Σταύρος Λυγερός
Είναι κοινό μυστικό ότι η κυβέρνηση Τσίπρα προτίθεται στην προεκλογική περίοδο να παίξει δυνατά το χαρτί της κάθαρσης, δρομολογώντας επιλεκτικά τη δικαστική διερεύνηση υποθέσεων διαπλοκής-διαφθοράς, οι οποίες μπορούν να της αποδώσουν πολιτικά-εκλογικά οφέλη. Το πρόβλημα διαπλοκή-κλεπτοκρατία όχι μόνο είναι υπαρκτό, αλλά και είναι μία από τις βασικές αιτίες που η Ελλάδα έπεσε στα βράχια.
Την άνοιξη του 2011 δεκάδες και μερικές φορές εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες φώναζαν απευθυνόμενοι προς τη Βουλή «κλέφτες, κλέφτες». Το σύνθημα αυτό, ένα από τα κυρίαρχα των Αγανακτισμένων, είναι βεβαίως ισοπεδωτικό, επειδή υπάρχουν πολλοί βουλευτές που δεν είναι κλέφτες και λαμόγια. Επίσης, είναι απλοϊκό έως και παραπλανητικό, επειδή το δημόσιο χρέος που οδήγησε στα Μνημόνια δεν προέκυψε από τις κλεψιές υπουργών και βουλευτών.
Αυτό το σύνθημα, εντούτοις, έθεσε επί τάπητος, έστω και στρεβλά, το πρόβλημα. Το πρόβλημα δεν είναι ότι από την κλεπτοκρατία επωφελούνται περισσότερο οι πολιτικοί. Το πρόβλημα είναι ότι έχουν καταλυτική ευθύνη για την ανάπτυξη και εδραίωση του κλεπτοκρατικού, σπάταλου, ανορθολογικού και παρασιτικού μοντέλου, που έριξε την Ελλάδα στον γκρεμό. Ως φορείς της λαϊκής εντολής και ως έχοντες καθήκον την υπεράσπιση του δημόσιου χρήματος και του εθνικού συμφέροντος, όφειλαν να έχουν λειτουργήσει διαφορετικά.
Ιστορικά, η ανάπτυξη της οικονομίας και η δημιουργία μεγάλων επιχειρήσεων περιόρισαν σταδιακά την ισχύ της μέχρι τότε πανίσχυρης πολιτικής εξουσίας. Μπορεί σε ιστορική κλίμακα να ανιχνεύεται ένας ανταγωνισμός ανάμεσα στην πολιτική εξουσία και στην ολιγαρχία του χρήματος, αλλά ο κανόνας είναι ότι οι ισχυροί οικονομικοί παράγοντες ανέπτυσσαν προνομιακές σχέσεις με το εκάστοτε πολιτικό κατεστημένο.
Η πολιτική εξουσία εξασφάλιζε στους κεφαλαιοκράτες επικερδείς συμβάσεις με το δημόσιο, τους διευκόλυνε στις κάθε είδους σχέσεις τους με το κράτος, αλλά και διαμόρφωνε ευνοϊκό περιβάλλον στην αγορά. Από την πλευρά τους, οι κεφαλαιοκράτες ανταπέδιδαν, χρηματοδοτώντας κάτω από το τραπέζι κόμματα και πολιτικούς.
Η δημιουργία των πολυεθνικών εταιρειών και η διεθνοποίηση της οικονομίας έχει διεθνώς διαφοροποιήσει ποιοτικά την ισορροπία στις σχέσεις πολιτικής και οικονομίας υπέρ της δεύτερης. Η πλήρης ανατροπή, όμως, συντελέστηκε από τη στιγμή που το μεγάλο κεφάλαιο έθεσε υπό τον έλεγχό του τα πανίσχυρα δίκτυα των ΜΜΕ.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι ολιγάρχες του χρήματος ενίσχυσαν τη θέση τους και είναι σε θέση όχι απλώς να αποσπούν χρυσοφόρες συμβάσεις με το δημόσιο, αλλά ενίοτε και να επιβάλλουν πολιτικές αποφάσεις και να επηρεάζουν καθοριστικά τους πολιτικούς συσχετισμούς. Ελέγχοντας τα ΜΜΕ, μπορούν σε μεγάλο βαθμό να διαμορφώνουν την εικόνα του μέσου πολίτη για τα πολιτικά πράγματα και κατ’ επέκταση να επηρεάζουν την εκλογική συμπεριφορά του.
Ο έλεγχος των ΜΜΕ από το κεφάλαιο συνδέθηκε στην Ελλάδα με τη δημιουργία και κυριαρχία των ιδιωτικών ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών, αλλά και με την αγορά μεγάλων εφημερίδων. Ο έλεγχος των μεγάλων εφημερίδων είχε ως αποτέλεσμα αυτές να μεταλλαχτούν από σχεδόν μονοδιάστατα παραταξιακά έντυπα σε σχετικά αυτόνομες επιχειρήσεις, οι οποίες πουλάνε ένα σύνθετο προϊόν και παίζουν τα δικά τους παιχνίδια.
Οι εφημερίδες δεν εξαρτώνται, όπως στο παρελθόν, αποκλειστικά από τις πωλήσεις. Καθοριστικής σημασίας για την επιβίωσή τους είναι τα έσοδα από τη διαφήμιση. Αυτά, άλλωστε, είναι τα μοναδικά έσοδα για τους τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς, καθώς και για τους ιστότοπους, δηλαδή για τα ΜΜΕ που τείνουν να κυριαρχήσουν στην ενημέρωση.
Ας σημειωθεί ότι τα έσοδα αυτά δεν προκύπτουν αποκλειστικά με κριτήρια κυκλοφορίας, τηλεθέασης, ακροαματικότητας και επισκεψιμότητας, ούτε και με κριτήρια κύρους. Προκύπτουν και με βάση τη διαπλοκή των μιντιαρχών αφενός με την κυβέρνηση, η οποία παλαιότερα, μέσω των δημόσιων οργανισμών, μοίραζε ένα μεγάλο κομμάτι της διαφημιστικής πίτας, αφετέρου με μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες.
Οι μιντιάρχες έχουν τη δυνατότητα είτε να προωθούν τα δικά τους επιχειρηματικά συμφέροντα είτε με υψηλό αντάλλαγμα να μεσολαβούν στο πολιτικό σύστημα και ευρύτερα σε κρατικούς αξιωματούχους για την προώθηση των συμφερόντων άλλων μεγάλων οικονομικών παραγόντων, οι οποίοι δεν διαθέτουν αυτόνομη αποφασιστική επιρροή στην πολιτική εξουσία.
Παραλλήλως, μεγάλες εταιρείες, που εξαρτώνται κυρίως από τις κρατικές συμβάσεις, προωθούν τα συμφέροντά τους, χρηματοδοτώντας συστηματικά κόμματα, πολιτικούς και υπηρεσιακούς παράγοντες, αλλά και τους «νταβατζήδες» των ΜΜΕ, σύμφωνα με την εύστοχη ρήση του Κώστα Καραμανλή. Πρόκειται για τον παράνομο φόρο της διαπλοκής, που ηθικοπολιτικά είχε καταστεί σχεδόν αποδεκτός.
Ένα σημαντικό μέρος του, μάλιστα, δεν κατέληγε καν στα κομματικά ταμεία. Χανόταν στη διαδρομή, κάνοντας πλουσιότερα τα κομματικά στελέχη που ασχολούνταν με τη συλλογή του “φόρου”. Κανείς δεν ήταν ανυποψίαστος. Ήταν ορατό δια γυμνού οφθαλμού ότι τα κόμματα δαπανούσαν και συνεχίζουν να δαπανούν πολύ περισσότερα από τα επίσημα έσοδά τους. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό με μαύρο πολιτικό χρήμα, που κατά κανόνα διακινείται με σακούλες. Το πλεονέκτημά τους είναι ότι δεν αφήνουν ίχνη στο τραπεζικό σύστημα.
Τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας δεν είχαν πραγματοποιήσει ποτέ κάποια σχετική έρευνα. Ήταν άγραφος αλλά πολύ ισχυρός κανόνας τα οικονομικά των κομμάτων και των πολιτικών να αντιμετωπίζονται από τις ελεγκτικές αρχές σαν ιερές αγελάδες. Υπενθυμίζουμε ότι, ακόμα κι όταν είχαν έρθει από τη Γερμανία στοιχεία για το σκάνδαλο Siemens, η ελληνική Δικαιοσύνη είχε δείξει απροθυμία να τα αξιοποιήσει. Το έπραξε όταν, λόγω της μεγάλης δημοσιότητας, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
Το σκάνδαλο της Siemens επιβεβαίωσε αυτά που στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ ήταν κοινό μυστικό. Οι μεγάλες επιχειρήσεις που κάνουν δουλειές με το δημόσιο έχουν υφάνει ένα ολόκληρο δίκτυο στο επίπεδο της δημόσιας διοίκησης και των ΔΕΚΟ, με τις οποίες συναλλάσσονται. Είναι κοινό μυστικό ότι ένας μεγάλος αριθμός υπηρεσιακών παραγόντων που εμπλέκονται στις προμήθειες και στις αναθέσεις έργων βρίσκονται στο ανεπίσημο μισθολόγιο μεγάλων εταιρειών, οι οποίες στην κρίσιμη στιγμή ζητούν το αντάλλαγμα.
Στην Ελλάδα είχε αφεθεί χώρος για επιχειρηματικές δραστηριότητες, οι οποίες όχι μόνο απομακρύνονται από την αντίληψη του υγιούς ανταγωνισμού, αλλά προσιδιάζουν περισσότερο σε μια κλεπτοκρατική αντίληψη για το επιχειρείν. Ιδιοποιούνταν με νομότυπο τρόπο πλεόνασμα, το οποίο θα μπορούσε να αναβαθμίσει την ποιότητα ζωής των πολιτών. Το διαπλεκόμενο κεφάλαιο παρέκαμπτε τους κανόνες του υγιούς ανταγωνισμού, ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο τη θέση του.
Έχοντας με το αζημίωτο εξασφαλίσει υψηλή προστασία, διολίσθαινε πολύ πιο εύκολα στην απληστία, η οποία με τη σειρά της το ωθούσε σε τυχοδιωκτικές και αντικοινωνικές πρακτικές. Για την ακρίβεια, το ωθούσε σε εκπτώσεις της ποιότητας δημοσίων έργων και δημοσίων προμηθειών, που μπορούσαν ακόμα και να θέσουν σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές.
Όταν, μάλιστα, συνέβαινε ένα τέτοιο περιστατικό, η ενορχηστρωμένη προπαγάνδα προσπαθούσε να πείσει την κοινή γνώμη ότι επρόκειτο για ατύχημα. Η επιτροπή που οριζόταν για να αναζητήσει ευθύνες συνήθως λειτουργούσε ως μηχανισμός συγκάλυψης. Στην πραγματικότητα, τέτοιου είδους περιστατικά δεν ήταν ατυχήματα. Ήταν απλώς το στατιστικά αναπόφευκτο αποτέλεσμα των εκπτώσεων στην ποιότητα κατασκευής, συντήρησης κτλ.
Όλα αυτά συνέβαιναν στα χρόνια του μεγάλου πάρτι. Μετά; Όταν η Ελλάδα εισήλθε στο μνημονιακό μονοπάτι, όταν οι δανειστές την μετέτρεψαν σε μεταμοντέρνα αποικία; Η περιβόητη Τρόικα, που παρενέβαινε δραστικά ακόμα και για τριτεύουσας σημασίας ζητήματα, απαίτησε να ληφθούν αποτελεσματικά μέτρα για να συρρικνωθούν αυτές οι πρακτικές;
Στα λόγια, οι δανειστές έθεσαν το ζήτημα κυρίως της μικρομεσαίας διαφθοράς. Το καρκίνωμα της διαπλοκής ετέθη στο τραπέζι σχεδόν θεωρητικά. Για ζητήματα που ενδιέφεραν τους δανειστές η Τρόικα έβαζε το μαχαίρι στο λαιμό των μνημονιακών κυβερνήσεων για να ψηφίσουν και να εφαρμόσουν δραστικά μέτρα. Αντιθέτως, για το κρίσιμο ζήτημα της διαπλοκής επέδειξαν μεγάλη ανοχή. Προφανώς, επειδή οι πρωταγωνιστές της διαπλοκής ήταν οι εσωτερικές δυνάμεις που είχαν υψώσει εξαρχής τη σημαία του Μνημονίου.
Το πρακτικό αποτέλεσμα είναι ότι το φαινόμενο της κλεπτοκρατίας και της διαπλοκής μπορεί να μειώθηκε λόγω της οξύτατης κρίσης, αλλά δεν χτυπήθηκε στη ρίζα του. Είναι εδώ και σε συνδυασμό με τη μνημονιακή ομηρία λειτουργεί σαν καρκίνωμα που κατατρώγει τα σωθικά του έθνους και του κράτους, μετατρέποντας την Ελλάδα σε ένα είδος ισοβίτη.
Η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και ο σχηματισμός της κυβέρνησης Τσίπρα είναι αληθές ότι τάραξε τα ύδατα, ανοίγοντας μέτωπα. Ως αποτέλεσμα, κάποιοι σημαντικοί κρίκοι της διαπλοκής πράγματι έσπασαν. Δεν άλλαξε, όμως, το μοντέλο. Η μάχη εναντίον της διαπλοκής από εξυγιαντική θεσμική διαδικασία μετετράπη σε όπλο στα χέρια της κυβέρνησης. Πρώτον, στο μέτωπο με την αντιπολίτευση της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Δεύτερον, για τη διαμόρφωση νέων ισορροπιών, αν όχι προνομιακών σχέσεων, με την ολιγαρχία του χρήματος, πάντα στο πλαίσιο του δούναι και λαβείν.
Πηγή: SL press
Σταύρος Λυγερός: Σχετικά με τον συντάκτη
Είναι κοινό μυστικό ότι η κυβέρνηση Τσίπρα προτίθεται στην προεκλογική περίοδο να παίξει δυνατά το χαρτί της κάθαρσης, δρομολογώντας επιλεκτικά τη δικαστική διερεύνηση υποθέσεων διαπλοκής-διαφθοράς, οι οποίες μπορούν να της αποδώσουν πολιτικά-εκλογικά οφέλη. Το πρόβλημα διαπλοκή-κλεπτοκρατία όχι μόνο είναι υπαρκτό, αλλά και είναι μία από τις βασικές αιτίες που η Ελλάδα έπεσε στα βράχια.
Την άνοιξη του 2011 δεκάδες και μερικές φορές εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες φώναζαν απευθυνόμενοι προς τη Βουλή «κλέφτες, κλέφτες». Το σύνθημα αυτό, ένα από τα κυρίαρχα των Αγανακτισμένων, είναι βεβαίως ισοπεδωτικό, επειδή υπάρχουν πολλοί βουλευτές που δεν είναι κλέφτες και λαμόγια. Επίσης, είναι απλοϊκό έως και παραπλανητικό, επειδή το δημόσιο χρέος που οδήγησε στα Μνημόνια δεν προέκυψε από τις κλεψιές υπουργών και βουλευτών.
Αυτό το σύνθημα, εντούτοις, έθεσε επί τάπητος, έστω και στρεβλά, το πρόβλημα. Το πρόβλημα δεν είναι ότι από την κλεπτοκρατία επωφελούνται περισσότερο οι πολιτικοί. Το πρόβλημα είναι ότι έχουν καταλυτική ευθύνη για την ανάπτυξη και εδραίωση του κλεπτοκρατικού, σπάταλου, ανορθολογικού και παρασιτικού μοντέλου, που έριξε την Ελλάδα στον γκρεμό. Ως φορείς της λαϊκής εντολής και ως έχοντες καθήκον την υπεράσπιση του δημόσιου χρήματος και του εθνικού συμφέροντος, όφειλαν να έχουν λειτουργήσει διαφορετικά.
Ιστορικά, η ανάπτυξη της οικονομίας και η δημιουργία μεγάλων επιχειρήσεων περιόρισαν σταδιακά την ισχύ της μέχρι τότε πανίσχυρης πολιτικής εξουσίας. Μπορεί σε ιστορική κλίμακα να ανιχνεύεται ένας ανταγωνισμός ανάμεσα στην πολιτική εξουσία και στην ολιγαρχία του χρήματος, αλλά ο κανόνας είναι ότι οι ισχυροί οικονομικοί παράγοντες ανέπτυσσαν προνομιακές σχέσεις με το εκάστοτε πολιτικό κατεστημένο.
Η πολιτική εξουσία εξασφάλιζε στους κεφαλαιοκράτες επικερδείς συμβάσεις με το δημόσιο, τους διευκόλυνε στις κάθε είδους σχέσεις τους με το κράτος, αλλά και διαμόρφωνε ευνοϊκό περιβάλλον στην αγορά. Από την πλευρά τους, οι κεφαλαιοκράτες ανταπέδιδαν, χρηματοδοτώντας κάτω από το τραπέζι κόμματα και πολιτικούς.
Τα εργαλεία χειραγώγησης
Η δημιουργία των πολυεθνικών εταιρειών και η διεθνοποίηση της οικονομίας έχει διεθνώς διαφοροποιήσει ποιοτικά την ισορροπία στις σχέσεις πολιτικής και οικονομίας υπέρ της δεύτερης. Η πλήρης ανατροπή, όμως, συντελέστηκε από τη στιγμή που το μεγάλο κεφάλαιο έθεσε υπό τον έλεγχό του τα πανίσχυρα δίκτυα των ΜΜΕ.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι ολιγάρχες του χρήματος ενίσχυσαν τη θέση τους και είναι σε θέση όχι απλώς να αποσπούν χρυσοφόρες συμβάσεις με το δημόσιο, αλλά ενίοτε και να επιβάλλουν πολιτικές αποφάσεις και να επηρεάζουν καθοριστικά τους πολιτικούς συσχετισμούς. Ελέγχοντας τα ΜΜΕ, μπορούν σε μεγάλο βαθμό να διαμορφώνουν την εικόνα του μέσου πολίτη για τα πολιτικά πράγματα και κατ’ επέκταση να επηρεάζουν την εκλογική συμπεριφορά του.
Ο έλεγχος των ΜΜΕ από το κεφάλαιο συνδέθηκε στην Ελλάδα με τη δημιουργία και κυριαρχία των ιδιωτικών ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών, αλλά και με την αγορά μεγάλων εφημερίδων. Ο έλεγχος των μεγάλων εφημερίδων είχε ως αποτέλεσμα αυτές να μεταλλαχτούν από σχεδόν μονοδιάστατα παραταξιακά έντυπα σε σχετικά αυτόνομες επιχειρήσεις, οι οποίες πουλάνε ένα σύνθετο προϊόν και παίζουν τα δικά τους παιχνίδια.
Στρεβλώσεις στη διαφήμιση
Οι εφημερίδες δεν εξαρτώνται, όπως στο παρελθόν, αποκλειστικά από τις πωλήσεις. Καθοριστικής σημασίας για την επιβίωσή τους είναι τα έσοδα από τη διαφήμιση. Αυτά, άλλωστε, είναι τα μοναδικά έσοδα για τους τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς, καθώς και για τους ιστότοπους, δηλαδή για τα ΜΜΕ που τείνουν να κυριαρχήσουν στην ενημέρωση.
Ας σημειωθεί ότι τα έσοδα αυτά δεν προκύπτουν αποκλειστικά με κριτήρια κυκλοφορίας, τηλεθέασης, ακροαματικότητας και επισκεψιμότητας, ούτε και με κριτήρια κύρους. Προκύπτουν και με βάση τη διαπλοκή των μιντιαρχών αφενός με την κυβέρνηση, η οποία παλαιότερα, μέσω των δημόσιων οργανισμών, μοίραζε ένα μεγάλο κομμάτι της διαφημιστικής πίτας, αφετέρου με μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες.
Οι μιντιάρχες έχουν τη δυνατότητα είτε να προωθούν τα δικά τους επιχειρηματικά συμφέροντα είτε με υψηλό αντάλλαγμα να μεσολαβούν στο πολιτικό σύστημα και ευρύτερα σε κρατικούς αξιωματούχους για την προώθηση των συμφερόντων άλλων μεγάλων οικονομικών παραγόντων, οι οποίοι δεν διαθέτουν αυτόνομη αποφασιστική επιρροή στην πολιτική εξουσία.
Παραλλήλως, μεγάλες εταιρείες, που εξαρτώνται κυρίως από τις κρατικές συμβάσεις, προωθούν τα συμφέροντά τους, χρηματοδοτώντας συστηματικά κόμματα, πολιτικούς και υπηρεσιακούς παράγοντες, αλλά και τους «νταβατζήδες» των ΜΜΕ, σύμφωνα με την εύστοχη ρήση του Κώστα Καραμανλή. Πρόκειται για τον παράνομο φόρο της διαπλοκής, που ηθικοπολιτικά είχε καταστεί σχεδόν αποδεκτός.
Το μαύρο πολιτικό χρήμα
Ένα σημαντικό μέρος του, μάλιστα, δεν κατέληγε καν στα κομματικά ταμεία. Χανόταν στη διαδρομή, κάνοντας πλουσιότερα τα κομματικά στελέχη που ασχολούνταν με τη συλλογή του “φόρου”. Κανείς δεν ήταν ανυποψίαστος. Ήταν ορατό δια γυμνού οφθαλμού ότι τα κόμματα δαπανούσαν και συνεχίζουν να δαπανούν πολύ περισσότερα από τα επίσημα έσοδά τους. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό με μαύρο πολιτικό χρήμα, που κατά κανόνα διακινείται με σακούλες. Το πλεονέκτημά τους είναι ότι δεν αφήνουν ίχνη στο τραπεζικό σύστημα.
Τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας δεν είχαν πραγματοποιήσει ποτέ κάποια σχετική έρευνα. Ήταν άγραφος αλλά πολύ ισχυρός κανόνας τα οικονομικά των κομμάτων και των πολιτικών να αντιμετωπίζονται από τις ελεγκτικές αρχές σαν ιερές αγελάδες. Υπενθυμίζουμε ότι, ακόμα κι όταν είχαν έρθει από τη Γερμανία στοιχεία για το σκάνδαλο Siemens, η ελληνική Δικαιοσύνη είχε δείξει απροθυμία να τα αξιοποιήσει. Το έπραξε όταν, λόγω της μεγάλης δημοσιότητας, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
Το σκάνδαλο της Siemens επιβεβαίωσε αυτά που στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ ήταν κοινό μυστικό. Οι μεγάλες επιχειρήσεις που κάνουν δουλειές με το δημόσιο έχουν υφάνει ένα ολόκληρο δίκτυο στο επίπεδο της δημόσιας διοίκησης και των ΔΕΚΟ, με τις οποίες συναλλάσσονται. Είναι κοινό μυστικό ότι ένας μεγάλος αριθμός υπηρεσιακών παραγόντων που εμπλέκονται στις προμήθειες και στις αναθέσεις έργων βρίσκονται στο ανεπίσημο μισθολόγιο μεγάλων εταιρειών, οι οποίες στην κρίσιμη στιγμή ζητούν το αντάλλαγμα.
Κλεπτοκρατικό επιχειρείν
Στην Ελλάδα είχε αφεθεί χώρος για επιχειρηματικές δραστηριότητες, οι οποίες όχι μόνο απομακρύνονται από την αντίληψη του υγιούς ανταγωνισμού, αλλά προσιδιάζουν περισσότερο σε μια κλεπτοκρατική αντίληψη για το επιχειρείν. Ιδιοποιούνταν με νομότυπο τρόπο πλεόνασμα, το οποίο θα μπορούσε να αναβαθμίσει την ποιότητα ζωής των πολιτών. Το διαπλεκόμενο κεφάλαιο παρέκαμπτε τους κανόνες του υγιούς ανταγωνισμού, ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο τη θέση του.
Έχοντας με το αζημίωτο εξασφαλίσει υψηλή προστασία, διολίσθαινε πολύ πιο εύκολα στην απληστία, η οποία με τη σειρά της το ωθούσε σε τυχοδιωκτικές και αντικοινωνικές πρακτικές. Για την ακρίβεια, το ωθούσε σε εκπτώσεις της ποιότητας δημοσίων έργων και δημοσίων προμηθειών, που μπορούσαν ακόμα και να θέσουν σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές.
Όταν, μάλιστα, συνέβαινε ένα τέτοιο περιστατικό, η ενορχηστρωμένη προπαγάνδα προσπαθούσε να πείσει την κοινή γνώμη ότι επρόκειτο για ατύχημα. Η επιτροπή που οριζόταν για να αναζητήσει ευθύνες συνήθως λειτουργούσε ως μηχανισμός συγκάλυψης. Στην πραγματικότητα, τέτοιου είδους περιστατικά δεν ήταν ατυχήματα. Ήταν απλώς το στατιστικά αναπόφευκτο αποτέλεσμα των εκπτώσεων στην ποιότητα κατασκευής, συντήρησης κτλ.
Τα «στραβά μάτια» των δανειστών
Όλα αυτά συνέβαιναν στα χρόνια του μεγάλου πάρτι. Μετά; Όταν η Ελλάδα εισήλθε στο μνημονιακό μονοπάτι, όταν οι δανειστές την μετέτρεψαν σε μεταμοντέρνα αποικία; Η περιβόητη Τρόικα, που παρενέβαινε δραστικά ακόμα και για τριτεύουσας σημασίας ζητήματα, απαίτησε να ληφθούν αποτελεσματικά μέτρα για να συρρικνωθούν αυτές οι πρακτικές;
Στα λόγια, οι δανειστές έθεσαν το ζήτημα κυρίως της μικρομεσαίας διαφθοράς. Το καρκίνωμα της διαπλοκής ετέθη στο τραπέζι σχεδόν θεωρητικά. Για ζητήματα που ενδιέφεραν τους δανειστές η Τρόικα έβαζε το μαχαίρι στο λαιμό των μνημονιακών κυβερνήσεων για να ψηφίσουν και να εφαρμόσουν δραστικά μέτρα. Αντιθέτως, για το κρίσιμο ζήτημα της διαπλοκής επέδειξαν μεγάλη ανοχή. Προφανώς, επειδή οι πρωταγωνιστές της διαπλοκής ήταν οι εσωτερικές δυνάμεις που είχαν υψώσει εξαρχής τη σημαία του Μνημονίου.
Το πρακτικό αποτέλεσμα είναι ότι το φαινόμενο της κλεπτοκρατίας και της διαπλοκής μπορεί να μειώθηκε λόγω της οξύτατης κρίσης, αλλά δεν χτυπήθηκε στη ρίζα του. Είναι εδώ και σε συνδυασμό με τη μνημονιακή ομηρία λειτουργεί σαν καρκίνωμα που κατατρώγει τα σωθικά του έθνους και του κράτους, μετατρέποντας την Ελλάδα σε ένα είδος ισοβίτη.
Η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και ο σχηματισμός της κυβέρνησης Τσίπρα είναι αληθές ότι τάραξε τα ύδατα, ανοίγοντας μέτωπα. Ως αποτέλεσμα, κάποιοι σημαντικοί κρίκοι της διαπλοκής πράγματι έσπασαν. Δεν άλλαξε, όμως, το μοντέλο. Η μάχη εναντίον της διαπλοκής από εξυγιαντική θεσμική διαδικασία μετετράπη σε όπλο στα χέρια της κυβέρνησης. Πρώτον, στο μέτωπο με την αντιπολίτευση της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Δεύτερον, για τη διαμόρφωση νέων ισορροπιών, αν όχι προνομιακών σχέσεων, με την ολιγαρχία του χρήματος, πάντα στο πλαίσιο του δούναι και λαβείν.
Πηγή: SL press
Σταύρος Λυγερός: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου