Του Τάσου Βαρούνη
Αρκετοί άνθρωποι που αναφέρονται και συμμετέχουν σε χώρους της Αριστεράς (εκτός της μνημονιακής, συριζικής εκδοχής) θεωρούν τη συμφωνία θετική. Ορισμένοι, ακόμα κι αν δεν πανηγυρίζουν, δεν βρίσκουν σοβαρούς λόγους για να τοποθετηθούν εναντίον της. Θα επιχειρήσουμε έναν σχολιασμό διαφόρων επιχειρημάτων που δικαιολογούν αυτή τη στάση.
Υπάρχει μια άποψη που περιγράφει ως εξής την κατάσταση: Με τη συμφωνία επιλύεται ένα χρόνιο διακρατικό ζήτημα και έτσι μπαίνουν οι όροι μιας ειρήνευσης. Σε ένα ασταθές περιβάλλον δημιουργείται ισχυρός δεσμός μεταξύ των δυο χωρών που μπορούν πια από κοινού και κυρίως δίχως εκατέρωθεν εθνικισμούς να ορίσουν μια στάση σε αυτήν την περιοχή. Σαφώς υπάρχουν και οι νατοϊκοί σχεδιασμοί αλλά στο χέρι μας είναι να τους αντιπαλέψουμε.
Δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Γιατί η πολιτική δεν είναι «από δω το ένα, από κει το άλλο». Και η μεθοδολογία «υπάρχουν τα θετικά, υπάρχουν και τα αρνητικά» είναι εξαιρετικά φτωχή όχι μόνο για να περιγράψει την κατάσταση αλλά κυρίως για να ορίσει έναν προσανατολισμό. Αν το ΝΑΤΟ επέβαλε αυτή τη συμφωνία για πολύ συγκεκριμένους λόγους, αυτό ορίζει το πεδίο, χρωματίζει τις δυνατότητες, συντάσσει τα στρατόπεδα. Αν όντως κατανοείται σε βάθος αυτό που παίζεται στα Βαλκάνια, δε βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νέο περιβάλλον –στο οποίο απλά θα συνεχίσουμε να παλεύουμε τους έτσι κι αλλιώς(;) στόχους μας– αλλά σε ένα πολύ χειρότερο. Φαντάζει δύσκολο, χωρίς μάλιστα την παραμικρή παρέμβαση ενός κινήματος, κάποιων λαϊκών αμφισβητήσεων κ.ό.κ. να δρομολογείται μια εξέλιξη που να επιτρέπει καλύτερες θέσεις και προοδευτικά βήματα. Η συμφωνία ήρθε για να δημιουργήσει την αναγκαία ρευστότητα και όχι τη σταθερότητα στην περιοχή των Βαλκανίων.
Εξάλλου, καμιά «φιλική ατμόσφαιρα» με τους πολίτες του γειτονικού κράτους δεν μπορεί να προχωρήσει με τη διαμεσολάβηση και τις επιλογές μιας κυβέρνησης που έρχεται σε κόντρα με την πλειοψηφία των πολιτών στο εσωτερικό της χώρας. Σε κόντρα όχι μόνο για το συγκεκριμένο ζήτημα, αλλά και σε ό,τι αφορά τη συνεχιζόμενη εξόντωση της κοινωνίας εντός μνημονιακών δεσμεύσεων. Πώς μπορεί μια συμφωνία να γράψει θετικά, να δημιουργήσει γόνιμο έδαφος κ.ό.κ όταν οι κοινωνικοί όροι σπρώχνουν προς τα αλλού τα πράγματα; Δύσκολο να φανταστούμε έναν τέτοιο διεθνισμό.
Χρειάζεται λοιπόν μια καθαρή εκτίμηση για το χαρακτήρα αυτής της κυβέρνησης. Για το βαθμό σύνδεσής της με αυτό που ονομάζουμε «σύστημα». Για τον ειδικό ρόλο που διαδραματίζει ως κεντροαριστερής κοπής πολιτική δύναμη αλλά και για τον ακραία φιλοδυτικό και ευρωατλαντικό προσανατολισμό της. Αυτά που εμφανίζονται σαν θετικά (κι εδώ η ιδεολογική ενσωμάτωση της αριστεράς) αποτελούν την αναγκαία ταυτότητα μιας επιθετικής και αντιλαϊκής πολιτικής. Το «σχιζοφρενικό» σχήμα «κάνουμε αντιπολίτευση στον ΣΥΡΙΖΑ για τα κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα αλλά σε θέματα δικαιωμάτων ή εθνικά ζητήματα προχωράμε μαζί ή έστω ανεχόμαστε» λειτουργεί σε τελική ανάλυση υπέρ της κυβέρνησης. Και αυτό είναι το κυρίαρχο πολιτικό ζήτημα που δεν ξεπερνιέται με επιμέρους αντιπολιτεύσεις, με σωστές και καθαρές σκοπιές αντιπαράθεσης ή με σιωπή. Σε γενικές γραμμές, πολλές εκδοχές της αριστεράς και του κινηματικού χώρου έδωσαν χείρα βοηθείας στον ΣΥΡΙΖΑ.
Εκτός βέβαια αν θεωρούμε ότι η αντίθεση στη συμφωνία ευνοεί την αναδιοργάνωση ενός ακραίου τόξου, δεξιών, ακροδεξιών, σοβινιστικών δυνάμεων. Και πραγματικά, αυτό το σκεπτικό είναι που λειτουργεί σε αρκετές τοποθετήσεις. Γι’ αυτό και καταγγέλλονται όσοι συντάσσονται –ακόμα και με έναν διακριτό λόγο– με αυτήν την αντίθεση ότι παίζουν σε ναρκοθετημένο γήπεδο.
Αυτή η άποψη αφελώς ή συνειδητά ξεχνά να προσδιορίσει τις αιτίες που ενδυναμώνουν την ακροδεξιά. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν στέκεται ενάντια στο φασισμό, ούτε αποτελεί κάποιου είδους ανάχωμά του. Κι εδώ λείπουν κάποιες απαντήσεις. Στο πώς αποστεώνει τη δημοκρατία στο Χίλτον, πώς χτυπά κοινωνικά δικαιώματα συσσωρεύοντας κοινωνικό θυμό, πώς χλευάζει ή ταπεινώνει το εθνικό συναίσθημα χιλιάδων ανθρώπων. Πώς κοινωνικά και πολιτικά ενισχύει την ακροδεξιά. Είτε αντικειμενικά, είτε ως συνειδητό σχέδιο, αφού τη χρειάζεται για να εμφανίζεται ως εκφραστής του δημοκρατικού τόξου.
Υπάρχει πρόβλημα, όταν αυτό που ορισμένοι βαφτίζουν εντελώς αυθαίρετα «συμπόρευση με την ακροδεξιά», θεωρείται πιο βαρύ αμάρτημα από τη συμπόρευση με την ελληνική κυβέρνηση, τον επίσημο εθνικό κορμό και την ραγιάδικη ελληνική αστική τάξη. Υπάρχει πρόβλημα, όταν κάποιος αναφέρεται στα εθνικά ζητήματα να «γλιστρά σε επικίνδυνους δρόμους», ενώ όταν θεωρεί καλή τη συμφωνία να πρόκειται απλά για «διαλεκτική» και όχι για «φιλοΝΑΤΟισμό». Είναι η απουσία παρέμβασης που δικαιολογείται με την άποψη ότι μέσα από τον πρώτο λόγο μπορούν να αναδειχτούν μόνο εθνικιστικά υποκείμενα και συντηρητική ατμόσφαιρα, ενώ από τον δεύτερο…τι; Ποιο φαντασιακό δημιουργεί αυτή την ευαισθησία για το πρώτο και την αφασία για το δεύτερο; Είναι το ότι –σε τελευταία ανάλυση– ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί «ό,τι καλύτερο έχουμε», αναμένοντας καλύτερες μέρες. Είναι στην πραγματικότητα η αποδοχή ενός ρεαλισμού.
Αρκετοί από προοδευτική και κινηματική σκοπιά έχουν ορίσει ως ύψιστο καθήκον τους το στιγματισμό και το χτύπημα του «εθνικού φαντασιακού» ως του πιο επικίνδυνου όλων και μάλιστα δίχως πολλούς προσδιορισμούς. Η ορολογία τσουβαλιάζει ανάλογα έτσι που να πολώνει και να παράγει εύκολες στρατοπεδεύσεις: αριστερός εθνικισμός, χάιδεμα των εθνικιστικών αντανακλαστικών, κούφιες σημαίες, μακεδονομάχοι κ.ά. Θα είχε πιο ενδιαφέρον μια συζήτηση που να μελετά τα «σχήματα σκέψης», τα «λαϊκά πάθη», τους «μύθους» που εμποδίζουν, παγιώνουν ή και ανατρέπουν τις καταστάσεις. Ίσως τότε να βλέπαμε ότι το «εθνικό φαντασιακό» δεν είναι μονόπλευρα άχρηστο ή επικίνδυνο αλλά ενεργό στοιχείο σε μια χειραφετητική πορεία και συνείδηση σε διεθνή κλίμακα.
Μια ακόμα άποψη που διατυπώνεται συχνά είναι η εξής: Αν θέλουν κάποιοι να υπερασπιστούν την πατρίδα, τότε ας αγωνιστούν ενάντια στο ξεπούλημα των λιμανιών, την περικοπή των συντάξεων, τους πλειστηριασμούς κ.ό.κ. και όχι για τα λεγόμενα εθνικά θέματα που είναι το «γήπεδο του αντιπάλου».
Δεν υπάρχει λόγος να στριμώχνουμε την πατρίδα και την εθνική ταπείνωση σε κουτάκια και υπό τη σπάθη των ταξικών προδιαγραφών. Δηλαδή: Το υλικό, το άμεσο, το πεδίο όπου αξίζει να ξεδιπλωθεί μια αντίσταση είναι τα λιμάνια, οι μισθοί, οι φόροι, ενώ το φαντασιακό-παγίδα είναι οι βραχονησίδες, το όνομα, οι σημαίες. Από πού κι ως πού εξαφανίζεται η υλικότητα στα δεύτερα; Η Τουρκία θέλει απλά έναν βράχο χωρίς ευρύτερες γεωστρατηγικές βλέψεις; Το «όνομα» είναι άσχετο με τις επιδιώξεις μεγάλων παικτών στα Βαλκάνια; Λες και όταν αυτοί αποφασίζουν να «παίξουν μπάλα» δεν έχουν προετοιμάσει το έδαφος στους εκεί πληθυσμούς, με ιδεολογήματα, χειριστικές πολιτικές, αλυτρωτισμούς, αυτοδιαθέσεις, ανθρώπινα δικαιώματα, μειονότητες κ.ά. Τι έγινε δηλαδή τις περασμένες δεκαετίες στα Βαλκάνια; Μπουκάραν ξαφνικά οι «μεγάλοι» και έλυσαν τα θέματα; Δεν υπάρχει κανένας λόγος να αποσυνδέεται πλήρως ο αλυτρωτισμός από το όνομα. Και πιο γενικά, δεν υπάρχει λόγος να αποσυνδέεται το «Μακεδονικό» από όλο το φόντο των πολλαπλών απειλών που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα.
Μια άλλη σειρά επιχειρημάτων εστιάζει στο γεγονός ότι οι αντιστάσεις στη συμφωνία ηγεμονεύονται από ένα εθνικιστικό λόγο ή από δυνάμεις πατριδοκάπηλες.
Αυτό μπορεί εν μέρει να στέκει αν παραμείνουμε στο έδαφος των έμπρακτων αντιδράσεων. Δε στέκει όμως αν προσπαθήσουμε να αντιληφθούμε την περιρρέουσα ατμόσφαιρα ενός κόσμου, των κατοίκων στη Βόρεια Ελλάδα, του 70% σε μια δημοσκόπηση κ.λπ. Εκεί τα πράγματα δεν είναι τόσο καθαρά, γι’ αυτό και η παντελής απουσία παρέμβασης είναι προβληματική. Γιατί πώς εισβάλει ο λαός στα πράγματα, αν αυτό είναι το ζητούμενο; Ποιες διεργασίες, γενικοί στόχοι ή ενίοτε και συνθήματα μπορούν να διευκολύνουν μια μαζική έκφραση του κόσμου που να ξεπερνά τους γραφικούς Μακεδονομάχους, τους ναζί που ψαρεύουν στη δυσαρέσκεια, την ψηφοθηρική αντιπολίτευση της Ν.Δ. και κυρίως τη νομιμοφροσύνη της φιλοΝΑΤΟικής αριστεράς; Αυτό είναι πάντως το πεδίο. Δεν μπορούμε ακριβώς να δραπετεύσουμε ή να διαλέξουμε κάποιο άλλο. Μια αδιαμεσολάβητη αγωνιστική έκφραση ή δυναμική δεν θα αποτελεί παρθενογένεση.
Όχι, δεν υπάρχει κάποιο αντιιμπεριαλιστικό πνεύμα στον ελληνικό λαό που να δίνει σήμερα τον παλμό στις αντιδράσεις. Ούτε αντικαπιταλιστικό υπήρχε στο αντιμνημονιακό κίνημα της προηγούμενης περιόδου. Όσοι θέλουν καθαρές γραμμές θα πρέπει να σκεφτούν τι είδους αντίδραση ήταν το 67% του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του 2015; Η πορεία μετά από αυτό, είναι βέβαια ενδεικτική και διδακτική. Αν η κωλοτούμπα δεν γέννησε αντιδράσεις και οργή αλλά απογοήτευση, αυτός είναι λόγος να σκεφτούμε για τις αδυναμίες των αντιστάσεων και όχι για να αναμένουμε να εκπληρωθούν κάποιες αυστηρές προδιαγραφές.
Υπάρχει τέλος μια άποψη που θεωρεί αναφαίρετο δικαίωμα μιας χώρας το να επιθυμεί να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ. Και δεν νοείται κάποιο άλλο κράτος να εμποδίζει αυτή την επιλογή. Ειδικά μάλιστα όταν αυτό το κράτος , η Ελλάδα, είναι εδώ και δεκαετίες μέλος αυτής της συμμαχίας. Μέχρι να διαλυθεί το ΝΑΤΟ, μπορεί ένας λαός να έχει δικαίωμα σε μια ταυτότητα.
Καταρχήν, με τον ίδιο τρόπο που τα Σκόπια αναγνωρίζουν τα συμφέροντά τους εντός του ΝΑΤΟ, μπορεί και η Ελλάδα να ασκήσει βέτο θεωρώντας πως έτσι πλήττονται τα δικά της συμφέροντα. Αφού εδώ παραμένουμε στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, κανένα πρόβλημα μέχρι στιγμής. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, ας πούμε των λαών, θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί αν η επιλογή της άρχουσας τάξης των Σκοπίων φέρνει όντως σταθερότητα τόσο στη μικρή γείτονα χώρα, όσο και συνολικά στην περιοχή των Βαλκανίων. Η αναγνώριση της «Βόρειας Μακεδονίας» σε αντίθεση με την ονομαστική της αξία, θα οδηγήσει τελικά στο σάρωμα κάθε ταυτότητας. Όταν με χίλιους-δυο τρόπους η εθνική και λαϊκή κυριαρχία καταπνίγεται, είναι αφέλεια να πανηγυρίζουμε για «αυτοπροσδιορισμούς». Η αποδυνάμωση του ΝΑΤΟ άλλωστε –αν δεχτούμε ότι τη θέλουμε– θα προωθηθεί μέσα από μια σειρά επιμέρους αγώνες και εμπόδια. Αν την φαντασιωνόμαστε μέσω ενός κινήματος που… θα το διαλύσει μια κι έξω, μάλλον δε θα το ζήσουμε. Ούτε ο μόνος αντιΝΑΤΟικός στόχος που αναλογεί στη χώρα είναι το να βγει από το ΝΑΤΟ.
Πηγή: e-dromos.gr
Τάσος Βαρούνης: Σχετικά με τον Συντάκτη
Η Συμφωνία των Πρεσπών και άλλες συμφωνίες…
Αρκετοί άνθρωποι που αναφέρονται και συμμετέχουν σε χώρους της Αριστεράς (εκτός της μνημονιακής, συριζικής εκδοχής) θεωρούν τη συμφωνία θετική. Ορισμένοι, ακόμα κι αν δεν πανηγυρίζουν, δεν βρίσκουν σοβαρούς λόγους για να τοποθετηθούν εναντίον της. Θα επιχειρήσουμε έναν σχολιασμό διαφόρων επιχειρημάτων που δικαιολογούν αυτή τη στάση.
Υπάρχει μια άποψη που περιγράφει ως εξής την κατάσταση: Με τη συμφωνία επιλύεται ένα χρόνιο διακρατικό ζήτημα και έτσι μπαίνουν οι όροι μιας ειρήνευσης. Σε ένα ασταθές περιβάλλον δημιουργείται ισχυρός δεσμός μεταξύ των δυο χωρών που μπορούν πια από κοινού και κυρίως δίχως εκατέρωθεν εθνικισμούς να ορίσουν μια στάση σε αυτήν την περιοχή. Σαφώς υπάρχουν και οι νατοϊκοί σχεδιασμοί αλλά στο χέρι μας είναι να τους αντιπαλέψουμε.
Δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Γιατί η πολιτική δεν είναι «από δω το ένα, από κει το άλλο». Και η μεθοδολογία «υπάρχουν τα θετικά, υπάρχουν και τα αρνητικά» είναι εξαιρετικά φτωχή όχι μόνο για να περιγράψει την κατάσταση αλλά κυρίως για να ορίσει έναν προσανατολισμό. Αν το ΝΑΤΟ επέβαλε αυτή τη συμφωνία για πολύ συγκεκριμένους λόγους, αυτό ορίζει το πεδίο, χρωματίζει τις δυνατότητες, συντάσσει τα στρατόπεδα. Αν όντως κατανοείται σε βάθος αυτό που παίζεται στα Βαλκάνια, δε βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νέο περιβάλλον –στο οποίο απλά θα συνεχίσουμε να παλεύουμε τους έτσι κι αλλιώς(;) στόχους μας– αλλά σε ένα πολύ χειρότερο. Φαντάζει δύσκολο, χωρίς μάλιστα την παραμικρή παρέμβαση ενός κινήματος, κάποιων λαϊκών αμφισβητήσεων κ.ό.κ. να δρομολογείται μια εξέλιξη που να επιτρέπει καλύτερες θέσεις και προοδευτικά βήματα. Η συμφωνία ήρθε για να δημιουργήσει την αναγκαία ρευστότητα και όχι τη σταθερότητα στην περιοχή των Βαλκανίων.
Εξάλλου, καμιά «φιλική ατμόσφαιρα» με τους πολίτες του γειτονικού κράτους δεν μπορεί να προχωρήσει με τη διαμεσολάβηση και τις επιλογές μιας κυβέρνησης που έρχεται σε κόντρα με την πλειοψηφία των πολιτών στο εσωτερικό της χώρας. Σε κόντρα όχι μόνο για το συγκεκριμένο ζήτημα, αλλά και σε ό,τι αφορά τη συνεχιζόμενη εξόντωση της κοινωνίας εντός μνημονιακών δεσμεύσεων. Πώς μπορεί μια συμφωνία να γράψει θετικά, να δημιουργήσει γόνιμο έδαφος κ.ό.κ όταν οι κοινωνικοί όροι σπρώχνουν προς τα αλλού τα πράγματα; Δύσκολο να φανταστούμε έναν τέτοιο διεθνισμό.
Χρειάζεται λοιπόν μια καθαρή εκτίμηση για το χαρακτήρα αυτής της κυβέρνησης. Για το βαθμό σύνδεσής της με αυτό που ονομάζουμε «σύστημα». Για τον ειδικό ρόλο που διαδραματίζει ως κεντροαριστερής κοπής πολιτική δύναμη αλλά και για τον ακραία φιλοδυτικό και ευρωατλαντικό προσανατολισμό της. Αυτά που εμφανίζονται σαν θετικά (κι εδώ η ιδεολογική ενσωμάτωση της αριστεράς) αποτελούν την αναγκαία ταυτότητα μιας επιθετικής και αντιλαϊκής πολιτικής. Το «σχιζοφρενικό» σχήμα «κάνουμε αντιπολίτευση στον ΣΥΡΙΖΑ για τα κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα αλλά σε θέματα δικαιωμάτων ή εθνικά ζητήματα προχωράμε μαζί ή έστω ανεχόμαστε» λειτουργεί σε τελική ανάλυση υπέρ της κυβέρνησης. Και αυτό είναι το κυρίαρχο πολιτικό ζήτημα που δεν ξεπερνιέται με επιμέρους αντιπολιτεύσεις, με σωστές και καθαρές σκοπιές αντιπαράθεσης ή με σιωπή. Σε γενικές γραμμές, πολλές εκδοχές της αριστεράς και του κινηματικού χώρου έδωσαν χείρα βοηθείας στον ΣΥΡΙΖΑ.
Εκτός βέβαια αν θεωρούμε ότι η αντίθεση στη συμφωνία ευνοεί την αναδιοργάνωση ενός ακραίου τόξου, δεξιών, ακροδεξιών, σοβινιστικών δυνάμεων. Και πραγματικά, αυτό το σκεπτικό είναι που λειτουργεί σε αρκετές τοποθετήσεις. Γι’ αυτό και καταγγέλλονται όσοι συντάσσονται –ακόμα και με έναν διακριτό λόγο– με αυτήν την αντίθεση ότι παίζουν σε ναρκοθετημένο γήπεδο.
Αυτή η άποψη αφελώς ή συνειδητά ξεχνά να προσδιορίσει τις αιτίες που ενδυναμώνουν την ακροδεξιά. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν στέκεται ενάντια στο φασισμό, ούτε αποτελεί κάποιου είδους ανάχωμά του. Κι εδώ λείπουν κάποιες απαντήσεις. Στο πώς αποστεώνει τη δημοκρατία στο Χίλτον, πώς χτυπά κοινωνικά δικαιώματα συσσωρεύοντας κοινωνικό θυμό, πώς χλευάζει ή ταπεινώνει το εθνικό συναίσθημα χιλιάδων ανθρώπων. Πώς κοινωνικά και πολιτικά ενισχύει την ακροδεξιά. Είτε αντικειμενικά, είτε ως συνειδητό σχέδιο, αφού τη χρειάζεται για να εμφανίζεται ως εκφραστής του δημοκρατικού τόξου.
Υπάρχει πρόβλημα, όταν αυτό που ορισμένοι βαφτίζουν εντελώς αυθαίρετα «συμπόρευση με την ακροδεξιά», θεωρείται πιο βαρύ αμάρτημα από τη συμπόρευση με την ελληνική κυβέρνηση, τον επίσημο εθνικό κορμό και την ραγιάδικη ελληνική αστική τάξη. Υπάρχει πρόβλημα, όταν κάποιος αναφέρεται στα εθνικά ζητήματα να «γλιστρά σε επικίνδυνους δρόμους», ενώ όταν θεωρεί καλή τη συμφωνία να πρόκειται απλά για «διαλεκτική» και όχι για «φιλοΝΑΤΟισμό». Είναι η απουσία παρέμβασης που δικαιολογείται με την άποψη ότι μέσα από τον πρώτο λόγο μπορούν να αναδειχτούν μόνο εθνικιστικά υποκείμενα και συντηρητική ατμόσφαιρα, ενώ από τον δεύτερο…τι; Ποιο φαντασιακό δημιουργεί αυτή την ευαισθησία για το πρώτο και την αφασία για το δεύτερο; Είναι το ότι –σε τελευταία ανάλυση– ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί «ό,τι καλύτερο έχουμε», αναμένοντας καλύτερες μέρες. Είναι στην πραγματικότητα η αποδοχή ενός ρεαλισμού.
Αρκετοί από προοδευτική και κινηματική σκοπιά έχουν ορίσει ως ύψιστο καθήκον τους το στιγματισμό και το χτύπημα του «εθνικού φαντασιακού» ως του πιο επικίνδυνου όλων και μάλιστα δίχως πολλούς προσδιορισμούς. Η ορολογία τσουβαλιάζει ανάλογα έτσι που να πολώνει και να παράγει εύκολες στρατοπεδεύσεις: αριστερός εθνικισμός, χάιδεμα των εθνικιστικών αντανακλαστικών, κούφιες σημαίες, μακεδονομάχοι κ.ά. Θα είχε πιο ενδιαφέρον μια συζήτηση που να μελετά τα «σχήματα σκέψης», τα «λαϊκά πάθη», τους «μύθους» που εμποδίζουν, παγιώνουν ή και ανατρέπουν τις καταστάσεις. Ίσως τότε να βλέπαμε ότι το «εθνικό φαντασιακό» δεν είναι μονόπλευρα άχρηστο ή επικίνδυνο αλλά ενεργό στοιχείο σε μια χειραφετητική πορεία και συνείδηση σε διεθνή κλίμακα.
Μια ακόμα άποψη που διατυπώνεται συχνά είναι η εξής: Αν θέλουν κάποιοι να υπερασπιστούν την πατρίδα, τότε ας αγωνιστούν ενάντια στο ξεπούλημα των λιμανιών, την περικοπή των συντάξεων, τους πλειστηριασμούς κ.ό.κ. και όχι για τα λεγόμενα εθνικά θέματα που είναι το «γήπεδο του αντιπάλου».
Δεν υπάρχει λόγος να στριμώχνουμε την πατρίδα και την εθνική ταπείνωση σε κουτάκια και υπό τη σπάθη των ταξικών προδιαγραφών. Δηλαδή: Το υλικό, το άμεσο, το πεδίο όπου αξίζει να ξεδιπλωθεί μια αντίσταση είναι τα λιμάνια, οι μισθοί, οι φόροι, ενώ το φαντασιακό-παγίδα είναι οι βραχονησίδες, το όνομα, οι σημαίες. Από πού κι ως πού εξαφανίζεται η υλικότητα στα δεύτερα; Η Τουρκία θέλει απλά έναν βράχο χωρίς ευρύτερες γεωστρατηγικές βλέψεις; Το «όνομα» είναι άσχετο με τις επιδιώξεις μεγάλων παικτών στα Βαλκάνια; Λες και όταν αυτοί αποφασίζουν να «παίξουν μπάλα» δεν έχουν προετοιμάσει το έδαφος στους εκεί πληθυσμούς, με ιδεολογήματα, χειριστικές πολιτικές, αλυτρωτισμούς, αυτοδιαθέσεις, ανθρώπινα δικαιώματα, μειονότητες κ.ά. Τι έγινε δηλαδή τις περασμένες δεκαετίες στα Βαλκάνια; Μπουκάραν ξαφνικά οι «μεγάλοι» και έλυσαν τα θέματα; Δεν υπάρχει κανένας λόγος να αποσυνδέεται πλήρως ο αλυτρωτισμός από το όνομα. Και πιο γενικά, δεν υπάρχει λόγος να αποσυνδέεται το «Μακεδονικό» από όλο το φόντο των πολλαπλών απειλών που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα.
Μια άλλη σειρά επιχειρημάτων εστιάζει στο γεγονός ότι οι αντιστάσεις στη συμφωνία ηγεμονεύονται από ένα εθνικιστικό λόγο ή από δυνάμεις πατριδοκάπηλες.
Αυτό μπορεί εν μέρει να στέκει αν παραμείνουμε στο έδαφος των έμπρακτων αντιδράσεων. Δε στέκει όμως αν προσπαθήσουμε να αντιληφθούμε την περιρρέουσα ατμόσφαιρα ενός κόσμου, των κατοίκων στη Βόρεια Ελλάδα, του 70% σε μια δημοσκόπηση κ.λπ. Εκεί τα πράγματα δεν είναι τόσο καθαρά, γι’ αυτό και η παντελής απουσία παρέμβασης είναι προβληματική. Γιατί πώς εισβάλει ο λαός στα πράγματα, αν αυτό είναι το ζητούμενο; Ποιες διεργασίες, γενικοί στόχοι ή ενίοτε και συνθήματα μπορούν να διευκολύνουν μια μαζική έκφραση του κόσμου που να ξεπερνά τους γραφικούς Μακεδονομάχους, τους ναζί που ψαρεύουν στη δυσαρέσκεια, την ψηφοθηρική αντιπολίτευση της Ν.Δ. και κυρίως τη νομιμοφροσύνη της φιλοΝΑΤΟικής αριστεράς; Αυτό είναι πάντως το πεδίο. Δεν μπορούμε ακριβώς να δραπετεύσουμε ή να διαλέξουμε κάποιο άλλο. Μια αδιαμεσολάβητη αγωνιστική έκφραση ή δυναμική δεν θα αποτελεί παρθενογένεση.
Όχι, δεν υπάρχει κάποιο αντιιμπεριαλιστικό πνεύμα στον ελληνικό λαό που να δίνει σήμερα τον παλμό στις αντιδράσεις. Ούτε αντικαπιταλιστικό υπήρχε στο αντιμνημονιακό κίνημα της προηγούμενης περιόδου. Όσοι θέλουν καθαρές γραμμές θα πρέπει να σκεφτούν τι είδους αντίδραση ήταν το 67% του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του 2015; Η πορεία μετά από αυτό, είναι βέβαια ενδεικτική και διδακτική. Αν η κωλοτούμπα δεν γέννησε αντιδράσεις και οργή αλλά απογοήτευση, αυτός είναι λόγος να σκεφτούμε για τις αδυναμίες των αντιστάσεων και όχι για να αναμένουμε να εκπληρωθούν κάποιες αυστηρές προδιαγραφές.
Υπάρχει τέλος μια άποψη που θεωρεί αναφαίρετο δικαίωμα μιας χώρας το να επιθυμεί να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ. Και δεν νοείται κάποιο άλλο κράτος να εμποδίζει αυτή την επιλογή. Ειδικά μάλιστα όταν αυτό το κράτος , η Ελλάδα, είναι εδώ και δεκαετίες μέλος αυτής της συμμαχίας. Μέχρι να διαλυθεί το ΝΑΤΟ, μπορεί ένας λαός να έχει δικαίωμα σε μια ταυτότητα.
Καταρχήν, με τον ίδιο τρόπο που τα Σκόπια αναγνωρίζουν τα συμφέροντά τους εντός του ΝΑΤΟ, μπορεί και η Ελλάδα να ασκήσει βέτο θεωρώντας πως έτσι πλήττονται τα δικά της συμφέροντα. Αφού εδώ παραμένουμε στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, κανένα πρόβλημα μέχρι στιγμής. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, ας πούμε των λαών, θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί αν η επιλογή της άρχουσας τάξης των Σκοπίων φέρνει όντως σταθερότητα τόσο στη μικρή γείτονα χώρα, όσο και συνολικά στην περιοχή των Βαλκανίων. Η αναγνώριση της «Βόρειας Μακεδονίας» σε αντίθεση με την ονομαστική της αξία, θα οδηγήσει τελικά στο σάρωμα κάθε ταυτότητας. Όταν με χίλιους-δυο τρόπους η εθνική και λαϊκή κυριαρχία καταπνίγεται, είναι αφέλεια να πανηγυρίζουμε για «αυτοπροσδιορισμούς». Η αποδυνάμωση του ΝΑΤΟ άλλωστε –αν δεχτούμε ότι τη θέλουμε– θα προωθηθεί μέσα από μια σειρά επιμέρους αγώνες και εμπόδια. Αν την φαντασιωνόμαστε μέσω ενός κινήματος που… θα το διαλύσει μια κι έξω, μάλλον δε θα το ζήσουμε. Ούτε ο μόνος αντιΝΑΤΟικός στόχος που αναλογεί στη χώρα είναι το να βγει από το ΝΑΤΟ.
Πηγή: e-dromos.gr
Τάσος Βαρούνης: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου