Του Όττο
Κείνα τα χρόνια, ο Μανώλης Αντραλάκης δούλευε περιπτεράς. Μόλις είχε έρθει το ευρώ, μα κείνον δεν τον άγγιζε η ψυχαναγκαστική ευφορία που ’χε μετατρέψει την κοινωνία ολάκερη σε κοπάδι από λέμινγκ[1]. Είπε όμως να την εκμεταλλευτεί. Παράτησε όνειρα, ελπίδες, σπουδές, επιδιώξεις κι αποφάσισε ν’ ασχοληθεί ωμά με το μεροκάματο και τη στρίγγλα την επιβίωση. Πήρε το περίπτερο
του παππού του, απ’ τη μεριά της μάνας, που ήταν ανάπηρος του αλβανικού μετώπου, να το δουλέψει συνεταιρικά με την κουνιάδα του.
Μια κομβικής σημασίας παρένθεση στη ζωή του. Κι αυτό ακριβώς ήταν το συναίσθημα. Κλεισμένος μέσα στο στενάχωρο καβούκι, έβλεπε τον κόσμο να τον αφήνει πίσω με βιάση και κείνος στατικός, στάσιμος, κλεισμένος σε μια τετραγωνισμένη παρένθεση, μια αγκύλη στην άκρη του πεζοδρόμιου· σαν τρένο σκουριασμένο, που έβλεπε τα άλλα τρένα να περνούν.
Απ’ τη δεξιά πλευρά του περίπτερου είχε αναρτημένες τις τσόντες. Περιοδικά σε πλαστικοποιημένες συσκευασίες που περιείχαν βιντεοταινίες ή ντιβιντί… ρεαλιστικού κινηματογράφου. Στην αριστερή πλευρά είχε τις εφημερίδες, πολιτικές κι αθλητικές, και τα περιοδικά, ιλουστρασιόν, γκλαμουράτα, σύσσωμος ο κόσμος της ενημέρωσης.
Πέρασε μια μέρα ο φίλος του ο Θανάσης, χριστιανικών φρονημάτων. «Καλά, βρε Μανώλη, δεν ντρέπεσαι γι’ αυτά που πουλάς;» έδειξε τη δεξιά πλευρά με το στόμα του κυρτωμένο σε μιαν έκφραση αποδοκιμασίας. Τον είχανε σοκάρει ή ίσως τον είχαν ερεθίσει τα σταυροθόλωτα βυζιά κι οι μεγαλόσχημοι κώλοι, τα σιλικονούχα χείλια και οι περιπαθείς εκφράσεις που κοσμούσαν τα εξώφυλλα. Πόσο ν’ αντέξει ένας χριστιανός, προτού τρέξει γραμμή στον πνευματικό του, περγέλασε μέσα του ο Μανώλης.
«Έννοια σου, φίλε Θανάση, και δεν ντρέπομαι διόλου για τ’ αποδώ. Δεν κοροϊδεύουνε κανέναν, σου δείχνουν αποξαρχής, τίμια και ξεκάθαρα, τι είναι και σε ποιους απευθύνονται. Γι’ αυτά που πουλάω αποκεί μεριά ντρέπομαι. Τούτα ’δω κοροϊδεύουνε τους πάντες, η παραμύθα πάει σύννεφο» έδειξε ο Μανώλης αριστερά, τις εφημερίδες και τα περιοδικά.
«Εντάξει, δε λέω, μα και τ’ άλλα προωθούν την πορνεία».
«Κάποιος αρχισυντάκτης μεγάλης αμερικανικής εφημερίδας, στην τελετή συνταξιοδότησης που διοργάνωσαν για χάρη του οι συνάδελφοι, είχε πει: Δεν θα βρισκόμασταν σήμερα εδώ, ούτε εγώ ούτε εσείς, αν είχαμε τολμήσει, έστω και μια φορά στη ζωή μας, να γράψουμε την τίμια γνώμη μας, την αδέσμευτη άποψή μας. Δεν είμαστε τίποτα περισσότερο από διανοούμενες πόρνες» χαμογέλασε δεικτικά ο Μανώλης. «Και για να παραφράσω τον Ηράκλειτο, η κρυφή χυδαιότητα είναι ποταπότερη της φανερής». Ο Θανάσης γέλασε κι αυτός κι αναγκάστηκε να παραδεχτεί το δίκιο του συνομιλητή του.
Έτσι, ανάμεσα σε αμπελοφιλοσοφίες, απογοήτευση και πενιχρά έσοδα, περνούσε ο καιρός, σα μυλόπετρα πάνω από κόκκους στάρι. Το μόνο θετικό που ’μεινε στη μνήμη του από κείνη τη θητεία τού παρένθετου ανθρώπου, ήταν οι χαρακτήρες που γνώρισε. Ο Πλάτων Λογοθέτης, καθηγητής του των πολιτικών επιστημών, το δεύτερο πτυχίο του Μανώλη, τον είχε εμποτίσει με την φιλοσοφία του Βιτγκενστάιν κι είχε μάθει ν’ αντιμετωπίζει κάθε άνθρωπο ως ξεχωριστή περίπτωση, δίχως προκαταλήψεις. Πάνω απ’ όλα, η μάνα του τον είχε γαλουχήσει με σεβασμό προς τον άνθρωπο, αδιακρίτως χρώματος, καταγωγής ή επαγγέλματος.
Και φαίνεται πως ειδικά οι περιθωριακοί ξέρουν ν’ αναγνωρίζουν και να εκτιμούν αυτόν που τους κοιτάζει απλώς σαν ανθρώπους, ίσως αυτό ακριβώς να ’ναι που τους λείπει. Ρομά, πρεζόνια, ιερόδουλες, αλκοολικοί, απελπισμένοι, ιεχωβάδες, μετανάστες, σταματούσανε στο περίπτερο κι έπιαναν την κουβέντα, ξομολογούνταν τον πόνο τους, εκμυστηρεύονταν τα μυστικά τους, δοξάζανε τον Θεό τους.
Κάποιο καλοκαιριάτικο απομεσήμερο, είχε βγει και ξεσκόνιζε το μορφωτικό υλικό της δεξιάς πλευράς. Είδε μια γυναίκα να πλησιάζει το γκισέ. Έτρεξε να μπει μέσα.
Κάθισε στην καρέκλα κι ετοιμάστηκε να εξυπηρετήσει την πελάτισσα. Με την άκρη του ματιού, είδε έναν άντρα να προσπαθεί να της πάρει τη σειρά. «Παρακαλώ, οι κυρίες προηγούνται» είπε και της έδωσε τη σειρά, όπως θα ’κανε κι αν ήταν πελάτης. Η γυναίκα αγόρασε ένα πακέτο χαρτομάντηλα κι έφυγε.
Ο άντρας περίμενε ν’ απομακρυνθεί η πελάτισσα, έπειτα όρμησε στο γκισέ κι άρχισε να φωνάζει στ’ αγγλικά, «Εσείς οι Έλληνες είστε ρατσιστές, καλά το ’χω καταλάβει εγώ». Τότε μόλις, ο Μανώλης πρόσεξε τα χαρακτηριστικά του άντρα. Ήταν νέγρος, απ’ την προφορά μάλλον Αφρικάνος, μεσαίου αναστήματος, γύρω στα τριάντα, καλοντυμένος.
Ο Μανώλης θίχτηκε. Δεν τον είχανε ποτέ κατηγορήσει για ρατσισμό. Πόσο μάλλον που ο συγκεκριμένος απαιτούσε με το έτσι θέλω να πάρει τη σειρά μιας κυρίας, ο ανάγωγος.
Μα η ενοχή καραδοκεί. «Βρε λες να ’χε έρθει στ’ αλήθεια πρώτος κι εγώ να έκανα πως δεν τον είδα; Λες να επηρεάστηκα απ’ τις τσόντες και γι’ αυτό έδειξα προτίμηση στη γυναίκα, δηλαδή και σεξιστής από πάνω;» τον άδραξε η αμφιβολία. Πήρε ύφος απολογητικό και μίλησε κι αυτός στ’ αγγλικά.
«Ηρέμησε, φίλε μου, η κυρία είχε έρθει πρώτη, το είδα ξεκάθαρα».
«Όχι, εγώ ήρθα πρώτος κι αυτή μου πήρε τη σειρά» επέμεινε κείνος. Τι να ’λεγε κι ο Μανώλης. Ίσως να ’κανε λάθος, αφού ο άντρας ερχόταν απ’ την άλλη μεριά και το περίπτερο έκρυβε τη θέα. Πήγε να το διασκεδάσει το πράμα.
«Μα ένας κύριος οφείλει να παραχωρήσει τη σειρά του σε μια κυρία, εφόσον ήρθατε σχεδόν μαζί. Δεν είναι ευγενική η συμπεριφορά σου, φίλε. Αλήθεια, από πού είσαι;»
«Από τη Νότιο Αφρική».
Ο Μανώλης συγχίστηκε. Τούτος ’δω είχε ζήσει το Απαρτχάιντ κι ήρθε στην Ελλάδα να μας μιλήσει για ρατσισμό. Ε όχι, ρε γαμώτο, υπερβολή. Από την άλλη, ίσως αυτό να δικαιολογούσε τη στάση του. Όποιος καεί στο χυλό, φυσάει και το γιαούρτι.
«Ναι τώρα, άσ’ τα αυτά. Χαίρομαι που προσπαθείς ν’ απολογηθείς, αλλά είσαστε ρατσιστές οι Έλληνες» συνέχισε το χαβά του ο Νοτιοαφρικάνος.
«Γιατί το λες αυτό;»
«Είμαι ένα μήνα στην Ελλάδα και το είδα με τα μάτια μου. Στο λεωφορείο με σπρώχνουν για ν’ ανέβουν πρώτοι, ορμάνε να πιάσουν κάθισμα με αγκωνιές, μου πατάνε το πόδι και δε λεν ούτε συγνώμη. Στην τράπεζα οι γριές κι οι γέροι μού παίρνουν τη σειρά…». Ο Μανώλης έβαλε αυθόρμητα τα γέλια. «Ορίστε, κι εσύ γελάς μαζί μου, με κοροϊδεύεις, παλιορατσιστή» αγανάχτησε ο άλλος.
«Δεν γελάω μαζί σου, αλλά με τους συμπατριώτες μου» προσπάθησε να ξανάβρει την ανάσα του ο Μανώλης. Ο Αφρικάνος απόρησε.
«Τι πάει να πει αυτό, δηλαδή;»
«Και σε μένα τα ίδια κάνουν. Είμαστε περιβόητοι σ’ όλη την Ευρώπη για τους κακούς μας τρόπους, τώρα μας μάθανε και στην Αφρική, γι’ αυτό γελάω». Ο Νοτιοαφρικάνος ταλαντεύτηκε λιγάκι, αλλά δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει ότι έτσι έχουμε μάθει να φερόμαστε σε όλους, δικούς μας και ξένους.
«Ό,τι και να λες, δεν αλλάζω γνώμη. Είστε ρατσιστές, πάει και τελείωσε». Ο Μανώλης είχε αρχίσει να κουράζεται με τούτο το διάλογο κουφών. Ο καθένας βλέπει μονάχα κείνο που θέλει να δει κι όλοι είναι ρατσιστές εναντίον κάποιου. Τότε άστραψε στο νου του πώς θα ξεφορτωνόταν τον διαμαρτυρόμενο Αφρικάνο. Κατέβασε το κεφάλι με φαινομενική συντριβή.
«Εντάξει, κέρδισες. Το παραδέχομαι. Είμαστε ρατσιστές και μάλιστα πολύ…». Ο άλλος έσκασε ένα χαμόγελο δικαίωσης. «…Αλλά όχι εναντίον των μαύρων. Στην πραγματικότητα τους συμπαθούμε, μιας και δεν έχουμε και πολλούς». Ο Νοτιοαφρικάνος απόρησε ξανά.
«Και τότε με ποιους είστε ρατσιστές;»
«Με τους Αλβανούς, μ’ αυτούς είναι ρατσιστές οι περισσότεροι Έλληνες».
«Και τι ’ναι αυτοί οι Αλβανοί;» Ο άνθρωπος έδειξε μπερδεμένος.
«Ένας γειτονικός λαός που μετανάστευσε μαζικά στη χώρα μας την προηγούμενη δεκαετία» του εξήγησε ο Μανώλης.
«Και είναι μαύροι αυτοί οι Αλβανοί;»
«Όχι, κάθε άλλο. Λευκοί και ξανθοί, πιο άσπροι από εμάς».
Ο Νοτιοαφρικάνος πήρε ένα απόπληχτο ύφος που τον Μανώλη τον διασκέδασε αφάνταστα. «Λευκοί; Ξανθοί;» ψέλλισε. «Είστε όλοι τρελοί, τρελοί, ακούς;» Γύρισε την πλάτη και πήρε δρόμο. Ήταν η πρώτη φορά που άκουγε ότι μπορεί κάποιος να είναι ρατσιστής προς έναν λευκό και ξανθό κι αυτό ήτανε για κείνον πραγματικό πολιτισμικό σοκ. Εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε.
Ο Μανώλης, μ’ ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο γαντζωμένο στην άκρη των χειλιών του, βγήκε απ’ το περίπτερο, έπιασε το φτερό κι άρχισε πάλι να ξεσκονίζει τις τσόντες.
[1] Λέμινγκ: Τρωκτικά του αρκτικού που σε τακτά χρονικά διαστήματα αυτοκτονούν μαζικά, πηδώντας απ’ τους γκρεμούς στη θάλασσα.
Πηγή: otto-great-chaos
Όττο: Σχετικά με τον συντάκτη
Κείνα τα χρόνια, ο Μανώλης Αντραλάκης δούλευε περιπτεράς. Μόλις είχε έρθει το ευρώ, μα κείνον δεν τον άγγιζε η ψυχαναγκαστική ευφορία που ’χε μετατρέψει την κοινωνία ολάκερη σε κοπάδι από λέμινγκ[1]. Είπε όμως να την εκμεταλλευτεί. Παράτησε όνειρα, ελπίδες, σπουδές, επιδιώξεις κι αποφάσισε ν’ ασχοληθεί ωμά με το μεροκάματο και τη στρίγγλα την επιβίωση. Πήρε το περίπτερο
του παππού του, απ’ τη μεριά της μάνας, που ήταν ανάπηρος του αλβανικού μετώπου, να το δουλέψει συνεταιρικά με την κουνιάδα του.
Μια κομβικής σημασίας παρένθεση στη ζωή του. Κι αυτό ακριβώς ήταν το συναίσθημα. Κλεισμένος μέσα στο στενάχωρο καβούκι, έβλεπε τον κόσμο να τον αφήνει πίσω με βιάση και κείνος στατικός, στάσιμος, κλεισμένος σε μια τετραγωνισμένη παρένθεση, μια αγκύλη στην άκρη του πεζοδρόμιου· σαν τρένο σκουριασμένο, που έβλεπε τα άλλα τρένα να περνούν.
Απ’ τη δεξιά πλευρά του περίπτερου είχε αναρτημένες τις τσόντες. Περιοδικά σε πλαστικοποιημένες συσκευασίες που περιείχαν βιντεοταινίες ή ντιβιντί… ρεαλιστικού κινηματογράφου. Στην αριστερή πλευρά είχε τις εφημερίδες, πολιτικές κι αθλητικές, και τα περιοδικά, ιλουστρασιόν, γκλαμουράτα, σύσσωμος ο κόσμος της ενημέρωσης.
Πέρασε μια μέρα ο φίλος του ο Θανάσης, χριστιανικών φρονημάτων. «Καλά, βρε Μανώλη, δεν ντρέπεσαι γι’ αυτά που πουλάς;» έδειξε τη δεξιά πλευρά με το στόμα του κυρτωμένο σε μιαν έκφραση αποδοκιμασίας. Τον είχανε σοκάρει ή ίσως τον είχαν ερεθίσει τα σταυροθόλωτα βυζιά κι οι μεγαλόσχημοι κώλοι, τα σιλικονούχα χείλια και οι περιπαθείς εκφράσεις που κοσμούσαν τα εξώφυλλα. Πόσο ν’ αντέξει ένας χριστιανός, προτού τρέξει γραμμή στον πνευματικό του, περγέλασε μέσα του ο Μανώλης.
«Έννοια σου, φίλε Θανάση, και δεν ντρέπομαι διόλου για τ’ αποδώ. Δεν κοροϊδεύουνε κανέναν, σου δείχνουν αποξαρχής, τίμια και ξεκάθαρα, τι είναι και σε ποιους απευθύνονται. Γι’ αυτά που πουλάω αποκεί μεριά ντρέπομαι. Τούτα ’δω κοροϊδεύουνε τους πάντες, η παραμύθα πάει σύννεφο» έδειξε ο Μανώλης αριστερά, τις εφημερίδες και τα περιοδικά.
«Εντάξει, δε λέω, μα και τ’ άλλα προωθούν την πορνεία».
«Κάποιος αρχισυντάκτης μεγάλης αμερικανικής εφημερίδας, στην τελετή συνταξιοδότησης που διοργάνωσαν για χάρη του οι συνάδελφοι, είχε πει: Δεν θα βρισκόμασταν σήμερα εδώ, ούτε εγώ ούτε εσείς, αν είχαμε τολμήσει, έστω και μια φορά στη ζωή μας, να γράψουμε την τίμια γνώμη μας, την αδέσμευτη άποψή μας. Δεν είμαστε τίποτα περισσότερο από διανοούμενες πόρνες» χαμογέλασε δεικτικά ο Μανώλης. «Και για να παραφράσω τον Ηράκλειτο, η κρυφή χυδαιότητα είναι ποταπότερη της φανερής». Ο Θανάσης γέλασε κι αυτός κι αναγκάστηκε να παραδεχτεί το δίκιο του συνομιλητή του.
Έτσι, ανάμεσα σε αμπελοφιλοσοφίες, απογοήτευση και πενιχρά έσοδα, περνούσε ο καιρός, σα μυλόπετρα πάνω από κόκκους στάρι. Το μόνο θετικό που ’μεινε στη μνήμη του από κείνη τη θητεία τού παρένθετου ανθρώπου, ήταν οι χαρακτήρες που γνώρισε. Ο Πλάτων Λογοθέτης, καθηγητής του των πολιτικών επιστημών, το δεύτερο πτυχίο του Μανώλη, τον είχε εμποτίσει με την φιλοσοφία του Βιτγκενστάιν κι είχε μάθει ν’ αντιμετωπίζει κάθε άνθρωπο ως ξεχωριστή περίπτωση, δίχως προκαταλήψεις. Πάνω απ’ όλα, η μάνα του τον είχε γαλουχήσει με σεβασμό προς τον άνθρωπο, αδιακρίτως χρώματος, καταγωγής ή επαγγέλματος.
Και φαίνεται πως ειδικά οι περιθωριακοί ξέρουν ν’ αναγνωρίζουν και να εκτιμούν αυτόν που τους κοιτάζει απλώς σαν ανθρώπους, ίσως αυτό ακριβώς να ’ναι που τους λείπει. Ρομά, πρεζόνια, ιερόδουλες, αλκοολικοί, απελπισμένοι, ιεχωβάδες, μετανάστες, σταματούσανε στο περίπτερο κι έπιαναν την κουβέντα, ξομολογούνταν τον πόνο τους, εκμυστηρεύονταν τα μυστικά τους, δοξάζανε τον Θεό τους.
Κάποιο καλοκαιριάτικο απομεσήμερο, είχε βγει και ξεσκόνιζε το μορφωτικό υλικό της δεξιάς πλευράς. Είδε μια γυναίκα να πλησιάζει το γκισέ. Έτρεξε να μπει μέσα.
Κάθισε στην καρέκλα κι ετοιμάστηκε να εξυπηρετήσει την πελάτισσα. Με την άκρη του ματιού, είδε έναν άντρα να προσπαθεί να της πάρει τη σειρά. «Παρακαλώ, οι κυρίες προηγούνται» είπε και της έδωσε τη σειρά, όπως θα ’κανε κι αν ήταν πελάτης. Η γυναίκα αγόρασε ένα πακέτο χαρτομάντηλα κι έφυγε.
Ο άντρας περίμενε ν’ απομακρυνθεί η πελάτισσα, έπειτα όρμησε στο γκισέ κι άρχισε να φωνάζει στ’ αγγλικά, «Εσείς οι Έλληνες είστε ρατσιστές, καλά το ’χω καταλάβει εγώ». Τότε μόλις, ο Μανώλης πρόσεξε τα χαρακτηριστικά του άντρα. Ήταν νέγρος, απ’ την προφορά μάλλον Αφρικάνος, μεσαίου αναστήματος, γύρω στα τριάντα, καλοντυμένος.
Ο Μανώλης θίχτηκε. Δεν τον είχανε ποτέ κατηγορήσει για ρατσισμό. Πόσο μάλλον που ο συγκεκριμένος απαιτούσε με το έτσι θέλω να πάρει τη σειρά μιας κυρίας, ο ανάγωγος.
Μα η ενοχή καραδοκεί. «Βρε λες να ’χε έρθει στ’ αλήθεια πρώτος κι εγώ να έκανα πως δεν τον είδα; Λες να επηρεάστηκα απ’ τις τσόντες και γι’ αυτό έδειξα προτίμηση στη γυναίκα, δηλαδή και σεξιστής από πάνω;» τον άδραξε η αμφιβολία. Πήρε ύφος απολογητικό και μίλησε κι αυτός στ’ αγγλικά.
«Ηρέμησε, φίλε μου, η κυρία είχε έρθει πρώτη, το είδα ξεκάθαρα».
«Όχι, εγώ ήρθα πρώτος κι αυτή μου πήρε τη σειρά» επέμεινε κείνος. Τι να ’λεγε κι ο Μανώλης. Ίσως να ’κανε λάθος, αφού ο άντρας ερχόταν απ’ την άλλη μεριά και το περίπτερο έκρυβε τη θέα. Πήγε να το διασκεδάσει το πράμα.
«Μα ένας κύριος οφείλει να παραχωρήσει τη σειρά του σε μια κυρία, εφόσον ήρθατε σχεδόν μαζί. Δεν είναι ευγενική η συμπεριφορά σου, φίλε. Αλήθεια, από πού είσαι;»
«Από τη Νότιο Αφρική».
Ο Μανώλης συγχίστηκε. Τούτος ’δω είχε ζήσει το Απαρτχάιντ κι ήρθε στην Ελλάδα να μας μιλήσει για ρατσισμό. Ε όχι, ρε γαμώτο, υπερβολή. Από την άλλη, ίσως αυτό να δικαιολογούσε τη στάση του. Όποιος καεί στο χυλό, φυσάει και το γιαούρτι.
«Ναι τώρα, άσ’ τα αυτά. Χαίρομαι που προσπαθείς ν’ απολογηθείς, αλλά είσαστε ρατσιστές οι Έλληνες» συνέχισε το χαβά του ο Νοτιοαφρικάνος.
«Γιατί το λες αυτό;»
«Είμαι ένα μήνα στην Ελλάδα και το είδα με τα μάτια μου. Στο λεωφορείο με σπρώχνουν για ν’ ανέβουν πρώτοι, ορμάνε να πιάσουν κάθισμα με αγκωνιές, μου πατάνε το πόδι και δε λεν ούτε συγνώμη. Στην τράπεζα οι γριές κι οι γέροι μού παίρνουν τη σειρά…». Ο Μανώλης έβαλε αυθόρμητα τα γέλια. «Ορίστε, κι εσύ γελάς μαζί μου, με κοροϊδεύεις, παλιορατσιστή» αγανάχτησε ο άλλος.
«Δεν γελάω μαζί σου, αλλά με τους συμπατριώτες μου» προσπάθησε να ξανάβρει την ανάσα του ο Μανώλης. Ο Αφρικάνος απόρησε.
«Τι πάει να πει αυτό, δηλαδή;»
«Και σε μένα τα ίδια κάνουν. Είμαστε περιβόητοι σ’ όλη την Ευρώπη για τους κακούς μας τρόπους, τώρα μας μάθανε και στην Αφρική, γι’ αυτό γελάω». Ο Νοτιοαφρικάνος ταλαντεύτηκε λιγάκι, αλλά δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει ότι έτσι έχουμε μάθει να φερόμαστε σε όλους, δικούς μας και ξένους.
«Ό,τι και να λες, δεν αλλάζω γνώμη. Είστε ρατσιστές, πάει και τελείωσε». Ο Μανώλης είχε αρχίσει να κουράζεται με τούτο το διάλογο κουφών. Ο καθένας βλέπει μονάχα κείνο που θέλει να δει κι όλοι είναι ρατσιστές εναντίον κάποιου. Τότε άστραψε στο νου του πώς θα ξεφορτωνόταν τον διαμαρτυρόμενο Αφρικάνο. Κατέβασε το κεφάλι με φαινομενική συντριβή.
«Εντάξει, κέρδισες. Το παραδέχομαι. Είμαστε ρατσιστές και μάλιστα πολύ…». Ο άλλος έσκασε ένα χαμόγελο δικαίωσης. «…Αλλά όχι εναντίον των μαύρων. Στην πραγματικότητα τους συμπαθούμε, μιας και δεν έχουμε και πολλούς». Ο Νοτιοαφρικάνος απόρησε ξανά.
«Και τότε με ποιους είστε ρατσιστές;»
«Με τους Αλβανούς, μ’ αυτούς είναι ρατσιστές οι περισσότεροι Έλληνες».
«Και τι ’ναι αυτοί οι Αλβανοί;» Ο άνθρωπος έδειξε μπερδεμένος.
«Ένας γειτονικός λαός που μετανάστευσε μαζικά στη χώρα μας την προηγούμενη δεκαετία» του εξήγησε ο Μανώλης.
«Και είναι μαύροι αυτοί οι Αλβανοί;»
«Όχι, κάθε άλλο. Λευκοί και ξανθοί, πιο άσπροι από εμάς».
Ο Νοτιοαφρικάνος πήρε ένα απόπληχτο ύφος που τον Μανώλη τον διασκέδασε αφάνταστα. «Λευκοί; Ξανθοί;» ψέλλισε. «Είστε όλοι τρελοί, τρελοί, ακούς;» Γύρισε την πλάτη και πήρε δρόμο. Ήταν η πρώτη φορά που άκουγε ότι μπορεί κάποιος να είναι ρατσιστής προς έναν λευκό και ξανθό κι αυτό ήτανε για κείνον πραγματικό πολιτισμικό σοκ. Εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε.
Ο Μανώλης, μ’ ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο γαντζωμένο στην άκρη των χειλιών του, βγήκε απ’ το περίπτερο, έπιασε το φτερό κι άρχισε πάλι να ξεσκονίζει τις τσόντες.
[1] Λέμινγκ: Τρωκτικά του αρκτικού που σε τακτά χρονικά διαστήματα αυτοκτονούν μαζικά, πηδώντας απ’ τους γκρεμούς στη θάλασσα.
Πηγή: otto-great-chaos
Όττο: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου