καθαρίζει από την τοξική «ομίχλη», τέτοια δύναμη έχει.
Πηγή: efsyn.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Βγαίνουν από το στενό δρομάκι σε μια πλατεία που πραγματικά κρέμεται στο χείλος του γκρεμού. Κάτω απλώνεται η πόλη. Φαίνεται ομορφότερη από ψηλά και λίγο πιο μυστηριώδης απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Στην πλατεία είναι ένα σπίτι με μια μικρή τσιμεντένια αυλή και δυο νεοκλασικά.
Η αυλή «καίγεται», εκτεθειμένη στον δυνατό ήλιο. Στο σύρμα που τη διασχίζει στεγνώνουν ρούχα. Μωρουδιακά. Από μέσα ακούγεται μια περίεργη φωνή που άλλοτε τραγουδάει και άλλοτε μιλάει. Δεν την καταλαβαίνουν.
Αλλά ακούγεται σαν μια γλώσσα αγνή και άσπιλη, που μιλάει για χαρές και για πόνους, για την αδυναμία και το θάρρος, για τα σπουδαία και τα ασήμαντα, την ταπεινοφροσύνη και το μεγαλείο της ζωής, ξεπερνάει τη μελωδία, χωρίς μορφολογία και σύνταξη.
Κοιτάζονται μεταξύ τους. Είναι περιπατητές. Από τα κεντρικά και πολυπληθή σοκάκια της Πλάκας βγήκαν σ’ αυτή την ήσυχη άκρη του λόφου. Οταν δεν κοιτούν το σπίτι, χάνεται κι ο ήχος, χάνεται η γλώσσα. Το παντζούρι τρίζει και μια νέα γυναίκα προβάλλει στο παράθυρο. Θα 'ναι-δε θα 'ναι είκοσι πέντε. Είναι η Φωνή.
Η Φωνή τινάζει κουβέρτες και σεντόνια και με το κεφάλι στραμμένο προς το εσωτερικό μιλά συνεχώς στο μωρό της. «Μωρομάνα», λένε μεταξύ τους και χαμογελάνε. Να, λοιπόν, γιατί δεν καταλάβαιναν τη γλώσσα που μιλούσε. Οι νέες μαμάδες μιλούν αλλιώς.
Σαν να έχουν φιλτράρει τη γλώσσα τους, αφήνουν μέσα στο φίλτρο τις «χημικές» ουσίες: έπαρση και ματαιοδοξία, σκληρότητα κι απανθρωπιά, φαυλότητα και κακία. Προστατεύουν τα μωρά τους με μια κοινή, καθαρή γλώσσα γενναιοδωρίας και ήρεμης αποφασιστικότητας.
Ετσι θα έπρεπε, δηλαδή, να είναι. Πού και πού, ευτυχώς σπάνια, υπάρχουν κι εκείνες που δεν «έμαθαν» τη γλώσσα αυτή σε μωρά που βρέθηκαν πεταμένα σε κάδους σκουπιδιών, σε μωρά που κακοποιήθηκαν βάναυσα. «Μωρομάνες» κι αυτές, μέσα σ' ένα χειροπιαστό σκοτάδι απέραντης κακίας.
Κοιτούν πίσω τους την πόλη και αναρωτιούνται πόσες από αυτές κρύβονται κάτω από το νέφος της. Μπροστά τους το φως, η Φωνή, έχει σηκώσει το μωρό στην αγκαλιά της και του δείχνει κάτι στον ουρανό.
Ενα πουλί ή ένα αεροπλάνο ίσως. «Να σας βγάλω μια φωτογραφία;» ρωτάει ο ένας από τους περιπατητές τη γυναίκα. «Και δεν μας βγάζεις;», λέει εκείνη χαμογελαστά και στρέφει προστατευτικά προς τον λαιμό της το προσωπάκι του μωρού.
Δεν έχει πρόσωπα η φωτογραφία, συνειδητοποιούν αργότερα οι δυο περιπατητές. Μονό βαθύ, αμόλυντο συναίσθημα αγάπης. Η Φωνή φτάνει ακόμα και σήμερα στα αυτιά τους, πολλά χρόνια μετά, όταν ξανακοιτούν τη φωτογραφία. Γύρω η ατμόσφαιρα καθαρίζει από την τοξική «ομίχλη», τέτοια δύναμη έχει.
Πηγή: efsyn.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου