Τρίτη 14 Αυγούστου 2018

Πελασγική παράθεσις άναρχων συνειρμών…

Ευαγγελία Τυμπλαλέξη


Αν κατά προσωπική μου προσέγγιση Ποίηση είναι ο «Γυάλινος Κόσμος» του Τένεσι Ουίλιαμς, οι στίχοι είναι τα γυάλινα ζωάκια της Λώρα και Ποιητής είναι η Λώρα ως εύθραυστη παρουσία με τις πλείστες αναπηρίες της και τα προσωπικά ελλείμματά της. Στην προσπάθειά του ο Ποιητής ν’ αντιπαρέλθει αυτού του προσωπικού ελλείμματος, κατατρύχεται απ’ τον δημιουργικό θρήνο, ο οποίος εξωτερικεύει το απόσταγμα της βαθιάς γνώσης της πλήρους αγνωσίας μας.

Για να γράψεις για τον Ανδρέα Εμπειρίκο, πρέπει πρώτα ν’ απαλλαγείς απ’ τις ρήτρες εξομολογητικής ορθοέπειας και γραμμικής ανάλυσης, να αποφύγεις τα βιογραφικά στοιχεία ως πληροφορίες σε πλήρη διάχυση στο διαδίκτυο, να καταδείξεις με σαφήνεια την ιδιοποίηση της διαφορετικότητάς σου επειδή καταπιάνεσαι με το ανυπέρβλητο, αφού η μαζοχιστική αυθεντία μεταβάλλει την ιδιοτυπία σε αξιοσέβαστο ιδεώδες καπιταλιστικής χρησιμοθηρίας.

Εν ολίγοις να ετοιμαστείς ν’ ανταποκριθείς στην αίσθηση του κατ’ επείγοντος.

Οι γραπτοί θησαυροί που μας κληροδότησε ο Ανδρέας Εμπειρίκος συνιστούν κειμενικά γεγονότα, τα οποία σηματοδοτούν την ενεργοποίηση ασύμβατων αλληλουχιών στο κάτοπτρο του δέκτη, που υπονομεύουν αλλά και πραγματεύονται το «Γίγνεσθαι». Μέσα απ’ τη σημαίνουσα απομόνωση των μεικτών συναισθημάτων, που απορρέουν απ’ την αποκρυπτογράφηση των λέξεων, ο δυνητικός αναγνώστης ακυρώνει-εξυψώνει, εμποδίζει-επιτρέπει, απορρίπτει-ενστερνίζεται το Είναι του για να κατανοήσει πως δεν είναι στις γλωσσικές επιλογές του γράφοντος, όπου κυριαρχεί το παράθεμα-η παρωδία-ο υπαινιγμός, αλλά στους προσωπικούς εκτεταμένους κώδικες του Ανθρώπου, οι οποίοι συνομολογούν αφ’ ενός το χάος της πρόσληψης των διαδοχικών αφηγήσεων και αφ’ ετέρου το εύρος της καθολικότητας της εγγενούς Μοναξιάς και των διαβρωτικών αντιφάσεών της.

Ο M. Angenot προσδιορίζει την Ποιητική ως «το σύνολο των αισθητικών αρχών που καθοδηγούν ένα συγγραφέα στο έργο του». Και ο B. Tritsmans προσθέτει πως «η Ποιητική λογίζεται σαν σεμνοπρεπή ρυθμιστικότητα, όταν προσδιορίζει το σύνολο των κανόνων, που κατασκευάζονται από μία Σχολή, Ρομαντισμός λόγου χάρη, και που ένα συγγραφέας σέβεται». Στη συλλογή «Ενδοχώρα» και ενότητα «ο Πλόκαμος της Αλταμίρας» ο Ανδρέας Εμπειρίκος παραθέτει τη δική του προσέγγιση: «Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί. Τ’ άνθη μιλούν. Απ’ τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες. Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.» Αν το «στίλβον ποδήλατο» είναι ο «άσκεφτος Κόσμος» του Αξελού, που δεν αποσαφηνίζει τις ερωτήσεις του παρά μόνο όταν φτάνει σε ορισμένο αποτέλεσμα, οι «λευκοί δρόμοι» αντικαθρεφτίζουν ενδεχομένως τα «αυτοσχεδιάσματα» του Αριστοτέλη, όπου οι εκφάνσεις της ανθρώπινης υπόστασης κινούνται ως ήρωες μοναδικοί στο βασίλειο των ευνοϊκών ή παρανοϊκών συμπτώσεων. Οι ομιλίες των άνθεων ενσαρκώνουν τις λεπτότερες μορφές προσαρμογής ως ριζικές προκλήσεις στην ίδια τη «στίλβουσα» απασχόληση με την αυτό-διαιωνιζόμενη προσποίησή της. Κι όλες οι «αναδυόμενες παιδίσκες» υποστασιώνουν τους αναγνώστες-αποδέκτες, οι προτιμήσεις των οποίων κατοχυρώνουν την ποιητική δημιουργία ως υπαγορευμένη απ’ την ψυχολογική προσωπικότητα του Ποιητή κι εφαπτόμενη στη δική τους ψυχοσύνθεση. Μία εκδρομή πράγματι ατέρμονη, που οδηγεί τη λογική του διαχωρισμού στην ύστατη ματαιότητά του, μία εκδρομή αποσυρόμενη σε όλα τα επίπεδα απ’ την πάλη εναντίον της επιστημολογικής νομιμότητας. Και δόκιμο να μνημονευτεί σ’ αυτό το σημείο πάλι ο Αριστοτέλης και ειδικότερα η ρήση του: «Αντικείμενο επιστημονικής αναλύσεως είναι το ποιεΐν, η δημιουργικότητα και όχι το δημιούργημα, το ποίημα ή ο δημιουργός».

«Η ναυς —διότι επρόκειτο περί νηός— διέσχιζε το πέλαγος εν ώρα αγαθής συμπνοίας των στοιχείων, ενώ ο ήλιος ανήρχετο εις το σημείον εκείνο του στερεώματος, από το οποίον, το φως πίπτει κατά τοιούτον τρόπον, ώστε αι σκιαί να καθίστανται βαθμηδόν βραχύταται και εν τέλει να εκμηδενίζονται σχεδόν ολοσχερώς. Και ενώ οι επιβάται —τί λέγω, οι Αργοναύται— συνήρχοντο βραδέως από τας πρώτας ευχαρίστους εντυπώσεις της περιπετείας, ο οιακοστρόφος, ή, μάλλον, ο πηδαλιούχος, σαν μέσα από χοντρό κογχύλι, έκανε να πλαταγίζουν τα πανιά με την οργή του και εμέμφετο βουερά τους συντρόφους του, με ύβρεις και αιτιάσεις, διά την ραστώνην και την ολιγωρίαν των, λέγων ότι, με τέτοια καμώματα και τέτοια στάση, δεν θα αργούσε να έλθει μία εποχή, κατά την οποίαν, ο κάθε Αχιλλεύς και ο κάθε Ιάσων, θα ήσαν δέσμιοι, ή τουλάχιστον δεσμευμένοι, ενώ θα ήσαν ελεύθεροι μόνον οι τέσσαρες άνεμοι, υπό τας διαταγάς του πρώτου τυχόντος Οδυσσέως, του πρώτου τυχόντος Χογέντα ή Γκοβθάλο Χιμένεθ ντε Κεσάδα — κοντολογής του πρώτου, δεύτερου ή τρίτου τυχοδιώκτου, ενώ τα πειρατικά σκάφη, από τας ακτάς των Φοινίκων, μέχρι των ακραίων σημείων της Δύσεως, θα εδήουν και θα καταδυνάστευαν τους πληθυσμούς των παραλίων πόλεων.»

Ένα εξαιρετικό εδάφιο με άκρως πολιτική χροιά απ’ το έργο του «Αργώ ή Πλους αεροστάτου». Πως να μην τρέξει ο λογισμός στο «Μοναχικό Πλήθος» του Ντέιβιντ Ρήσμαν, όταν διαβάζουμε «Αργοναύται», με το αίτημα του στρατηγικού υπερρεαλισμού προς απελευθέρωση των μονολιθικών ορίων απ’ την ταύτισή τους με οιαδήποτε ανεστραμμένη εκδοχή της στέρησης! Ποιος είναι ο «τυχόντας τυχοδιώκτης», στις διαταγάς του οποίου δεσμεύονται οι τέσσερις άνεμοι αν όχι η Πολιτική ως δέσμια των Τεχνοκρατών, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ως καθοδηγητές της αδημονίας, οι Θρησκείες ως νομολογικά υποστυλώματα της αδικίας. Τα «αμετακίνητα όρια» που τόσο στη Βίβλο όσο και στο Κοράνι συμπορεύονται ως αναλυτές της ταπεινής προελεύσεως του σώματος, μία άμμος παχύρρευστη ή ένας πηλός ισχνός, που χρειάζεται επειγόντως να του δοθεί η πνοή απ’ τα υπέργεια! Αυτό το υπέροχο κείμενο του Εμπειρίκου στρατωνίζεται απέναντι απ’ όλα τα προλεχθέντα ως εξουσίες διχασμένες ανάμεσα στην ψευδαίσθηση ότι η Ζωή θα ήταν εύκολη, φτάνει να μπορούσε να βρει τον τρόπο να προσαρμοστεί σωστά στην ομάδα και στην μισοθαμμένη αίσθηση ότι αυτό δεν τους είναι εύκολο. Στρατωνίζεται απέναντι με τη στιβαρότητα της πειθούς ως μέγιστο όπλο Βίας, ως προορατική μεταμόρφωση των παραδόξων της διαδικασίας του παγκόσμιου εκμηδενισμού κι ανάδειξη μικροαστικών αξιών. Στρατωνίζεται ως Αριστοτέλης, που δεν ασχολείται με τη δημιουργία ιδανικών μορφών πολιτεύματος, αντίθετα προσπαθεί να εντοπίσει τα αίτια της παρακμής. Ο Εμπειρίκος αρνείται να εγκλωβιστεί στην «τρέλα της αυτογνωσίας», η οποία παραμελεί τα παγκόσμια προβλήματα και μετατρέπει «την κοινωνική δυσφορία σε προσωπική ανεπάρκεια», όπως εύστοχα καταδεικνύει ο Έντουιν Σουρ. Κατακλύζεται το κείμενό του απ’ τον Άνθρωπο, αρνείται την εγκληματική και αυτάρεσκη ενασχόληση με τον εαυτό του, όπως χιλιάδες κατά περίσταση Υπερρεαλιστές. Ένας κονδυλοφόρος απόλυτης γνώσης, που καταργεί τις λανθάνουσες ρητορικές απόπειρες Υπερρεαλισμού, ο οποίος ναι μεν σκιαγραφεί τη δυστοπία του στο σχήμα του υπερβατού, δύναται δε να κλονίσει με βαθιά μηνύματα, να έχει δηλαδή να πει ένα πολυσχιδές «Κάτι» πέρα από ανούσια επινοημένες συνδέσεις. Στο λυκαυγές του 21ου αιώνα και η «καταδυνάστευση των πληθυσμών» δεν είναι απλώς γεγονός αλλά υπερβαίνει κάθε αχαλίνωτη φαντασία των πολυάριθμων αφηγήσεων, που ευαγγελίζονταν οι «αυτόματοι γενεσιουργοί» του προηγούμενου.

«…Είναι ποικίλες οι φωνές και της νυχτός οι ήχοι. Όλοι μαζί αποτελούν μια συνεχή, μία διάχυτη βοή σαν καταρράκτου που κάπου μακριά κρημνίζει τα α νερά του. Όμως παρά την ύπαρξι της διάχυτης βοής, οι ήχοι οι κοντινοί διακρίνονται με ενάργειαν τόσην, ώστε θα έλεγε κανείς ότι δεν γίνονται μόνον ακουστοί, μα και ορατοί ακόμη, ήχοι σχεδόν χειροπιαστοί, πικροί ή γλυκείς στη γεύση-ήχοι, φωνές, εικόνες… Γρύλλοι και ζούδια της νυκτός και φύλλα που θροΐζουν. Το συντριβάνι που λαλεί, και ψιλοψυθιρίζει. Βεγγαλικά συριστικά και ουράνιες ανθοδέσμες. Στόρια που απότομα κατρακυλάν σαν λαιμητόμοι, γδούποι, ανεξήγητοι βαρείς, σειρήνες πρώτων βοηθειών και, κάθε τόσο, σάλπιγγες εξ αποστάσεως αυτοκινήτων. Ήχοι στιλπνοί, ήχοι μουντοί! Ένα ς διαβάτης σταματά και ηχηρά ουρεί, το προ αυτού ντουβάρι κατακλύζων. Ιδού ένας άλλος-με ρόγχον θορυβώδη πτύει και το γλοιώδες φλέγμα του με ένα μικρό πλατάγισμα επί του πλακόστρωτου πίπτει. Άλλος εις ήσυχον σημείον ενός πάρκου, υπό το φως ενός φανού κινών με σθένος την δεξιάν του, τρίβει το γυμνωμένο πέος του και μία διερχόμενη νεανίδα, που ερυθριά μα στέκει και τον κοιτά, καλεί, με αααχ! και ωωωχ! λαγνοβαρή, με επίμονους φλογερούς εις την γαλήνην της νυκτός ψιθύρους, ικετεύων αυτήν να πλησιάση, και από κοντά να ιδή το εξογκωμένον πέος του, και, ωσαύτως, μέχρι τέλους, την τελουμένην επ’ αυτού χειράντλησιν του σπέρματός του. Η νεανίς, έκθαμβος, και γνωρίζουσα τι θα συμβεί, παρά το ζωηρόν ερύθημά της, με έντονον παλμόν καδίας παρατηρεί και ασυναισθήτως ακόμη περισσότερον πλησιάζει, ώστε να ιδή το δυνατόν καλύτερα το ογκώδες πέος και την ενεργουμένην επ’ αυτού συγκλονιστικήν της τρίψη-τοσούτω μάλον, που ο ανήρ λαγνοβοών της λέγει ότι επιθυμεί να εκσπερματίσει δι’ αυτήν. Και η χειράντλησις εξακολουθεί, εν μέσω αναφωνήσεων λαγνείας, εις τας οποία λόγια μεγάλης τρυφερότητας ενθέρμως συνυφαίνονται με λόγια αισχρά και ωραία, που εκσπούν μέσα εις τη νύχτα ως έγχρωμα πυροτεχνήματα διεγέρσεως και πάθους… ΄Ήχοι στιλπνοί! Ήχοι μουντοί! Την ηρεμίαν της νυκτός ήχοι ακούγονται πολλοί…»

Όταν το σπέρμα του Ουρανού γονιμοποίησε τη Θάλασσα, γεννήθηκε η Αφροδίτη. Όταν η ώριμη οξυδέρκεια του Εμπειρίκου γονιμοποιεί την Ποίηση, διαθλάται ο πραγματικός Κόσμος σ’ αυτό το απόσπασμα απ’ το έργο «Οκτάνα». Είναι οι ξένες εμπειρίες, οι οποίες αρθρώνονται στην εσωτερική μας κενότητα. Είναι οι καθόλου εξωπραγματικές εμπειρίες, που «στερούνται κοινωνικού περιεχομένου» ακριβώς επειδή «αντιλαμβάνονται την αυθεντική μοναξιά» ως προκαταρκτική συγκατάνευση. Γραμμένο το κείμενο σε εποχές κάθε άλλο παρά ευεπίφορες προς διάρρηξη της ηθικολογίας, απεικονίζει τους τρόπους με τους οποίους η ιδιωτική ζωή αποκτά ευθαρσώς ιδιότητες της άναρχης κοινωνικής τάξης πραγμάτων, για τον απλό λόγο πως ο Έρωτας είναι επανάσταση και η σεξουαλικότητα ενέχει τη θνητότητα. Με γλώσσα αιχμηρά απαλλαγμένη από ανούσιους ρομαντισμούς υπακούει η «Απάντηση» στην «Ερώτηση» ως καταθλιπτική αντίδραση κάποιου μπρος στις αβεβαιότητες της αυτοάμυνας. Η αυτοαναφορικότητα ενέχεται υφέρποντας στη διακειμενικότητα για να προκαλέσει διανοητική συγκίνηση στους ήρωες, στον θεατή και στον αναγνώστη ως έμμεσος θεατής, αφού η κάθαρση ελλοχεύει τις στερεοτυπικές μεταβάσεις. Τόσο ο θεατής ή εμπνευστής κι επομένως γράφων όσο και ο έμμεσος θεατής-αναγνώστης υποχρεώνεται, ακούσια ή εκούσια δεν ξεκαθαρίζεται, να μετακινηθεί απ’ την φυσική βάση του Έρωτα, από μία μορφή ερωτικής συμπεριφοράς, η οποία δεν επιδέχεται επικρίσεις, στην ασύμβατη μορφή ενός ερωτικού κρεσέντο, όπου συμπλέκονται η ανησυχία της Φύσης με την αναστάτωση του Ανθρώπου, όπου ευδοκιμούν οι στόχοι της αφομοίωσης των ερεθισμών κι αναλιγώνουν οι ύστερες κατασκευές της Συνειδήσεως. Το κείμενο κατακρημνίζει τη φιλοσοφική προσέγγιση του Πλάτωνα, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι «η Τέχνη, στην ελεύθερη έκφρασή της, δεν είναι απλώς άχρηστη αλλά και επικίνδυνη για την κοινωνική ζωή, αφού αφ’ ενός παροπλίζει την Αλήθεια και αφ’ ετέρου υποσκάπτει την Αρετή». Η Ποίηση σ’ αυτό το κείμενο αναπαριστά με πλήρη ευκρίνεια και με εγρήγορση όλων των αισθήσεων τις κινήσεις των «αντιγράφων», των Θνητών δηλαδή οι οποίοι δεν έχουν καμία σχέση με τον Κόσμο των ειδώλων, θεωρία του Πλάτωνα, η οποία χρησιμοποιήθηκε ως προανάκρουσμα του Χριστιανισμού. Τα «αντίγραφα» επαναστατούν και μάλιστα τριμερώς: απ’ τη θέση του ενεργούντος-τη θέση του θεατή-τη θέση έμμεσου θεατή. Και καθώς τα «αντίγραφα» επαναστατούν, μετουσιώνονται στην «ορθή διάσταση της πραγματικότητας», αφού στη στύση του ανδρικού οργάνου οι Αρχαίοι διάβαζαν την πνευματική έννοια της προσωπικής ανάτασης. «Η ποίηση, ως απλή αισθητική απόλαυση, είναι κατά πολύ υποδεέστερη της φιλοσοφίας, της οποίας η μεγάλη χρησιμότητα για την κοινωνία και το άτομο είναι δεδομένη. Η ποίηση βρίσκεται έτσι δυο βήματα πίσω από την αλήθεια, είναι μίμηση του αισθητού κόσμου, δηλαδή του απομιμήματος του ιδεατού κόσμου, επομένως αντίγραφο του αντιγράφου» διατείνεται ο Πλάτωνας στην Πολιτεία για να έρθει ωστόσο ο Εμπειρίκος αιώνες αργότερα με αυτό το κείμενο να μνημονεύσει τη φαλλική στήλη του Διονύσου στη Δήλο, μη αρκούμενος απλώς σε μία επιφανειακή περιγραφή απροκάλυπτης σεξομανίας, και κατ’ επέκταση να ενθρονίσει την Ποίηση στα δυο της βήματα μπροστά απ’ ο,τιδήποτε άλλο, να αναδείξει την Ποίηση ως λάλον αρχιτεκτόνημα που συνομιλεί με τις διεθνείς και δισυμπαντικές τάσεις της, να καταστήσει την Ποίηση ως «Μύθο που δεν έχει καταγωγή με συγκεκριμένη ημερομηνία και του οποίου το Γίγνεσθαι παραμένει χωρίς συγκεκριμένο προορισμό».

«Κρατάμε μεσ’ στα χέρια μας τα πρόσωπά μας
Και βλέπουμε χρωματιστές εκτάσεις
Οι σκέψεις γίνονται γεννιούνται
Στην κάθε μας ματιά

Δεν άνθησαν ματαίως τόσα θαύματα
Η χάρη τους είναι ψηλή περικοκλάδα
Που σφίγγει τα μελλούμενα και τη ζωή μας
Μέσα στ’ αστέρια»

Ένα ποίημα απ’ τη συλλογή «Ενδοχώρα» και την ενότητα «Η τρυφερότης των μαστών», στο οποίο με πλέρια μαεστρία ο Εμπειρίκος αποτυπώνει τη συμπληρωματικότητα αλλά και την ταυτόχρονη διαμετρικότητα Ποίησης-Ψυχανάλυσης. Ελευθερώνει το θέμα απ’ την ερμηνευτική βαρύτητα στοχεύοντας στην κατοχή του. Ελευθερώνει τον στίχο απ’ την ύπαρξη της ατομικότητάς του στοχεύοντας στο θεραπευτικό επιχείρημά του. Επικεντρώνεται με εμμονή στην πρόθεση και στο νόημα της τυχαίας ματιάς τη στιγμή που συμπεριφέρεται με δυσπιστία απέναντι στην τυχαιότητα. Ισκιώνεται τη δαιμονική εικονικότητα της πραγματικότητας του Ανθρώπου αποπέμποντας την πένθιμη γνώση της αναχρονίας. Στο έργο «Les lauriers sont coupés» («Οι δάφνες κόπηκαν») του Edouard Dujardin ο ίδιος ο τίτλος εισηγείται ενδεχομένως τις αναπαραστάσεις των λογοτεχνικών βιωμάτων, τοιουτοτρόπως και ο Εμπειρίκος αποκαθαίρει τη φαντασία του απ’ τη νοσηρότητα του υπερφίαλου ΕΓΩ ανάγοντας την Ποίηση σε άμεση εγγύτητα με την Κοινή Μοίρα. Ισχύει ενδεχομένως η άρση της διάστασης ανάμεσα στην προσωπική συγκίνηση και στην ορμητική έμπνευση, αφού φωτίζεται η πορεία του κάθε Ανθρώπου ως συνοδοιπόρος του αέναου. Κι εδώ θα τολμούσα να πω πως δεν είναι ο Εμπειρίκος Υπερρεαλιστής αλλά ο Υπερρεαλισμός είναι Εμπειρικός! Πρόκειται για σπάνια σύμπλευση, ανάλογη με τη σύμπνοια των Επίκουρου-Αριστοτέλη, όταν οι δύο Μεγάλοι Φιλόσοφοι παραθέτουν τη διαχρονική συμφωνία τους σχετικά με την ιδέα πως: «η πεποίθηση είναι απαραίτητος όρος των συγκινήσεων». Το κάθε «θαύμα που δεν ανθίζει ματαίως» συντελείται στην κάθε νοσταλγία αλλά και στην κάθε μελλοντική προβολή με λαχτάρα για απεριόριστες ποσότητες «αστεριών», που θα εναγκαλίζονται την περιπλοκότητα της ψυχικής ταραχής, με βουλιμία για άσωστα μεγέθη «χρωματικών εκτάσεων», όπου θα ξεβράζεται η ζωτική Αρχή. Και η «κάθε ματιά» να φαντάζεται την φοβερή προπαγάνδα του Θανάτου, στον ισθμό του οποίου «τελείται ο διάπλους απ’ την Ιστορία στη μετά-Ιστορία», όπως θα έλεγε και ο Δημήτρης Λιαντίνης.

«Της πήραν τα παιχνίδια και τον εραστή της. Έσκυψε λοιπόν το κεφάλι και παρ’ ολίγον να πεθάνει. Μα τα δεκατρία ριζικά της σαν τα δεκατέσσερά της χρόνια εσπάθισαν την φευγαλέα συμφορά. Κανείς δεν μίλησε. Κανείς δεν έτρεξε να την προστατεύσει κατά των υπερποντίων καρχαριών που την είχαν ήδη ματιάξει όπως ματιάζει η μυίγα ένα διαμάντι και χώρα μαγεμένη. Κι έτσι ξεχάστηκε ανηλεώς αυτή η ιστορία όπως συμβαίνει κάθε φορά που ξεχνιέται από τον δασοφύλακα το αστροπελέκι του στο δάσος.»

Άφησα επί τούτω τελευταία την αναφορά στο ποίημα «Χειμερινά σταφύλια» απ’ την συλλογή «Υψικάμινος». Με κάποια κείμενα ταυτίζεσαι ή ταξιδεύουν εκείνα ανά τις δεκαετίες ψαύοντας στην αιωνιότητα το ανατρεπτικό στίγμα σου για να ταυτιστούν μαζί του. Τα υπέροχα «Χειμερινά σταφύλια» αποτελούν διαπερατά και εν πολλοίς αμυντικά όρια ανάμεσα στα αμνησιακά οράματά μας. Οι λέξεις αναδύονται σαν περιεκτικές αντιαφηγήσεις της απελευθέρωσης και το αντιθετικό τους βάρος συναποτελεί μια σειρά από παρόμοιες αλλά αντικαθεστωτικές επιλογές. Ο «Εραστής» εμφανίζεται ως Ιάσονας των Αργοναυτών, που δεν έχει έναν ποιητή του βεληνεκούς του Ομήρου, ώστε να υμνήσει τα κατορθώματά του, και κατ’ εφαπτομένη στέκει στη σκιά της Οδύσσειας παρ’ όλη την ενδεχόμενη σπουδαιότητά του. Κι ερχόμαστε αντιμέτωποι με τα «δεκατρία ριζικά» μιας Οδύσσειας, η οποία ωστόσο δεν αποκωδικοποιείται ποτέ με την ίδια ακρίβεια που συναντάμε στην ίδια την Οδύσσεια. «Κανείς δεν μίλησε» και «Κανείς δεν έτρεξε να την προστατεύσει». Ο «Κανένας» παρών με τους περιοριστικούς καταμερισμούς του, που εδραιώνει τη θέση της κατερείπωσης ως συσκευασμένο αγαθό, που διαδραματίζει τον συντηρητικό ή οργανωτικό του ρόλο ως εξισορρόπηση ανάμεσα στην Ύβρη της υπερβολής και στη Νέμεση της αποθησαύρισης του πόνου. Το άλγος, που έχει εισβάλλει με όλη την αλήθεια και τη φρίκη του στον οίκο της Σκέψης. Το «αστροπελέκι που ξεχάστηκε στο δάσος» χειραγωγώντας τη Λήθη και τη Μνημοσύνη κι ασφαλίζοντας τη διάβαση αθέμιτων υπερβάσεων. Ο «δασοφύλακας» που εξάπτει τη διάνοια με τις πιθανότητες εναντίωσής του στην απώλεια της αξίνας του και ανάλογη επιμονή προς ανεύρεσή της. Μία εκπάγλου καλλονής Οδύσσεια, που εικονογραφεί τη λιτότητά της δια μέσω μιας σύντομης παραπομπής στην ανθρωποθυσία, ως ώθηση σ’ ένα γκρεμό ή στον πύρινο ποταμό που χωρίζει την Κόλαση απ’ τον Παράδεισο λίγο απασχολεί τον γράφοντα, σίγουρα πάντως ως μία αδυσώπητη ετυμηγορία, που διαβαίνει το κατώφλι Λήθης. Μία υπερρεαλιστική Οδύσσεια, η οποία ωστόσο ενσωματώνει τις έννοιες κλασσικό και ρομαντικό «νοούμενες ως ψυχολογικές κατηγορίες, που παύουν να αλληλοαναιρούνται, προκειμένου να συστήσουν μία ευρύτερη και ανώτερη σύνθεση», όπως εύστοχα διατείνεται ο Henri Peyre. Επομένως αν Υπερρεαλισμός είναι η αντίδραση στη βαθιά κρίση του Δυτικού Πολιτισμού και ξεθάβει τα οστά του απ’ τον πυρήνα της γενέσεως της κρίσης, αφού ανθίζει κατά κύριο λόγο στην Γαλλία, κραταιά Αποικιοκρατική Δύναμη, ο Ανδρέας Εμπειρίκος κηδεύει τη σορό του σε κάθε πόνημά του προσδοκώντας να τερματίσει το χιλιοειπωμένο στοίχειωμα. Ο Υπερρεαλισμός χτυπά απεγνωσμένα τα δάχτυλά του στο πληκτρολόγιο της φυγής και κάθε φορά επιστρέφει φωνάζοντας στον Εμπειρίκο «Λώρα, Λώρα, προσπάθησα να σε ξεχάσω, αλλά σου είμαι πολύ περισσότερο πιστός απ’ όσο νόμιζα». Και ο δυνητικός αναγνώστης είναι ο Αρίγνωτος, πυθαγόρειος φιλόσοφος, που έμαθε για τον «καταραμένο τόπο» και καταφτάνει για να τον ξορκίσει δια της αναγνώσεως…



Ευαγγελία Τυμπλαλέξη: Σχετικά με τον συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου