Γελωτοποιός
«ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ’ οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ
ἄνθρωπος. ἀλλ’ ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ,
λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών.»
«Εφήμεροι· τί είναι κανείς και τί δεν είναι;
Ίσκιος ονείρου ο άνθρωπος.
Μα σαν τον βρει αίγλη θεόσταλτη,
φέγγος λαμπρό τον αγκαλιάζει,
κι είναι γλυκύτατη η ζωή του ανθρώπου.»
Πινδάρου Επίνικοι, μτφ. Γιάννη Οικονομίδη
«Όλα όσα βλέπουμε ή μας φαίνεται πως βλέπουμε δεν είναι παρά ένα όνειρο μέσα σε όνειρο.»
Έντγκαρ Άλαν Πόε
Ξύπνησα κανονικά το πρωί. Ο ήλιος έλαμπε, ο συναγερμός ενός αυτοκινήτου κελαηδούσε, τα τρυπάνια απ’ το διπλανό διαμέρισμα βαρούσαν ανελέητα στο κρανίο μου.
«Τι ήπια χθες, ρε μαλάκα;»
Αυτό ήταν το πρώτο που είπα. Σηκώθηκα γιατί είχα εργαστήριο με τη Χατζημανώλη, και δεν μ’ έπαιρνε να λείψω. Έριξα λίγο νερό στα μούτρα και πήγα στην κουζίνα. Ψυγείο άδειο. Έβαλα ένα μπολ κορν φλέικς. Σκέτα. Γάλα δεν παίζει.
Ξεκίνησα να τρώω. Με τη δεύτερη κουταλιά μου ‘φυγε ένα δόντι. Έφτυσα μες στα κορν φλέικς. Ήταν μεγάλο, με τη ρίζα του, λυκόδοντο κανονικό.
Ακούμπησα με τη γλώσσα άλλο ένα. Βγήκε κι αυτό. Χωρίς πόνο.
«Τι σκατά;»
Έφτυσα στο μπολ όλα μου τα δόντια.
«Τι σκατά;»
Και ξύπνησα.
Ο ήλιος έλαμπε, ο συναγερμός κελαηδούσε, τα τρυπάνια βαρούσαν. Έριξα νερό στα μούτρα. Δεν πήγα να φάω ούτε έπλυνα δόντια. Θυμόμουν τ’ όνειρο κι ανατρίχιαζα. Ντύθηκα, πήρα τσάντα και κινητό.
Καθώς κλείδωνα άνοιξε από δίπλα η Θάλεια. Φοιτήτρια κι αυτή, στο οικονομικό. Φορούσε μόνο ένα φανελάκι. Φαίνονταν οι ρώγες της να τσιτώνουν το ύφασμα.
«Φεύγεις;»
«Ναι.»
«Θες να ‘ρθεις μέσα;»
«Θέλω.»
Βρεθήκαμε στο κρεβάτι.
«Πήγαινε κάτω.»
Μου έσπρωξε το κεφάλι. Βρέθηκα ανάμεσα στα πόδια της. Τα χείλη της ανοιγόκλειναν.
«Φίλα με.»
Πώς βρεθήκαμε στο κρεβάτι;
«Γλείψε με.»
Πήγα να το κάνω κι έπεσα μέσα της ολόκληρος, στο κενό.
Και ξύπνησα.
Ήμουν στο κρεβάτι μου. Πλύθηκα, πήρα τα πράγματα μου κι έφυγα. Βγήκα στον δρόμο. Έπρεπε να πάρω το οκτάρι. Στη στάση είχε πολύ κόσμο.
«Γιατί αργούν;»
Ήταν ένας γέρος που με ρωτούσε. Η μύτη του ήταν πρησμένη, σαν να τον είχαν τσιμπήσει μέλισσες.
«Έχουν απεργία.»
Αυτό το είπε μια κοπέλα. Είχε σαπουνάδες στα μαλλιά. Δεν είχε προλάβει να ξεπλυθεί όταν κόπηκε το νερό. Με έδειξε και γέλασε.
Όλοι οι άνθρωποι στη στάση γύρισαν να με κοιτάξουν. Και ξεκίνησαν να γελάνε. Όλοι έδειχναν τα πόδια μου.
Κοίταξα και κατάλαβα ότι είχα βγει χωρίς να φορέσω παντελόνι.
Ξύπνησα.
Δεν σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι. Το κεφάλι μου πονούσε.
«Τι σκατά ήπιαμε χθες;»
Κοίταξα το παράθυρο. Ήταν ακόμα βράδυ.
«Προλαβαίνω να κοιμηθώ λίγο ακόμη.»
Έκλεισα τα μάτια. Είδα όνειρο ότι προσπαθούσα να κοιμηθώ αλλά δεν μ’ έπαιρνε ο ύπνος.
Ξύπνησα.
Ανακάθισα στο κρεβάτι. Έξω ο ήλιος έλαμπε, οι συναγερμοί κελαηδούσαν, τα τρυπάνια βαρούσαν.
Μου έριξα μια σφαλιάρα. Μετά πιο δυνατή. Ήμουν ακόμη εκεί. Δεν κοιμόμουν. Σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Ήμουν γέρος.
«Πώς πέρασαν έτσι τα χρόνια;»
Ένιωσα το στήθος μου να πονάει.
«Στα όνειρα δεν πονάμε.»
Και πιο δυνατά πίσω στην πλάτη.
«Πονάμε στα όνειρα;»
Έπεσα. Σκοτείνιασαν όλα.
«Στα όνειρα πεθαίνουμε;»
Περπατούσα στο κτήμα του παππού μου. Αλλά δεν ήταν κανείς εκεί. Ούτε καν οι κότες. Τίποτα ζωντανό.
Βρέθηκα μπρος σε μια τεράστια πύλη. Εκεί στεκόταν ένας γέρος με τρίχινο χιτώνα.
«Είσαι ο Άγιος Πέτρος;»
Μου απάντησε κάτι, αλλά δεν κατάλαβα.
«Πέθανα;»
Μου μίλησε ξανά στη γλώσσα του.
«Αυτό είναι ο Παράδεισος;»
Του έδειξα τον κήπο πίσω απ’ την πύλη. Ήταν γεμάτος κάκτους. Μόνο κάκτους.
«Μπορώ να μπω;»
Μου έδειξε μια ταμπέλα στην πύλη: Απεργία.
«Και πού να πάω;»
Σήκωσε τους ώμους. Αυτό δεν χρειαζόταν μετάφραση. Μείναμε να κοιτιόμαστε. Κατάλαβα ότι δεν ήταν ο Άγιος Πέτρος.
«Λευτέρη, εσύ είσαι;»
«Εγώ είμαι, ρε μαλάκα. Ποιος νόμιζες;»
Ξύπνησα.
Ήμουν στο κρεβάτι μου. Έπιασα το κινητό και με κοίταξα. Ήμουν εγώ, κανονικά, όχι γέρος.
Πήρα τηλέφωνο τον Λευτέρη. Άργησε να το σηκώσει.
«Έλα ρε.»
Τον είχα ξυπνήσει, το κατάλαβα απ’ τη φωνή του.
«Εσύ είσαι;»
«Όχι, ο Λεμπρόν. Ακόμα κομμάτια είσαι;»
«Τι κάναμε χθες το βράδυ;»
«Χθες το βράδυ; Προχθές το μεσημέρι θες να πεις.»
«Τι μέρα είναι;»
«Τι μέρα; Ε… Δευτέρα; Γαμώτο, έχουμε Χατζημανώλη.»
«Λευτέρη, τι κάναμε… Προχθές;»
«Δεν θυμάσαι; Μαλάκα, Διονύση, σου ‘παμε να μη πίνεις μαζί. Με τα ξύδια κάνει άσχημο τριπάρισμα.»
«Ποιο πράγμα;»
«Ο κάκτος.»
«Ποιος κάκτος;»
«Ο κάκτος του Σαν Πέδρο. Δε θυμάσαι τίποτα;»
Φλασιές.
Ίντερνετ. Παραγγελία. Δέμα από Περού. Κομματάκια σαν αποξηραμένα βερίκοκα. Κλειστά παντζούρια και κεριά. Ακούμε Residuos Mentales. Ο Λευτέρης κι η Μαρία στο πάτωμα. Πίνω μπύρες. Φοβάμαι. Μου λένε να μη πιω. Πίνω. Γελάω. Τρώμε τον κάκτο. Δεν γίνεται τίποτα. Πίνω άλλη μια μπίρα. Μετά αρχίζω να ξερνάω. Ξερνάνε κι αυτοί. Η Μαρία κλαίει. Μπορώ να δω τα δάκρυα της ένα προς ένα. Χωράνε τα πάντα μέσα στα δάκρυα της.
«Διονύση; Είσαι καλά;»
«Η Μαρία πώς είναι;»
«Πεθαίνει.»
«Δεν πεθαίνει. Κοιμάται.»
«Το ίδιο πράγμα είναι.»
«Το ίδιο;»
«Όλα όσα βλέπουμε ή μας φαίνεται πως βλέπουμε δεν είναι παρά ένα όνειρο μέσα σε όνειρο.»
«Λευτέρη.»
«Πες το.»
«Είμαι ξύπνιος;»
«Όχι. Όνειρο βλέπεις. Αλλά πρέπει να καταφέρεις να…»
Ξύπνησα.
«Να καταφέρω τι; Να μην τρελαθώ;»
Ήμουν στο κρεβάτι μου. Σηκώθηκα, ντύθηκα, έβαλα παντελόνι, βγήκα. Πήρα το ποδήλατο. Περίμενα να ξυπνήσω από στιγμή σε στιγμή. Δεν έγινε τίποτα περίεργο. Έφτασα Ζήνωνος 48. Ανέβηκα απ’ τις σκάλες.
Στον προθάλαμο περίμενε μια γυναίκα με μεγάλα μάτια. Με κοιτούσε.
«Θέλω να δω τον γιατρό.»
Η γραμματέας χαμογελούσε.
«Έχετε ραντεβού;»
«ΘΕΛΩ ΝΑ ΔΩ ΤΟΝ ΓΙΑΤΡΟ. ΤΩΡΑ.»
«Ηρεμήστε, ηρεμήστε.»
Και χαμογελούσε.
Άνοιξε η πόρτα του ιατρείου. Ο γιατρός με γνώρισε. Έκανε θεραπεία στη μάνα μου πολλά χρόνια.
«Εσύ είσαι, Διονύση;»
«Γιατρέ, πρέπει, ΠΡΕΠΕΙ, να σας μιλήσω.»
«Έλα μέσα.»
Έκανε νόημα στη γραμματέα. Εκείνη χαμογελούσε. Η γυναίκα με τα μεγάλα μάτια κοιτούσε.
Ο γιατρός έκατσε στην καρέκλα του. Εγώ έμεινα όρθιος. Του είπα τι γινόταν. Δεν φάνηκε να ταράζεται. Μάλλον έχει ακούσει και χειρότερα.
«Αυτό που αποκαλείς όνειρα μέσα σε όνειρα είναι γνωστό στους ψυχιάτρους και ως διπλό όνειρο. Οι οπαδοί του Γιουνγκ ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για το θέμα, το αποκαλούν ψευδή εγρήγορση ή ψεύτικο ξύπνημα. Ο Γιουνγκ απέδωσε προγνωστικές ικανότητες στα όνειρα αυτά.»
«Ένα όνειρο μέσα σε όνειρο, εντάξει. Αλλά συνέχεια;»
«Ίσως φταίει αυτό το ενθεογόνο που πήρατε; Πώς το είπες;»
«Κάκτος του Σαν Πέδρο.»
«Ξέρεις, Διονύση, άνθρωποι με… με βεβαρυμένο ψυχιατρικό ιστορικό, σαν κι εσένα, είναι καλύτερο να αποφεύγουν τέτοιες περιπέτειες.»
«Σαν κι εμένα;»
«Η μάνα σου.»
«Ναι, ξέρω.»
«Εσύ είσαι σαν τον Οβελίξ.»
«Δηλαδή;»
«Έχεις πέσει στη χύτρα με τον μαγικό ζωμό από μωρό.»
Ακούστηκε χτύπημα στην πόρτα. Άνοιξε η γραμματέας και του είπε κάτι. Δεν μίλησε ελληνικά. Ο γιατρός της απάντησε στην ίδια γλώσσα. Θυμήθηκα τον Άγιο Πέτρο του ονείρου. Η γραμματέας είπε κάτι ακόμα κι έκλεισε την πόρτα.
«Τι γλώσσα μιλήσατε;»
«Αυτό το ξέρεις ήδη, Διονύση.»
«Εβραϊκά;»
«Περίπου. Αραμαϊκά.»
«Βλέπω όνειρο πάλι;»
«Περίπου. Αλλά έχεις αρχίσει να το καταφέρνεις.»
«Τι πράγμα;»
«Να μπορέσεις να δεις πέρα απ’ το όνειρο.»
«Δεν είσαι πραγματικός, γιατρέ, έτσι δεν είναι; Σε ονειρεύομαι.»
«Ούτε κι εσύ είσαι, Διονύση. Ονειρεύεσαι τον εαυτό σου. Κοίτα.»
Σηκώθηκε όρθιος κι έβγαλε το δέρμα του. Από κάτω ήμουν εγώ.
Ξύπνησα.
Περπατούσα στην Ιερουσαλήμ. Δίπλα μου ήταν εκείνος που κάποτε τον έλεγαν Σαούλ. Στους χωμάτινους δρόμους έτρεχαν ξυπόλητα παιδιά. Περάσαμε δίπλα από στρατιώτες. Έμοιαζε σαν να προχωρούσαμε σε λαβύρινθο.
«Εδώ είναι, Διονύσιε.»
Ο Παύλος είχε σταθεί μπρος σ’ ένα πλίνθινο σπίτι.
«Ευχαριστώ, δάσκαλε. Θα έρθεις μαζί;»
«Όχι, αυτό είναι το δικό σου όνειρο.»
Χτύπησα την πόρτα. Άνοιξε μια χαραμάδα και με ρώτησαν ποιος είμαι. Απάντησα στα αραμαϊκά.
«Ο Διονύσιος, ο Αθηναίος.»
Μου άνοιξαν. Ήταν ένα μικρό δωμάτιο. Στο κρεβάτι ήταν ξαπλωμένη μια γυναίκα. Γύρω της στέκονταν άντρες και γυναίκες.
Εκείνη με κοίταξε. Ετοιμαζόταν να κοιμηθεί, αλλά ένιωσα να βγαίνει από μέσα της υπέρλαμπρο φως, σαν ν’ αντικρίζω τον ίδιο τον ήλιο.
Έπεσα στα γόνατα. Εκείνη ήταν η Μαριάμ. Εκείνη ήταν η Μητέρα Του.
Ξύπνησα.
Ξυπνάω στο κρεβάτι. Αλλά δεν είναι το φοιτητικό. Είμαι γέρος.
Έρχεται μια νοσοκόμα να μου φτιάξει τα σεντόνια. Την ξέρω. Τη λένε Μαρία. Της πιάνω το χέρι.
«Είσαι αληθινή;»
Γελάει.
«Όσο αληθινές είναι οι γυναίκες.»
Μου στρώνει τα σεντόνια κι αλλάζει τη σακούλα του καθετήρα.
«Τι μέρα είναι;»
«Βρες το μόνος σου. Έχουμε τ’ αγαπημένο σου. Ρολό κιμά.»
«Σάββατο.»
«Μπράβο, Νιόνιο.»
Η Μαρία φεύγει. Στο δωμάτιο είναι άλλα τρία κρεβάτια. Μόνο το ένα είναι πιασμένο. Είναι ο Λευτέρης. Δεν κουνιέται. Μόλις που ανεβοκατεβαίνει το στήθος του.
Κλείνω τα μάτια για να ξυπνήσω. Μετά από λίγο τ’ ανοίγω ξανά. Δεν είμαι στο φοιτητικό μου σπίτι. Είμαι ένας παρατημένος γέρος, κουρελιασμένο ρούχο.
Κλείνω τα μάτια για να ξυπνήσω. Τ’ ανοίγω κι είμαι εδώ. Τα ξανακλείνω. Τ’ ανοίγω πάλι.
«Δεν γίνεται έτσι.»
Είναι η φωνή του Λευτέρη, όπως ακουγόταν τότε.
«Δεν γίνεται. Σε κρατάει ακόμα.»
«Ποιος;»
«Εσύ.»
«Πού με κρατάω;»
«Εδώ.»
Κλείνω τα μάτια. Πίσω τους παίζουν σκιές. σχολή δουλειά νησιά φίλοι έρωτας παιδιά σκύλος εγγόνια
«Αυτό ακριβώς. Είναι σκιές του ονείρου. Είναι τα όνειρα μιας σκιάς.»
«Όλη μου η ζωή;»
Νιώθω την ανάσα μου να λιγοστεύει. Καταλαβαίνω ότι πεθαίνω.
«Θα ξυπνήσω;»
«Ναι, αλλά δεν θα είσαι εσύ πια.»
«Ποιος θα είμαι; Θα είμαι κάτι;»
«Θα είσαι όλα.»
Τα φώτα τρεμοπαίζουν για λίγο. Ακούγεται μουσική. Μυρωδιά από σβησμένο κερί. Γεύση εμετού.
«Θα πεθάνω;»
«Όταν έρθει η ώρα σου θα ξυπνήσεις απ’ το όνειρο. Κι αυτό που αποκαλείς εαυτό θ’ αλλάξει.»
«Σε τι;»
«Δεν μπορείς να μάθεις τώρα.»
«Γιατί;»
«Γιατί αν μάθεις δεν θα ξυπνήσεις.»
Ξυπνάω.
Ακούγονται οι Residuos Mentales. Τα κεριά έχουν σβήσει. Η Μαρία κι ο Λευτέρης είναι ξαπλωμένοι στο πάτωμα ακόμα.
Κι εγώ είμαι εκεί. Είκοσι δύο ετών.
Θα ζήσω άλλα εβδομήντα χρόνια. σχολή δουλειά νησιά φίλοι έρωτας παιδιά σκύλος εγγόνια
Θα περάσω τις τελευταίες μέρες σ’ ένα γηροκομείο. Την νοσοκόμα θα τη λένε Μαρία.
Μετά θα ξυπνήσω. Κανονικά.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η φωτογραφία είναι του Χρήστου Ματθαιόπουλου Η μουσική των Residuos Mentales
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη
«ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ’ οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ
ἄνθρωπος. ἀλλ’ ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ,
λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών.»
«Εφήμεροι· τί είναι κανείς και τί δεν είναι;
Ίσκιος ονείρου ο άνθρωπος.
Μα σαν τον βρει αίγλη θεόσταλτη,
φέγγος λαμπρό τον αγκαλιάζει,
κι είναι γλυκύτατη η ζωή του ανθρώπου.»
Πινδάρου Επίνικοι, μτφ. Γιάννη Οικονομίδη
«Όλα όσα βλέπουμε ή μας φαίνεται πως βλέπουμε δεν είναι παρά ένα όνειρο μέσα σε όνειρο.»
Έντγκαρ Άλαν Πόε
Ξύπνησα κανονικά το πρωί. Ο ήλιος έλαμπε, ο συναγερμός ενός αυτοκινήτου κελαηδούσε, τα τρυπάνια απ’ το διπλανό διαμέρισμα βαρούσαν ανελέητα στο κρανίο μου.
«Τι ήπια χθες, ρε μαλάκα;»
Αυτό ήταν το πρώτο που είπα. Σηκώθηκα γιατί είχα εργαστήριο με τη Χατζημανώλη, και δεν μ’ έπαιρνε να λείψω. Έριξα λίγο νερό στα μούτρα και πήγα στην κουζίνα. Ψυγείο άδειο. Έβαλα ένα μπολ κορν φλέικς. Σκέτα. Γάλα δεν παίζει.
Ξεκίνησα να τρώω. Με τη δεύτερη κουταλιά μου ‘φυγε ένα δόντι. Έφτυσα μες στα κορν φλέικς. Ήταν μεγάλο, με τη ρίζα του, λυκόδοντο κανονικό.
Ακούμπησα με τη γλώσσα άλλο ένα. Βγήκε κι αυτό. Χωρίς πόνο.
«Τι σκατά;»
Έφτυσα στο μπολ όλα μου τα δόντια.
«Τι σκατά;»
Και ξύπνησα.
~~
Ο ήλιος έλαμπε, ο συναγερμός κελαηδούσε, τα τρυπάνια βαρούσαν. Έριξα νερό στα μούτρα. Δεν πήγα να φάω ούτε έπλυνα δόντια. Θυμόμουν τ’ όνειρο κι ανατρίχιαζα. Ντύθηκα, πήρα τσάντα και κινητό.
Καθώς κλείδωνα άνοιξε από δίπλα η Θάλεια. Φοιτήτρια κι αυτή, στο οικονομικό. Φορούσε μόνο ένα φανελάκι. Φαίνονταν οι ρώγες της να τσιτώνουν το ύφασμα.
«Φεύγεις;»
«Ναι.»
«Θες να ‘ρθεις μέσα;»
«Θέλω.»
Βρεθήκαμε στο κρεβάτι.
«Πήγαινε κάτω.»
Μου έσπρωξε το κεφάλι. Βρέθηκα ανάμεσα στα πόδια της. Τα χείλη της ανοιγόκλειναν.
«Φίλα με.»
Πώς βρεθήκαμε στο κρεβάτι;
«Γλείψε με.»
Πήγα να το κάνω κι έπεσα μέσα της ολόκληρος, στο κενό.
Και ξύπνησα.
~~
Ήμουν στο κρεβάτι μου. Πλύθηκα, πήρα τα πράγματα μου κι έφυγα. Βγήκα στον δρόμο. Έπρεπε να πάρω το οκτάρι. Στη στάση είχε πολύ κόσμο.
«Γιατί αργούν;»
Ήταν ένας γέρος που με ρωτούσε. Η μύτη του ήταν πρησμένη, σαν να τον είχαν τσιμπήσει μέλισσες.
«Έχουν απεργία.»
Αυτό το είπε μια κοπέλα. Είχε σαπουνάδες στα μαλλιά. Δεν είχε προλάβει να ξεπλυθεί όταν κόπηκε το νερό. Με έδειξε και γέλασε.
Όλοι οι άνθρωποι στη στάση γύρισαν να με κοιτάξουν. Και ξεκίνησαν να γελάνε. Όλοι έδειχναν τα πόδια μου.
Κοίταξα και κατάλαβα ότι είχα βγει χωρίς να φορέσω παντελόνι.
Ξύπνησα.
~~
Δεν σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι. Το κεφάλι μου πονούσε.
«Τι σκατά ήπιαμε χθες;»
Κοίταξα το παράθυρο. Ήταν ακόμα βράδυ.
«Προλαβαίνω να κοιμηθώ λίγο ακόμη.»
Έκλεισα τα μάτια. Είδα όνειρο ότι προσπαθούσα να κοιμηθώ αλλά δεν μ’ έπαιρνε ο ύπνος.
Ξύπνησα.
~~
Ανακάθισα στο κρεβάτι. Έξω ο ήλιος έλαμπε, οι συναγερμοί κελαηδούσαν, τα τρυπάνια βαρούσαν.
Μου έριξα μια σφαλιάρα. Μετά πιο δυνατή. Ήμουν ακόμη εκεί. Δεν κοιμόμουν. Σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Ήμουν γέρος.
«Πώς πέρασαν έτσι τα χρόνια;»
Ένιωσα το στήθος μου να πονάει.
«Στα όνειρα δεν πονάμε.»
Και πιο δυνατά πίσω στην πλάτη.
«Πονάμε στα όνειρα;»
Έπεσα. Σκοτείνιασαν όλα.
«Στα όνειρα πεθαίνουμε;»
Περπατούσα στο κτήμα του παππού μου. Αλλά δεν ήταν κανείς εκεί. Ούτε καν οι κότες. Τίποτα ζωντανό.
Βρέθηκα μπρος σε μια τεράστια πύλη. Εκεί στεκόταν ένας γέρος με τρίχινο χιτώνα.
«Είσαι ο Άγιος Πέτρος;»
Μου απάντησε κάτι, αλλά δεν κατάλαβα.
«Πέθανα;»
Μου μίλησε ξανά στη γλώσσα του.
«Αυτό είναι ο Παράδεισος;»
Του έδειξα τον κήπο πίσω απ’ την πύλη. Ήταν γεμάτος κάκτους. Μόνο κάκτους.
«Μπορώ να μπω;»
Μου έδειξε μια ταμπέλα στην πύλη: Απεργία.
«Και πού να πάω;»
Σήκωσε τους ώμους. Αυτό δεν χρειαζόταν μετάφραση. Μείναμε να κοιτιόμαστε. Κατάλαβα ότι δεν ήταν ο Άγιος Πέτρος.
«Λευτέρη, εσύ είσαι;»
«Εγώ είμαι, ρε μαλάκα. Ποιος νόμιζες;»
Ξύπνησα.
~~
Ήμουν στο κρεβάτι μου. Έπιασα το κινητό και με κοίταξα. Ήμουν εγώ, κανονικά, όχι γέρος.
Πήρα τηλέφωνο τον Λευτέρη. Άργησε να το σηκώσει.
«Έλα ρε.»
Τον είχα ξυπνήσει, το κατάλαβα απ’ τη φωνή του.
«Εσύ είσαι;»
«Όχι, ο Λεμπρόν. Ακόμα κομμάτια είσαι;»
«Τι κάναμε χθες το βράδυ;»
«Χθες το βράδυ; Προχθές το μεσημέρι θες να πεις.»
«Τι μέρα είναι;»
«Τι μέρα; Ε… Δευτέρα; Γαμώτο, έχουμε Χατζημανώλη.»
«Λευτέρη, τι κάναμε… Προχθές;»
«Δεν θυμάσαι; Μαλάκα, Διονύση, σου ‘παμε να μη πίνεις μαζί. Με τα ξύδια κάνει άσχημο τριπάρισμα.»
«Ποιο πράγμα;»
«Ο κάκτος.»
«Ποιος κάκτος;»
«Ο κάκτος του Σαν Πέδρο. Δε θυμάσαι τίποτα;»
Φλασιές.
Ίντερνετ. Παραγγελία. Δέμα από Περού. Κομματάκια σαν αποξηραμένα βερίκοκα. Κλειστά παντζούρια και κεριά. Ακούμε Residuos Mentales. Ο Λευτέρης κι η Μαρία στο πάτωμα. Πίνω μπύρες. Φοβάμαι. Μου λένε να μη πιω. Πίνω. Γελάω. Τρώμε τον κάκτο. Δεν γίνεται τίποτα. Πίνω άλλη μια μπίρα. Μετά αρχίζω να ξερνάω. Ξερνάνε κι αυτοί. Η Μαρία κλαίει. Μπορώ να δω τα δάκρυα της ένα προς ένα. Χωράνε τα πάντα μέσα στα δάκρυα της.
«Διονύση; Είσαι καλά;»
«Η Μαρία πώς είναι;»
«Πεθαίνει.»
«Δεν πεθαίνει. Κοιμάται.»
«Το ίδιο πράγμα είναι.»
«Το ίδιο;»
«Όλα όσα βλέπουμε ή μας φαίνεται πως βλέπουμε δεν είναι παρά ένα όνειρο μέσα σε όνειρο.»
«Λευτέρη.»
«Πες το.»
«Είμαι ξύπνιος;»
«Όχι. Όνειρο βλέπεις. Αλλά πρέπει να καταφέρεις να…»
Ξύπνησα.
~~
«Να καταφέρω τι; Να μην τρελαθώ;»
Ήμουν στο κρεβάτι μου. Σηκώθηκα, ντύθηκα, έβαλα παντελόνι, βγήκα. Πήρα το ποδήλατο. Περίμενα να ξυπνήσω από στιγμή σε στιγμή. Δεν έγινε τίποτα περίεργο. Έφτασα Ζήνωνος 48. Ανέβηκα απ’ τις σκάλες.
Στον προθάλαμο περίμενε μια γυναίκα με μεγάλα μάτια. Με κοιτούσε.
«Θέλω να δω τον γιατρό.»
Η γραμματέας χαμογελούσε.
«Έχετε ραντεβού;»
«ΘΕΛΩ ΝΑ ΔΩ ΤΟΝ ΓΙΑΤΡΟ. ΤΩΡΑ.»
«Ηρεμήστε, ηρεμήστε.»
Και χαμογελούσε.
Άνοιξε η πόρτα του ιατρείου. Ο γιατρός με γνώρισε. Έκανε θεραπεία στη μάνα μου πολλά χρόνια.
«Εσύ είσαι, Διονύση;»
«Γιατρέ, πρέπει, ΠΡΕΠΕΙ, να σας μιλήσω.»
«Έλα μέσα.»
Έκανε νόημα στη γραμματέα. Εκείνη χαμογελούσε. Η γυναίκα με τα μεγάλα μάτια κοιτούσε.
Ο γιατρός έκατσε στην καρέκλα του. Εγώ έμεινα όρθιος. Του είπα τι γινόταν. Δεν φάνηκε να ταράζεται. Μάλλον έχει ακούσει και χειρότερα.
«Αυτό που αποκαλείς όνειρα μέσα σε όνειρα είναι γνωστό στους ψυχιάτρους και ως διπλό όνειρο. Οι οπαδοί του Γιουνγκ ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για το θέμα, το αποκαλούν ψευδή εγρήγορση ή ψεύτικο ξύπνημα. Ο Γιουνγκ απέδωσε προγνωστικές ικανότητες στα όνειρα αυτά.»
«Ένα όνειρο μέσα σε όνειρο, εντάξει. Αλλά συνέχεια;»
«Ίσως φταίει αυτό το ενθεογόνο που πήρατε; Πώς το είπες;»
«Κάκτος του Σαν Πέδρο.»
«Ξέρεις, Διονύση, άνθρωποι με… με βεβαρυμένο ψυχιατρικό ιστορικό, σαν κι εσένα, είναι καλύτερο να αποφεύγουν τέτοιες περιπέτειες.»
«Σαν κι εμένα;»
«Η μάνα σου.»
«Ναι, ξέρω.»
«Εσύ είσαι σαν τον Οβελίξ.»
«Δηλαδή;»
«Έχεις πέσει στη χύτρα με τον μαγικό ζωμό από μωρό.»
Ακούστηκε χτύπημα στην πόρτα. Άνοιξε η γραμματέας και του είπε κάτι. Δεν μίλησε ελληνικά. Ο γιατρός της απάντησε στην ίδια γλώσσα. Θυμήθηκα τον Άγιο Πέτρο του ονείρου. Η γραμματέας είπε κάτι ακόμα κι έκλεισε την πόρτα.
«Τι γλώσσα μιλήσατε;»
«Αυτό το ξέρεις ήδη, Διονύση.»
«Εβραϊκά;»
«Περίπου. Αραμαϊκά.»
«Βλέπω όνειρο πάλι;»
«Περίπου. Αλλά έχεις αρχίσει να το καταφέρνεις.»
«Τι πράγμα;»
«Να μπορέσεις να δεις πέρα απ’ το όνειρο.»
«Δεν είσαι πραγματικός, γιατρέ, έτσι δεν είναι; Σε ονειρεύομαι.»
«Ούτε κι εσύ είσαι, Διονύση. Ονειρεύεσαι τον εαυτό σου. Κοίτα.»
Σηκώθηκε όρθιος κι έβγαλε το δέρμα του. Από κάτω ήμουν εγώ.
Ξύπνησα.
~~
Περπατούσα στην Ιερουσαλήμ. Δίπλα μου ήταν εκείνος που κάποτε τον έλεγαν Σαούλ. Στους χωμάτινους δρόμους έτρεχαν ξυπόλητα παιδιά. Περάσαμε δίπλα από στρατιώτες. Έμοιαζε σαν να προχωρούσαμε σε λαβύρινθο.
«Εδώ είναι, Διονύσιε.»
Ο Παύλος είχε σταθεί μπρος σ’ ένα πλίνθινο σπίτι.
«Ευχαριστώ, δάσκαλε. Θα έρθεις μαζί;»
«Όχι, αυτό είναι το δικό σου όνειρο.»
Χτύπησα την πόρτα. Άνοιξε μια χαραμάδα και με ρώτησαν ποιος είμαι. Απάντησα στα αραμαϊκά.
«Ο Διονύσιος, ο Αθηναίος.»
Μου άνοιξαν. Ήταν ένα μικρό δωμάτιο. Στο κρεβάτι ήταν ξαπλωμένη μια γυναίκα. Γύρω της στέκονταν άντρες και γυναίκες.
Εκείνη με κοίταξε. Ετοιμαζόταν να κοιμηθεί, αλλά ένιωσα να βγαίνει από μέσα της υπέρλαμπρο φως, σαν ν’ αντικρίζω τον ίδιο τον ήλιο.
Έπεσα στα γόνατα. Εκείνη ήταν η Μαριάμ. Εκείνη ήταν η Μητέρα Του.
Ξύπνησα.
~~
Ξυπνάω στο κρεβάτι. Αλλά δεν είναι το φοιτητικό. Είμαι γέρος.
Έρχεται μια νοσοκόμα να μου φτιάξει τα σεντόνια. Την ξέρω. Τη λένε Μαρία. Της πιάνω το χέρι.
«Είσαι αληθινή;»
Γελάει.
«Όσο αληθινές είναι οι γυναίκες.»
Μου στρώνει τα σεντόνια κι αλλάζει τη σακούλα του καθετήρα.
«Τι μέρα είναι;»
«Βρες το μόνος σου. Έχουμε τ’ αγαπημένο σου. Ρολό κιμά.»
«Σάββατο.»
«Μπράβο, Νιόνιο.»
Η Μαρία φεύγει. Στο δωμάτιο είναι άλλα τρία κρεβάτια. Μόνο το ένα είναι πιασμένο. Είναι ο Λευτέρης. Δεν κουνιέται. Μόλις που ανεβοκατεβαίνει το στήθος του.
Κλείνω τα μάτια για να ξυπνήσω. Μετά από λίγο τ’ ανοίγω ξανά. Δεν είμαι στο φοιτητικό μου σπίτι. Είμαι ένας παρατημένος γέρος, κουρελιασμένο ρούχο.
Κλείνω τα μάτια για να ξυπνήσω. Τ’ ανοίγω κι είμαι εδώ. Τα ξανακλείνω. Τ’ ανοίγω πάλι.
«Δεν γίνεται έτσι.»
Είναι η φωνή του Λευτέρη, όπως ακουγόταν τότε.
«Δεν γίνεται. Σε κρατάει ακόμα.»
«Ποιος;»
«Εσύ.»
«Πού με κρατάω;»
«Εδώ.»
Κλείνω τα μάτια. Πίσω τους παίζουν σκιές. σχολή δουλειά νησιά φίλοι έρωτας παιδιά σκύλος εγγόνια
«Αυτό ακριβώς. Είναι σκιές του ονείρου. Είναι τα όνειρα μιας σκιάς.»
«Όλη μου η ζωή;»
Νιώθω την ανάσα μου να λιγοστεύει. Καταλαβαίνω ότι πεθαίνω.
«Θα ξυπνήσω;»
«Ναι, αλλά δεν θα είσαι εσύ πια.»
«Ποιος θα είμαι; Θα είμαι κάτι;»
«Θα είσαι όλα.»
Τα φώτα τρεμοπαίζουν για λίγο. Ακούγεται μουσική. Μυρωδιά από σβησμένο κερί. Γεύση εμετού.
«Θα πεθάνω;»
«Όταν έρθει η ώρα σου θα ξυπνήσεις απ’ το όνειρο. Κι αυτό που αποκαλείς εαυτό θ’ αλλάξει.»
«Σε τι;»
«Δεν μπορείς να μάθεις τώρα.»
«Γιατί;»
«Γιατί αν μάθεις δεν θα ξυπνήσεις.»
Ξυπνάω.
~~
Ακούγονται οι Residuos Mentales. Τα κεριά έχουν σβήσει. Η Μαρία κι ο Λευτέρης είναι ξαπλωμένοι στο πάτωμα ακόμα.
Κι εγώ είμαι εκεί. Είκοσι δύο ετών.
Θα ζήσω άλλα εβδομήντα χρόνια. σχολή δουλειά νησιά φίλοι έρωτας παιδιά σκύλος εγγόνια
Θα περάσω τις τελευταίες μέρες σ’ ένα γηροκομείο. Την νοσοκόμα θα τη λένε Μαρία.
Μετά θα ξυπνήσω. Κανονικά.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η φωτογραφία είναι του Χρήστου Ματθαιόπουλου Η μουσική των Residuos Mentales
Πηγή: sanejoker.info
Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου