Γελωτοποιός
«I love the smell of napalm in the morning.» Ο Ρόμπερτ Ντιβάλ στο Αποκάλυψη, Τώρα
Οι άνθρωποι φοβούνται τις κατσαρίδες πιο πολύ απ’ τις πρίζες, τα αυτοκίνητα και τα τσιγάρα. Σίγουρα όμως πιο πολλοί πεθαίνουν από ηλεκτροπληξία παρά από κατσαρίδα.
Γιατί τις φοβόμαστε τόσο; Μάλλον επειδή ξέρουμε, βαθιά μέσα μας, μια γνώση προαιώνια από τότε που τρώγαμε ωμά κρέατα και ρίζες, ότι αυτές θα κληρονομήσουν τη Γη.
Ήμουν 18 μήνες άνεργος, μπορεί και περισσότερο -κάποια στιγμή σταματάς να μετράς.
Ο Παύλος, ο μπακάλης της γειτονιάς, μου είπε ότι πριν δούλευε σε μια απεντομωτική, κι ότι πάντα χρειάζονταν άτομα εκεί.
«Να ξέρεις όμως», μου είπε καθώς μου έδινε τη διεύθυνση, «έχει πολλά χημικά.»
«Κανένα πρόβλημα. Μ’ αρέσει η μυρωδιά των χημικών το πρωί.»
«Σοβαρολογώ», έκανε ο Παύλος.
Όταν είσαι άφραγκος και χρεωμένος δέχεσαι να δουλέψεις και στο Τσερνομπίλ, έτσι δεν είναι;
Ο ιδιοκτήτης της εταιρείας ήταν ένας βαψομαλλιάς με καουμπόικες μπότες. Μάλλον τα χημικά πειράζουν πρώτα την αίσθηση του γούστου.
Εκείνος δεν έκανε πλέον απεντομώσεις. Είχε πέντε υπαλλήλους. Δύο νέους, ούτε είκοσι πέντε χρονών, την Αγάπη, Ρωσοπόντια 50+, με τρία παιδιά κι άνεργο άντρα, έναν στην ηλικία μου κι έναν εξηντάρη -που έμοιαζε για εβδομήντα άνετα. Δέχτηκα κι έγινα ο έκτος.
Στην πρώτη μου αποστολή βγήκα με την Αγάπη, που σύντομα θα καταλάβαινα ότι ήταν πολύ σκληρό καρύδι. Βετεράνος, δέκα χρόνια στο πεδίο της μάχης, είχε εξοντώσει μερικές χιλιάδες.
Κάναμε απεντόμωση στο υπόγειο ενός μεγάλου βιβλιοπωλείου στη Μαρτίου, όπου υπήρχαν περισσότερες κατσαρίδες από βιβλία.
Η Αγάπη ήταν τόσο ψύχραιμη που πάγωνε τον χώρο. Τα έντομα έτρεχαν γύρω της, ανέβαιναν πάνω της, κι ούτε μια στιγμή δεν στρίγγλισε σαν γυναικούλα. Το ‘κανα εγώ, όταν μια απάτσι πέταξε μες στα μούτρα μου.
«Θα συνηθίσεις», μου είπε η Αγάπη όταν τελειώσαμε και βγήκαμε στον πάνω κόσμο. Με κέρασε τσιγάρο. Της είπα ότι το είχα κόψει. Εκείνη γέλασε.
«Μόνο να θυμάσαι», μου είπε, «ότι αυτά που ψεκάζουμε είναι πολύ πιο επικίνδυνα απ’ τα ζωύφια.»
Μου έδειξε τη μέσα μεριά απ’ τα χέρια της. Ήταν σημαδεμένα με κόκκινα εκζέματα, που σίγουρα δεν ήταν απλή αλλεργία.
Μείναμε να κοιτάμε απέναντι, ενώ κάθε τόσο τιναζόμουν, γιατί ένιωθα ότι κάτι περπατούσε πάνω μου. Λίγο μετά πήρε στο τηλέφωνο της Αγάπης το boss.
«Τέρμα το διάλειμμα, στραβάδι», μου είπε και σηκώθηκε. «Εργοστάσιο στη Σίνδο. Ήρθε η ώρα να συναντήσεις μερικές κινέζες.»
Την πρώτη μέρα το boss μου είχε δώσει ένα φυλλάδιο που είχε τις πιο γνωστές κατσαρίδες με τα λατινικά τους ονόματα. Όμως σύντομα έμαθα τα πολεμικά ονόματα: Γερμανίδες (ή ξανθιές), απάτσι, μαύρες, αμερικάνες, σουπέλες (αυτές ήταν οι πιο μικρές κι εύκολες), κινέζες, αιγυπτιακές, λιμανίσιες.
Οι κινέζες δεν ήταν καλή περίπτωση για δεύτερη αποστολή.
Τρεις εβδομάδες μετά είχα συνηθίσει τον θάνατο. Όλα τα είδη μου φαίνονταν τόσο θνητά, τόσο συνηθισμένα. Αλλά δεν είχε ξεκινήσει ακόμα ο μεγάλος πόλεμος.
Ήταν μια Παρασκευή, που πολύ θα ήθελα να την ξεχάσω. Ετοιμαζόμασταν να κλείσουμε όταν ήρθε στο γραφείο η διαχειρίστρια μιας πολυκατοικίας. Έμοιαζε πανικόβλητη.
«Έχουμε πρόβλημα, μεγάλο πρόβλημα», είπε στο boss.
«Μην ανησυχείτε, για μας δεν είναι πρόβλημα. Δώστε μου διεύθυνση, στοιχεία διαχείρισης και από πού θα πληρωθούμε. Τη Δευτέρα…»
«Ποια Δευτέρα; Δεν θ’ αντέξουμε μέχρι τη Δευτέρα. Τώρα πρέπει να ‘ρθειτε.»
«Ξέρετε», έκανε το boss, «οι υπάλληλοι σχολάσανε. Για να έρθουν τώρα θα πρέπει να πληρωθούν υπερωρίες.»
«Δεν με νοιάζει, η πολυκατοικία θα πληρώσει. Αλλά πρέπει, πρέπει να ‘ρθειτε τώρα.»
Υπερωρίες δεν μας είχε πληρώσει ποτέ, πέντε ευρώ την ώρα ήταν η συμφωνία, όσες ώρες και να πολεμούσαμε. Αλλά σίγουρα θα τη χρέωνε κάτι παραπάνω γι’ αυτά τα πρέπει πρέπει.
Πήγα εγώ με την Αγάπη και τον Μπίλι, έναν απ’ τους πιτσιρικάδες.
Η πολυκατοικία ήταν στον Άγιο Ιωάννη, στην Καλαμαριά, σε καλή περιοχή. Νεόδμητη, ούτε πέντε χρονών. Κι αυτό ήταν παράξενο, αφού οι κατσαρίδες προτιμούν να συχνάζουν σε πιο vintage μέρη. Νομίζω ότι η δεκαετία του εβδομήντα είναι η αγαπημένη τους.
Πήραμε τα ζελέ μας, τις παγίδες και τα ψεκαστικά μας κι αρχίσαμε απ’ τον έκτο όροφο, όπως συνηθίζαμε. «Ξεκινάς από ψηλά τον βομβαρδισμό», αυτό έλεγε το boss, «και μετά πας στους αποκάτω.»
Μας άνοιξε μια τύπισσα τρομοκρατημένη, που πάσχιζε να συνεχίσει να είναι στυλάτη, με νύχι μπουζούκι και το iphone κολλημένο στ’ αυτί.
Όταν δουλεύεις σ’ απεντομωτική μπορείς να μπαίνεις στα πιο κρυφά δωμάτια των σπιτιών. Σ’ εκείνο του έκτου κόντεψε να μου βγει το μάτι. Πολύ χρήμα. Μόνο η τηλεόραση πρέπει να έκανε 6-7 χιλιάρικα.
Η κουζίνα, το μπάνιο, το παιδικό, όλα στημένα από διακοσμητή, λες και γινόταν φωτογράφηση για περιοδικό.
Ζήλευα, το παραδέχομαι, μέχρι που τράβηξα το πλυντήριο-στεγνωτήριο (δεκάκιλο Miele) για να βάλω παγίδα. Εκεί πίσω είχαν κάνει τη φωλιά τους μια δεκάδα αιγυπτιακές. Έτσι έμοιαζαν, αλλά ήταν διπλάσιες σε μέγεθος απ’ τις κανονικές.
Πάγωσα. Πήγα να βγάλω το ψεκαστικό για απευθείας εκτέλεση. Τότε εκείνες, όλες μαζί, έκαναν κάτι που δεν συνηθίζουν να κάνουν οι αιγυπτιακές: Όρμησαν πάνω μου. Πετώντας!
Ούρλιαξα σαν μικρό κορίτσι.
Βγήκα απ’ το δωμάτιο κι έκλεισα την πόρτα. Νόμιζα ότι θα ερχόταν η Αγάπη να με κοροϊδέψει. Αλλά την είδα να έρχεται ξαφνιασμένη κι εκείνη.
«Είναι δέκα τέρατα στο μπάνιο», της είπα. «Αιγυπτιακές μοιάζουν. Αλλά οι γαμημένες πετάνε. Κι είναι…»
«Τι σκατά γίνεται εδώ», έκανε η Αγάπη. «Στην κουζίνα υπάρχουν τέσσερις, μπορεί και παραπάνω φωλιές.»
Ο Μπίλης επιβεβαίωσε. Στο υπνοδωμάτιο είχαν κάνει φωλιές μέχρι και μέσα στην ντουλάπα. Δοκίμαζαν παπούτσια και φορέματα πολυτελείας.
Βάλαμε παγίδες και τζελ. Έπειτα είπαμε στην τύπισσα ότι έπρεπε να φύγει απ’ το σπίτι για λίγες ώρες. Άλλο που δεν ήθελε.
Ψεκάσαμε παντού και κλείσαμε πίσω μας την πόρτα.
«Deal with it, fuckers!»
Στο πέμπτο και στον τέταρτο τα ίδια. Παντού φωλιές. Μπαίναμε, διώχναμε τους ένοικους, και ρίχναμε τα χημικά μας. Αλλά κάτι με έκανε να νιώθω σαν Αμερικάνος στρατιώτης του 60 που προσπαθεί να εξοντώσει τους Βιετκόνγκ. Όχι τύψεις, όπως δείχνουν στις ταινίες. Μόνο αισθανόμουν πως ό,τι έκανα ήταν μάταιο.
Απ’ τον τρίτο και κάτω οι ένοικοι είχαν ήδη εγκαταλείψει. Μας άνοιξε η διαχειρίστρια. Εκεί ήταν πόλεμος σώμα με σώμα.
Οι κατσαρίδες είχαν μέγεθος μαγαδασκάρης. Το χειρότερο ήταν ότι τσιρίζανε σαν εκείνες. Δεν το ξέρατε ότι υπάρχουν κατσαρίδες που τσιρίζουν; Ψάξτε για Gromphadorhina portentosa και θα με πιστέψετε.
Δεν έτρεχαν να κρυφτούν. Μας ορμούσαν μόλις μπαίναμε. Δεν υπήρχε περίπτωση να βάλουμε παγίδες. Μπουκάραμε μέσα ψεκάζοντας κι εκείνες έπεφταν κάτω κάνοντας θόρυβο. Όχι όλες.
Κάπου εκεί, νομίζω στο δεύτερο όροφο, ήταν που έφυγε ο Μπίλης.
«Α γαμηθείτε», είπε, «δεν θα παίρνω πέντε ευρώ γι’ αυτή τη μαλακία.»
Καθώς έφευγε είχε δύο κατσαρίδες μέσα στα μακριά μαλλιά του. Το κατάλαβε κι άρχισε να χοροπηδά, να τινάζεται και να βλαστημά.
Εγώ κι η Αγάπη έπρεπε να μείνουμε, για να ολοκληρώσουμε τη δουλειά. Είχαμε οικογένεια.
Ψεκάσαμε και τον πρώτο, ρίξαμε και ποντικοφάρμακο, γιατί εκείνες δεν έμοιαζαν με ζωύφια, αλλά με τρωκτικά.
Η διαχειρίστρια μας περίμενε στο ισόγειο.
«Καταλάβατε τώρα γιατί ήταν ανάγκη;» μας είπε.
«Τον στρατό έπρεπε να καλέσετε», της είπα. «Αλλά εντάξει, νομίζω ότι τα καταφέραμε.»
«Θα σας στείλουμε το τιμολόγιο τη Δευτέρα, για να το δώσετε στο γραφείο που διαχειρίζεται…», ξεκίνησε να λέει η Αγάπη.
«Είναι και το υπόγειο», τη διέκοψε η Μάρι.
«Σκατά!» έκανε η Αγάπη. «Υπάρχει και υπόγειο;»
«Σ’ όλες τις ταινίες τρόμου υπάρχει υπόγειο», της είπα.
«Δεν είμαστε σε ταινία.»
«Αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα.»
Η Αγάπη έπιασε πάλι το ψεκαστικό και φόρεσε τη μάσκα.
«Τι έχει εκεί;» ρώτησε τη Μάρι, που δεν κατάλαβε τι της είπε. Έβγαλε τη μάσκα και έκανε την ίδια ερώτηση.
«Μένει ένας γέρος. Ρώσος. Νομίζω.»
«Νομίζεις;»
«Δεν τον βλέπουμε και πολύ συχνά. Είναι κάπως… παράξενος. Αντικοινωνικός.»
«Ρώσος είναι, τι περιμένεις;» είπε η Αγάπη. «Κλειδιά έχεις;»
Άνοιξε μια ξύλινη πόρτα που βρισκόταν απέναντι απ’ το ασανσέρ. Κατεβήκαμε τη σκάλα. Η υγρασία έκανε να μου πονάνε τα κόκαλα. Κι αυτό δεν είναι καλό σημάδι. Οι κατσαρίδες λατρεύουν την υγρασία.
Σταθήκαμε μπρος σε μια πόρτα ασφαλείας, κάπως παράταιρη για ‘κείνο τον χώρο. Κουδούνι δεν υπήρχε. Η Μάρι χτύπησε με το χέρι, ευγενικά.
«Κύριε Ντιμίτρι… Κύριε Ντιμίτρι είστε μέσα; Είμαι η Μάρι, η διαχειρίστρια. Έχουν έρθει άνθρωποι για απεντόμωση. Κύριε Ντιμίτρι;»
Μείναμε για λίγα δευτερόλεπτα να περιμένουμε και να κοιτιόμαστε αμήχανα, σαν ξένοι σε μικρό ασανσέρ. Έπειτα η Αγάπη ανέλαβε πρωτοβουλία.
Ξεκίνησε να κοπανάει την πόρτα και να φωνάζει στα ρώσικα να μας ανοίξει. Τίποτα πάλι.
«Μήπως να καλέσουμε την αστυνομία;» είπε η Μάρι.
Η Αγάπη εξαγριώθηκε. Εννοείται ότι όλοι ήμασταν ανασφάλιστοι, δουλεύαμε μαύρα. Αν ερχόταν η αστυνομία και μας έβρισκε, το boss θα έτρωγε δυο πρόστιμα των 10.000 ευρώ, και ‘μεις θα μέναμε άνεργοι.
«Έχεις κλειδιά, δεν έχεις; Ναι. Ωραία. Άσε τις ευγένειες και τις αστυνομίες και άνοιξε τη γαμημένη την πόρτα.»
Δεν μπορούσε να φέρει αντιρρήσεις. Η Αγάπη ήταν και Ρωσίδα και Πόντια και εργαζόμενη μητέρα -με σύζυγο που δεν έκανε τίποτα άλλο απ’ το να παίζει Στοίχημα και Κίνο. Αυτός είναι πολύ εκρηκτικός συνδυασμός για να τον αντέξει μια διαχειρίστρια καλής περιοχής.
Άνοιξε με χέρια που έτρεμαν.
Το υπόγειο ήταν εντελώς σκοτεινό. Έπρεπε ν’ ανάψουμε φακούς για να βλέπουμε. Υγρασία και σκοτάδι, ο παράδεισος της κατσαρίδας.
Περπατούσαμε αργά, σαν αμερικάνοι κομάντο στη σπηλιά του Μπιν Λάντεν. Ήταν ένας πολύ μεγάλος χώρος (μετά θα βλέπαμε ότι ήταν τουλάχιστον 180 τετραγωνικά).
Δεν ακουγόταν τίποτα, πέρα από ένα διαρκές σύρσιμο, μασούλημα και σφυρίγματα, όπως εκείνες που είχα ακούσει όταν μας όρμησαν στο δεύτερο όροφο οι παράξενες μαγαδασκάρης.
Η Αγάπη πήγαινε μπροστά, εγώ ακριβώς πίσω της. Η Μάρι είχε μείνει στην πόρτα.
Κάποια στιγμή η Αγάπη φώτισε στα δεξιά της. Ήταν ένα τεράριουμ. Μια τετράγωνη γυάλα -σαν ενυδρείο χωρίς νερό. Αλλά μέσα δεν είχε σαύρες ή χελωνίτσες ή -πόσο θα τα αγαπούσα τότε- μυρμήγκια. Ήταν γεμάτο κατσαρίδες.
«Τι σκατά;» είπε η Αγάπη και πλησίασε.
Μέσα σε χώμα, φύλλα και σκουπίδια, που ήταν επιμελώς τοποθετημένα στο τεράριουμ, είχαν φτιάξει τη φωλιά τους. Ήταν τουλάχιστον μισή χιλιάδα, έτρεχαν ακατάπαυστα -κι έμοιαζαν να μας παρατηρούν κι αυτές με την ίδια απέχθεια.
Το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι δεν μπορούσαμε να τις αναγνωρίσουμε. Υπάρχουν πάνω από 3.500 είδη κατσαρίδας στον κόσμο. Αλλά στην Ελλάδα ζουν μόλις 20. Αυτές μέσα στο τεράριουμ σίγουρα ήταν αλλοδαπές.
Είχαν το μέγεθος των μεξικάνικων, όπως τις ξέραμε απ’ τις φωτογραφίες. Αλλά οι περισσότερες (οι θηλυκές;) δεν είχαν φτερά, σαν τις κατσαρίδες της Μαγαδασκάρης. Μέσα στο τεράριουμ υπήρχαν κι άλλες, φτερωτές (αυτές ήταν οι αρσενικές;).
Συνήθως οι κατσαρίδες δεν είναι πολύ κοινωνικά έντομα. Μαζεύονται σε δεκάδες για να κρυφτούν, αλλά δεν τους αρέσει να πηγαίνουν σε συναυλίες και σε διαδηλώσεις.
Εκείνες στο τεράριουμ ήταν διαφορετικές. Συμπεριφέρονταν με τρόπο που θύμιζε τα πιο κοινωνικά έντομα, μυρμήγκια, τερμίτες και μέλισσες.
Και κυριολεκτικά κόντεψα να χεστώ πάνω μου όταν η Αγάπη μου έκανε νόημα και μου έδειξε κάτι τερατώδες στο πιο χαμηλό σημείο του τεράριουμ.
Εκεί βρισκόταν μια κατσαρίδα σε μέγεθος αρουραίου -ή μικρής γάτας. Το μπροστινό μέρος ήταν κανονικό -παρότι τεράστιο. Αλλά πίσω, η κοιλιά της, ήταν κάτι που ο θεός δεν θα ‘φτιαχνε ποτέ, κι η φυσική εξέλιξη θα είχε αποτρέψει.
Η κοιλιά της ήταν λευκή, υπόλευκη μάλλον, παλλόταν και… Και γεννούσε. Γεννούσε αυγά ασταμάτητα, που τα έπαιρναν εκείνες που δεν είχαν φτερά και τα πήγαιναν κάπου μέσα στη φωλιά τους.
Οι κανονικές κατσαρίδες μπορούν να γεννήσουν μέχρι και 450 αυγά τη φορά. Κάποιες μπορούν να κάνουν παρθενογένεση. Να γεννήσουν χωρίς να χρειαστεί να γονιμοποιηθούν από αρσενικά. Κι όλοι το ξέρουν ότι το μόνο ζώο που έχει γεννήσει σε μηδενική βαρύτητα -στον διαστημικό σταθμό MIR- ήταν μια κατσαρίδα.
Αυτά τα είχα διαβάσει στο ενημερωτικό φυλλάδιο που μας είχε δώσει το boss. Αλλά ποτέ δεν μας είχε προειδοποιήσει ότι μπορεί να γίνει και κάτι σαν αυτό που βλέπαμε.
Η μεγάλη κατσαρίδα ήταν η βασίλισσα. Μόνος σκοπός ύπαρξης ήταν να γεννάει, ασταμάτητα. Όπως συμβαίνει στα μυρμήγκια και στις μέλισσες. Είχε κι αυτή φτερά. Που σημαίνει ότι κάποια στιγμή του χρόνου έπρεπε να πετάει και να την κυνηγούν τα φτερωτά αρσενικά για τη γονιμοποιήσουν. Εκτός κι αν έκανε παρθενογένεση.
Ήταν ένα τεράριουμ γεμάτο κατσαρίδες, κάποιο άγνωστο είδος, που συμπεριφερόταν κοινωνικά όπως τα μυρμήγκια. Κι όσο ήταν εκεί μέσα περιορισμένα αισθανόσουν -σχεδόν- ασφαλής. Τι θα συνέβαινε αν έβγαιναν έξω; Ανεξέλεκτες;
Θα μπορούσε να είναι ένα φιλοσοφικό-βιολογικό ερώτημα, και να τέλειωνε εκεί. Όμως στα υπόγεια σπάνια κρύβονται φιλόσοφοι.
Η Αγάπη, φρικαρισμένη κι εκείνη, αλλά σίγουρα πιο ψύχραιμη, φώτισε τριγύρω. Δύο μέτρα παρακάτω υπήρχε άλλο ένα τεράριουμ, με τον ίδιο αριθμό κατσαρίδων, αλλά διαφοροποιημένο είδος. Εκείνες θύμιζαν περισσότερο τερμίτες, με ημιδιάφανο εξωσκελετό και διογκωμένα κεφάλια -και σαγόνια. Απλώς ήταν δέκα φορές μεγαλύτερες από τους τερμίτες.
Φώτισα κι εγώ, τρέμοντας πρέπει να παραδεχτώ.
Όλο το υπόγειο ήταν γεμάτο τεράριουμ. Τουλάχιστον σαράντα. Και το αστείο, που δεν ήταν καθόλου αστείο, ούτε γέλασα, το είδα μόλις πλησίασα περισσότερο ένα απ’ αυτά.
Δεν είχαν σκέπασμα. Δεν ήταν κλειστά. Κάποιες απ’ τις κατσαρίδες μπαινόβγαιναν στην κοινωνία τους, κουβαλώντας υλικά και τρόφιμα.
Ενστικτωδώς φώτισα κάτω. Και μου έφυγε λίγο κάτουρο όταν είδα ότι ανάμεσα στα πόδια μας έτρεχαν χιλιάδες απ’ αυτές, κάνοντας το πάτωμα να μοιάζει σαν να κουνιέται.
Πριν προλάβω να καταλάβω ότι απέφευγαν επιδέξια τις doc martens μπότες μου χωρίς να χτυπάνε πάνω τους, όπως θα έκαναν τα χαζά μυρμήγκια, άνοιξε το φως.
«Что это?» άκουσα και κοίταξα προς τα ‘κει απ’ όπου ακούστηκαν τα ρώσικα.
Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβω ότι αυτός που μίλησε ήταν Ρώσος και γέρος. Αλλά αμέσως κατάλαβα ότι ήταν και τρελός.
Δεν έφταιγαν τα ρούχα του, ήταν ντυμένος σαν κανονικός άνθρωπος. Ούτε είχε παράξενα μαλλιά, σαν του Αϊνστάιν ή σαν του Τζακ Νανς στο Erasehead του Λιντς.
Τα μάτια του ήταν, αυτά με έκαναν να καταλάβω ότι δεν είχα μπροστά μου έναν συνηθισμένο γερο-Ρώσο. Γιατί μας κοιτούσε σαν να έβλεπε για πρώτη φορά ανθρώπους, σαν να έβλεπε… δίποδες κατσαρίδες.
Μόλις άνοιξε τα φώτα αντιλήφθηκα το μέγεθος του υπογείου, το μέγεθος της τρέλας του. Υπήρχαν παντού τεράριουμ, το ίδιο γεμάτα με κοινωνικές κατσαρίδες. Κι όπου έλειπαν αυτές υπήρχαν δοκιμαστικοί σωλήνες και μικροσκόπια.
Όλοι οι τοίχοι -κι είναι πολλοί οι τοίχοι στα 180 τετραγωνικά- ήταν καλυμμένοι με φωτογραφίες από κατσαρίδες και σημειώσεις -όπως αυτές που συνήθως οι κανονικοί άνθρωποι αφήνουν στο ψυγείο: «Να πάω αύριο στον ΟΑΕΔ. Να πάρω τροφή για τον σκύλο. Να δημιουργήσω ένα νέο είδος κατσαρίδας.»
Что это? Αυτό ακούγεται σαν «στο έτα;» και σημαίνει «τι ‘ν’ αυτό;»
Ξέρω λίγα ρώσικα, αλλά ούτως ή άλλως η συζήτηση που ακολούθησε ήταν μπερδεμένα ρώσικα και ελληνικά, ίσως και λίγα ποντιακά. Οπότε τη γράφω όλη στα ελληνικά.
«Τι ‘ν’ αυτό;» είπε ο Ντιμίτρι μόλις άνοιξε τα φώτα.
«Απεντόμωση», είπε ξερά η Αγάπη. «Εξοντώνουμε κατσαρίδες.»
Δεν υπήρξε ούτε ένα φευγαλέο ίχνος μίσους στα μάτια του Ντιμίτρι. Μόνο συγκαταβατικότητα, στα όρια του σαρκασμού.
«Δεν μπορείς να εξοντώσεις τις κατσαρίδες», είπε ήρεμα.
«Τότε κάνω λάθος δουλειά», είπε η Αγάπη.
«Δεν με νοιάζει τι δουλειά κάνεις. Αλλά δεν μπορείς να εξοντώσεις τις κατσαρίδες. Ίσως να σκοτώσεις μερικές για να πληρωθείς. Αλλά είναι αδύνατον να τις εξοντώσεις. Δεν είναι ρινόκεροι ούτε αλεπούδες.»
«Δεν έχω σκοτώσει ποτέ αλεπού», είπε η Αγάπη.
«Εγώ σκότωσα χιλιάδες», είπε ο Ντιμίτρι. «Αλλά για καλό σκοπό.»
Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα τι έλεγε, πόσο αληθινά ή παρανοϊκά ήταν αυτά που έλεγε. Αλλά αργότερα, σαν επιβίωσα απ’ το μακελειό, έψαξα κι έμαθα ότι ο τρελo-γερο-Ρώσος δεν ήταν τόσο τρελός όσο μου φάνηκε -ή μπορεί να ήταν περισσότερο τρελός απ’ όσο μπορούσα ν’ αντέξω.
Ο Dmitry K Belyayev ήταν βιολόγος. Όταν ήταν νέος, στη Σοβιετική Ένωση τότε, του ήρθε η ιδέα να δημιουργήσει ένα νέο είδος αλεπούδων, που θα ήταν υπάκουες σαν σκυλάκια.
Πήγε στη Σιβηρία και ξεκίνησε ένα πείραμα βιολογίας που διήρκεσε 30 χρόνια. Με τη μέθοδο της επιλεκτικής διασταύρωσης προσπάθησε να τιθασεύσει τις εντελώς ατίθασες αλεπούδες.
Ξεκίνησε με 130 αλεπούδες, 100 θηλυκές και 30 αρσενικές. Απ’ τα κουτάβια τους άφηνε τα πιο φιλικά να ζήσουν -και σκότωνε τα πιο άγρια.
Χρειάστηκαν 30-35 γενιές αλεπούδων, πάνω από 45.000 ζώα για να φτιάξει ένα νέο είδος. Αλεπούδες που φέρονταν σαν σκύλοι. Αλεπούδες κατοικίδια.
Όμως επί Σοβιετικής Ένωσης το Κόμμα σταμάτησε να χρηματοδοτεί το πείραμα του. Ο Belyayev προσπάθησε να πουλήσει φιλικές αλεπούδες. Αλλά τότε δεν υπήρχαν αρκετοί πλούσιοι που θ’ αγόραζαν ένα τέτοιο κατοικίδιο για το παιδί τους. Αν το είχε κάνει επί Πούτιν-Αμπράμοβιτς ίσως να ήταν διαφορετικά.
Το πείραμα έκλεισε. Ο Belyayev άφησε τις αλεπούδες ελεύθερες στη Σιβηρία, όπου τις εξόντωσαν τα άγρια ζώα και το κρύο. Δεν αφήνεις ένα πεκινουά στη σαβάνα.
Γύρισε στη Μόσχα. Αλλά ήταν ανεπιθύμητος.
Μόλις κατέρρευσε ο κομμουνισμός ήρθε στην Ευρώπη. Πέρασε από πολλές χώρες. Κατέληξε στην Ελλάδα, και από υπόγειο σε υπόγειο βρέθηκε στην Καλαμαριά.
Ήξερε ότι το μέλλον δεν ήταν οι αλεπούδες. Έπρεπε ν’ αλλάξει τη φύση των κατσαρίδων.
«Νομίζω ότι είναι τρελός», είπα σιγά στην Αγάπη.
«Ρώσος είναι. Τι περιμένεις;» έκανε εκείνη. «Πώς νομίζεις ότι νίκησαν τους Ναζί; Δυο χρόνια στο Λένινγκραντ έτρωγαν σκυλιά, ποντίκια και… κατσαρίδες.»
Η Αγάπη αντιπαθούσε τους Ρώσους σε βαθμό λατρείας. Σε κάποια συζήτηση, μετά από έναν βομβαρδισμό εντόμων, μου είχε πει ότι μόλις η ρωσική αρκούδα θα ξυπνούσε πάλι τίποτα δεν θα μπορούσε να τη σταματήσει. Το έλεγε και τα μάτια της έλαμπαν.
«Τζιέντουσκα», είπε η Αγάπη στον γέρο, «ωραία η τρέλα σου, αλλά δεν νομίζω ότι επιτρέπεται να εκτρέφεις κατσαρίδες σε πολυκατοικίες.»
«Πόντια είσαι;» της είπε αυτός.
«Ακριβώς. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;»
«Ξεροκέφαλοι», είπε ο Ντιμίτρι.
«Το βρήκες. Είμαι εδώ για να ψεκάσω τα τερατάκια σου. Κι αυτό θα κάνω.»
Ο Ντιμίτρι ξεκίνησε να γελάει. Καθώς πήγαινε προς το διπλανό δωμάτιο μας εξήγησε τον λόγο της ευθυμίας του.
Οι κατσαρίδες αναπαράγονται γρήγορα -πολύ πιο γρήγορα απ’ τις αλεπούδες. Ακόμα και χωρίς γενετικές τροποποιήσεις αποκτούν, γενιά με τη γενιά, ανοσία στα χημικά.
Εκείνος είχε επισπεύσει τη διαδικασία. Ψέκαζε με κάθε εντομοκτόνο μια ολόκληρη αποικία. Όσες επιβίωναν, που ήταν οι πιο ισχυρές, τις διασταύρωνε με άλλες, που επίσης είχαν επιβιώσει.
Καυχήθηκε, με ρώσικη περηφάνια, ότι είχε βρει έναν τρόπο για να γεννιούνται γόνιμοι απόγονοι από διαφορετικά είδη -κάτι που εξαιρετικά σπάνια συμβαίνει στη φύση. Τα μουλάρια είναι στείρα.
«Έτσι τα ανθρώπινα δηλητήρια δεν μπορούν να τις πειράξουν», είπε ο Ντιμίτρι γυρνώντας μ’ ένα μπουκάλι Baigon (το έξτρα δυνατό).
Πήγε πάνω από ένα τεράριουμ και το άδειασε όλο. Μέχρι κι εμείς πνιγήκαμε απ’ το αέριο. Οι κατσαρίδες έμειναν για λίγο ακίνητες. Και μετά συνέχισαν να νταντεύουν τα παιδιά της βασίλισσας, λες και τις είχε ψεκάσει με νερό.
«Δεν μπορείτε να νικήσετε τα παιδιά μου», είπε ο Ντιμίτρι. «Ήταν εδώ πριν από μας, πριν κι απ’ τους δεινόσαυρους. Και θα συνεχίσουν να είναι, όταν κανένα ανθρώπινο αυτί δεν θ’ ακούει Σοστακόβιτς.»
Για λίγο τρόμαξα. Ο τρελός ακουγόταν τόσο λογικός. Πώς μπορούσαμε να τα βάλουμε μ’ έναν τόσο αρχαίο οργανισμό, που όταν εκείνες ανέβαιναν στα δέντρα για να φάνε βελανίδια, εμείς δεν υπήρχαμε ούτε σαν ομοταξία;
Δεν υπήρχαν καν θηλαστικά όταν εκείνες βασίλευαν. Κι οι άνθρωποι ήταν ένα σενάριο επιστημονικής φαντασίας που διηγούνταν τα έντομα στα παιδιά τους.
«Αρχίδια!» είπε η Αγάπη.
Έβγαλε απ’ το τσεπάκι της στολής ένα κουτί με μαστίχες Χίου. Έβαλε τρεις μαζί στο στόμα της και ξεκίνησε να μασάει άφοβα. Ήταν πενήντα κάτι χρονών και δεν είχε ούτε ένα σφράγισμα. Σκληροκόκαλη.
«Βγάλε τα πυρηνικά», μου είπε.
«Πλάκα κάνεις;»
«Ποτέ δεν ήμουν πιο σοβαρή.»
Τα «πυρηνικά» ήταν ένα φάρμακο που είχαμε πάντα μαζί, αλλά ποτέ δεν είχαμε χρησιμοποιήσει. Πιο γνωστό είναι ως Πορτοκαλί Παράγοντας (Agent Orange). Το δημιούργησε η Μονσάντο με χρηματοδότηση από το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ. Υποτίθεται ότι ήταν φυτοκτόνο. Μ’ αυτό ψέκαζαν οι Αμερικάνοι το Βιετνάμ για δέκα χρόνια.
Οι δύο ατομικές βόμβες σκότωσαν 200.000 Ιάπωνες -μαζί με τα θύματα της ραδιενέργειας. Ο Πορτοκαλί Παράγοντας τουλάχιστον 500.000 ανθρώπους -Βιετναμέζους για την ακρίβεια. Κανείς δεν ξέρει πόσες κατσαρίδες.
Το boss μας το είχε πάρει δώρο απ’ τη Μονσάντο, μετά από μια μεγάλη παραγγελία, με τη γραπτή προειδοποίηση: «Μόνο για ακραίες περιπτώσεις -Δεν φέρουμε καμία ευθύνη ως εταιρεία για αλόγιστη χρήση του».
Το κουβαλούσαμε σε κάθε αποστολή, αλλά η συμβουλή του boss ήταν: «Αν χρειαστεί να το ρίξετε, που εύχομαι να μην σας τύχει, θυμηθείτε: Τρέξτε όσο πιο γρήγορα μπορείτε και μην κοιτάτε πίσω σας. Κι ακόμα κάτι. Δεν σας ξέρω, δεν σας είδα, θα αρνηθώ ότι είχα οποιαδήποτε σχέση μαζί σας, επαγγελματική ή φιλική ή οτιδήποτε.»
Η Αγάπη φόρτωσε τα πυρηνικά στο ψεκαστικό της και με κοίταξε άγρια. Έκανα το ίδιο.
«Что это?» είπε ξανά ο Ντιμίτρι.
«Это смерть», είπε η Αγάπη.
Τι ‘ν’ αυτό;
Ο Θάνατος.
«Δεν υπάρχει προθεσμία», είπε η Αγάπη στον Ντιμίτρι. «Μόνο τώρα μπορείς να φύγεις. Τώρα!»
«Δεν πάω πουθενά», είπε ο Ρώσος.
«Thats your problem», είπε η Αγάπη με τόσο αμερικάνικη προφορά που θα έκανε τον Ρόναλντ Ρήγκαν να της ζητήσει αυτόγραφο.
«Nuke them all!» μου φώναξε και πάτησε το κουμπί.
Έκανα το ίδιο και την ακολούθησα τρέχοντας προς την πόρτα. Δεν κοίταξα πίσω, αλλά ήξερα ότι ένας Ρώσος έκλαιγε για τα παιδιά του.
Πέσαμε πάνω στη Μάρι, που τόση ώρα περίμενε στην πόρτα. Της είπαμε να την κλείσει και να βγει μια βόλτα στη γειτονιά, να δει αν λάμπει ο ήλιος.
Σαν βρεθήκαμε έξω η Αγάπη άναψε τσιγάρο. Μου πρόσφερε κι εμένα. Το πήρα κι είχε γεύση σαν σκατά με νικοτίνη. Αλλά μου άρεσε.
Καπνίσαμε τα τσιγάρα μας ως το φίλτρο. Μετά η Αγάπη είπε: «Θα φτιάξω μπάμιες σήμερα.»
Απεχθάνομαι τις μπάμιες, αλλά εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν τόσο όμορφες, σχεδόν ποιητικές. Σαν να ζούσαμε σ’ έναν κανονικό κόσμο, όπου τίποτα άσχημο ή παράξενο δεν συμβαίνει.
«Με φέτα στο πλάι», της είπα και συμφώνησε.
Το πτώμα του Ντιμίτρι δεν βρέθηκε ποτέ. Αλλά, θα το ξέρετε μάλλον, οι κατσαρίδες είναι παμφάγες.
Λίγο καιρό μετά άλλαξα δουλειά. Το συνηθίζω. Όταν είπα στην Αγάπη ότι θα φύγω ήρθε και με αγκάλιασε.
«Φύγε μακριά. Και μην κοιτάς πίσω», μου είπε στο αυτί.
Το boss μου άφησε απλήρωτους δυο μισθούς. Ένα βράδυ του έκανα μια ωραία ζωγραφιά στο αυτοκίνητο του. Με κλειδί. Θα του κοστίσει πολύ παραπάνω να το ξαναβάψει.
Και τώρα, καθώς θυμάμαι εκείνες τις παράξενες μέρες της απεντόμωσης, σκέφτομαι ότι ήταν όμορφες κι εκείνες, με τον δικό τους τρόπο. Κομμάτι της ζωής μου.
ΥΓ: Στην περιοχή του Αι Γιάννη, στην Καλαμαριά, αλλά και σε άλλες περιοχές της Θεσσαλονίκης, παραπονιούνται οι κάτοικοι τώρα τελευταία για επιδρομές κατσαρίδων, ιδιαίτερα μεγάλων, φτερωτών -και κάνουν και φωνές.
Το μόνο που μπορώ να σας συμβουλέψω, αν τύχει να τραβήξετε τον καναπέ και βρείτε μια φωλιά πίσω του είναι: Πάρτε τηλέφωνο την Αγάπη.
Αν δεν απαντάει, τότε καλύτερα να μάθετε να συμβιώνετε μαζί τους. Για όσο καιρό θα ζήσετε.
Ούτως ή άλλως αυτές θα κληρονομήσουν τη Γη.
~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η ιστορία του Dmitry Konstantinovich Belyayev και των αλεπούδων του είναι αληθινή
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Επιλογές
«I love the smell of napalm in the morning.» Ο Ρόμπερτ Ντιβάλ στο Αποκάλυψη, Τώρα
~~~
Οι άνθρωποι φοβούνται τις κατσαρίδες πιο πολύ απ’ τις πρίζες, τα αυτοκίνητα και τα τσιγάρα. Σίγουρα όμως πιο πολλοί πεθαίνουν από ηλεκτροπληξία παρά από κατσαρίδα.
Γιατί τις φοβόμαστε τόσο; Μάλλον επειδή ξέρουμε, βαθιά μέσα μας, μια γνώση προαιώνια από τότε που τρώγαμε ωμά κρέατα και ρίζες, ότι αυτές θα κληρονομήσουν τη Γη.
~~
Ήμουν 18 μήνες άνεργος, μπορεί και περισσότερο -κάποια στιγμή σταματάς να μετράς.
Ο Παύλος, ο μπακάλης της γειτονιάς, μου είπε ότι πριν δούλευε σε μια απεντομωτική, κι ότι πάντα χρειάζονταν άτομα εκεί.
«Να ξέρεις όμως», μου είπε καθώς μου έδινε τη διεύθυνση, «έχει πολλά χημικά.»
«Κανένα πρόβλημα. Μ’ αρέσει η μυρωδιά των χημικών το πρωί.»
«Σοβαρολογώ», έκανε ο Παύλος.
Όταν είσαι άφραγκος και χρεωμένος δέχεσαι να δουλέψεις και στο Τσερνομπίλ, έτσι δεν είναι;
~~
Ο ιδιοκτήτης της εταιρείας ήταν ένας βαψομαλλιάς με καουμπόικες μπότες. Μάλλον τα χημικά πειράζουν πρώτα την αίσθηση του γούστου.
Εκείνος δεν έκανε πλέον απεντομώσεις. Είχε πέντε υπαλλήλους. Δύο νέους, ούτε είκοσι πέντε χρονών, την Αγάπη, Ρωσοπόντια 50+, με τρία παιδιά κι άνεργο άντρα, έναν στην ηλικία μου κι έναν εξηντάρη -που έμοιαζε για εβδομήντα άνετα. Δέχτηκα κι έγινα ο έκτος.
Στην πρώτη μου αποστολή βγήκα με την Αγάπη, που σύντομα θα καταλάβαινα ότι ήταν πολύ σκληρό καρύδι. Βετεράνος, δέκα χρόνια στο πεδίο της μάχης, είχε εξοντώσει μερικές χιλιάδες.
Κάναμε απεντόμωση στο υπόγειο ενός μεγάλου βιβλιοπωλείου στη Μαρτίου, όπου υπήρχαν περισσότερες κατσαρίδες από βιβλία.
Η Αγάπη ήταν τόσο ψύχραιμη που πάγωνε τον χώρο. Τα έντομα έτρεχαν γύρω της, ανέβαιναν πάνω της, κι ούτε μια στιγμή δεν στρίγγλισε σαν γυναικούλα. Το ‘κανα εγώ, όταν μια απάτσι πέταξε μες στα μούτρα μου.
«Θα συνηθίσεις», μου είπε η Αγάπη όταν τελειώσαμε και βγήκαμε στον πάνω κόσμο. Με κέρασε τσιγάρο. Της είπα ότι το είχα κόψει. Εκείνη γέλασε.
«Μόνο να θυμάσαι», μου είπε, «ότι αυτά που ψεκάζουμε είναι πολύ πιο επικίνδυνα απ’ τα ζωύφια.»
Μου έδειξε τη μέσα μεριά απ’ τα χέρια της. Ήταν σημαδεμένα με κόκκινα εκζέματα, που σίγουρα δεν ήταν απλή αλλεργία.
Μείναμε να κοιτάμε απέναντι, ενώ κάθε τόσο τιναζόμουν, γιατί ένιωθα ότι κάτι περπατούσε πάνω μου. Λίγο μετά πήρε στο τηλέφωνο της Αγάπης το boss.
«Τέρμα το διάλειμμα, στραβάδι», μου είπε και σηκώθηκε. «Εργοστάσιο στη Σίνδο. Ήρθε η ώρα να συναντήσεις μερικές κινέζες.»
Την πρώτη μέρα το boss μου είχε δώσει ένα φυλλάδιο που είχε τις πιο γνωστές κατσαρίδες με τα λατινικά τους ονόματα. Όμως σύντομα έμαθα τα πολεμικά ονόματα: Γερμανίδες (ή ξανθιές), απάτσι, μαύρες, αμερικάνες, σουπέλες (αυτές ήταν οι πιο μικρές κι εύκολες), κινέζες, αιγυπτιακές, λιμανίσιες.
Οι κινέζες δεν ήταν καλή περίπτωση για δεύτερη αποστολή.
Τρεις εβδομάδες μετά είχα συνηθίσει τον θάνατο. Όλα τα είδη μου φαίνονταν τόσο θνητά, τόσο συνηθισμένα. Αλλά δεν είχε ξεκινήσει ακόμα ο μεγάλος πόλεμος.
~~
Ήταν μια Παρασκευή, που πολύ θα ήθελα να την ξεχάσω. Ετοιμαζόμασταν να κλείσουμε όταν ήρθε στο γραφείο η διαχειρίστρια μιας πολυκατοικίας. Έμοιαζε πανικόβλητη.
«Έχουμε πρόβλημα, μεγάλο πρόβλημα», είπε στο boss.
«Μην ανησυχείτε, για μας δεν είναι πρόβλημα. Δώστε μου διεύθυνση, στοιχεία διαχείρισης και από πού θα πληρωθούμε. Τη Δευτέρα…»
«Ποια Δευτέρα; Δεν θ’ αντέξουμε μέχρι τη Δευτέρα. Τώρα πρέπει να ‘ρθειτε.»
«Ξέρετε», έκανε το boss, «οι υπάλληλοι σχολάσανε. Για να έρθουν τώρα θα πρέπει να πληρωθούν υπερωρίες.»
«Δεν με νοιάζει, η πολυκατοικία θα πληρώσει. Αλλά πρέπει, πρέπει να ‘ρθειτε τώρα.»
Υπερωρίες δεν μας είχε πληρώσει ποτέ, πέντε ευρώ την ώρα ήταν η συμφωνία, όσες ώρες και να πολεμούσαμε. Αλλά σίγουρα θα τη χρέωνε κάτι παραπάνω γι’ αυτά τα πρέπει πρέπει.
Πήγα εγώ με την Αγάπη και τον Μπίλι, έναν απ’ τους πιτσιρικάδες.
~~
Η πολυκατοικία ήταν στον Άγιο Ιωάννη, στην Καλαμαριά, σε καλή περιοχή. Νεόδμητη, ούτε πέντε χρονών. Κι αυτό ήταν παράξενο, αφού οι κατσαρίδες προτιμούν να συχνάζουν σε πιο vintage μέρη. Νομίζω ότι η δεκαετία του εβδομήντα είναι η αγαπημένη τους.
Πήραμε τα ζελέ μας, τις παγίδες και τα ψεκαστικά μας κι αρχίσαμε απ’ τον έκτο όροφο, όπως συνηθίζαμε. «Ξεκινάς από ψηλά τον βομβαρδισμό», αυτό έλεγε το boss, «και μετά πας στους αποκάτω.»
Μας άνοιξε μια τύπισσα τρομοκρατημένη, που πάσχιζε να συνεχίσει να είναι στυλάτη, με νύχι μπουζούκι και το iphone κολλημένο στ’ αυτί.
Όταν δουλεύεις σ’ απεντομωτική μπορείς να μπαίνεις στα πιο κρυφά δωμάτια των σπιτιών. Σ’ εκείνο του έκτου κόντεψε να μου βγει το μάτι. Πολύ χρήμα. Μόνο η τηλεόραση πρέπει να έκανε 6-7 χιλιάρικα.
Η κουζίνα, το μπάνιο, το παιδικό, όλα στημένα από διακοσμητή, λες και γινόταν φωτογράφηση για περιοδικό.
Ζήλευα, το παραδέχομαι, μέχρι που τράβηξα το πλυντήριο-στεγνωτήριο (δεκάκιλο Miele) για να βάλω παγίδα. Εκεί πίσω είχαν κάνει τη φωλιά τους μια δεκάδα αιγυπτιακές. Έτσι έμοιαζαν, αλλά ήταν διπλάσιες σε μέγεθος απ’ τις κανονικές.
Πάγωσα. Πήγα να βγάλω το ψεκαστικό για απευθείας εκτέλεση. Τότε εκείνες, όλες μαζί, έκαναν κάτι που δεν συνηθίζουν να κάνουν οι αιγυπτιακές: Όρμησαν πάνω μου. Πετώντας!
Ούρλιαξα σαν μικρό κορίτσι.
Βγήκα απ’ το δωμάτιο κι έκλεισα την πόρτα. Νόμιζα ότι θα ερχόταν η Αγάπη να με κοροϊδέψει. Αλλά την είδα να έρχεται ξαφνιασμένη κι εκείνη.
«Είναι δέκα τέρατα στο μπάνιο», της είπα. «Αιγυπτιακές μοιάζουν. Αλλά οι γαμημένες πετάνε. Κι είναι…»
«Τι σκατά γίνεται εδώ», έκανε η Αγάπη. «Στην κουζίνα υπάρχουν τέσσερις, μπορεί και παραπάνω φωλιές.»
Ο Μπίλης επιβεβαίωσε. Στο υπνοδωμάτιο είχαν κάνει φωλιές μέχρι και μέσα στην ντουλάπα. Δοκίμαζαν παπούτσια και φορέματα πολυτελείας.
Βάλαμε παγίδες και τζελ. Έπειτα είπαμε στην τύπισσα ότι έπρεπε να φύγει απ’ το σπίτι για λίγες ώρες. Άλλο που δεν ήθελε.
Ψεκάσαμε παντού και κλείσαμε πίσω μας την πόρτα.
«Deal with it, fuckers!»
Στο πέμπτο και στον τέταρτο τα ίδια. Παντού φωλιές. Μπαίναμε, διώχναμε τους ένοικους, και ρίχναμε τα χημικά μας. Αλλά κάτι με έκανε να νιώθω σαν Αμερικάνος στρατιώτης του 60 που προσπαθεί να εξοντώσει τους Βιετκόνγκ. Όχι τύψεις, όπως δείχνουν στις ταινίες. Μόνο αισθανόμουν πως ό,τι έκανα ήταν μάταιο.
Απ’ τον τρίτο και κάτω οι ένοικοι είχαν ήδη εγκαταλείψει. Μας άνοιξε η διαχειρίστρια. Εκεί ήταν πόλεμος σώμα με σώμα.
Οι κατσαρίδες είχαν μέγεθος μαγαδασκάρης. Το χειρότερο ήταν ότι τσιρίζανε σαν εκείνες. Δεν το ξέρατε ότι υπάρχουν κατσαρίδες που τσιρίζουν; Ψάξτε για Gromphadorhina portentosa και θα με πιστέψετε.
Δεν έτρεχαν να κρυφτούν. Μας ορμούσαν μόλις μπαίναμε. Δεν υπήρχε περίπτωση να βάλουμε παγίδες. Μπουκάραμε μέσα ψεκάζοντας κι εκείνες έπεφταν κάτω κάνοντας θόρυβο. Όχι όλες.
Κάπου εκεί, νομίζω στο δεύτερο όροφο, ήταν που έφυγε ο Μπίλης.
«Α γαμηθείτε», είπε, «δεν θα παίρνω πέντε ευρώ γι’ αυτή τη μαλακία.»
Καθώς έφευγε είχε δύο κατσαρίδες μέσα στα μακριά μαλλιά του. Το κατάλαβε κι άρχισε να χοροπηδά, να τινάζεται και να βλαστημά.
Εγώ κι η Αγάπη έπρεπε να μείνουμε, για να ολοκληρώσουμε τη δουλειά. Είχαμε οικογένεια.
~~
Ψεκάσαμε και τον πρώτο, ρίξαμε και ποντικοφάρμακο, γιατί εκείνες δεν έμοιαζαν με ζωύφια, αλλά με τρωκτικά.
Η διαχειρίστρια μας περίμενε στο ισόγειο.
«Καταλάβατε τώρα γιατί ήταν ανάγκη;» μας είπε.
«Τον στρατό έπρεπε να καλέσετε», της είπα. «Αλλά εντάξει, νομίζω ότι τα καταφέραμε.»
«Θα σας στείλουμε το τιμολόγιο τη Δευτέρα, για να το δώσετε στο γραφείο που διαχειρίζεται…», ξεκίνησε να λέει η Αγάπη.
«Είναι και το υπόγειο», τη διέκοψε η Μάρι.
«Σκατά!» έκανε η Αγάπη. «Υπάρχει και υπόγειο;»
«Σ’ όλες τις ταινίες τρόμου υπάρχει υπόγειο», της είπα.
«Δεν είμαστε σε ταινία.»
«Αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα.»
Η Αγάπη έπιασε πάλι το ψεκαστικό και φόρεσε τη μάσκα.
«Τι έχει εκεί;» ρώτησε τη Μάρι, που δεν κατάλαβε τι της είπε. Έβγαλε τη μάσκα και έκανε την ίδια ερώτηση.
«Μένει ένας γέρος. Ρώσος. Νομίζω.»
«Νομίζεις;»
«Δεν τον βλέπουμε και πολύ συχνά. Είναι κάπως… παράξενος. Αντικοινωνικός.»
«Ρώσος είναι, τι περιμένεις;» είπε η Αγάπη. «Κλειδιά έχεις;»
Άνοιξε μια ξύλινη πόρτα που βρισκόταν απέναντι απ’ το ασανσέρ. Κατεβήκαμε τη σκάλα. Η υγρασία έκανε να μου πονάνε τα κόκαλα. Κι αυτό δεν είναι καλό σημάδι. Οι κατσαρίδες λατρεύουν την υγρασία.
Σταθήκαμε μπρος σε μια πόρτα ασφαλείας, κάπως παράταιρη για ‘κείνο τον χώρο. Κουδούνι δεν υπήρχε. Η Μάρι χτύπησε με το χέρι, ευγενικά.
«Κύριε Ντιμίτρι… Κύριε Ντιμίτρι είστε μέσα; Είμαι η Μάρι, η διαχειρίστρια. Έχουν έρθει άνθρωποι για απεντόμωση. Κύριε Ντιμίτρι;»
Μείναμε για λίγα δευτερόλεπτα να περιμένουμε και να κοιτιόμαστε αμήχανα, σαν ξένοι σε μικρό ασανσέρ. Έπειτα η Αγάπη ανέλαβε πρωτοβουλία.
Ξεκίνησε να κοπανάει την πόρτα και να φωνάζει στα ρώσικα να μας ανοίξει. Τίποτα πάλι.
«Μήπως να καλέσουμε την αστυνομία;» είπε η Μάρι.
Η Αγάπη εξαγριώθηκε. Εννοείται ότι όλοι ήμασταν ανασφάλιστοι, δουλεύαμε μαύρα. Αν ερχόταν η αστυνομία και μας έβρισκε, το boss θα έτρωγε δυο πρόστιμα των 10.000 ευρώ, και ‘μεις θα μέναμε άνεργοι.
«Έχεις κλειδιά, δεν έχεις; Ναι. Ωραία. Άσε τις ευγένειες και τις αστυνομίες και άνοιξε τη γαμημένη την πόρτα.»
Δεν μπορούσε να φέρει αντιρρήσεις. Η Αγάπη ήταν και Ρωσίδα και Πόντια και εργαζόμενη μητέρα -με σύζυγο που δεν έκανε τίποτα άλλο απ’ το να παίζει Στοίχημα και Κίνο. Αυτός είναι πολύ εκρηκτικός συνδυασμός για να τον αντέξει μια διαχειρίστρια καλής περιοχής.
Άνοιξε με χέρια που έτρεμαν.
~~
Το υπόγειο ήταν εντελώς σκοτεινό. Έπρεπε ν’ ανάψουμε φακούς για να βλέπουμε. Υγρασία και σκοτάδι, ο παράδεισος της κατσαρίδας.
Περπατούσαμε αργά, σαν αμερικάνοι κομάντο στη σπηλιά του Μπιν Λάντεν. Ήταν ένας πολύ μεγάλος χώρος (μετά θα βλέπαμε ότι ήταν τουλάχιστον 180 τετραγωνικά).
Δεν ακουγόταν τίποτα, πέρα από ένα διαρκές σύρσιμο, μασούλημα και σφυρίγματα, όπως εκείνες που είχα ακούσει όταν μας όρμησαν στο δεύτερο όροφο οι παράξενες μαγαδασκάρης.
Η Αγάπη πήγαινε μπροστά, εγώ ακριβώς πίσω της. Η Μάρι είχε μείνει στην πόρτα.
Κάποια στιγμή η Αγάπη φώτισε στα δεξιά της. Ήταν ένα τεράριουμ. Μια τετράγωνη γυάλα -σαν ενυδρείο χωρίς νερό. Αλλά μέσα δεν είχε σαύρες ή χελωνίτσες ή -πόσο θα τα αγαπούσα τότε- μυρμήγκια. Ήταν γεμάτο κατσαρίδες.
«Τι σκατά;» είπε η Αγάπη και πλησίασε.
Μέσα σε χώμα, φύλλα και σκουπίδια, που ήταν επιμελώς τοποθετημένα στο τεράριουμ, είχαν φτιάξει τη φωλιά τους. Ήταν τουλάχιστον μισή χιλιάδα, έτρεχαν ακατάπαυστα -κι έμοιαζαν να μας παρατηρούν κι αυτές με την ίδια απέχθεια.
Το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι δεν μπορούσαμε να τις αναγνωρίσουμε. Υπάρχουν πάνω από 3.500 είδη κατσαρίδας στον κόσμο. Αλλά στην Ελλάδα ζουν μόλις 20. Αυτές μέσα στο τεράριουμ σίγουρα ήταν αλλοδαπές.
Είχαν το μέγεθος των μεξικάνικων, όπως τις ξέραμε απ’ τις φωτογραφίες. Αλλά οι περισσότερες (οι θηλυκές;) δεν είχαν φτερά, σαν τις κατσαρίδες της Μαγαδασκάρης. Μέσα στο τεράριουμ υπήρχαν κι άλλες, φτερωτές (αυτές ήταν οι αρσενικές;).
Συνήθως οι κατσαρίδες δεν είναι πολύ κοινωνικά έντομα. Μαζεύονται σε δεκάδες για να κρυφτούν, αλλά δεν τους αρέσει να πηγαίνουν σε συναυλίες και σε διαδηλώσεις.
Εκείνες στο τεράριουμ ήταν διαφορετικές. Συμπεριφέρονταν με τρόπο που θύμιζε τα πιο κοινωνικά έντομα, μυρμήγκια, τερμίτες και μέλισσες.
Και κυριολεκτικά κόντεψα να χεστώ πάνω μου όταν η Αγάπη μου έκανε νόημα και μου έδειξε κάτι τερατώδες στο πιο χαμηλό σημείο του τεράριουμ.
Εκεί βρισκόταν μια κατσαρίδα σε μέγεθος αρουραίου -ή μικρής γάτας. Το μπροστινό μέρος ήταν κανονικό -παρότι τεράστιο. Αλλά πίσω, η κοιλιά της, ήταν κάτι που ο θεός δεν θα ‘φτιαχνε ποτέ, κι η φυσική εξέλιξη θα είχε αποτρέψει.
Η κοιλιά της ήταν λευκή, υπόλευκη μάλλον, παλλόταν και… Και γεννούσε. Γεννούσε αυγά ασταμάτητα, που τα έπαιρναν εκείνες που δεν είχαν φτερά και τα πήγαιναν κάπου μέσα στη φωλιά τους.
Οι κανονικές κατσαρίδες μπορούν να γεννήσουν μέχρι και 450 αυγά τη φορά. Κάποιες μπορούν να κάνουν παρθενογένεση. Να γεννήσουν χωρίς να χρειαστεί να γονιμοποιηθούν από αρσενικά. Κι όλοι το ξέρουν ότι το μόνο ζώο που έχει γεννήσει σε μηδενική βαρύτητα -στον διαστημικό σταθμό MIR- ήταν μια κατσαρίδα.
Αυτά τα είχα διαβάσει στο ενημερωτικό φυλλάδιο που μας είχε δώσει το boss. Αλλά ποτέ δεν μας είχε προειδοποιήσει ότι μπορεί να γίνει και κάτι σαν αυτό που βλέπαμε.
Η μεγάλη κατσαρίδα ήταν η βασίλισσα. Μόνος σκοπός ύπαρξης ήταν να γεννάει, ασταμάτητα. Όπως συμβαίνει στα μυρμήγκια και στις μέλισσες. Είχε κι αυτή φτερά. Που σημαίνει ότι κάποια στιγμή του χρόνου έπρεπε να πετάει και να την κυνηγούν τα φτερωτά αρσενικά για τη γονιμοποιήσουν. Εκτός κι αν έκανε παρθενογένεση.
Ήταν ένα τεράριουμ γεμάτο κατσαρίδες, κάποιο άγνωστο είδος, που συμπεριφερόταν κοινωνικά όπως τα μυρμήγκια. Κι όσο ήταν εκεί μέσα περιορισμένα αισθανόσουν -σχεδόν- ασφαλής. Τι θα συνέβαινε αν έβγαιναν έξω; Ανεξέλεκτες;
~~
Θα μπορούσε να είναι ένα φιλοσοφικό-βιολογικό ερώτημα, και να τέλειωνε εκεί. Όμως στα υπόγεια σπάνια κρύβονται φιλόσοφοι.
Η Αγάπη, φρικαρισμένη κι εκείνη, αλλά σίγουρα πιο ψύχραιμη, φώτισε τριγύρω. Δύο μέτρα παρακάτω υπήρχε άλλο ένα τεράριουμ, με τον ίδιο αριθμό κατσαρίδων, αλλά διαφοροποιημένο είδος. Εκείνες θύμιζαν περισσότερο τερμίτες, με ημιδιάφανο εξωσκελετό και διογκωμένα κεφάλια -και σαγόνια. Απλώς ήταν δέκα φορές μεγαλύτερες από τους τερμίτες.
Φώτισα κι εγώ, τρέμοντας πρέπει να παραδεχτώ.
Όλο το υπόγειο ήταν γεμάτο τεράριουμ. Τουλάχιστον σαράντα. Και το αστείο, που δεν ήταν καθόλου αστείο, ούτε γέλασα, το είδα μόλις πλησίασα περισσότερο ένα απ’ αυτά.
Δεν είχαν σκέπασμα. Δεν ήταν κλειστά. Κάποιες απ’ τις κατσαρίδες μπαινόβγαιναν στην κοινωνία τους, κουβαλώντας υλικά και τρόφιμα.
Ενστικτωδώς φώτισα κάτω. Και μου έφυγε λίγο κάτουρο όταν είδα ότι ανάμεσα στα πόδια μας έτρεχαν χιλιάδες απ’ αυτές, κάνοντας το πάτωμα να μοιάζει σαν να κουνιέται.
Πριν προλάβω να καταλάβω ότι απέφευγαν επιδέξια τις doc martens μπότες μου χωρίς να χτυπάνε πάνω τους, όπως θα έκαναν τα χαζά μυρμήγκια, άνοιξε το φως.
~~
«Что это?» άκουσα και κοίταξα προς τα ‘κει απ’ όπου ακούστηκαν τα ρώσικα.
Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβω ότι αυτός που μίλησε ήταν Ρώσος και γέρος. Αλλά αμέσως κατάλαβα ότι ήταν και τρελός.
Δεν έφταιγαν τα ρούχα του, ήταν ντυμένος σαν κανονικός άνθρωπος. Ούτε είχε παράξενα μαλλιά, σαν του Αϊνστάιν ή σαν του Τζακ Νανς στο Erasehead του Λιντς.
Τα μάτια του ήταν, αυτά με έκαναν να καταλάβω ότι δεν είχα μπροστά μου έναν συνηθισμένο γερο-Ρώσο. Γιατί μας κοιτούσε σαν να έβλεπε για πρώτη φορά ανθρώπους, σαν να έβλεπε… δίποδες κατσαρίδες.
~~
Μόλις άνοιξε τα φώτα αντιλήφθηκα το μέγεθος του υπογείου, το μέγεθος της τρέλας του. Υπήρχαν παντού τεράριουμ, το ίδιο γεμάτα με κοινωνικές κατσαρίδες. Κι όπου έλειπαν αυτές υπήρχαν δοκιμαστικοί σωλήνες και μικροσκόπια.
Όλοι οι τοίχοι -κι είναι πολλοί οι τοίχοι στα 180 τετραγωνικά- ήταν καλυμμένοι με φωτογραφίες από κατσαρίδες και σημειώσεις -όπως αυτές που συνήθως οι κανονικοί άνθρωποι αφήνουν στο ψυγείο: «Να πάω αύριο στον ΟΑΕΔ. Να πάρω τροφή για τον σκύλο. Να δημιουργήσω ένα νέο είδος κατσαρίδας.»
~~
Что это? Αυτό ακούγεται σαν «στο έτα;» και σημαίνει «τι ‘ν’ αυτό;»
Ξέρω λίγα ρώσικα, αλλά ούτως ή άλλως η συζήτηση που ακολούθησε ήταν μπερδεμένα ρώσικα και ελληνικά, ίσως και λίγα ποντιακά. Οπότε τη γράφω όλη στα ελληνικά.
«Τι ‘ν’ αυτό;» είπε ο Ντιμίτρι μόλις άνοιξε τα φώτα.
«Απεντόμωση», είπε ξερά η Αγάπη. «Εξοντώνουμε κατσαρίδες.»
Δεν υπήρξε ούτε ένα φευγαλέο ίχνος μίσους στα μάτια του Ντιμίτρι. Μόνο συγκαταβατικότητα, στα όρια του σαρκασμού.
«Δεν μπορείς να εξοντώσεις τις κατσαρίδες», είπε ήρεμα.
«Τότε κάνω λάθος δουλειά», είπε η Αγάπη.
«Δεν με νοιάζει τι δουλειά κάνεις. Αλλά δεν μπορείς να εξοντώσεις τις κατσαρίδες. Ίσως να σκοτώσεις μερικές για να πληρωθείς. Αλλά είναι αδύνατον να τις εξοντώσεις. Δεν είναι ρινόκεροι ούτε αλεπούδες.»
«Δεν έχω σκοτώσει ποτέ αλεπού», είπε η Αγάπη.
«Εγώ σκότωσα χιλιάδες», είπε ο Ντιμίτρι. «Αλλά για καλό σκοπό.»
~~
Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα τι έλεγε, πόσο αληθινά ή παρανοϊκά ήταν αυτά που έλεγε. Αλλά αργότερα, σαν επιβίωσα απ’ το μακελειό, έψαξα κι έμαθα ότι ο τρελo-γερο-Ρώσος δεν ήταν τόσο τρελός όσο μου φάνηκε -ή μπορεί να ήταν περισσότερο τρελός απ’ όσο μπορούσα ν’ αντέξω.
Ο Dmitry K Belyayev ήταν βιολόγος. Όταν ήταν νέος, στη Σοβιετική Ένωση τότε, του ήρθε η ιδέα να δημιουργήσει ένα νέο είδος αλεπούδων, που θα ήταν υπάκουες σαν σκυλάκια.
Πήγε στη Σιβηρία και ξεκίνησε ένα πείραμα βιολογίας που διήρκεσε 30 χρόνια. Με τη μέθοδο της επιλεκτικής διασταύρωσης προσπάθησε να τιθασεύσει τις εντελώς ατίθασες αλεπούδες.
Ξεκίνησε με 130 αλεπούδες, 100 θηλυκές και 30 αρσενικές. Απ’ τα κουτάβια τους άφηνε τα πιο φιλικά να ζήσουν -και σκότωνε τα πιο άγρια.
Χρειάστηκαν 30-35 γενιές αλεπούδων, πάνω από 45.000 ζώα για να φτιάξει ένα νέο είδος. Αλεπούδες που φέρονταν σαν σκύλοι. Αλεπούδες κατοικίδια.
Όμως επί Σοβιετικής Ένωσης το Κόμμα σταμάτησε να χρηματοδοτεί το πείραμα του. Ο Belyayev προσπάθησε να πουλήσει φιλικές αλεπούδες. Αλλά τότε δεν υπήρχαν αρκετοί πλούσιοι που θ’ αγόραζαν ένα τέτοιο κατοικίδιο για το παιδί τους. Αν το είχε κάνει επί Πούτιν-Αμπράμοβιτς ίσως να ήταν διαφορετικά.
Το πείραμα έκλεισε. Ο Belyayev άφησε τις αλεπούδες ελεύθερες στη Σιβηρία, όπου τις εξόντωσαν τα άγρια ζώα και το κρύο. Δεν αφήνεις ένα πεκινουά στη σαβάνα.
Γύρισε στη Μόσχα. Αλλά ήταν ανεπιθύμητος.
Μόλις κατέρρευσε ο κομμουνισμός ήρθε στην Ευρώπη. Πέρασε από πολλές χώρες. Κατέληξε στην Ελλάδα, και από υπόγειο σε υπόγειο βρέθηκε στην Καλαμαριά.
Ήξερε ότι το μέλλον δεν ήταν οι αλεπούδες. Έπρεπε ν’ αλλάξει τη φύση των κατσαρίδων.
~~
«Νομίζω ότι είναι τρελός», είπα σιγά στην Αγάπη.
«Ρώσος είναι. Τι περιμένεις;» έκανε εκείνη. «Πώς νομίζεις ότι νίκησαν τους Ναζί; Δυο χρόνια στο Λένινγκραντ έτρωγαν σκυλιά, ποντίκια και… κατσαρίδες.»
Η Αγάπη αντιπαθούσε τους Ρώσους σε βαθμό λατρείας. Σε κάποια συζήτηση, μετά από έναν βομβαρδισμό εντόμων, μου είχε πει ότι μόλις η ρωσική αρκούδα θα ξυπνούσε πάλι τίποτα δεν θα μπορούσε να τη σταματήσει. Το έλεγε και τα μάτια της έλαμπαν.
«Τζιέντουσκα», είπε η Αγάπη στον γέρο, «ωραία η τρέλα σου, αλλά δεν νομίζω ότι επιτρέπεται να εκτρέφεις κατσαρίδες σε πολυκατοικίες.»
«Πόντια είσαι;» της είπε αυτός.
«Ακριβώς. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;»
«Ξεροκέφαλοι», είπε ο Ντιμίτρι.
«Το βρήκες. Είμαι εδώ για να ψεκάσω τα τερατάκια σου. Κι αυτό θα κάνω.»
Ο Ντιμίτρι ξεκίνησε να γελάει. Καθώς πήγαινε προς το διπλανό δωμάτιο μας εξήγησε τον λόγο της ευθυμίας του.
Οι κατσαρίδες αναπαράγονται γρήγορα -πολύ πιο γρήγορα απ’ τις αλεπούδες. Ακόμα και χωρίς γενετικές τροποποιήσεις αποκτούν, γενιά με τη γενιά, ανοσία στα χημικά.
Εκείνος είχε επισπεύσει τη διαδικασία. Ψέκαζε με κάθε εντομοκτόνο μια ολόκληρη αποικία. Όσες επιβίωναν, που ήταν οι πιο ισχυρές, τις διασταύρωνε με άλλες, που επίσης είχαν επιβιώσει.
Καυχήθηκε, με ρώσικη περηφάνια, ότι είχε βρει έναν τρόπο για να γεννιούνται γόνιμοι απόγονοι από διαφορετικά είδη -κάτι που εξαιρετικά σπάνια συμβαίνει στη φύση. Τα μουλάρια είναι στείρα.
«Έτσι τα ανθρώπινα δηλητήρια δεν μπορούν να τις πειράξουν», είπε ο Ντιμίτρι γυρνώντας μ’ ένα μπουκάλι Baigon (το έξτρα δυνατό).
Πήγε πάνω από ένα τεράριουμ και το άδειασε όλο. Μέχρι κι εμείς πνιγήκαμε απ’ το αέριο. Οι κατσαρίδες έμειναν για λίγο ακίνητες. Και μετά συνέχισαν να νταντεύουν τα παιδιά της βασίλισσας, λες και τις είχε ψεκάσει με νερό.
«Δεν μπορείτε να νικήσετε τα παιδιά μου», είπε ο Ντιμίτρι. «Ήταν εδώ πριν από μας, πριν κι απ’ τους δεινόσαυρους. Και θα συνεχίσουν να είναι, όταν κανένα ανθρώπινο αυτί δεν θ’ ακούει Σοστακόβιτς.»
Για λίγο τρόμαξα. Ο τρελός ακουγόταν τόσο λογικός. Πώς μπορούσαμε να τα βάλουμε μ’ έναν τόσο αρχαίο οργανισμό, που όταν εκείνες ανέβαιναν στα δέντρα για να φάνε βελανίδια, εμείς δεν υπήρχαμε ούτε σαν ομοταξία;
Δεν υπήρχαν καν θηλαστικά όταν εκείνες βασίλευαν. Κι οι άνθρωποι ήταν ένα σενάριο επιστημονικής φαντασίας που διηγούνταν τα έντομα στα παιδιά τους.
«Αρχίδια!» είπε η Αγάπη.
Έβγαλε απ’ το τσεπάκι της στολής ένα κουτί με μαστίχες Χίου. Έβαλε τρεις μαζί στο στόμα της και ξεκίνησε να μασάει άφοβα. Ήταν πενήντα κάτι χρονών και δεν είχε ούτε ένα σφράγισμα. Σκληροκόκαλη.
«Βγάλε τα πυρηνικά», μου είπε.
«Πλάκα κάνεις;»
«Ποτέ δεν ήμουν πιο σοβαρή.»
Τα «πυρηνικά» ήταν ένα φάρμακο που είχαμε πάντα μαζί, αλλά ποτέ δεν είχαμε χρησιμοποιήσει. Πιο γνωστό είναι ως Πορτοκαλί Παράγοντας (Agent Orange). Το δημιούργησε η Μονσάντο με χρηματοδότηση από το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ. Υποτίθεται ότι ήταν φυτοκτόνο. Μ’ αυτό ψέκαζαν οι Αμερικάνοι το Βιετνάμ για δέκα χρόνια.
Οι δύο ατομικές βόμβες σκότωσαν 200.000 Ιάπωνες -μαζί με τα θύματα της ραδιενέργειας. Ο Πορτοκαλί Παράγοντας τουλάχιστον 500.000 ανθρώπους -Βιετναμέζους για την ακρίβεια. Κανείς δεν ξέρει πόσες κατσαρίδες.
Το boss μας το είχε πάρει δώρο απ’ τη Μονσάντο, μετά από μια μεγάλη παραγγελία, με τη γραπτή προειδοποίηση: «Μόνο για ακραίες περιπτώσεις -Δεν φέρουμε καμία ευθύνη ως εταιρεία για αλόγιστη χρήση του».
Το κουβαλούσαμε σε κάθε αποστολή, αλλά η συμβουλή του boss ήταν: «Αν χρειαστεί να το ρίξετε, που εύχομαι να μην σας τύχει, θυμηθείτε: Τρέξτε όσο πιο γρήγορα μπορείτε και μην κοιτάτε πίσω σας. Κι ακόμα κάτι. Δεν σας ξέρω, δεν σας είδα, θα αρνηθώ ότι είχα οποιαδήποτε σχέση μαζί σας, επαγγελματική ή φιλική ή οτιδήποτε.»
~~
Η Αγάπη φόρτωσε τα πυρηνικά στο ψεκαστικό της και με κοίταξε άγρια. Έκανα το ίδιο.
«Что это?» είπε ξανά ο Ντιμίτρι.
«Это смерть», είπε η Αγάπη.
Τι ‘ν’ αυτό;
Ο Θάνατος.
~~
«Δεν υπάρχει προθεσμία», είπε η Αγάπη στον Ντιμίτρι. «Μόνο τώρα μπορείς να φύγεις. Τώρα!»
«Δεν πάω πουθενά», είπε ο Ρώσος.
«Thats your problem», είπε η Αγάπη με τόσο αμερικάνικη προφορά που θα έκανε τον Ρόναλντ Ρήγκαν να της ζητήσει αυτόγραφο.
«Nuke them all!» μου φώναξε και πάτησε το κουμπί.
Έκανα το ίδιο και την ακολούθησα τρέχοντας προς την πόρτα. Δεν κοίταξα πίσω, αλλά ήξερα ότι ένας Ρώσος έκλαιγε για τα παιδιά του.
Πέσαμε πάνω στη Μάρι, που τόση ώρα περίμενε στην πόρτα. Της είπαμε να την κλείσει και να βγει μια βόλτα στη γειτονιά, να δει αν λάμπει ο ήλιος.
~~
Σαν βρεθήκαμε έξω η Αγάπη άναψε τσιγάρο. Μου πρόσφερε κι εμένα. Το πήρα κι είχε γεύση σαν σκατά με νικοτίνη. Αλλά μου άρεσε.
Καπνίσαμε τα τσιγάρα μας ως το φίλτρο. Μετά η Αγάπη είπε: «Θα φτιάξω μπάμιες σήμερα.»
Απεχθάνομαι τις μπάμιες, αλλά εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν τόσο όμορφες, σχεδόν ποιητικές. Σαν να ζούσαμε σ’ έναν κανονικό κόσμο, όπου τίποτα άσχημο ή παράξενο δεν συμβαίνει.
«Με φέτα στο πλάι», της είπα και συμφώνησε.
~~
Το πτώμα του Ντιμίτρι δεν βρέθηκε ποτέ. Αλλά, θα το ξέρετε μάλλον, οι κατσαρίδες είναι παμφάγες.
Λίγο καιρό μετά άλλαξα δουλειά. Το συνηθίζω. Όταν είπα στην Αγάπη ότι θα φύγω ήρθε και με αγκάλιασε.
«Φύγε μακριά. Και μην κοιτάς πίσω», μου είπε στο αυτί.
Το boss μου άφησε απλήρωτους δυο μισθούς. Ένα βράδυ του έκανα μια ωραία ζωγραφιά στο αυτοκίνητο του. Με κλειδί. Θα του κοστίσει πολύ παραπάνω να το ξαναβάψει.
Και τώρα, καθώς θυμάμαι εκείνες τις παράξενες μέρες της απεντόμωσης, σκέφτομαι ότι ήταν όμορφες κι εκείνες, με τον δικό τους τρόπο. Κομμάτι της ζωής μου.
~~
ΥΓ: Στην περιοχή του Αι Γιάννη, στην Καλαμαριά, αλλά και σε άλλες περιοχές της Θεσσαλονίκης, παραπονιούνται οι κάτοικοι τώρα τελευταία για επιδρομές κατσαρίδων, ιδιαίτερα μεγάλων, φτερωτών -και κάνουν και φωνές.
Το μόνο που μπορώ να σας συμβουλέψω, αν τύχει να τραβήξετε τον καναπέ και βρείτε μια φωλιά πίσω του είναι: Πάρτε τηλέφωνο την Αγάπη.
Αν δεν απαντάει, τότε καλύτερα να μάθετε να συμβιώνετε μαζί τους. Για όσο καιρό θα ζήσετε.
Ούτως ή άλλως αυτές θα κληρονομήσουν τη Γη.
~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η ιστορία του Dmitry Konstantinovich Belyayev και των αλεπούδων του είναι αληθινή
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου