Αρχοντία Κάτσουρα
Μια κυρία έκανε βόλτα το μαλλιαρό σκυλάκι της φορώντας ένα ελαφρύ φουστάνι που θα μπορούσες να πεις ότι είναι και νυχτικιά. Ενας νέος άντρας στηριζόταν σ’ ένα δέντρο και κάπνιζε αρειμανίως. Δυο γάτες κούρνιαζαν σ’ ένα περβάζι αποχαυνωμένες. Ο αέρας μύριζε απροσδιόριστα γιασεμί και όψιμα τριαντάφυλλα, σκούρα κόκκινα, σαν αυτά που κάνουν γλυκό.
Από μια βεράντα ακούγονταν τα μαχαιροπίρουνα μιας οικογένειας που έτρωγε. Σ’ ένα διαμέρισμα τρίτου ή τέταρτου ορόφου κάποιος άκουγε μουσική, μπλουζ και τζαζ. Ηταν ήδη έντεκα, αλλά η ζέστη δεν είχε υποχωρήσει αρκετά ώστε να μαζευτούν όλοι αυτοί μέσα, να κοιμηθούν. Θα ξημέρωνε ακόμη μία καλοκαιρινή εργάσιμη στην πόλη.
Επέστρεφε από βραδινή βόλτα. Πόσο υπέροχα γνώριμα της ήταν όλα αυτά…
Είχε περπατήσει πολύ, είχε κουράσει το σώμα της αρκετά και ο ιδρώτας έτρεχε στην πλάτη της, αλλά δεν την ένοιαζε.
Δοκίμαζε την αντοχή του σώματός της περπατώντας. Υστερα έκανε ένα ζεστό ντους, έλουζε το κεφάλι της και άφηνε τα μαλλιά της σχεδόν νωπά. Οταν έπεφτε στο κρεβάτι, δεν είχε πια κουράγιο να κάνει σκέψεις, να μετρήσει τα σωστά και τα λάθη, να σκοτίσει το μυαλό της με όσα επέμεναν να έρχονται τις ώρες που θα ’πρεπε κανονικά να αφιερώνονται στην ανάπαυση.
Εριχνε στη μέση της ένα ελαφρύ σεντόνι –κάνεις σαν τον Παπαγιαννόπουλο στην ταινία «Τζένη Τζένη», την κορόιδευαν όσοι την ήξεραν. Χρειαζόταν το σεντονάκι ακόμη και στους καύσωνες, τι να έκανε; Δεν ήθελε τη μέση της εκτεθειμένη. Ανάγκη για ασφάλεια; Ψευδαίσθηση αγκαλιάς; Τι;
Και τότε τα μάτια έκλειναν. Τα βλέφαρα δεν υπάκουαν σε καμία εντολή, ούτε στα τραντάγματα της σκέψης, κι αποκοιμιόταν.
Εκείνο το βράδυ δεν ήθελε να κοιμηθεί, κι ας ακολούθησε την ίδια ρουτίνα: περπάτημα, μπάνιο, βρεγμένα μαλλιά, σεντόνι να τυλίγεται σαν αγκαλιά γύρω από τη μέση, πόδια ξεσκέπαστα για να δροσίζονται. Ο Μορφέας έτρεχε κάπου αλλού.
Σηκώθηκε, έβαλε ένα ποτήρι κρύο νερό, άνοιξε την μπαλκονόπορτα στην κρεβατοκάμαρα. Εβαλε ραδιόφωνο και πέτυχε τραγούδια του νέου κύματος. Κάποιο αφιέρωμα, ίσως.
Τράβηξε την πολυθρόνα, κάθισε και, αφού στον δρόμο δεν υπήρχε κανείς να τη βλέπει, έβαλε τα πόδια της ψηλά, πάνω στο κάγκελο. Ετσι τα ξεκούραζε καλύτερα από τη ζέστη και το «κρέμασμα» στο γραφείο.
Επινε γουλιά γουλιά το νερό, μύριζε τον καλοκαιρινό αέρα, αφουγκραζόταν τους ελάχιστους πια ήχους της πόλης που, μισοάδεια στην καρδιά του πιο ζεστού μήνα, πήγαινε σιγά σιγά για ύπνο και απολάμβανε τη δροσιά που ερχόταν τόσο γλυκά.
Τότε είδε στον ουρανό το πρώτο πεφταστέρι. Και σε λίγα δευτερόλεπτα το δεύτερο. Κι ύστερα το τρίτο και το τέταρτο. Εμεινε να μετράει τους Περσείδες στον ουρανό. Μέσα Ιουλίου και είχε αρχίσει η φλεγόμενη βροχή τους.
Σηκώθηκε από την πολυθρόνα και στάθηκε με τα χέρια της να στηρίζονται στο κάγκελο. Η θέα των ουράνιων σωμάτων την είχε συνεπάρει.
Ο γάτος τύλιξε την ουρά του στη γάμπα της και ανέβηκε να καθίσει στην αναπαυτική πολυθρόνα. Και από μέσα άρχισε να ακούγεται η ζεστή φωνή της Καίτης Χωματά να τραγουδάει για ένα αστέρι, «ένα ταίρι, ένα σύντροφο της νύχτας φωτεινό»*.
Οσο περνούσε η ώρα τόσο την απορροφούσε το μεγαλείο που έβλεπε να εκτυλίσσεται στον σκούρο ουρανό. Σκέφτηκε να κάνει μια ευχή, κι ας ήξερε την αλήθεια –ποτέ δεν πιάνουν. Αλλωστε ούτε οι Περσείδες είναι όλοι αστέρια, οι περισσότεροι είναι μετεωρίτες, ακόμη και αστρική σκόνη, υπολείμματα ενός κομήτη που πότε πότε θυμάται τη γειτονιά της Γης. Και όμως, ενώ πυρακτώνονται και καταστρέφονται δημιουργούν τόση ομορφιά.
Πήγε στο κρεβάτι αργά, όταν πια δεν άντεχε άλλο, όταν ο θεός των ονείρων ήρθε επιτέλους να την κοιμίσει. Πριν βυθιστεί ευχήθηκε τα πεφταστέρια, στην πύρινη πορεία τους, να είχαν παρασύρει λίγο κι άλλους ξενύχτηδες. Και ας ήξερε ότι δεν πιάνουν οι ευχές.
Πηγή: efsyn.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Μια κυρία έκανε βόλτα το μαλλιαρό σκυλάκι της φορώντας ένα ελαφρύ φουστάνι που θα μπορούσες να πεις ότι είναι και νυχτικιά. Ενας νέος άντρας στηριζόταν σ’ ένα δέντρο και κάπνιζε αρειμανίως. Δυο γάτες κούρνιαζαν σ’ ένα περβάζι αποχαυνωμένες. Ο αέρας μύριζε απροσδιόριστα γιασεμί και όψιμα τριαντάφυλλα, σκούρα κόκκινα, σαν αυτά που κάνουν γλυκό.
Από μια βεράντα ακούγονταν τα μαχαιροπίρουνα μιας οικογένειας που έτρωγε. Σ’ ένα διαμέρισμα τρίτου ή τέταρτου ορόφου κάποιος άκουγε μουσική, μπλουζ και τζαζ. Ηταν ήδη έντεκα, αλλά η ζέστη δεν είχε υποχωρήσει αρκετά ώστε να μαζευτούν όλοι αυτοί μέσα, να κοιμηθούν. Θα ξημέρωνε ακόμη μία καλοκαιρινή εργάσιμη στην πόλη.
Επέστρεφε από βραδινή βόλτα. Πόσο υπέροχα γνώριμα της ήταν όλα αυτά…
Είχε περπατήσει πολύ, είχε κουράσει το σώμα της αρκετά και ο ιδρώτας έτρεχε στην πλάτη της, αλλά δεν την ένοιαζε.
Δοκίμαζε την αντοχή του σώματός της περπατώντας. Υστερα έκανε ένα ζεστό ντους, έλουζε το κεφάλι της και άφηνε τα μαλλιά της σχεδόν νωπά. Οταν έπεφτε στο κρεβάτι, δεν είχε πια κουράγιο να κάνει σκέψεις, να μετρήσει τα σωστά και τα λάθη, να σκοτίσει το μυαλό της με όσα επέμεναν να έρχονται τις ώρες που θα ’πρεπε κανονικά να αφιερώνονται στην ανάπαυση.
Εριχνε στη μέση της ένα ελαφρύ σεντόνι –κάνεις σαν τον Παπαγιαννόπουλο στην ταινία «Τζένη Τζένη», την κορόιδευαν όσοι την ήξεραν. Χρειαζόταν το σεντονάκι ακόμη και στους καύσωνες, τι να έκανε; Δεν ήθελε τη μέση της εκτεθειμένη. Ανάγκη για ασφάλεια; Ψευδαίσθηση αγκαλιάς; Τι;
Και τότε τα μάτια έκλειναν. Τα βλέφαρα δεν υπάκουαν σε καμία εντολή, ούτε στα τραντάγματα της σκέψης, κι αποκοιμιόταν.
Εκείνο το βράδυ δεν ήθελε να κοιμηθεί, κι ας ακολούθησε την ίδια ρουτίνα: περπάτημα, μπάνιο, βρεγμένα μαλλιά, σεντόνι να τυλίγεται σαν αγκαλιά γύρω από τη μέση, πόδια ξεσκέπαστα για να δροσίζονται. Ο Μορφέας έτρεχε κάπου αλλού.
Σηκώθηκε, έβαλε ένα ποτήρι κρύο νερό, άνοιξε την μπαλκονόπορτα στην κρεβατοκάμαρα. Εβαλε ραδιόφωνο και πέτυχε τραγούδια του νέου κύματος. Κάποιο αφιέρωμα, ίσως.
Τράβηξε την πολυθρόνα, κάθισε και, αφού στον δρόμο δεν υπήρχε κανείς να τη βλέπει, έβαλε τα πόδια της ψηλά, πάνω στο κάγκελο. Ετσι τα ξεκούραζε καλύτερα από τη ζέστη και το «κρέμασμα» στο γραφείο.
Επινε γουλιά γουλιά το νερό, μύριζε τον καλοκαιρινό αέρα, αφουγκραζόταν τους ελάχιστους πια ήχους της πόλης που, μισοάδεια στην καρδιά του πιο ζεστού μήνα, πήγαινε σιγά σιγά για ύπνο και απολάμβανε τη δροσιά που ερχόταν τόσο γλυκά.
Τότε είδε στον ουρανό το πρώτο πεφταστέρι. Και σε λίγα δευτερόλεπτα το δεύτερο. Κι ύστερα το τρίτο και το τέταρτο. Εμεινε να μετράει τους Περσείδες στον ουρανό. Μέσα Ιουλίου και είχε αρχίσει η φλεγόμενη βροχή τους.
Σηκώθηκε από την πολυθρόνα και στάθηκε με τα χέρια της να στηρίζονται στο κάγκελο. Η θέα των ουράνιων σωμάτων την είχε συνεπάρει.
Ο γάτος τύλιξε την ουρά του στη γάμπα της και ανέβηκε να καθίσει στην αναπαυτική πολυθρόνα. Και από μέσα άρχισε να ακούγεται η ζεστή φωνή της Καίτης Χωματά να τραγουδάει για ένα αστέρι, «ένα ταίρι, ένα σύντροφο της νύχτας φωτεινό»*.
Οσο περνούσε η ώρα τόσο την απορροφούσε το μεγαλείο που έβλεπε να εκτυλίσσεται στον σκούρο ουρανό. Σκέφτηκε να κάνει μια ευχή, κι ας ήξερε την αλήθεια –ποτέ δεν πιάνουν. Αλλωστε ούτε οι Περσείδες είναι όλοι αστέρια, οι περισσότεροι είναι μετεωρίτες, ακόμη και αστρική σκόνη, υπολείμματα ενός κομήτη που πότε πότε θυμάται τη γειτονιά της Γης. Και όμως, ενώ πυρακτώνονται και καταστρέφονται δημιουργούν τόση ομορφιά.
Πήγε στο κρεβάτι αργά, όταν πια δεν άντεχε άλλο, όταν ο θεός των ονείρων ήρθε επιτέλους να την κοιμίσει. Πριν βυθιστεί ευχήθηκε τα πεφταστέρια, στην πύρινη πορεία τους, να είχαν παρασύρει λίγο κι άλλους ξενύχτηδες. Και ας ήξερε ότι δεν πιάνουν οι ευχές.
Πηγή: efsyn.gr
Η Σφήκα: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου