Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

Η δασκάλα πήρε τ’ όπλο της (1. Αμνός)

Γελωτοποιός


«Και θα χτυπήσω με μεγάλη εκδίκηση κι άγρια οργή,
όσους θα αποπειραθούν να καταστρέψουν τους αδελφούς μου.
Και θα γνωρίσετε πως Εγώ είμαι ο Κύριος, όταν θα ρίξω
την εκδίκησή μου εναντίον τους . »

Ιεζεκιήλ, 25:17 (όπως ακούγεται στο Pulp Fiction)

«Τότε ὁ Ἰησοῦς ἀνήχθη εἰς τὴν ἔρημον ὑπὸ τοῦ Πνεύματος πειρασθῆναι ὑπὸ τοῦ διαβόλου»

Ματθ. 4,1

~~~~~~~~~~~~

Η Άννα αγαπούσε τον Ματίς. Στους πίνακες του μπορούσε να ξεκουράζεται, σαν να ‘ταν αναπαυτικές πολυθρόνες. Έτσι ζωγράφιζε κι εκείνη.

Στην Καλών Τεχνών τον θεωρούσαν ξεπερασμένο. Οι συμφοιτητές της προτιμούσαν τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό και τις εννοιολογικές εγκαταστάσεις. Και την Άννα το ίδιο ξεπερασμένη την έβλεπαν.

Μόνο σε μια καθηγήτρια άρεσαν οι πίνακες της.

«Ξέρεις, Άννα», της είπε μια μέρα που πόζαρε, «έχει ειπωθεί ότι ο Πικάσο ήταν ο μεγαλύτερος καλλιτέχνης, αλλά ο Ματίς ήταν ο μεγαλύτερος ζωγράφος.»

«Το γνωρίζω. Εγώ ζωγράφος θέλω να είμαι.»

«Μακάρι να ‘ταν τόσο απλό.»

Της εξήγησε. Αν ήθελε να είναι επαγγελματίας ζωγράφος, να ζει από αυτό, θα έπρεπε να γοητεύσει τους γκαλερίστες και τους κριτικούς. Αυτοί καθοδηγούν το κοινό. Ειδικά στον εικοστό πρώτο αιώνα αυτό που μετράει δεν είναι τα έργα σου, αλλά η εικόνα που προβάλλεις.

«Στο λέω γιατί αγαπώ τη ζωγραφική σου. Σε καμιά γκαλερί δεν θα βάλουν τους πίνακες μιας…»

Δεν είπε τη λέξη. Αλλά η Άννα την ήξερε, την άκουγε συχνά. Μιας θεούσας.

~~

Ήταν θεούσα, ντυνόταν σαν θεούσα, ζούσε σαν θεούσα. Και δεν καταλάβαινε τι αρνητικό είχε αυτό.

Ήταν θεούσα, είχε τον Θεό μέσα της. Τι καλύτερο μπορούσε να ευχηθεί ένας άνθρωπος; Να γίνει διάσημος-πλούσιος-δυνατός; Τι σημασία έχει να κερδίσεις τον κόσμο και να χάσεις την ψυχή σου;

Στη γειτονιά, στο σχολείο, στη σχολή αργότερα, τους έβλεπε να την κοιτούν γελώντας. Είχε μαλλιά μακριά, πάντα σε γαλλική κοτσίδα. Φορούσε μακριές φούστες και πουκάμισα κουμπωμένα ως το λαιμό. Τι τους πείραζε; Εκείνη δεν κατέκρινε τις κοπέλες με «τα ξώβυζα και τα ξέκωλα». Όχι δυνατά. Δικαίωμα τους να δείχνουν ό,τι θέλουν να δείξουν.

Εκείνη δεν είχε πολλά να δείξει. Από μικρή ήταν αδύνατη. Και κρατιόταν έτσι. Τηρούσε όλες τις νηστείες κατά γράμμα. Δεν έπινε, μόνο σπάνια λίγο κρασί -«που το ‘χει ευλογήσει κι ο Χριστός».

Είχε και το άθλημα της. Δρομέας μεγάλων αποστάσεων. Δεν έκανε πρωταθλητισμό, αν και θα μπορούσε. Της άρεσαν οι διαδρομές στα δάση και στα βουνά. Εκείνες τις ώρες ένιωθε να ‘ρχεται πιο κοντά στον Θεό. Κι έτρεχε ατελείωτες ώρες.

Κάποιες φορές, όταν κοιτιόταν γυμνή στον καθρέφτη, κι έβλεπε το δίχως λίπος σώμα της, με τα δυνατά πόδια, την επίπεδη κοιλιά και τα οπίσθια πέτρα, σκεφτόταν ότι πολλές από εκείνες με τα μίνι θα ήθελαν να έχουν τέτοια γραμμή.

Ναι, αλλά εσύ είσαι καλύτερη, έτσι δεν είναι;

Καταλάβαινε ότι έπεφτε στα αμαρτήματα της αλαζονείας και της φιλαρέσκειας σαν άκουγε τη φωνή του. Έκανε τον σταυρό της κι έλεγε: «Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά.»

Ναι, μ’ αρέσει να ‘μαι πίσω σου, Άννα.

Έλεγε και το Πάτερ Ημών. Τις περισσότερες φορές εκείνος έφευγε.

~~

Δεν είχε ακούσει ποτέ τον Θεό να της μιλάει. Ήξερε ότι η σιωπή Του δεν ήταν σημάδι αδιαφορίας ή έλλειψης. Το αντίθετο. Είχε τον Θεό μέσα της, ήταν θεούσα, γι’ αυτό Εκείνος δεν χρειαζόταν να της μιλάει.

Αλλά της μιλούσε ο Δαίμονας. Της μιλούσε συχνά. Ξεκίνησε όταν της ήρθε περίοδος για πρώτη φορά. Το ‘πε στη μητέρα της και στον πνευματικό της. Φοβόταν ότι έπρεπε να της κάνουν εξορκισμό.

«Εξορκισμό κάνουμε σ’ όσους κατέχονται απ’ τον δαίμονα», της είπε. «Εσύ τον νικάς και τον περιφρονείς. Γι’ αυτό σε κυνηγάει. Ο Σατανάς πασχίζει να κερδίσει τους ενάρετους, όπως έκανε και με τον Κύριο στην έρημο. Τους άλλους, τους πολλούς, τους έχει ήδη.»

Αλλά η Άννα φοβόταν. Δεν ήξερε αν θα μπορούσε να ‘ναι τόσο δυνατή, σαν την δεκαπεντάχρονη Αγία Μαρίνα που τον νίκησε. Και πράγματι, τουλάχιστον μια φορά ο διάβολος την έπεισε να κάνει ό,τι της είπε. Εξομολογήθηκε και συγχωρέθηκε. Αλλά φοβόταν, ότι θα μπορούσε να ξαναφανεί αδύναμη. Ή πολύ δυνατή.

~~{}~~

Λίγο καιρό αφότου τέλειωσε τη σχολή, χάθηκε ο πατέρας της στη θάλασσα. Έπρεπε να συντηρήσει τον εαυτό της και τον Στέλιο. Ο αδελφός της ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερος, αλλά είχε βαριά νοητική καθυστέρηση. Θα έμενε όλη του τη ζωή τεσσάρων χρονών.

Με τη ζωγραφική της δεν θα έβγαζε λεφτά, το ήξερε. Όχι όσο ήταν θεούσα. Κι ήθελε να παραμείνει. Έκανε τα χαρτιά της για αναπληρώτρια καλλιτεχνικών. Πώς να γνώριζε ότι αυτό θα την έριχνε στην αγκαλιά του δαίμονα;

~~

Δούλεψε τρεις χρονιές σε γυμνάσια της Αττικής. Ως προστάτιδα οικογένειας κι έχοντας αδελφό με αναπηρία, δεν την έστειλαν στα νησιά και στην επαρχία. Έτσι μπορούσαν να μένουν στο σπίτι τους, απαραίτητο, αφού ήταν αδύνατο να νοικιάζει με τον αστείο μισθό της αναπληρώτριας. Κι ούτε ήθελε να φύγει, να κλείσει τον Στέλιο σε ίδρυμα. Το είχε υποσχεθεί.

Της άρεσε η δουλειά της. Τα περισσότερα παιδιά αδιαφορούσαν κι έβλεπαν τα καλλιτεχνικά ως κενή ώρα. Αλλά πάντα υπήρχε ένας μαθητής, αγόρι ή κορίτσι, που κοιτούσε την Άννα στα μάτια όταν μιλούσε. Ήταν αυτός ο ένας που της έδινε δύναμη να συνεχίζει.

Την τέταρτη χρονιά άλλαξε η κυβέρνηση. Ο νέος υπουργός παιδείας ήθελε να κάνει τη δική του εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Έβαλε τα εικαστικά, το θέατρο και τη μουσική σε όλα τα σχολεία, σε όλες τις βαθμίδες.

Η Άννα χάρηκε μ’ αυτή την αλλαγή. Περισσότερες θέσεις, περισσότερες ευκαιρίες. Μέχρι που είδε τον διορισμό της. Της είχε τύχει ένα Εσπερινό Λύκειο, στην πιο υποβαθμισμένη περιοχή της Αθήνας.

Ήξερε τι σημαίνει Εσπερινό Λύκειο. Έτσι νόμιζε. Ήξερε τι σημαίνει γκέτο. Πάλι λάθος.

Αλλά πήγε. Δεν είχε άλλη επιλογή.

~~{}~~

Σαν την είδε ο διευθυντής, την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και ρώτησε σε τι μπορούσε να τη βοηθήσει.

«Είμαι η Άννα Μόνου», είπε εκείνη.

Ο διευθυντής δεν κατάλαβε.

«Άννα Μόνου, θα διδάξω καλλιτεχνικά.»

«Ω, ρε πούστη μου», έκανε ο διευθυντής.

«Ορίστε;»

Της είπε να καθίσει κι άναψε τσιγάρο, χωρίς να ρωτήσει αν την ενοχλούσε -και την ενοχλούσε.

«Άννα… Μπορώ να σε λέω Άννα;»

«Έτσι με λένε.»

«Ωραία.»

Την κοίταξε πάλι.

«Είδα ότι έβαλαν γυναίκα, αλλά περίμενα να στείλουν καμιά… μεγάλη.»

«Μεγάλη;»

«Πόσων χρονών είσαι;»

«Είκοσι έξι.»

«Γαμώτο.»

«Ορίστε;»

«Μάλλον δεν έχεις καταλάβει πού ήρθες. Από πού είσαι;»

«Νέα Σμύρνη.»

«Ε, ναι, δεν έχεις καταλάβει.»

Τα πράγματα ήταν απλά. Οι περισσότεροι απ’ τους μαθητές του Εσπερινού ήταν μεγαλύτεροι απ’ την Άννα. Και σίγουρα δεν νοιάζονταν για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και τα καλλιτεχνικά. Ήθελαν να πάρουν το πτυχίο για να μπορούν να κάνουν ΑΣΕΠ ΔΕ. Κάποιοι, λίγοι, για να περάσουν σε ΤΕΙ. Αυτή ήταν η φωτεινή πλευρά του σχολείου.

«Αλλά έχουμε και τα κατακάθια. Πρώην φυλακισμένους, χρήστες, τσιγγάνους, χουλιγκάνους», της είπε.

«Όλοι είναι πλάσματα του Θεού», απάντησε η Άννα.

Ο διευθυντής κόντεψε να πνιγεί απ’ τα γέλια.

«Του Θεού; Αυτοί μάλλον του διαβόλου είναι.»

Το γέλιο τού έφτιαξε λίγο τη διάθεση.

«Τέλος πάντων. Θέλεις να δοκιμάσεις;»

«Θέλω να εργαστώ.»

«Ωραία, εργάσου. Αλλά να ξέρεις ότι σ’ αυτό το συρτάρι έχω ένα ωραίο χαρτάκι που γράφει ότι παραιτείσαι για προσωπικούς λόγους και λοιπά και λοιπά. Δεν είναι ντροπή. Το ένα τρίτο σχεδόν απ’ όσους στέλνουν αυτό κάνει. Όλες οι γυναίκες σίγουρα.»

«Δεν μπορώ να παραιτηθώ», είπε η Άννα. «Χρειάζομαι αυτά τα λεφτά και τα λοιπά και τα λοιπά.»

«Εντάξει τότε. Ο θεός μαζί σου.»

«Αμήν.»

Γνώρισε τους άλλους καθηγητές, όλοι άντρες. Μετά πήγε στην πρώτη τάξη. Σαν βγήκε αρχίσανε τα στοιχήματα, πόσες ώρες θ’ αντέξει.

~~

Οι πρώτες τρεις ώρες δεν ήταν τόσο άσχημες. Οι μαθητές γελούσαν σαν την έβλεπαν και τους έλεγε τι κάνει. Μετά την αγνοούσαν. Αυτή προσπαθούσε να μιλήσει για τέχνη. Κάποιος της είπε να μιλάει πιο σιγά, γιατί δούλευε απ’ τα χαράματα, κι ακούμπησε στο θρανίο του.

Η Άννα πίστευε ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Βαρετά κι αδιάφορα, αλλά θα έβγαζε τη χρονιά κι ίσως την επόμενη να πήγαινε κάπου καλύτερα. Έτσι πίστευε, μέχρι που μπήκε στη τελευταία τάξη.

Εκεί είχε μόλις εφτά μαθητές. Ήταν η θεωρητική κατεύθυνση, εντελώς χάσιμο χρόνου. Ποιος πάει σ’ εσπερινό για να μάθει αρχαία;

«Τι ‘ν’ τούτο ρε;» ακούστηκε σαν την είδαν.

Η Άννα τους κοίταξε και προσπάθησε να μιλήσει. Αλλά δεν έβγαινε η φωνή της.

Πίσω δεξιά καθόταν ένας αδύνατος τσιγγάνος. Φαινόταν ο πιο νεαρός, δεκαεφτά, δεκαοκτώ χρονών. Δυο θέσεις πιο μπροστά, χυμένος στο θρανίο, καθόταν ο μεγάλος της τάξης, πάνω από πενήντα.

Οι άλλοι πέντε κάθονταν πιο κοντά κι έμοιαζαν με αγέλη λύκων. Δεν είχαν κάτι παράξενο στο ντύσιμο, ούτε ξυρισμένο κεφάλι και σβάστικες. Αλλά την κοιτούσαν σαν να ήταν το θήραμα. Έτσι ένιωσε. Να απειλείται.

«Καλησπέρα σας», κατάφερε να πει. «Με λένε Άννα Μόνου και θα σας κάνω το μάθημα των καλλιτεχνικών.»

Η πεντάδα έσκασε στα γέλια. Ο μεσήλικας ξεφύσησε. Ο νεαρός πίσω έσφιξε τα δόντια, σαν να ήξερε τι θα συμβεί.

«Λοιπόν… Για πείτε μου, ποιος είναι ο αγαπημένος σας καλλιτέχνης;» τους ρώτησε.

Πάντα έτσι ξεκινούσε το μάθημα γνωριμίας. Αλλά ποτέ δεν είχε ακούσει την απάντηση που άκουσε.

«Ο Γκουζγκούνης», είπε ένας απ’ την πεντάδα, αυτός που την κοιτούσε πιο έντονα. Σύντομα η Άννα θα μάθαινε το παρατσούκλι του: Σκύλος.

Δεν περίμενε να σταματήσουν τα γέλια. Έδειξε τον νεαρό στην πίσω θέση.

«Εσύ θες να μας πεις; Πώς σε λένε;»

Εκείνος πήρε βαθιά ανάσα.

«Με λένε Στε-Στε-Στε…»

«Τον λένε Στέργιο κι είναι γύφτουλας», πετάχτηκε ο Σκύλος.

«Στέργιο, ξέρεις κάποιον ζωγράφο;»

«Τον Πι-Πι»

«Τον Πικάσο;»

«Πικάσο.»

Η Άννα χαμογέλασε. Όλοι ήξεραν τον Πικάσο.

«Ξέρεις, Στέργιο, ο Πικάσο είχε τσιγγάνικο αίμα, απ’ τη μεριά της μητέρας του.»

«Γύφτος ήταν κι ο Πικάσο;» έκανε ο Σκύλος.

Πάλι γέλια. Η Άννα κοίταξε το ρολόι της. Ακόμα… σαράντα λεπτά; Αισθανόταν σαν να είχαν περάσει τρεις ώρες.

«Λοιπόν, αρκούν τα λόγια για σήμερα, μην σας κουράσω», τους είπε. «Κόψτε ένα χαρτί απ’ το τετράδιο σας και φτιάξτε ένα σκίτσο. Ό,τι σας έρθει. Μην το σκέφτεστε, διασκεδάστε ‘το. Η τέχνη είναι διασκέδαση.»

Κι αυτό το έλεγε στο μάθημα γνωριμίας. Στα γυμνάσια έπιανε. Ήθελε να συμβεί κι εκεί.

Παραδόξως ο πρώτος που ξεκίνησε να ζωγραφίζει ήταν ο Σκύλος. Μάλλον ήταν ο μόνος που ζωγράφιζε. Οι άλλοι κοιτούσαν τα κινητά τους, με εξαίρεση τον γκριζομάλλη που έκλεισε τα μάτια του να κοιμηθεί, και τον Στέργιο που κοιτούσε τα χέρια του.

Η Άννα είδε τον Σκύλο να ζωγραφίζει με αφοσίωση και σκέφτηκε ότι ίσως να γινόταν ένα θαύμα. Κι άκουσε τη φωνή του πάλι.

Δεν γίνονται θαύματα.

Ίσως να ήταν ένας αδικημένος κι αποκλεισμένος απ’ την κοινωνία καλλιτέχνης.

Μόνο στη φαντασία σου, Άννα.

«Τέλειωσα!» φώναξε τότε ο Σκύλος. Έδειξε τη δημιουργία του στην παρέα. Νέος κατακλυσμός γέλιου.

Η Άννα δεν ήθελε να δει.

Πήγαινε να δεις, είναι ωραίο.

«Θα μου δείξεις κι εμένα τι έφτιαξες;» του είπε χωρίς ν’ αφήσει την ασφάλεια της έδρας.

«Βεβαίως, βεβαίως», έκανε ο Σκύλος με τη φωνή του βαριά και σοβαρή.

Της το έδειξε. Η Άννα χλόμιασε. Κρατήθηκε να μην πέσει.

«Τι… είναι;» ρώτησε.

Ξέρεις τι είναι, Αννούλα.

«Είμαι εγώ που σε γαμάω απ’ τον κώλο, κατάλαβες, για να μη σου πάρω την παρθενιά, κατάλαβες. Από μπρος παρθένα κι από πίσω μπαίνουν τρένα. Κατάλαβες;»

Της ήρθε να βάλει τα κλάματα, αλλά συγκρατήθηκε. Πήρε την τσάντα της και βγήκε, ενώ πίσω οι λύκοι ούρλιαζαν.

Τρέξε, τρέξε, τρέξε

Πήγε στο γραφείο του διευθυντή. Ήθελε να πεθάνει εκείνη τη στιγμή. Του είπε τι είχε συμβεί.

«Στο ‘πα», έκανε ο διευθυντής.

«Μου το ‘πες;»

«Ναι, στο ‘πα. Άννα, πάρε το χαρτάκι σου, υπόγραψε να ησυχάσεις. Οι άλλοι καθηγητές έβαλαν στοίχημα ότι δεν θ’ αντέξεις πάνω από δυο ώρες. Άντεξες τρεις. Μια χαρά τα πήγες.»

Η Άννα προσπαθούσε να καταλάβει τι άκουγε, πού βρισκόταν, ποια ήταν.

Είσαι μια παρθένα κι από πίσω τρένα.

«Δεν είμαι», είπε δυνατά.

«Τι δεν είσαι;» ρώτησε ο διευθυντής.

«Δεν θ’ αποβληθεί; Τίποτα; Ούτε μια παρατήρηση;»

Ο διευθυντής γέλασε. Έκανε νόημα στην Άννα να πάει πιο κοντά.

«Κοπέλα μου», της είπε, «το συγκεκριμένο άτομο έχει κάνει φυλακή. Μαχαίρωσε έναν ξένο. Δεν τον σκότωσε, ήταν κι ανήλικος, έχει άκρες στη Βουλή, γι’ αυτό είναι έξω. Τι παρατήρηση να του κάνω;»

«Αλλά δεν είναι δίκαιο, είναι λάθος.»

«Το λάθος είσαι εσύ. Είσαι σε λάθος μέρος, Άννα. Πάρε την εθελούσια, υπόγραψε, πήγαινε σπίτι σου. Τι ψάχνεις;»

Η Άννα πήρε το χαρτί. Το σκέφτηκε για λίγο. Μετά θυμήθηκε τον αδελφό της στο σπίτι. Θυμήθηκε ότι χρωστούσαν λογαριασμούς απ’ το καλοκαίρι.

«Δεν πάω πουθενά», του είπε. «Δικαιολογήστε με για σήμερα. Θα γυρίσω αύριο. Κανονικά.» Στάθηκε στην πόρτα. «Και λοιπά και λοιπά.»

Ο διευθυντής κοίταξε πόσα τσιγάρα του ‘χαν μείνει στο πακέτο. Το ‘χε αδειάσει πάλι.

«Άλλα πέντε χρόνια», μονολόγησε. «Άλλα πέντε χρόνια και το κόβω.»

~~

Άφησε το αυτοκίνητο στην πυλωτή, αλλά δεν ανέβηκε πάνω. Τέσσερις ώρες περπάταγε. Δεν έμοιαζε με τη μοναξιά του ανώμαλου δρόμου. Διαρκώς τρόμαζε. Βήματα πίσω της, κάποιοι που τσακώνονταν, το ύποπτο φορτηγάκι, ο σκύλος που τη γάβγισε.

Έφτασε να γυρίσει το κλειδί μετά τα μεσάνυχτα. Το πρώτο που άκουσε ήταν η φωνή του αδελφού της.

«Έψα! Έψα!»

Ο Στέλιος δεν έπινε νερό. Μόνο λεμονάδα -και μόνο Έψα. Άνοιξε ένα μπουκάλι, έβαλε καλαμάκι και του το έδωσε. Μετά έκατσε στο καβαλέτο της. Τι να ζωγραφίσει;

Φτιάξε ένα πισωκολλητό.

«Δεν είμαι παρθένα», είπε στον αέρα.

Χάρη σε μένα.

Όταν ήταν στη σχολή είχε συμπαθήσει έναν συμφοιτητή της. Του άρεσαν κι εκείνου οι φωβιστές. Βγαίνανε μαζί για ένα μήνα. Είχαν φιληθεί και χαϊδευτεί, αλλά εκείνος ήθελε περισσότερα. Το ήθελε κι η Άννα, τον ποθούσε, αλλά ήξερε ότι είναι αμαρτία. Ένα βράδυ άκουσε τη φωνή.

Αν δεν το κάνεις θα σ’ αφήσει.

Το έκανε. Και μετά την άφησε. Εξομολογήθηκε και συγχωρέθηκε. Δεν το ξανάκανε με κανέναν άλλο.

Κοιμήθηκε βλέποντας τηλεόραση. Κάποια στιγμή άκουσε βήματα στο δωμάτιο. Δεν πρόλαβε να γυρίσει. Χέρια την κρατούσαν μπρούμυτα.

«Δεν θα σε πονέσω πολύ», της είπε.

Της έβγαλε τη φόρμα και το εσώρουχο. Κατάφερε να γυρίσει λίγο το κεφάλι της και τον είδε. Ήταν ο διευθυντής, αλλά με κέρατα στο κεφάλι.

Ούρλιαξε και ξύπνησε. Ο Στέλιος στεκόταν στην πόρτα, ένας υπερφυσικός μπέμπης.

«Πονάς;» τη ρώτησε.

«Όχι.»

«Φοβάσαι μόνο;»

«Δεν φοβάμαι, όνειρο ήταν. Πήγαινε για ύπνο, Στέλιο.»

Αλλά φοβόταν.

~~

Το πρωί ξύπνησε πολύ νωρίς. Άφησε στο τραπέζι της κουζίνας την Έψα κι ένα γιαούρτι με μέλι για τον αδελφό της. Μετά μπήκε στο ντεσεβό κι οδήγησε ως το δάσος.

Έτρεξε δυο ώρες. Κάπου μακριά απ’ τον κόσμο σταμάτησε κι άρχισε να κλαίει, με λυγμούς. Δεν της άξιζε αυτό.

Ποιο, Αννούλα; Η ζωή;

Μπορείς να σκοτωθείς.

«Για μια φορά», είπε κοιτώντας ψηλά. «Για μια φορά ας μου μιλούσες κι εσύ.»

Ακουγόταν μόνο ο άνεμος στα φύλλα.

«Οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ», είπε μετά κι έκανε τον σταυρό της.

Όταν γύρισε σπίτι ήταν τόσο κουρασμένη που έπεσε ξανά για ύπνο.

Δούλευε το απόγευμα.

Συνεχίζεται...

Όλες οι συνέχειες Εδώ

Πηγή: sanejoker.info



Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου