Σταύρος Λυγερός
Η κυβέρνηση Τσίπρα είχε θέσει ως στόχους τη γενναία ελάφρυνση του χρέους, τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων μετά το 2018. Η ελάφρυνση που αποφασίσθηκε από τους δανειστές είναι ανεπαρκής, με αποτέλεσμα το χρέος να παραμείνει μη βιώσιμο και η Ελλάδα να μείνει εκτός και από την ύστερη φάση του προγράμματος της ποσοτικής χαλάρωσης. Τέλος, όπως είναι γνωστό, μέχρι το 2022 το ύψος του ετήσιου πρωτογενούς πλεονάσματος παρέμεινε στο εξοντωτικό 3,5% και μετά, μέχρι το 2060 στο βαρύ 2,2% του ΑΕΠ.
Υπενθυμίζουμε πως για να κλείσει τη 2η αξιολόγηση, η κυβέρνηση Τσίπρα είχε υποχρεωθεί να εγκαταλείψει ουσιαστικά τους στόχους της. Και για να κλείσει την 3η αξιολόγηση αποδέχθηκε τις απαιτήσεις των δανειστών, χωρίς μακρόσυρτες διαπραγματεύσεις. Η δε οριστικοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος έγινε, όπως είχε προαναγγείλει και δεν παρέλειπε να υπογραμμίζει ο Σόιμπλε.
Χωρίς πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 (και 2,2% στη συνέχεια) επιτυγχάνεται με βαρύ κόστος. Το 2016 και το 2017 η κυβέρνηση εξασφάλισε πολύ υψηλότερα των στόχων πρωτογενή πλεονάσματα, απορροφώντας, μέσω της υπερφορολόγησης, πολύτιμη ρευστότητα από την πραγματική οικονομία.
Όπως είναι η ελληνική οικονομία, ανάπτυξη μπορεί να προκύψει κυρίως από ισχυρό ρεύμα άμεσων ξένων επενδύσεων. Από τη στιγμή, όμως, που αντί για γενναία ελάφρυνση του χρέους οι εταίροι-δανειστές επέλεξαν να δώσουν ανάσες, η αβεβαιότητα σε σχέση με την προοπτική της ελληνικής οικονομίας παρέμεινε, παρά τα καλά λόγια για την ολοκλήρωση της εφαρμογής του 3ου Μνημονίου. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως δεν πρόκειται να έλθουν μεγάλες άμεσες ξένες επενδύσεις παραγωγικού χαρακτήρα.
Ο Τόμσεν έχει από το 2016 χαρακτηρίσει την ελληνική οικονομία «μη δεχόμενη επιδιόρθωση». Και για να μην αφήσει καμία αμφιβολία είχε υπογραμμίσει ότι αν δεν γίνει γενναία ελάφρυνση καμία κυβέρνηση δεν θα μπορεί να σώσει την κατάσταση. Πρόκειται για δήλωση, η οποία ναι μεν αντανακλούσε τη σύγκρουση μεταξύ ΔΝΤ και Ευρωζώνης, αλλά συνιστούσε και ομολογία της δραματικής αποτυχίας των Μνημονίων.
Είναι αληθές ότι η έξοδος από τα Μνημόνια έδωσε έναν τόνο αισιοδοξίας και μία ανάσα στην αγορά. Αποκατέστησε ένα κλίμα στοιχειώδους σταθερότητας. Από την άλλη πλευρά, όμως, οι όροι που ουσιαστικά εγκλωβίζουν την ελληνική οικονομία σε συνθήκες στασιμότητας ή αναιμικής ανάπτυξης, είναι εδώ, δεν έχουν αρθεί. Δεδομένου ότι ένα σημαντικό ποσοστό επιχειρήσεων και νοικοκυριών αδυνατεί να ανταποκριθεί στις διογκωμένες φορολογικές υποχρεώσεις του, δεδομένου ότι η ενεργός ζήτηση παραμένει σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, τα υπερβολικά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα μπορούν να προκύψουν με δύο τρόπους ή με συνδυασμό τους:
Είναι προφανές πως με την οικονομία ουσιαστικά να σέρνεται, ή στην ακαύτερη περίπτωση σε πολύ χαμηλή πτήση, έχουν αναπόφευκτα προκύψει ισχυρές πολιτικές παρενέργειες.Όπως καταγράφουν και οι δημοσκοπήσεις, η πολιτική-εκλογική φθορά του ΣΥΡΙΖΑ έχει προσλάβει διαστάσεις. Το μόνο που τον σώζει είναι η έλλειψη αξιόπιστης εναλλακτικής λύσης για τους κεντροαριστερούς ψηφοφόρους με αντιδεξιά αντανακλαστικά.
Η ΝΔ του Μητσοτάκη δεν έχει καταφέρει να πείσει πως μπορεί να τα καταφέρει καλύτερα, γεγονός που εξηγεί τη δημοσκοπική κόπωσή της. Αντιθέτως, με την πολιτική εκλογικού προσεταιρισμού των φτωχότερων στρωμάτων (κορυφαίο δείγμα γραφής ο ετήσιος χριστουγεννιάτικος μποναμάς) ο ΣΥΡΙΖΑ ναι μεν έχει χάσει έδαφος, αλλά παραμένει στο παιχνίδι και οπωσδήποτε έχει εδραιωθεί ως ο δεύτερος πυλώνας του πολιτικού συστήματος.
Σε ό,τι αφορά, πάντως, την αντοχή και την αντίδραση της οικονομίας / κοινωνίας, καλό είναι να θυμόμαστε τον Ναστραντίν Χότζα. Μας έχει προειδοποιήσει για το τι μπορεί να συμβεί όταν υπερφορτώνουμε πολύ τον «γάιδαρο»…
Πηγή: SL press
Σταύρος Λυγερός: Σχετικά με τον συντάκτη
Η κυβέρνηση Τσίπρα είχε θέσει ως στόχους τη γενναία ελάφρυνση του χρέους, τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων μετά το 2018. Η ελάφρυνση που αποφασίσθηκε από τους δανειστές είναι ανεπαρκής, με αποτέλεσμα το χρέος να παραμείνει μη βιώσιμο και η Ελλάδα να μείνει εκτός και από την ύστερη φάση του προγράμματος της ποσοτικής χαλάρωσης. Τέλος, όπως είναι γνωστό, μέχρι το 2022 το ύψος του ετήσιου πρωτογενούς πλεονάσματος παρέμεινε στο εξοντωτικό 3,5% και μετά, μέχρι το 2060 στο βαρύ 2,2% του ΑΕΠ.
Υπενθυμίζουμε πως για να κλείσει τη 2η αξιολόγηση, η κυβέρνηση Τσίπρα είχε υποχρεωθεί να εγκαταλείψει ουσιαστικά τους στόχους της. Και για να κλείσει την 3η αξιολόγηση αποδέχθηκε τις απαιτήσεις των δανειστών, χωρίς μακρόσυρτες διαπραγματεύσεις. Η δε οριστικοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος έγινε, όπως είχε προαναγγείλει και δεν παρέλειπε να υπογραμμίζει ο Σόιμπλε.
Χωρίς πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 (και 2,2% στη συνέχεια) επιτυγχάνεται με βαρύ κόστος. Το 2016 και το 2017 η κυβέρνηση εξασφάλισε πολύ υψηλότερα των στόχων πρωτογενή πλεονάσματα, απορροφώντας, μέσω της υπερφορολόγησης, πολύτιμη ρευστότητα από την πραγματική οικονομία.
Όπως είναι η ελληνική οικονομία, ανάπτυξη μπορεί να προκύψει κυρίως από ισχυρό ρεύμα άμεσων ξένων επενδύσεων. Από τη στιγμή, όμως, που αντί για γενναία ελάφρυνση του χρέους οι εταίροι-δανειστές επέλεξαν να δώσουν ανάσες, η αβεβαιότητα σε σχέση με την προοπτική της ελληνικής οικονομίας παρέμεινε, παρά τα καλά λόγια για την ολοκλήρωση της εφαρμογής του 3ου Μνημονίου. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως δεν πρόκειται να έλθουν μεγάλες άμεσες ξένες επενδύσεις παραγωγικού χαρακτήρα.
«Μη δεχόμενη επιδιόρθωση»
Ο Τόμσεν έχει από το 2016 χαρακτηρίσει την ελληνική οικονομία «μη δεχόμενη επιδιόρθωση». Και για να μην αφήσει καμία αμφιβολία είχε υπογραμμίσει ότι αν δεν γίνει γενναία ελάφρυνση καμία κυβέρνηση δεν θα μπορεί να σώσει την κατάσταση. Πρόκειται για δήλωση, η οποία ναι μεν αντανακλούσε τη σύγκρουση μεταξύ ΔΝΤ και Ευρωζώνης, αλλά συνιστούσε και ομολογία της δραματικής αποτυχίας των Μνημονίων.
Είναι αληθές ότι η έξοδος από τα Μνημόνια έδωσε έναν τόνο αισιοδοξίας και μία ανάσα στην αγορά. Αποκατέστησε ένα κλίμα στοιχειώδους σταθερότητας. Από την άλλη πλευρά, όμως, οι όροι που ουσιαστικά εγκλωβίζουν την ελληνική οικονομία σε συνθήκες στασιμότητας ή αναιμικής ανάπτυξης, είναι εδώ, δεν έχουν αρθεί. Δεδομένου ότι ένα σημαντικό ποσοστό επιχειρήσεων και νοικοκυριών αδυνατεί να ανταποκριθεί στις διογκωμένες φορολογικές υποχρεώσεις του, δεδομένου ότι η ενεργός ζήτηση παραμένει σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, τα υπερβολικά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα μπορούν να προκύψουν με δύο τρόπους ή με συνδυασμό τους:
- Πρώτον, με τη διατήρηση του καθεστώτος υπερφορολόγησης, το οποίο, όμως, λειτουργεί υφεσιακά, εμποδίζοντας την οικονομία να εισέλθει σε τροχιά δυναμικής μεγέθυνσης. Δεν είναι τυχαίο ότι οι προβλέψεις όχι μόνο της κυβέρνησης, αλλά και των δανειστών και για το 2016 και για το 2017 αναθεωρήθηκαν προς τα κάτω. Αναιμική προβλέπεται η ανάπτυξη και για το 2018, παρά το γεγονός ότι έχει προηγηθεί πρωτοφανής σε ένταση ύφεση.
- Δεύτερον, με την ενεργοποίηση του περιβόητου “κόφτη”, δηλαδή με την οριζόντια περικοπή δημοσίων δαπανών. Προς το παρόν δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα, επειδή έχει επιλεγεί ο δρόμος της υπερφορολόγησης. Πρόκειται για επιλογή μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης. Η ενεργοποίηση του «κόφτη» αφενός θα αποδιοργάνωνε τις ήδη υποχρηματοδοτούμενες δημόσιες υπηρεσίες, αφετέρου αναπόφευκτα θα οδηγούσε σε περικοπές όχι μόνο συντάξεων (σύμφωνα με την ανειλημμένη δέσμευση), αλλά και μισθών. Εκτός αυτού, όπως υπογραμμίζει και το ΔΝΤ, η ενεργοποίηση του “κόφτη” μπορεί να επιτύχει τον δημοσιονομικό στόχο, αλλά θα έχει ισχυρές παρενέργειες. Θα εκτροχιάσει τους στόχους για την αύξηση του ΑΕΠ.
Και πολιτικές παρενέργειες
Είναι προφανές πως με την οικονομία ουσιαστικά να σέρνεται, ή στην ακαύτερη περίπτωση σε πολύ χαμηλή πτήση, έχουν αναπόφευκτα προκύψει ισχυρές πολιτικές παρενέργειες.Όπως καταγράφουν και οι δημοσκοπήσεις, η πολιτική-εκλογική φθορά του ΣΥΡΙΖΑ έχει προσλάβει διαστάσεις. Το μόνο που τον σώζει είναι η έλλειψη αξιόπιστης εναλλακτικής λύσης για τους κεντροαριστερούς ψηφοφόρους με αντιδεξιά αντανακλαστικά.
Η ΝΔ του Μητσοτάκη δεν έχει καταφέρει να πείσει πως μπορεί να τα καταφέρει καλύτερα, γεγονός που εξηγεί τη δημοσκοπική κόπωσή της. Αντιθέτως, με την πολιτική εκλογικού προσεταιρισμού των φτωχότερων στρωμάτων (κορυφαίο δείγμα γραφής ο ετήσιος χριστουγεννιάτικος μποναμάς) ο ΣΥΡΙΖΑ ναι μεν έχει χάσει έδαφος, αλλά παραμένει στο παιχνίδι και οπωσδήποτε έχει εδραιωθεί ως ο δεύτερος πυλώνας του πολιτικού συστήματος.
Σε ό,τι αφορά, πάντως, την αντοχή και την αντίδραση της οικονομίας / κοινωνίας, καλό είναι να θυμόμαστε τον Ναστραντίν Χότζα. Μας έχει προειδοποιήσει για το τι μπορεί να συμβεί όταν υπερφορτώνουμε πολύ τον «γάιδαρο»…
Πηγή: SL press
Σταύρος Λυγερός: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου