Πέμπτη 14 Ιουνίου 2018

Της Μαρίας οι στάχτες…

Ευαγγελία Τυμπλαλέξη



Δεν υπήρχαν φύλλα πεσμένα στο χώμα,
Μόνο πτώματα διαμελισμένα και δακρυγόνα∙
Όλα με σκόνη ποτισμένα.
Μη μ’ αφήσεις μες στην Κόλαση,
Μονάχη…

Σκοτείνιαζε στη μικρή Πολιτεία!
Έστεκαν όλοι αμίλητοι στο κέντρο του κύκλου,
Σέρνοντας το κρανίο τους δεμένο μ’ αλυσίδες∙
Σε κάθε στροφή ένα βάραθρο με φωτιές,
Κι η κάθε φλόγα να εμφανίζεται με τα μπιχλιμπίδια της.
Άλλη να μπήγει πασσάλους στον περίβολο,
Να μπήγει καρφιά στον αέρα άλλη∙
Κι άλλη να μπήγει τα δόντια της στα σύννεφα,
Σαν σκύλος.

Σκοτείνιαζε!
Το Κράτος εκπόρνευε τους ζητιάνους σε σχέσεις αιμομικτικές,
Εξάγνιζε η Ιστορία τους ασθενείς της στου βούρκου το συμπαγές∙
Νιόνυμφοι και Προστάτες στα βάραθρα της ακολασίας.
Πέτρες υπήρχαν απεγνωσμένες στο λαθρεμπόριο!
Ονόματα υπήρχαν που μετακόμιζαν στο σανατόριο!
Χάριτες κι Αποστάτες στους πόθους της Νοσταλγίας.
Πέρα, πολύ μακριά∙
Μια κληματαριά με τα σταφύλια της οργής κρεμασμένα.
Δυο άνδρες σκεφτικοί γέμιζαν με κρασί,
Κάθε ποτήρι κι ένας ωκεανός∙
Ένας σακάτης στο τασάκι η κάθε καύτρα.
Σαν φιλμογραφία όπου ναυαγούσε ο εθισμός.
Ήθελαν να γαληνέψω,
Να λειάνει το βλέμμα μου στις κόγχες∙
Να μη γροικώ όταν υφίσταμαι τραυματισμούς.
Σχεδόν με παρακαλούσαν να ημερέψω,
Επειδή όσα ρωτούσα δεν μ’ αφορούσαν∙
Επειδή όσα δεν μ’ αφορούσαν καταλάβαινα.

Σκοτείνιαζε και στο καταφύγιο!
Τα βομβαρδιστικά έκοβαν τη Σιωπή σε φέτες λεπτές,
Και τ’ αντιτορπιλικά ωθούσαν τη φλυαρία σε νευρασθένεια∙
Σε κάποια διεύθυνση τυχαία που ποτέ δεν συγκρατούσα.
Οι σειρήνες πραγματοποιούσαν τη βραδινή τους περιπολία∙
Τακτοποιούσες την αλληλογραφία, πολλές σημαντικές ενημερώσεις∙
Έπρεπε να καθαρίσεις το γραφείο, πολλά τα μπερδεμένα χαρτιά∙
Έπρεπε να μελετήσω, πολλά σχήματα λυσιγόνα∙
Έπρεπε τα σαπισμένα μου ενδύματα να οργανώσω,
Σε λίγο θα μου έκαναν έξωση και δεν θα ‘χε σημασία∙
Αν θα ξυπνώ ανατολικά ή δυτικά.
Δεν με κοιτούσες,
Πόσες νύφες να είχες με το σπέρμα σου ασημώσει∙
Δεν σε αγκάλιαζα,
Πόσους να ‘χα αποκαθηλώσει εραστές∙
Μόνο ρουφούσαμε το άπειρο.
Τυφλές οι λύπες δεν έβλεπαν το φεγγάρι,
Κόμιζες μιαν αλήθεια υπερρεαλιστική∙
Σε κομβικά σημεία οι Ταγματασφαλίτες,
Ένας σκελετός ήμουν σε θέση νευραλγική.
Ίσα που άνοιγες ένα παράθυρο πίσω στο φωταγωγό,
Ν’ αναπνέει απ’ τον καπνό η ατμόσφαιρα∙
Κάπνιζες ασταμάτητα τελευταία.
Πεθαμένοι που λογίζονταν για Ζωντανοί!

Δεν υπήρχαν Νερά στη δυαδική μορφή τους,
Μόνο αναθυμιάσεις του σκύτους∙
Όλα καλά οργανωμένα.
Μη μ’ αφήσεις μες στην Κόλαση,
Μονάχη…

Σκοτείνιαζε στη μικρή Πολιτεία!
Σε κολεκτίβα οι ληστές ρεμπέτικη για κάλυψη,
Έσερνε καθείς το κρανίο του δεμένο μ’ αλυσίδες.
Κι ο κάθε κρίκος για καλπονοθεία να κατηγορείται.
Άλλος μ’ απάθεια ν’ αλλάζει τις διχτυωτές του κάλτσες,
Να καλύπτει τις φωνές του Ολέθρου άλλος∙
Κι άλλος ν’ ακούει τους θορύβους χωρίς να επιμένει,
Σαν κλέφτης…

Σκοτείνιαζε!
Υπήρχαν μόνο Ήχοι σε συνελεύσεις διαχειριστικές!
Χαρακτήρες ασύμφωνοι υπήρχαν μόνο!
Υπήρχε μόνο η αυτομόρφωση, που δίχαζε!
Υπήρχαν της σύνεσης καχυποψίες συντονιστικές!
Μια ακτή χωρίς κύματα υπήρχε μόνο!
Υπήρχε μόνο η ανάσα που χτύπαγε!
Υπήρχαν μόνο κάμπιες, που δεν θα γίνονταν ποτέ πεταλούδες!
Υπήρχαν μόνο ασχημόπαπα, που δεν θα γίνονταν ποτέ κύκνοι!
Υπήρχαν μόνο πόρτες κλειστές με μεντεσέδες σκουριασμένους!
Υπήρχε μόνο ένα τάλιρο, που θα ξόδευες στα τσιγάρα σου!
Υπήρχε μόνο ένα τάλιρο, που θα ξόδευα σε βενζίνη!
Υπήρχαν μόνο Διάβολοι, που ξόδευαν το χαμόγελο!
Υπήρχαμε μόνο οι δυο μας, που πλενόμασταν με ζεστό νερό!
Υπήρχε μόνο το σφουγγάρι, που θώπευε υγρά το σώμα!
Μαζί ή χώρια, θα πεθαίναμε…

Σκοτείνιαζε και στον περίπατο!
Ολόγυμνοι μ’ όλη τη βεβαιότητα κι οι δυο στο δέρμα.
Ένα ψεύδισμα προσπερνούσε στα σοκάκια,
Και μια προνοητικότητα καταδίωκε την αφή∙
Είχε τα είδωλά μας η Όραση να την παραστέκουν,
Την απουσία είχε να την ευσπλαχνίζεται η Γεύση.
Φοβόσουν μην σε κατακτήσω!
Δεν φοβόμουν μην με κατακτήσεις!
Έπρεπε να επιμείνουμε πάνω στη σπουδαιότητα των ρόλων,
Πολλές οι ανασυνθέσεις∙
Με παρακαλούσες να σ’ αφήνω Ήσυχο!
Σε παρακαλούσα να ‘ρθεις μαζί μου στο ποτάμι!

Σκοτείνιαζε και στον Δρόμο!
Πτώματα στα κατάρτια κρεμασμένα,
Πρόσωπα σε σοφίτες κιτρινισμένα∙
Κι όλο το Πεπρωμένο γι’ αντικειμενικότητα να καυχιέται.
Κανείς μας δεν καταλάβαινε,
Καμιά φορά μόνο εκτοξεύαμε θυμούς∙
Πολλές φορές ζητούσαμε και «συγγνώμη».
Δεν θα λύγιζες,
Μήτε κι εγώ θα έκλαιγα∙
Θ’ αφήναμε νέες Δυναμικές για την επομένη.
Στοίχειωναν τα μάτια το μακρύ σου ταξίδι∙
Επειδή εγώ μια δακρυσμένη δεν ήμουν Ρόζα.
Δεν θ’ αποθαρρυνόσουν,
Μήτε κι εγώ θα λύγιζα∙
Για τη θυσία θα παίζαμε το παιχνίδι ως το τέλος!
Ήξερα πως δεν ήσουν Ορέστης,
Κι ήξερες πως το ήξερα∙
Ήξερες πως δεν ήμουν Ηλέκτρα,
Κι ήξερα πως το ήξερες∙
Ίσως φοβόσουν που μεγάλωνες,
Ίσως δεν είχα πια τίποτ’ άλλο να φοβηθώ.
Μαζί ή χώρια, θα πεθαίναμε…

Μόνο λίγο Φως στη μειονοτική μας διάθεση!
Θυμάσαι που με φίλησες με το νερό στα χείλη,
Και το φεγγάρι ψηλά είχε παγιδευτεί σ’ ένα πορτοκαλί δαχτυλίδι∙
Δεν σκούπισα το μάγουλο για τρεις μέρες,
Να ξεραθεί το Φιλί Σου επάνω∙
Να γίνω πιο Σοφή.
Στάθηκα ολόγυμνη στο παράθυρο μπροστά,
Να ‘ρθεις να κλείσεις γρήγορα την κουρτίνα∙
Στο παράθυρο πήγα μπροστά να σταθώ ολόγυμνη,
Να ‘ρθεις τη σκιά μου ν’ αγκαλιάσεις.

Σκοτείνιαζε!
Πριν φύγεις,
Τη γυμνή να σκοτώσεις σκιά στο παράθυρο
Μη μ’ αφήσεις στην Κόλαση,
Μονάχη…



Ευαγγελία Τυμπλαλέξη: Σχετικά με τον συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου