Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2018

Το ιπτάμενο πλοίο του παππού

Βασίλης Μαντικός (ο Ρόδιος)


Ακούω πολλές φωνές. Γυναικείες κι αντρικές. Τις ξεχωρίζω τώρα πια πιο εύκολα. Το έμαθα γρήγορα αυτό. Οι αντρικές είναι χοντρές και βραχνές. Οι γυναικείες είναι λεπτές και με ηρεμούν. Αλλά να μη νευριάσουν όμως. Φωνάζουν πολύ και λένε λέξεις μεγάλες και δύσκολες. Έτσι κι η μαμά μου. Όταν νευριάζει με τον μπαμπά μου, αυτός δε μιλά. Του φωνάζει στο δίπλα δωμάτιο, στο σπίτι. Δε θέλει, λέει, ν’ ακούω. «Ακούω, μαμά, ακούω». Αλλά δεν της λέω τίποτα, γιατί θα πάνε στο πάνω σπίτι και θα είμαι μόνος μου.

Δε θέλω να είμαι μόνος μου.

Δε σας το είπα. Έπεσα πάλι. Ναι, από το καροτσάκι μου. Ο μπαμπάς δε μ’ έδεσε καλά κι η μαμά πάλι του φώναζε. Έπεσα και χτύπησα. Αλλά εγώ δεν πονάω. Όχι, δεν πονάω γιατί είμαι άντρας και οι άντρες δεν πονάνε. Έτσι μου λέει ο παππούς μου.

Φοβάμαι όμως το κόκκινο που τρέχει. Έπεσα και με έφεραν γρήγορα γρήγορα σε ένα μεγάλο σπίτι. Είναι πολύ ψηλό και άσπρο. Δε θα είχε άλλα χρώματα. Εμένα όταν τελειώνουν οι μπογιές μου, η μαμά μου μού παίρνει καινούργιες και έτσι βάφω συνέχεια με όλα τα χρώματα.

Δε σταματώ. Φαίνεται, όμως, πως δεν έχει καλή μαμά το παιδάκι που μένει εδώ. Αυτό το μεγάλο σπίτι έχει και όνομα. Δεν το καταλαβαίνω. Σχηματάκια είναι, στο ίδιο χρώμα με αυτό που έτρεχε στο πόδι μου. Και τα σχηματάκια είναι στο ίδιο ύψος όλα. Όλα. Οι άνθρωποι γιατί δεν είναι; Όλοι άνθρωποι δεν είναι;

Γιατί να είναι άλλοι πιο μικροί και άλλοι πιο μεγάλοι; Δεν ξέρω. Δε μου αρέσει.

Τους βλέπω όλους γύρω μου. Όλοι χαμογελάνε και κάνουν φασαρία. Δεν μπορώ τη φασαρία. Λένε καλώς το το παιδί. Μα δεν πήγα πουθενά. Εσείς με φέρατε εδώ γρήγορα γρήγορα. Δεν μου αρέσουν αυτά. Οι μεγάλοι δεν ξέρουν τι θέλουν. Και μιλάνε πολύ. Εγώ δε μιλάω. Δε θέλω. Ο μπαμπάς μου λέει πως έχω αργήσει πολύ να μιλήσω. Η μαμά λέει θα μιλήσω στην ώρα μου. Δεν ξέρω τι εννοεί. Ποτέ δε μου πήραν δώρο ώρα, δεν έχω στο δωμάτιο μου. Ποια ώρα εννοεί; Και γιατί να μιλήσω; Οι μεγάλοι που μιλάνε τι κατάλαβαν; Τσακώνονται και φωνάζουν. Κάνουν φασαρία και εγώ κλείνω τα ματάκια μου καλά καλά. Πονάνε και τα αυτάκια μου.

Θα πάμε σπίτι τώρα. Έτσι λένε μεταξύ τους. Ο κύριος με την άσπρη μπλούζα, δεν τον ξέρω, φοράει μούσια στο πρόσωπό του και γυαλιά, είπε ότι είμαι καλά. Και πού το ξέρει αυτός ότι είμαι καλά; Με ρώτησε;

Δε μου αρέσουν αυτά, όταν οι μεγάλοι μιλάνε μόνοι τους και τα ξέρουν όλα. Ο μπαμπάς λέει θα πάμε σπίτι και μετά θα έρθει ο παππούς να με πάρει να πάμε βόλτα. Πόσο μου αρέσουν οι βόλτες με τον παππού! Μου κάνει όλα τα χατίρια.

Ο μπαμπάς με σήκωσε να με πάει στο αμάξι. Δε θέλω να περπατάω. Πέφτω συνέχεια και δε μου αρέσει. Η μαμά τού λέει να με δέσει καλά. «Ναι, μπαμπά. Δέσε με καλά, γιατί όταν πας γρήγορα γρήγορα το κεφαλάκι μου πάει από εδώ, πάει από εκεί και ζαλίζομαι». Τρέχουν πολύ οι μεγάλοι. Δεν ξέρω γιατί δεν πέφτουν. Θέλω να γίνω μεγάλος μόνο γι’ αυτό. Τα άλλα των μεγάλων δε μου αρέσουν.

Η μαμά μου λέει ότι οι μεγάλοι είναι πονηροί. Δεν ξέρω τι είναι πονηροί. Αλλά όταν το λέει, χαμογελάει λίγο και κουνάει το κεφαλάκι της. Δεν είναι καλό αυτό. Έτσι κάνει και στον μπαμπά μου όταν ξεχνάει και δε φέρνει όλα τα πράγματα από το μεγάλο μαγαζί. Τόσες τσάντες κρατάει και η μαμά μου του λέει ότι δεν τα έφερε όλα. «Τόσα πολλά θες μαμά;». Δεν της λέω τίποτα, γιατί μέσα στα πράγματα έχω και δικά μου. Δε θέλω να νευριάσει και να μου τα βάλει σε μέρη που δεν τα βλέπω. Τα δικά μου πράγματα θέλω να τα βλέπω. Έτσι ξέρω πως έχω και είμαι καλά.

Ο μπαμπάς μου μ’ έβαλε στο καροτσάκι. Δε με έδεσε. Η μαμά μου ήρθε να με δέσει. Όχι πολύ γιατί κάνω σημάδια. Ξέρει. Ο μπαμπάς μου με πάει στο τζάμι. Μου αρέσει γιατί έχει πολλά χρώματα όπως οι μπογιές μου. Βλέπω και πολλά αστεράκια. Η μαμά μου λέει ότι είναι τα φώτα της πόλης. Φώτα, όπως έχουμε και εμείς στο σπίτι μας.

Πολλά σπίτια έχει αυτή η πόλη. Δεν την ξέρω. Αλλά γιατί έχει πολλά; Εμείς έχουμε ένα. Δε θέλω πολλά σπίτια.

Τι να τα κάνω τα πολλά δωμάτια; Ένα θέλω να έχω για τα παιχνίδια μου.

Τώρα είμαι εδώ και περιμένω τον παππού. Θα έρθει με το δικό του αμάξι. Όλοι οι μεγάλοι έχουν αμάξι. Του παππού μου έχει ένα χρώμα. Είναι το ίδιο με τη μεγάλη μπάλα που καίει. Όταν καίει πολύ, η μαμά μου μού βάζει κάτι στο κεφαλάκι μου. Μου βάζει και νεράκι στο προσωπάκι μου. Σαν να κλαίω είναι. Αλλά εγώ δεν κλαίω. Μου αρέσει. Το φυσάω, και αυτό πάει στο δικό της προσωπάκι και γελάει. Μου αρέσει να γελάει. Δε σας το είπα. Άρχισε να ρίχνει νεράκι από τα αστεράκια. Λίγο λίγο αλλά όχι πάνω μου, ούτε στο προσωπάκι μου. Πέφτει πάνω στο τζάμι. Είναι σαν τις μπογιές τώρα, τις άλλες όμως, που βάζω νεράκι και όλα γίνονται χάλια.

Έτσι το λέει η μαμά μου. Χάλια. Δεν ξέρω τι εννοεί, αλλά εγώ γελάω.

Να, ήρθε ο παππούς μου. Το αμάξι του έχει μεγάλα φώτα σαν μάτια. Ένα από εδώ, ένα από εκεί. Έχει και μικρά. Το ιπτάμενο πλοίο, έτσι λέει ο παππούς μου το αμάξι του, γιατί πάμε πολλές βόλτες και ταξίδια.

Με το νεράκι και τα φώτα, το τζάμι είναι σαν τηλεόραση. Μεγάλη λέξη, δε θα την πω ποτέ. Αυτό το κουτί που έχει πολλές ζωγραφιές και αλλάζουν συνέχεια; Αυτό.

Μου αρέσει πολύ με τον παππού μου. Βλέπω πολλά. Η μαμά μου δεν τα ξέρει, μόνο ο παππούς και εγώ. «Μαμά, μην στεναχωριέσαι. Κάποια μέρα θα σου τα πω όλα. Όλα μα όλα».

Πλοίο μου λατρεμένο, να μ΄ αγαπάς,μαζί σου κάνω ταξίδια μακρινά, ιπτάμενο να γίνεσαι, τις λύπες να σκορπάς, πέτα με ψηλά, ψηλά πολύ ψηλά, παντοτινά!

Υ.Γ. Το παραπάνω κείμενο αποτελεί τη συμμετοχή μου στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Bythebook.

Πηγή: enfo.gr



Βασίλης Μαντικός (ο Ρόδιος): Σχετικά με τον Συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου