Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Με το που θα πέσουν τα φώτα της κυβερνητικής παρουσίας στη Θεσσαλονίκη, θα ανάψουν τα φώτα της Αθήνας. Όπου από Δευτέρα προσγειώνονται τα κλιμάκια του κουαρτέτου, στην πρεμιέρα της ενισχυμένης εποπτείας. Οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσουν το ενδιαφέρον όχι τόσο των τεχνικών κλιμακίων, όσο των επικεφαλής των θεσμών που θα έχουν συναντήσεις σε επίπεδο υπουργών Τετάρτη με Παρασκευή. Η αποτίμηση των πρωθυπουργικών εξαγγελιών από τους εκπροσώπους των δανειστών δεν θα είναι κυρίως λογιστική, δηλαδή με κριτήριο τα νούμερα του προϋπολογισμού του 2019, αλλά κυρίως πολιτική. Τους ενδιαφέρει να μην αποπνέουν έναν αέρα αντιστροφής και ριζικής αμφισβήτησης των «μεταρρυθμίσεων» που περιλαμβάνονται στις μεταμνημονιακές δεσμεύσεις.
Το βασικό εργαλείο που διαθέτουν οι δανειστές προκειμένου να φρενάρουν μια επέκταση των κυβερνητικών εξαγγελιών πέρα από τα αποδεκτά –και πολιτικώς κατανοητά για όλους τους Ευρωπαίους εταίρους, λόγω εκλογικού κύκλου– όρια είναι οι αγορές. Μετά τον Ρέγκλινγκ του ESM, ήταν η σειρά του Μπενουά Κερέ, της ΕΚΤ, να θυμίσει προ ημερών (με συνέντευξη στην «Καθημερινή») ότι «μετά την έξοδο από το μνημόνιο η χώρα θα βρει απέναντί της έναν πιο σκληρό από τους θεσμούς, τις αγορές». Αυτό δεν αποτελεί απλώς μια θεωρητική προειδοποίηση. Είναι και πρακτική. Πρώτον, γιατί η πρόσφατη αναστάτωση στην ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων κατέδειξε μιαν υπερευαισθησία απέναντι στο ελληνικό δεκαετές. Δεύτερον, γιατί η ενισχυμένη εποπτεία καθιστά τις αγορές προνομιακό συνομιλητή των δανειστών και ρυθμιστή του χρόνου και του ρυθμού επιστροφής της Ελλάδας σε αυτές. Τρίτον, γιατί το timing της επιστροφής στις αγορές ελέγχεται απευθείας από τους δανειστές, μέσω του αποθεματικού των 24 δισ. που έχει κτιστεί για την περίοδο μέχρι το 2022, με αποκλειστικό προορισμό την εξυπηρέτηση του χρέους και τη διευκόλυνση των μέτρων ελάφρυνσής του. Ο κουμπαράς διασφαλίζει μεν ότι η Ελλάδα δεν απειλείται να μείνει από ρευστό, αλλά ταυτόχρονα η σταδιακή και σε μικρές δόσεις χρήση του δίνει στον ESM το πρόσταγμα στο χρονοδιάγραμμα επιστροφής στις αγορές.
Η προσοχή του εγχώριου πολιτικού συστήματος είναι εστιασμένη, βεβαίως, στο τελικό περιεχόμενο των εξαγγελιών στη ΔΕΘ και ιδιαίτερα αυτών που θα αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους δανειστές: τι θα γίνει με τις περικοπές των συντάξεων; Θα μπει και το αφορολόγητο στο παζάρι; Ποιες μειώσεις στη φορολογία και στις ασφαλιστικές εισφορές, πόσες και σε βάθος ποιου χρόνου είναι συμβατές με τη δέσμευση στα τερατώδη πλεονάσματα; Η κυβέρνηση έχει το πλεονέκτημα να καλλιεργεί κάποιες προσδοκίες. H Ν.Δ. έχει το πλεονέκτημα της διάψευσης των προσδοκιών την προηγούμενη τριετία, αλλά και το μειονέκτημα ότι η ίδια αφενός δεν αμφισβητεί τις μεταμνημονιακές δεσμεύσεις, αφετέρου ότι μια υπερβολική εξειδίκευση του «εναλλακτικού» της προγράμματος θα την εκθέσει επικίνδυνα. Ήδη, η εξαγγελία Μητσοτάκη για ξήλωμα του νόμου Κατρούγκαλου συνοδεύτηκε από την προαναγγελία ιδιωτικοποίησης του ασφαλιστικού συστήματος, με τη θέσπιση του λεγόμενου «τρίτου πυλώνα» ιδιωτικής ασφάλισης.
Σε κάθε περίπτωση, τόσο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ όσο και η Ν.Δ. που φιλοδοξεί να τη διαδεχθεί αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα: κάθε εξαγγελία και υπόσχεση στον δρόμο προς την κάλπη υποχρεωτικά κινείται εντός των συγκοινωνούντων δοχείων των δυσθεώρητων και μακρόχρονων πρωτογενών πλεονασμάτων που υιοθετήθηκαν υπέρ του αβίωτου χρέους. Οτιδήποτε προστίθεται σε μια τσέπη πρέπει να αφαιρεθεί από μιαν άλλη. Κατά κανόνα στο ίδιο παντελόνι.
Το ενδιαφέρον είναι ότι σ’ αυτή τη μακρά προεκλογική αντιπαράθεση για το μίγμα της μεταμνημονιακής οικονομικής πολιτικής, στην οποία οι δανειστές θα έχουν σταθερή παρουσία δια των τριών αξιολογήσεων και εκθέσεων που αναμένονται μέχρι τον Μάιο, διαμορφώνονται παράδοξες ανακατατάξεις στις συμμαχίες στις οποίες προσβλέπουν κυβέρνηση και αντιπολίτευση, εντός και εκτός χώρας.
Για παράδειγμα, στο επιχειρηματικό πεδίο, ο μεν ΣΕΒ επιλέγει γραμμή αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση στο θέμα των συντάξεων, του κατώτατου μισθού, των συλλογικών συμβάσεων, αλλά οι λοιπές επιχειρηματικές ενώσεις τηρούν μια στάση ευνοϊκότερη στις κυβερνητικές επιλογές, έστω επικοινωνιακά, στερώντας από την ηγεσία της Ν.Δ. το παραδοσιακό μονοπώλιο της εκπροσώπησης της επιχειρηματικής ελίτ. Αυτό άλλωστε εκφράζεται και στο εγχείρημα διεύρυνσης του ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο προς την κεντροαριστερά, αλλά και σε τμήμα της κεντροδεξιάς.
Σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο καταγράφονται ανάλογα φαινόμενα. Η πρωτοφανής αμερικανική «κυριαρχία» στη ΔΕΘ είναι μόνο μια συμβολική ένδειξη μιας στρατηγικής σχέσης που βαθαίνει, με αναμενόμενα πολιτικά οφέλη και για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, σε μια περίοδο που οι σχέσεις της κυβέρνησης Τραμπ με την ευρωπαϊκή ηγεσία κλονίζονται βαθιά. Προστιθέμενη πολιτική αξία για την κυβέρνηση έχει και η αντίστοιχη στρατηγική σχέση με το Ισραήλ. Ο συνδυασμός των δυο επικεντρώνεται κυρίως στην ενεργειακή και αμυντική συνεργασία, αλλά το γεγονός ότι αυτή αποβλέπει και στην ευρύτερη βαλκανική ενδοχώρα καθιστά σημαντική και την υποστήριξη της Συμφωνίας των Πρεσπών με τη ΠΓΔΜ.
Εδώ, συμπίπτει και η υποστήριξη της ευρωπαϊκής ελίτ, και μάλιστα διακομματική, σε βαθμό που να προκαλεί παρενέργειες στις επιλογές και στην τακτική της ηγεσίας της Ν.Δ. να αντιτεθεί στη συμφωνία και στη φιλοδοξία της τον Μάρτιο να καταψηφιστεί και να καταστεί έτσι το βασικό θέμα της αντιπαράθεσης τον Μάιο, στον οποίο αναπόφευκτα θα προστεθούν οι εθνικές εκλογές, δίπλα στις αυτοδιοικητικές και τις ευρωπαϊκές. Σ’ ένα τέτοιο σενάριο, ακόμη κι αν η ηγεσία της ΝΔ ποντάρει σε μια –εικαζόμενη, αλλά διόλου δεδομένη– κοινωνική πλειοψηφία κατά της συμφωνίας, θα έχει απέναντί της μια σχεδόν αρραγή ευρωπαϊκή ηγεσία υπέρ της συμφωνίας. Συμπεριλαμβανομένης της ευρωδεξιάς του ΕΛΚ.
Αυτές οι παράδοξες εκ πρώτης όψεως «ανταλλαγές» συμμαχιών, που θα επηρεάσουν τον εγχώριο νέο διπολισμό στην προεκλογική συγκυρία, εξελίσσονται σε ένα περιβάλλον τεκτονικών αλλαγών στον πανευρωπαϊκό συσχετισμό δυνάμεων. Το τόνο δίνει η ασυγκράτητη άνοδος της ακροδεξιάς, που μετατοπίζει δεξιότερα όλο το πολιτικό σύστημα.
Η απειλή της AfD στη Γερμανία –που τον Οκτώβριο θα δοκιμάσει στη Βαυαρία τη δημοσκοπική της επιτυχία–, το ακροδεξιό μέτωπο που επιχειρεί να συγκροτήσει ο Σαλβίνι όχι μόνο με δυνάμεις τύπου Λεπέν, αλλά και με ακροδεξιούς ηγέτες που βρίσκονται στους κόλπους του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, όπως ο Όρμπαν και ο Κουρτς, ώθησε τη Μέρκελ να υποστηρίξει τον Βέμπερ ως υποψήφιο του ΕΛΚ για την προεδρία της Κομισιόν. Ο Βέμπερ δεν είναι ένας κλασικός μετριοπαθής κεντροδεξιός, είναι ο εκλεκτός των Βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών (CSU) που πραγματοποιούν μια ακροδεξιά, ρατσιστική στροφή προκειμένου να αποφύγουν μια εκλογική πανωλεθρία, αφήνοντας άπλετο χώρο αποθράσυνσης των νεοναζί.
Στο ακροδεξιό τόξο που διαμορφώνεται μεταξύ επίσημης ακροδεξιάς και ΕΛΚ, με επίκεντρο το μεταναστευτικό, η λοιπή ευρωπαϊκή ελίτ δεν έχει να αντιπαρατάξει μέχρι στιγμής τίποτε καλύτερο από τον νεοφιλελεύθερο Μακρόν, που εμφανίζεται ως επίδοξος ηγέτης ενός «προοδευτικού- αντιεθνικιστικού» άξονα, μαζί με τη Μέρκελ. «Προοδευτικός άξονας υπό Μακρόν» ακούγεται ως σύντομο ανέκδοτο, αλλά στη χαοτική περιδίνηση που διαπερνά την ευρωπαϊκή ελίτ, αυτές οι ζυμώσεις μπορεί να οδηγήσουν σε μια νέα, ευρεία συντηρητική συναίνεση στην Ε.Ε. που να ξεκινά από την «καθωσπρέπει» ακροδεξιά και να φτάνει στις παρυφές της Αριστεράς. Σ’ αυτό το σενάριο, ο εγχώριος διπολισμός ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ θα έχει να διαχειριστεί σοβαρές δυσκολίες αναγκαστικής ευρωπαϊκής συνύπαρξης από τη μια, και ακραίας προεκλογικής πόλωσης από την άλλη.
Πηγή: e-dromos.gr
Γιάννης Κιμπουρόπουλος: Σχετικά με τον Συντάκτη
Το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας και οι ευρωπαϊκές εξελίξεις προκαλούν αναδιάταξη εγχώριων και διεθνών δυνάμεων στην πόλωση κυβέρνησης-Ν.Δ.
Με το που θα πέσουν τα φώτα της κυβερνητικής παρουσίας στη Θεσσαλονίκη, θα ανάψουν τα φώτα της Αθήνας. Όπου από Δευτέρα προσγειώνονται τα κλιμάκια του κουαρτέτου, στην πρεμιέρα της ενισχυμένης εποπτείας. Οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσουν το ενδιαφέρον όχι τόσο των τεχνικών κλιμακίων, όσο των επικεφαλής των θεσμών που θα έχουν συναντήσεις σε επίπεδο υπουργών Τετάρτη με Παρασκευή. Η αποτίμηση των πρωθυπουργικών εξαγγελιών από τους εκπροσώπους των δανειστών δεν θα είναι κυρίως λογιστική, δηλαδή με κριτήριο τα νούμερα του προϋπολογισμού του 2019, αλλά κυρίως πολιτική. Τους ενδιαφέρει να μην αποπνέουν έναν αέρα αντιστροφής και ριζικής αμφισβήτησης των «μεταρρυθμίσεων» που περιλαμβάνονται στις μεταμνημονιακές δεσμεύσεις.
Οι αγορές «χωροφύλακας»
Το βασικό εργαλείο που διαθέτουν οι δανειστές προκειμένου να φρενάρουν μια επέκταση των κυβερνητικών εξαγγελιών πέρα από τα αποδεκτά –και πολιτικώς κατανοητά για όλους τους Ευρωπαίους εταίρους, λόγω εκλογικού κύκλου– όρια είναι οι αγορές. Μετά τον Ρέγκλινγκ του ESM, ήταν η σειρά του Μπενουά Κερέ, της ΕΚΤ, να θυμίσει προ ημερών (με συνέντευξη στην «Καθημερινή») ότι «μετά την έξοδο από το μνημόνιο η χώρα θα βρει απέναντί της έναν πιο σκληρό από τους θεσμούς, τις αγορές». Αυτό δεν αποτελεί απλώς μια θεωρητική προειδοποίηση. Είναι και πρακτική. Πρώτον, γιατί η πρόσφατη αναστάτωση στην ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων κατέδειξε μιαν υπερευαισθησία απέναντι στο ελληνικό δεκαετές. Δεύτερον, γιατί η ενισχυμένη εποπτεία καθιστά τις αγορές προνομιακό συνομιλητή των δανειστών και ρυθμιστή του χρόνου και του ρυθμού επιστροφής της Ελλάδας σε αυτές. Τρίτον, γιατί το timing της επιστροφής στις αγορές ελέγχεται απευθείας από τους δανειστές, μέσω του αποθεματικού των 24 δισ. που έχει κτιστεί για την περίοδο μέχρι το 2022, με αποκλειστικό προορισμό την εξυπηρέτηση του χρέους και τη διευκόλυνση των μέτρων ελάφρυνσής του. Ο κουμπαράς διασφαλίζει μεν ότι η Ελλάδα δεν απειλείται να μείνει από ρευστό, αλλά ταυτόχρονα η σταδιακή και σε μικρές δόσεις χρήση του δίνει στον ESM το πρόσταγμα στο χρονοδιάγραμμα επιστροφής στις αγορές.
Ο «κόφτης» των εξαγγελιών
Η προσοχή του εγχώριου πολιτικού συστήματος είναι εστιασμένη, βεβαίως, στο τελικό περιεχόμενο των εξαγγελιών στη ΔΕΘ και ιδιαίτερα αυτών που θα αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους δανειστές: τι θα γίνει με τις περικοπές των συντάξεων; Θα μπει και το αφορολόγητο στο παζάρι; Ποιες μειώσεις στη φορολογία και στις ασφαλιστικές εισφορές, πόσες και σε βάθος ποιου χρόνου είναι συμβατές με τη δέσμευση στα τερατώδη πλεονάσματα; Η κυβέρνηση έχει το πλεονέκτημα να καλλιεργεί κάποιες προσδοκίες. H Ν.Δ. έχει το πλεονέκτημα της διάψευσης των προσδοκιών την προηγούμενη τριετία, αλλά και το μειονέκτημα ότι η ίδια αφενός δεν αμφισβητεί τις μεταμνημονιακές δεσμεύσεις, αφετέρου ότι μια υπερβολική εξειδίκευση του «εναλλακτικού» της προγράμματος θα την εκθέσει επικίνδυνα. Ήδη, η εξαγγελία Μητσοτάκη για ξήλωμα του νόμου Κατρούγκαλου συνοδεύτηκε από την προαναγγελία ιδιωτικοποίησης του ασφαλιστικού συστήματος, με τη θέσπιση του λεγόμενου «τρίτου πυλώνα» ιδιωτικής ασφάλισης.
Σε κάθε περίπτωση, τόσο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ όσο και η Ν.Δ. που φιλοδοξεί να τη διαδεχθεί αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα: κάθε εξαγγελία και υπόσχεση στον δρόμο προς την κάλπη υποχρεωτικά κινείται εντός των συγκοινωνούντων δοχείων των δυσθεώρητων και μακρόχρονων πρωτογενών πλεονασμάτων που υιοθετήθηκαν υπέρ του αβίωτου χρέους. Οτιδήποτε προστίθεται σε μια τσέπη πρέπει να αφαιρεθεί από μιαν άλλη. Κατά κανόνα στο ίδιο παντελόνι.
Εγχώριες και διεθνείς συμμαχίες
Το ενδιαφέρον είναι ότι σ’ αυτή τη μακρά προεκλογική αντιπαράθεση για το μίγμα της μεταμνημονιακής οικονομικής πολιτικής, στην οποία οι δανειστές θα έχουν σταθερή παρουσία δια των τριών αξιολογήσεων και εκθέσεων που αναμένονται μέχρι τον Μάιο, διαμορφώνονται παράδοξες ανακατατάξεις στις συμμαχίες στις οποίες προσβλέπουν κυβέρνηση και αντιπολίτευση, εντός και εκτός χώρας.
Για παράδειγμα, στο επιχειρηματικό πεδίο, ο μεν ΣΕΒ επιλέγει γραμμή αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση στο θέμα των συντάξεων, του κατώτατου μισθού, των συλλογικών συμβάσεων, αλλά οι λοιπές επιχειρηματικές ενώσεις τηρούν μια στάση ευνοϊκότερη στις κυβερνητικές επιλογές, έστω επικοινωνιακά, στερώντας από την ηγεσία της Ν.Δ. το παραδοσιακό μονοπώλιο της εκπροσώπησης της επιχειρηματικής ελίτ. Αυτό άλλωστε εκφράζεται και στο εγχείρημα διεύρυνσης του ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο προς την κεντροαριστερά, αλλά και σε τμήμα της κεντροδεξιάς.
Σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο καταγράφονται ανάλογα φαινόμενα. Η πρωτοφανής αμερικανική «κυριαρχία» στη ΔΕΘ είναι μόνο μια συμβολική ένδειξη μιας στρατηγικής σχέσης που βαθαίνει, με αναμενόμενα πολιτικά οφέλη και για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, σε μια περίοδο που οι σχέσεις της κυβέρνησης Τραμπ με την ευρωπαϊκή ηγεσία κλονίζονται βαθιά. Προστιθέμενη πολιτική αξία για την κυβέρνηση έχει και η αντίστοιχη στρατηγική σχέση με το Ισραήλ. Ο συνδυασμός των δυο επικεντρώνεται κυρίως στην ενεργειακή και αμυντική συνεργασία, αλλά το γεγονός ότι αυτή αποβλέπει και στην ευρύτερη βαλκανική ενδοχώρα καθιστά σημαντική και την υποστήριξη της Συμφωνίας των Πρεσπών με τη ΠΓΔΜ.
Εδώ, συμπίπτει και η υποστήριξη της ευρωπαϊκής ελίτ, και μάλιστα διακομματική, σε βαθμό που να προκαλεί παρενέργειες στις επιλογές και στην τακτική της ηγεσίας της Ν.Δ. να αντιτεθεί στη συμφωνία και στη φιλοδοξία της τον Μάρτιο να καταψηφιστεί και να καταστεί έτσι το βασικό θέμα της αντιπαράθεσης τον Μάιο, στον οποίο αναπόφευκτα θα προστεθούν οι εθνικές εκλογές, δίπλα στις αυτοδιοικητικές και τις ευρωπαϊκές. Σ’ ένα τέτοιο σενάριο, ακόμη κι αν η ηγεσία της ΝΔ ποντάρει σε μια –εικαζόμενη, αλλά διόλου δεδομένη– κοινωνική πλειοψηφία κατά της συμφωνίας, θα έχει απέναντί της μια σχεδόν αρραγή ευρωπαϊκή ηγεσία υπέρ της συμφωνίας. Συμπεριλαμβανομένης της ευρωδεξιάς του ΕΛΚ.
Βέμπερ, Μακρόν και «προοδευτικός άξονας»
Αυτές οι παράδοξες εκ πρώτης όψεως «ανταλλαγές» συμμαχιών, που θα επηρεάσουν τον εγχώριο νέο διπολισμό στην προεκλογική συγκυρία, εξελίσσονται σε ένα περιβάλλον τεκτονικών αλλαγών στον πανευρωπαϊκό συσχετισμό δυνάμεων. Το τόνο δίνει η ασυγκράτητη άνοδος της ακροδεξιάς, που μετατοπίζει δεξιότερα όλο το πολιτικό σύστημα.
Η απειλή της AfD στη Γερμανία –που τον Οκτώβριο θα δοκιμάσει στη Βαυαρία τη δημοσκοπική της επιτυχία–, το ακροδεξιό μέτωπο που επιχειρεί να συγκροτήσει ο Σαλβίνι όχι μόνο με δυνάμεις τύπου Λεπέν, αλλά και με ακροδεξιούς ηγέτες που βρίσκονται στους κόλπους του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, όπως ο Όρμπαν και ο Κουρτς, ώθησε τη Μέρκελ να υποστηρίξει τον Βέμπερ ως υποψήφιο του ΕΛΚ για την προεδρία της Κομισιόν. Ο Βέμπερ δεν είναι ένας κλασικός μετριοπαθής κεντροδεξιός, είναι ο εκλεκτός των Βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών (CSU) που πραγματοποιούν μια ακροδεξιά, ρατσιστική στροφή προκειμένου να αποφύγουν μια εκλογική πανωλεθρία, αφήνοντας άπλετο χώρο αποθράσυνσης των νεοναζί.
Στο ακροδεξιό τόξο που διαμορφώνεται μεταξύ επίσημης ακροδεξιάς και ΕΛΚ, με επίκεντρο το μεταναστευτικό, η λοιπή ευρωπαϊκή ελίτ δεν έχει να αντιπαρατάξει μέχρι στιγμής τίποτε καλύτερο από τον νεοφιλελεύθερο Μακρόν, που εμφανίζεται ως επίδοξος ηγέτης ενός «προοδευτικού- αντιεθνικιστικού» άξονα, μαζί με τη Μέρκελ. «Προοδευτικός άξονας υπό Μακρόν» ακούγεται ως σύντομο ανέκδοτο, αλλά στη χαοτική περιδίνηση που διαπερνά την ευρωπαϊκή ελίτ, αυτές οι ζυμώσεις μπορεί να οδηγήσουν σε μια νέα, ευρεία συντηρητική συναίνεση στην Ε.Ε. που να ξεκινά από την «καθωσπρέπει» ακροδεξιά και να φτάνει στις παρυφές της Αριστεράς. Σ’ αυτό το σενάριο, ο εγχώριος διπολισμός ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ θα έχει να διαχειριστεί σοβαρές δυσκολίες αναγκαστικής ευρωπαϊκής συνύπαρξης από τη μια, και ακραίας προεκλογικής πόλωσης από την άλλη.
Πηγή: e-dromos.gr
Γιάννης Κιμπουρόπουλος: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου