Γιάννα Κουκά
«Θα σε κεράσω μια σοκολάτα. Θες πριν, να σε κεράσω μια σοκολάτα; Μια μικρή σοκολάτα; Θα σε κεράσω μια σοκολάτα» της είπε.
Κι εκείνη που θρύψαλα μια ζωή υπήρξε, κομματάκι εδώ, κομματάκι εκεί, κομματάκι παραπέρα, και δώθε και κείθε, σμπαράλια όλο της το διάβα πέρασε, δίχως σοκολάτες κι ερωτήσεις, δίστασε ν’ απαντήσει αμέσως, έτσι όπως ξαφνιάστηκε από τούτη την ερώτηση που της έκανε αυτός ο άνδρας. Μια σοκολάτα; Πόσα χρόνια είχε κάποιος να τη ρωτήσει κάτι; Ό,τι να ΄ναι. Μια σοκολάτα, λίγο νερό, μια τζούρα τσιγάρου, λίγο χασίσι, μια πρέζα, τι κάνεις, πώς είσαι, έχει ζέστη σήμερα, έχεις καπέλο; Ν’ ακουστεί μια φωνή για κείνη. Κανείς δεν της μίλαγε. Κιχ. Τσιμουδιά. Όλοι τσιμουδιά. Πάει καιρός. Ταράχτηκε στον ήχο τούτης της ερώτησης, μα αρκέστηκε, αρκέστηκε τώρα δα στο τέντωμα του χεριού της προς τις λέξεις. Θες. Να. Σε. Κεράσω. Μια. Σοκολάτα. Ερωτηματικό.
Είναι που μόνη της χρόνια περπάτησε, έτσι, δίχως κεράσματα και δίχως ερωτήσεις. Παιδί των φαναριών βλέπεις παλιά υπήρξε, ανάμεσα σ’ αυτοκίνητα κι αγχωμένους οδηγούς. Βιάζονται. Το πρωί βιάζονται, σκέφτηκε. Ας είναι. Ας είναι. Κορναρίσματα. Βρισιές. «Όχι, όχι, δεν θέλω», «Φύγε μωρή βρωμιάρα είπα!», «Μου λερώνεις το αυτοκίνητο σκρόφα», «Ουστ, μαυριδερή»
Πράσινο. Πορτοκαλί. Κόκκινο. Πεζοδρόμιο. Χαρτομάντιλα. Λουλούδια. Βεντάλιες καλοκαιρινές. Ομπρέλες το χειμώνα. Και το εμπόρευμα όλο άλλαζε μαζί με τις εποχές. Σαν σχολούσε μέσα στη σιωπή, αργά το απόγευμα, έπαιρνε την πραμάτεια της, μετρούσε τα λεφτά της -όσα απ’ αυτά της άφηνε ο «προϊστάμενος» της- κι έψαχνε μια γωνιά να βρει να ξαποστάσει. Τα θρύψαλα να ενώσει, να τα κοιμίσει. «Να μαζέψω το κομματάκι από την Πανεπιστημίου. Κι ένα μου έπεσε στη Σόλωνος. Στην πλατεία Ομονοίας το άλλο. Κι ένα στη Βικτώρια.»
Κάποιες φορές, ο «προϊστάμενος» της, την φιλοξενούσε σπίτι του. Δεχόταν. Πήγαινε. Με το αφεντικό, πήγαινε. Σπίτι του. Είχε ένα μικρό φως στο δωμάτιό του κι ένα κρεβάτι. Έμοιαζε σαν μέρα.
Χίλιες φορές εκεί. Ειδικά τον χειμώνα. Που έβρεχε τις νυχτιές. Κι ήταν σκοτάδι. Πόσο χρονών έφτασε κι ακόμα να συνηθίσει το σκοτάδι. Της θύμιζε τα βράδια στο αναμορφωτήριο. Εκεί που πέρασε δυο χειμώνες όταν την έπιασαν να κλέβει κάτι κεράσια από τη λαϊκή. Το φοβόταν το σκοτάδι στ’ αλήθεια. Ο φύλακας ερχόταν πάντα στο σκοτάδι. Τον θυμάται με την μεγάλη του κοιλιά. Ιδρωμένο, λαχανιασμένο, με το χέρι του μέσα στο σώβρακο. Ερχόταν πάντα σαν έπεφτε το φως. Έβαζε τα ζαρωμένα του δάχτυλα στο στόμα της που μύριζαν ούρα, μ’ ένα πανί λερωμένο. Απ’ το μπράτσο την τραβούσε. Ύστερα τα τριχωτά του χέρια τσιμπούσαν τα βυζιά της, ψαχούλευαν τα μπούτια της. Τη γαμούσε. Κάθε βράδυ. Για δυο χειμώνες, τη γαμούσε. Τις νύχτες, τη γαμούσε. Το φοβόταν το σκοτάδι. Ήταν εκείνη, η μικρή αποθήκη των δυο της χειμώνων. Τη γαμούσε σου λέω. Δυο χειμώνες, τη γαμούσε. Ώσπου μια μέρα είπαν, πως νεκρό τον βρήκαν στο αποθηκάκι. Ασφυξία είπαν. Ξεκαθάρισμα λογαριασμών είπαν. Δίπλα του βρέθηκε, είπαν, ένα βρώμικο πανί γεμάτο ούρα. Έτσι είπαν.
«Πέντε ευρώ το όρθιο, δεκαπέντε δεμένη σε κρεβάτι, είκοσι αν κάνω το σκυλί, το τσιμπούκι δωρεάν. Κέρασέ με, μια σοκολάτα. Θέλω να με κεράσεις μια σοκολάτα.»
Ένα κατά συρροή γαμήσι η ζωή της, ένας βιασμός. Έφταιγε, πίστευε, εκείνο το κομμάτι ζωής που της έπεσε όταν σκαρφάλωνε στην καρότσα του φορτηγού που τη μετέφερε ο διακινητής της στα δώδεκα κι όσο κι αν έψαξε τα σύνορα, δεν το βρήκε. Ήταν νύχτα. Σκοτεινά. Δεν έβλεπε. Ο πατέρας, της είχε κλείσει τα μάτια μ’ ένα πανί, να μη βλέπει που την πουλούσε. Μύριζε ούρα.
Πηγή: artinews.gr
Γιάννα Κουκά: Σχετικά με τον συντάκτη
«Θα σε κεράσω μια σοκολάτα. Θες πριν, να σε κεράσω μια σοκολάτα; Μια μικρή σοκολάτα; Θα σε κεράσω μια σοκολάτα» της είπε.
Κι εκείνη που θρύψαλα μια ζωή υπήρξε, κομματάκι εδώ, κομματάκι εκεί, κομματάκι παραπέρα, και δώθε και κείθε, σμπαράλια όλο της το διάβα πέρασε, δίχως σοκολάτες κι ερωτήσεις, δίστασε ν’ απαντήσει αμέσως, έτσι όπως ξαφνιάστηκε από τούτη την ερώτηση που της έκανε αυτός ο άνδρας. Μια σοκολάτα; Πόσα χρόνια είχε κάποιος να τη ρωτήσει κάτι; Ό,τι να ΄ναι. Μια σοκολάτα, λίγο νερό, μια τζούρα τσιγάρου, λίγο χασίσι, μια πρέζα, τι κάνεις, πώς είσαι, έχει ζέστη σήμερα, έχεις καπέλο; Ν’ ακουστεί μια φωνή για κείνη. Κανείς δεν της μίλαγε. Κιχ. Τσιμουδιά. Όλοι τσιμουδιά. Πάει καιρός. Ταράχτηκε στον ήχο τούτης της ερώτησης, μα αρκέστηκε, αρκέστηκε τώρα δα στο τέντωμα του χεριού της προς τις λέξεις. Θες. Να. Σε. Κεράσω. Μια. Σοκολάτα. Ερωτηματικό.
Είναι που μόνη της χρόνια περπάτησε, έτσι, δίχως κεράσματα και δίχως ερωτήσεις. Παιδί των φαναριών βλέπεις παλιά υπήρξε, ανάμεσα σ’ αυτοκίνητα κι αγχωμένους οδηγούς. Βιάζονται. Το πρωί βιάζονται, σκέφτηκε. Ας είναι. Ας είναι. Κορναρίσματα. Βρισιές. «Όχι, όχι, δεν θέλω», «Φύγε μωρή βρωμιάρα είπα!», «Μου λερώνεις το αυτοκίνητο σκρόφα», «Ουστ, μαυριδερή»
Πράσινο. Πορτοκαλί. Κόκκινο. Πεζοδρόμιο. Χαρτομάντιλα. Λουλούδια. Βεντάλιες καλοκαιρινές. Ομπρέλες το χειμώνα. Και το εμπόρευμα όλο άλλαζε μαζί με τις εποχές. Σαν σχολούσε μέσα στη σιωπή, αργά το απόγευμα, έπαιρνε την πραμάτεια της, μετρούσε τα λεφτά της -όσα απ’ αυτά της άφηνε ο «προϊστάμενος» της- κι έψαχνε μια γωνιά να βρει να ξαποστάσει. Τα θρύψαλα να ενώσει, να τα κοιμίσει. «Να μαζέψω το κομματάκι από την Πανεπιστημίου. Κι ένα μου έπεσε στη Σόλωνος. Στην πλατεία Ομονοίας το άλλο. Κι ένα στη Βικτώρια.»
Κάποιες φορές, ο «προϊστάμενος» της, την φιλοξενούσε σπίτι του. Δεχόταν. Πήγαινε. Με το αφεντικό, πήγαινε. Σπίτι του. Είχε ένα μικρό φως στο δωμάτιό του κι ένα κρεβάτι. Έμοιαζε σαν μέρα.
Χίλιες φορές εκεί. Ειδικά τον χειμώνα. Που έβρεχε τις νυχτιές. Κι ήταν σκοτάδι. Πόσο χρονών έφτασε κι ακόμα να συνηθίσει το σκοτάδι. Της θύμιζε τα βράδια στο αναμορφωτήριο. Εκεί που πέρασε δυο χειμώνες όταν την έπιασαν να κλέβει κάτι κεράσια από τη λαϊκή. Το φοβόταν το σκοτάδι στ’ αλήθεια. Ο φύλακας ερχόταν πάντα στο σκοτάδι. Τον θυμάται με την μεγάλη του κοιλιά. Ιδρωμένο, λαχανιασμένο, με το χέρι του μέσα στο σώβρακο. Ερχόταν πάντα σαν έπεφτε το φως. Έβαζε τα ζαρωμένα του δάχτυλα στο στόμα της που μύριζαν ούρα, μ’ ένα πανί λερωμένο. Απ’ το μπράτσο την τραβούσε. Ύστερα τα τριχωτά του χέρια τσιμπούσαν τα βυζιά της, ψαχούλευαν τα μπούτια της. Τη γαμούσε. Κάθε βράδυ. Για δυο χειμώνες, τη γαμούσε. Τις νύχτες, τη γαμούσε. Το φοβόταν το σκοτάδι. Ήταν εκείνη, η μικρή αποθήκη των δυο της χειμώνων. Τη γαμούσε σου λέω. Δυο χειμώνες, τη γαμούσε. Ώσπου μια μέρα είπαν, πως νεκρό τον βρήκαν στο αποθηκάκι. Ασφυξία είπαν. Ξεκαθάρισμα λογαριασμών είπαν. Δίπλα του βρέθηκε, είπαν, ένα βρώμικο πανί γεμάτο ούρα. Έτσι είπαν.
«Πέντε ευρώ το όρθιο, δεκαπέντε δεμένη σε κρεβάτι, είκοσι αν κάνω το σκυλί, το τσιμπούκι δωρεάν. Κέρασέ με, μια σοκολάτα. Θέλω να με κεράσεις μια σοκολάτα.»
Ένα κατά συρροή γαμήσι η ζωή της, ένας βιασμός. Έφταιγε, πίστευε, εκείνο το κομμάτι ζωής που της έπεσε όταν σκαρφάλωνε στην καρότσα του φορτηγού που τη μετέφερε ο διακινητής της στα δώδεκα κι όσο κι αν έψαξε τα σύνορα, δεν το βρήκε. Ήταν νύχτα. Σκοτεινά. Δεν έβλεπε. Ο πατέρας, της είχε κλείσει τα μάτια μ’ ένα πανί, να μη βλέπει που την πουλούσε. Μύριζε ούρα.
Πηγή: artinews.gr
Γιάννα Κουκά: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου