Στέλιος Ελληνιάδης
Στην Ελλάδα, στη δεκαετία του 1960, εισρέουν τα σύγχρονα ρεύματα ορμητικά από παντού. Τα ελληνικά μουσικά συγκροτήματα που είναι αποδέκτες και φορείς αυτών των αντηχήσεων ανταποκρίνονται αποκτώντας ένα πλούσιο και μικτό ρεπερτόριο. Παίζουν απ’ όλα. Ιταλικά, γαλλικά, αγγλικά, αμερικάνικα τραγούδια, ακόμα και σπανιόλικα. Μετά τον Έλβις, οι Μπιτλς είναι αυτοί που προκαλούν μεγάλη αναστάτωση και δίνουν ώθηση στα νέα παιδιά που είχαν ανησυχίες και ψάχνονταν να εκφραστούν μέσα από τη μουσική και από κάθε τι άλλο που συνδεόταν μ’ αυτήν. Αρχικά, βασικό κριτήριο για την επιλογή του ρεπερτορίου, πέρα από το μοντερνιστικό χαρακτήρα που είχε η μουσική, η οποία συντονιζόταν με αλλαγές στις συμπεριφορές, τις σχέσεις, τα ντυσίματα κ.λπ., ήταν ο χορός. Τα τραγούδια που προτιμούσαν οι νέοι στην πλειονότητά τους ήταν χορευτικά, όχι μόνο γιατί ικανοποιούσαν την έμφυτη τάση για ρυθμική κίνηση, αλλά και γιατί οι χοροί που έρχονταν από το εξωτερικό ήταν από τη φύση τους νεωτεριστικοί και προκλητικοί για τα καθιερωμένα ήθη. Εμφάνιση, τραγούδια και χοροί είχαν μια απελευθερωτική τάση, κοινωνικά και σεξουαλικά.
Σε όλη τη δεκαετία του 1960, ακόμα και στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970, οι μαθητές είναι υποχρεωμένοι να κουρεύονται περίπου όπως και οι φαντάροι και η ερωτική επαφή με κορίτσια που δεν έχουν συμπληρώσει τα 18 τους χρόνια διώκεται ποινικά ως αποπλάνηση ανηλίκου. Το 1969-70, η διεύθυνση της Νομικής Σχολής μου απαγορεύει να έχω συναλλαγές με τη γραμματεία εάν δεν κουρευτώ «κατά τα πρότυπα των αξιωματικών του ελληνικού στρατού». Οι πιο κοντές φούστες που φορούν οι συμφοιτήτριες μας φτάνουν μέχρι το γόνατο.
Αυτό που εξοργίζει όλο το σύστημα, πολιτικούς, παπάδες, δασκάλους, δημοσιογράφους, γείτονες, γονείς, θείους και παππούδες, είναι η ελευθεριότητα που εκδηλώνεται μέσα από τις θορυβώδεις αλλά αθώες μουσικές. Ελευθεριότητα που στιγματίζεται ως ηθικός εκφυλισμός, νεανική αυθάδεια και αντικοινωνική συμπεριφορά.
Άλλοτε περιγελώντας τους νέους κι άλλοτε κατακρίνοντας τους με κακία, η καθεστηκυία τάξη ενοχοποιεί και τις πιο ελαφρές εκδοχές του φαινομένου προσδίδοντας του –άθελα της- μεγαλύτερη σημασία στα μάτια των νέων. Η αντίδραση των μεγάλων προσελκύει περισσότερους νέους στο φουσκωμένο ρεύμα. Πριν καν αρχίσει να πολιτικοποιείται.
Στην πρώτη φάση, τα νεανικά μουσικά συγκροτήματα ντύνονται –κατά τα ξένα πρότυπα- ομοιόμορφα με κοστούμια και το ρεπερτόριο τους περιλαμβάνει από ιταλικές και γαλλικές μπαλάντες, με ινδάλματα τραγουδιστές σαν τον Σέρτζιο Εντρίγκο και τη Φρανσουάζ Αρντί, μέχρι επιτυχίες των Beatles και του Otis Redding, κοπιάροντας το ορίτζιναλ ή διασκευάζοντας το με ελληνικούς στίχους. Στα πάρτι που αποτελούν τον καθρέφτη του τι αρέσει περισσότερο, χορεύουν μπόσα νόβα, τσάρλεστον, τσα-τσα, τουίστ, χάλι-γκάλι και σέικ, ενώ το «μπλουζ» έχει ξεχωριστή βαρύτητα γιατί είναι συναισθηματικά πιο φορτισμένο, σεξουαλικά διεγερτικό και χορευτικά εύκολο σε αντίθεση με το ροκ εν ρολ που προϋποθέτει ευλυγισία και ταλέντο.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, εμφανίζονται σημεία διαφοροποίησης στο ρεπερτόριο. Η πλειονότητα επιμένει στην ελαφριά εκδοχή της ποπ, ενώ η μειονότητα διαχωρίζει το λάιτ από το χέβι, την ποπ από το ροκ. Οι Forminx, με βαρύ πυροβολικό τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, ξεχωρίζουν από τα άλλα ποπ συγκροτήματα, ως πιο ώριμο και σοβαρό γκρουπ, αλλά η μεγάλη δημοτικότητα τους οφείλεται στην τεράστια επιτυχία που έχει η ανάλαφρη γιάνκα τους!
Προς τα τέλη της δεκαετίας, έχουν διαχωριστεί οι ροκάδες με καθοριστική την επιρροή των Rolling Stones και άλλων βρετανικών κυρίως συγκροτημάτων όπως οι Kinks των αδελφών Davies (You really got me, 1964), οι Who του Pete Townshed (My Generation, 1965), οι Yardbirds με τον Jeff Beck που εμφανίζονται στο Blow–Up του Αντονιόνι (1966), ο Eric Clapton με τους Cream (I Feel Free, 1966) κ.ά.
Αυτός που κάνει την πραγματική ανατροπή είναι ο Σαββόπουλος. Ξεφεύγοντας από τα καθιερωμένα είδη και στυλ που επικρατούσαν στο ελληνικό τραγούδι, χαρακτηρίστηκε από την αρχή, από το «Φορτηγό», ως ροκ καλλιτέχνης. Αναμφίβολα, άλλαξε όλα τα δεδομένα στη νέα σκηνή του ελληνικού τραγουδιού. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι με το έργο και τις εμφανίσεις του ανέβασε τόσο ψηλά τον πήχη της καινοτομίας που όχι μόνο επηρέασε θετικά την εξέλιξη του ελληνικού τραγουδιού, αλλά βραχυκύκλωσε και πολλούς μουσικούς που ήταν αδύνατον να τον ξεπεράσουν ή να τον μιμηθούν με αξιώσεις. Με τα Μπουρμπούλια στο πλευρό του, το «Περιβόλι τ’ ουρανού» (1969), τον «Μπάλλο» (1970) και το «Βρώμικο Ψωμί» (1972) σφράγισε και έκλεισε μια ολόκληρη εποχή.
Ορισμένα συγκροτήματα επιλέξανε συγκεκριμένους στέρεους «δρόμους» χωρίς παρεκκλίσεις και ανεμομαζώματα, όπως οι MGC και ο Εξαδάκτυλος (με τον Πολύτιμο και τον Πουλικάκο εγγυητές) που βασίστηκαν στην καλή γνώση του rhythm and blues, οι Νοστράδαμος και οι Poll που ακολούθησαν με δικές τους συνθέσεις και ελληνικό στίχο τα φωνητικά συγκροτήματα του folk-rock, οι Πελόμα Μποκιού σε στυλ περίπου Σαντάνα αλλά με ευδιάκριτη ελληνική χροιά, και οπωσδήποτε, οι Socrates Drank the conium που φλερτάρισαν με την ποπ, αλλά κατέληξαν στη μουσική που διαχρονικά έμελλε να οριοθετήσει το ελληνικό ροκ. Με βάση τις εικόνες, τον ήχο και τον απόηχο του Woodstock (1969) και τον σκληρό ήχο και τους αυτοσχεδιασμούς του Jimi Hendrix με το Hey Joe (1966) ή το All Along the Watchtower (1968) που απέδιδε με αξιοθαύμαστη πιστότητα ο βιρτουόζος Γιάννης Σπάθας με την κιθάρα του, αλλά και την σαρωτική επέλαση των Led Zeppelin με το Whole lotta love (1969) και το Immigrant song (1970) που μεταμόρφωναν τον Αντώνη Τουρκογιώργη σε Robert Plant, δικαιωματικά, οι Socrates άφησαν στίγμα σαν το πιο χαρακτηριστικό ελληνικό ροκ συγκρότημα, γέννημα της εποχής που το ροκ ήταν στην κορύφωσή του στην Αγγλία και την Αμερική.
Το 1968-69-70, παρ’ όλη την αποδοκιμασία από ένα όχι ευκαταφρόνητο κομμάτι της κοινωνίας και την κρατική παρενόχληση, αυξανόταν σταθερά ο αριθμός των μυημένων. Όταν ξεκινήσαμε με τον Παύλο Δαμιανάκο τα κυριακάτικα πρωινά, η ιδέα ήταν να παρουσιάζουμε ένα μικρό κινητό φεστιβάλ από συνοικία σε συνοικία με τους Socrates drank the conium πλαισιωμένους από δοκιμασμένους καλλιτέχνες, αλλά και νιόφερτους. Στην πρώτη μας παρουσίαση των Σώκρατες, παρθενική ήταν και η εμφάνιση του σούπεργκρουπ «Εξαδάκτυλος» με πυρήνα τον Δημήτρη Πουλικάκο και τον Δημήτρη Πολύτιμο. Επίσης, συμμετείχαν ο Βαγγέλης Γερμανός, ως Ευάγγελος, και ο Βασίλης Ζαρούλιας, ως Βασίλειος, που τελικά βαφτίστηκαν «Διόσκουροι». Στις επόμενες συναυλίες, πήραν μέρος οι «Δάμων και Φιντίας», δηλαδή ο Παύλος Σιδηρόπουλος και ο Παντελής Δεληγιαννίδης, και πολλοί άλλοι ροκάδες της εποχής, όπως ο Λάκης Τυπάλδος, πολύ καλός κλασικός κιθαρίστας με folk ρεπερτόριο, Ντίλαν, Ντόνοβαν κ.ά., ο εκ Κομοτηνής Θανάσης Γκαϊφύλλιας, αλλά και διάφοροι ξένοι που περνούσαν από την Ελλάδα και εντοπίζονταν στο Folk 17 στην Πλάκα. Από την πρώτη μας απόπειρα στον Πειραιά, όλες οι μεγάλες αίθουσες των κινηματογράφων γέμιζαν από ενθουσιώδη παιδιά που τα περισσότερα φοιτούσαν ακόμα στο Λύκειο, το οποίο κι εμείς είχαμε τελειώσει πριν από δύο-τρία χρόνια.
Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι σε αντίθεση με ό,τι νομίζουν πολλοί, η μεγάλη προσέλευση στις ροκ συναυλίες δεν σημαίνει ότι το κοινό της ροκ μουσικής ήταν πελώριο. Μειοψηφικό ήταν, αλλά πολύ αφοσιωμένο και δυναμικό.
Οι νέοι από τις γειτονιές δεν ήξεραν καλά-καλά αγγλικά, δεν είχανε ταξιδέψει έξω από την Ελλάδα, δεν είχανε λεφτά για ωδεία, αλλά είχανε μια μεγάλη εσωτερική ανάγκη που τους ωθούσε να ανοίξουν τα φτερά τους και να πετάξουν ψηλά και ελεύθερα! Κόντρα στο συντηρητικό κλίμα που καλλιεργούσε η στρατιωτική δικτατορία η οποία προσπαθούσε να βάλει την επιθυμία για ζωή σε γύψο, κόντρα και στην αστυνομία που κυνηγούσε όσους είχανε μακριά μαλλιά, τη λογοκρισία που έκοβε τα τραγούδια και τις ταινίες που αγαπούσε η νεολαία και τις εφημερίδες και τα περιοδικά που σατίριζαν ή συκοφαντούσαν κάθε έναν που άφηνε φαβορίτες και κάθε μία που φορούσε μίνι φούστα και σι-θρου μπλουζάκι!
Μέσα απ’ αυτή τη ζύμωση, την ανησυχία, τον πόθο, την ανακατωσούρα και την αντίδραση γεννιόταν και φούντωνε το ελληνικό ροκ. Αυτοσχέδιοι μουσικοί και αμούστακοι ακροατές δημιουργούσαν ένα ρεύμα που ένωνε τα παιδιά της Ελλάδας με τα παιδιά όλου του κόσμου. Με φωνές που έμοιαζαν άλλοτε με ύμνους κι άλλοτε με κραυγές!
Μέσα μας, είχαμε ένα δυνατό αέρα που φυσούσε ακατάπαυστα και μας έσπρωχνε να ανοιγόμαστε όλο και πιο πολύ στα πελάγη της αναζήτησης και της ελευθερίας με κουπιά, πανιά και τιμόνια τις κιθάρες, τα μικρόφωνα, τα μπάσα, τα τύμπανα, τα σαξόφωνα, τα ντέφια, τα συνθεσάιζερ και τα βινύλια!
Από μακριά, από άλλες χώρες, έφταναν μελωδίες, λαρυγγισμοί, σολαρίσματα και ακομπανιαμέντα που μας ξεσήκωναν και μας καλούσαν να μπούμε κι εμείς στο χορό των ξωτικών, να χαθούμε μέσα στα χρώματα και τα αρώματα που έβγαιναν από τις μουσικές, τα πρόσωπα και τα σχήματα που συμβόλιζαν το καινούργιο, το εναλλακτικό, το ονειρικό. Να πάρουμε μέρος σ’ αυτή την κοσμογονία, για όσο διαρκέσει και όπου μας βγάλει. Κι αυτό ήταν το ελληνικό ροκ στη γέννησή του.
Σ’ αυτή την έκρηξη, το συγκρότημα με το πρωτότυπο όνομα Socrates drank the conium ανέβασε τα ντεσιμπέλ στα άκρα και έβαλε φωτιά στα μυαλά των αγοριών και των κοριτσιών που πλημμύριζαν αναστατωμένα τις αίθουσες των κινηματογράφων στα περίφημα κυριακάτικα πρωινά. Με τα σόλο του Σπάθα και του Τρανταλίδη και τους φωνητικούς ακροβατισμούς του Τουρκογιώργη, ο ηλεκτρισμός διαπερνούσε τις νεανικές ψυχές και άφηνε όλες τις φαντασίες να ταξιδέψουν!
Ρεύματα, τάσεις και αποχρώσεις κάθε είδους, rock ‘n roll, pop, folk, rhythm and blues, soul κ.λπ., είχαν απήχηση και βρήκαν τους εκφραστές τους στην Ελλάδα, αλλά κανένας δεν ταυτίστηκε με το rock στην πιο ευδιάκριτη μορφή του όσο οι Socrates drank the conium από την πρώτη τους εμφάνιση στον Πειραιά, στις 11 Απριλίου του 1971. Δεν είχαμε τους Who ούτε τους Led Zeppelin, αλλά είχαμε τους Socrates και τη φωνή του Αντώνη Τουρκογιώργη, δυνατή, επιβλητική και οργισμένη, να κυκλοφορεί μέσα στο λαβύρινθο του καθενός από μας που χόρεψε με τα χέρια σηκωμένα και το σήμα της ειρήνης τυπωμένο ή καρφιτσωμένο στο στήθος στους μεγάλους σινεμάδες, στους Αμπελόκηπους, τα Πατήσια, το Περιστέρι, τη Γλυφάδα, την Καλλιθέα κ.λπ.
Το θυμάμαι με συγκίνηση. Η πρώτη μας συναυλία έγινε στην Τερψιθέα, όχι πολύ μακριά από το Δημοτικό Θέατρο. Αυτός ο ιστορικός κινηματογράφος δεν υπάρχει πια, όπως και οι περισσότεροι άλλωστε. Θα ήταν η πρώτη εμφάνιση των Socrates drank the conium. Τότε είχαν την πλήρη ονομασία πριν την περικόψουν σε σκέτο Socrates, όπως οι Chicago Transit Authority έγιναν σκέτο Chicago. Το συγκρότημα από το οποίο προέρχονταν λεγόταν Persons με τραγουδιστή τον Ηλία Ασβεστόπουλο. Στην μετεξέλιξη του, το σχήμα γινόταν πιο σκληρό, πιο βαρύ, με τραγουδιστή τον Αντώνη Τουρκογιώργη, στην κιθάρα τον Γιάννη Σπάθα, κορυφαίο σολίστα που διέπρεψε και σαν ενορχηστρωτής, και ντράμερ –μετά τον Ηλία Μπουκουβάλα- τον Γιώργο Τρανταλίδη, που διακρίθηκε και στην ελληνική τζαζ σκηνή. Ο Ασβεστόπουλος δημιούργησε το για πολλά χρόνια πετυχημένο ποπ συγκρότημα 2002 GR.
Ο δικός μου ρόλος ήταν πολλαπλός: χρηματοδότησα τις συναυλίες με τα λεφτά που έβγαζα από τη νυχτερινή μου δουλειά στο Φαληρικό Δέλτα, έκλεινα τους καλλιτέχνες που θα πλαισίωναν τους Socrates, οργάνωνα την προβολή τους και παρουσίαζα το πρόγραμμα. Στη διοργάνωση των κυριακάτικων πρωινών με τους Socrates, συνδιοργανωτής ήταν ο Παύλος Δαμιανάκος, ο οποίος ήταν μάνατζερ του συγκροτήματος και είχε τη φροντίδα για το τεχνικό κομμάτι των συναυλιών. Ευτυχώς, έχουν διασωθεί μερικές φωτογραφίες χάρη στον Δημήτρη Συντζανάκη που μας ακολουθούσε πάντα. Δυστυχώς, τα φιλμ καταστράφηκαν όταν το φωτογραφείο του πήρε φωτιά. Όσες φωτογραφίες υπάρχουν στο αρχείο μου, διασώθηκαν από φίλους και από τη μητέρα μας η οποία ήταν φιλόμουση και πολύ περήφανη για τα κατορθώματα του γιου της.
Ήμασταν μια μεγάλη παρέα από παιδιά που είχαν προσβληθεί από το ίδιο φαινόμενο. Είχαμε αποκηρύξει τους Charms, Olympians, Sounds, Idols και όλα τα ποπ συγκροτήματα που προηγήθηκαν και ήταν γνωστά από δίσκους, παραστάσεις στα night clubs και εμφανίσεις σε ελληνικές ταινίες. Ήταν πολύ καθωσπρέπει για τα γούστα μας και πολύ συμβατικά για την ανυπακοή μας, παρ’ όλο που είχαν καλούς μουσικούς οι οποίοι είχαν παίξει σημαντικό ρόλο στη γέννηση και την ωρίμαση της ντόπιας μουσικής σκηνής. Εμείς πλέον, με σημείο σταθμό για τους περισσότερους το Γούντστοκ, θεωρούσαμε την ποπ μουσική ξεπερασμένη και μικροαστική. Μας συγκινούσαν οι μουσικοί που έπαιζαν μπλουζ, μαύροι και λευκοί, όπως ο John Lee Hooker, o B.B. King, ο John Mayall και ο Paul Butterfield και εκστασιαζόμασταν με τις ροκ και ψυχεδελικές μουσικές των Doors και των Jefferson Airplane. Μεγαλώνοντας και εμβαθύνοντας σ’ αυτό που αγαπούσαμε, το πιο βασικό μας κριτήριο, έστω και υποσυνείδητο, ήταν η εμπλοκή των καλλιτεχνών στα ρεύματα αμφισβήτησης, στο λεγόμενο underground, από το χιπισμό ως τη Νέα Αριστερά, το αντιπολεμικό κίνημα και τους Μαύρους Πάνθηρες. Μπορεί η μετάγγιση του περιεχομένου τους στα μυαλά μας να μην ήταν πάντοτε πλήρης, λόγω του ανομοιογενούς πολιτισμικού περιβάλλοντος, αλλά τα μηνύματα τους ήταν πολύ ισχυρά και μας διαπερνούσαν.
Το ακροατήριο στις συναυλίες ήταν νεανικό, κυρίως μαθητόκοσμος, από τις λαϊκές και μεσοαστικές γειτονιές. Αυτό φαίνεται και από τις περιοχές στις οποίες βρίσκονταν τα περισσότερα club και οι ντίσκο, αλλά και οι κινηματογράφοι που γίνονταν οι κυριακάτικες συναυλίες. Οι φωτογραφίες δείχνουν τις ηλικίες των θαμώνων και τα ντυσίματα τους που δεν είχαν καμία πολυτέλεια. Εξάλλου, και οι μουσικοί στην πλειονότητα τους προέρχονταν από τα λαϊκά, εργατικά και μικροαστικά στρώματα.
Στις συναυλίες μας έρχονταν πάντοτε οι πιο κοντινοί μας φίλοι, μερικοί βοηθούσαν κιόλας, ενώ υπήρχε και μια μερίδα που είχε την περιέργεια να δει από κοντά αν ήταν αλήθεια όσα διαδίδονταν από τις εφημερίδες, τα περιοδικά, τους δασκάλους και τους γονείς. Σ’ αυτές τις μαζώξεις κάναμε φιλίες που διαρκούν μέχρι σήμερα. Παιδιά από τη γειτονιά μας και παιδιά από τις πιο μακρινές συνοικίες έσμιγαν και διασκέδαζαν μέσα σε μια ατμόσφαιρα που είχε αθωότητα, ενθουσιασμό και συντροφικότητα. Ο Γιάννης και ο Σωτήρης από τον Πειραιά, η Μαρία με τις αδελφές της από το Καλαμάκι, η Λένα, ο Αιμίλιος κι ο Αντώνης από τα Πατήσια, ο Ρήγας από το Περιστέρι, η Ιωάννα και η Ελένη από την Καλλιθέα, ο Λάκης από τον Περισσό και άλλοι πολλοί νέοι που είναι δύσκολο να καταγραφούν συμμετείχαν με την ίδια αγάπη για τη μουσική και την ίδια επιθυμία για κοινή δράση με ομοϊδεάτες.
Όλα στο τσακ, προτού οι εταιρίες, οι δημοσιογράφοι, οι στυλίστες και οι πολιτικοί βάλουν το ροκ στο στόμα τους.
(Το άρθρο γράφτηκε με αφορμή τη συναυλία αλληλεγγύης –για σοβαρούς λόγους υγείας- στον Αντώνη Τουρκογιώργη που θα πραγματοποιηθεί στις 10 Οκτωβρίου, στο Gagarin, Λιοσίων 205)
Πηγή: e-dromos.gr
Στέλιος Ελληνιάδης: Σχετικά με τον Συντάκτη
Στην Ελλάδα, στη δεκαετία του 1960, εισρέουν τα σύγχρονα ρεύματα ορμητικά από παντού. Τα ελληνικά μουσικά συγκροτήματα που είναι αποδέκτες και φορείς αυτών των αντηχήσεων ανταποκρίνονται αποκτώντας ένα πλούσιο και μικτό ρεπερτόριο. Παίζουν απ’ όλα. Ιταλικά, γαλλικά, αγγλικά, αμερικάνικα τραγούδια, ακόμα και σπανιόλικα. Μετά τον Έλβις, οι Μπιτλς είναι αυτοί που προκαλούν μεγάλη αναστάτωση και δίνουν ώθηση στα νέα παιδιά που είχαν ανησυχίες και ψάχνονταν να εκφραστούν μέσα από τη μουσική και από κάθε τι άλλο που συνδεόταν μ’ αυτήν. Αρχικά, βασικό κριτήριο για την επιλογή του ρεπερτορίου, πέρα από το μοντερνιστικό χαρακτήρα που είχε η μουσική, η οποία συντονιζόταν με αλλαγές στις συμπεριφορές, τις σχέσεις, τα ντυσίματα κ.λπ., ήταν ο χορός. Τα τραγούδια που προτιμούσαν οι νέοι στην πλειονότητά τους ήταν χορευτικά, όχι μόνο γιατί ικανοποιούσαν την έμφυτη τάση για ρυθμική κίνηση, αλλά και γιατί οι χοροί που έρχονταν από το εξωτερικό ήταν από τη φύση τους νεωτεριστικοί και προκλητικοί για τα καθιερωμένα ήθη. Εμφάνιση, τραγούδια και χοροί είχαν μια απελευθερωτική τάση, κοινωνικά και σεξουαλικά.
Σε όλη τη δεκαετία του 1960, ακόμα και στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970, οι μαθητές είναι υποχρεωμένοι να κουρεύονται περίπου όπως και οι φαντάροι και η ερωτική επαφή με κορίτσια που δεν έχουν συμπληρώσει τα 18 τους χρόνια διώκεται ποινικά ως αποπλάνηση ανηλίκου. Το 1969-70, η διεύθυνση της Νομικής Σχολής μου απαγορεύει να έχω συναλλαγές με τη γραμματεία εάν δεν κουρευτώ «κατά τα πρότυπα των αξιωματικών του ελληνικού στρατού». Οι πιο κοντές φούστες που φορούν οι συμφοιτήτριες μας φτάνουν μέχρι το γόνατο.
Αυτό που εξοργίζει όλο το σύστημα, πολιτικούς, παπάδες, δασκάλους, δημοσιογράφους, γείτονες, γονείς, θείους και παππούδες, είναι η ελευθεριότητα που εκδηλώνεται μέσα από τις θορυβώδεις αλλά αθώες μουσικές. Ελευθεριότητα που στιγματίζεται ως ηθικός εκφυλισμός, νεανική αυθάδεια και αντικοινωνική συμπεριφορά.
Άλλοτε περιγελώντας τους νέους κι άλλοτε κατακρίνοντας τους με κακία, η καθεστηκυία τάξη ενοχοποιεί και τις πιο ελαφρές εκδοχές του φαινομένου προσδίδοντας του –άθελα της- μεγαλύτερη σημασία στα μάτια των νέων. Η αντίδραση των μεγάλων προσελκύει περισσότερους νέους στο φουσκωμένο ρεύμα. Πριν καν αρχίσει να πολιτικοποιείται.
Τουίστ και μπλουζ
Στην πρώτη φάση, τα νεανικά μουσικά συγκροτήματα ντύνονται –κατά τα ξένα πρότυπα- ομοιόμορφα με κοστούμια και το ρεπερτόριο τους περιλαμβάνει από ιταλικές και γαλλικές μπαλάντες, με ινδάλματα τραγουδιστές σαν τον Σέρτζιο Εντρίγκο και τη Φρανσουάζ Αρντί, μέχρι επιτυχίες των Beatles και του Otis Redding, κοπιάροντας το ορίτζιναλ ή διασκευάζοντας το με ελληνικούς στίχους. Στα πάρτι που αποτελούν τον καθρέφτη του τι αρέσει περισσότερο, χορεύουν μπόσα νόβα, τσάρλεστον, τσα-τσα, τουίστ, χάλι-γκάλι και σέικ, ενώ το «μπλουζ» έχει ξεχωριστή βαρύτητα γιατί είναι συναισθηματικά πιο φορτισμένο, σεξουαλικά διεγερτικό και χορευτικά εύκολο σε αντίθεση με το ροκ εν ρολ που προϋποθέτει ευλυγισία και ταλέντο.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, εμφανίζονται σημεία διαφοροποίησης στο ρεπερτόριο. Η πλειονότητα επιμένει στην ελαφριά εκδοχή της ποπ, ενώ η μειονότητα διαχωρίζει το λάιτ από το χέβι, την ποπ από το ροκ. Οι Forminx, με βαρύ πυροβολικό τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, ξεχωρίζουν από τα άλλα ποπ συγκροτήματα, ως πιο ώριμο και σοβαρό γκρουπ, αλλά η μεγάλη δημοτικότητα τους οφείλεται στην τεράστια επιτυχία που έχει η ανάλαφρη γιάνκα τους!
Προς τα τέλη της δεκαετίας, έχουν διαχωριστεί οι ροκάδες με καθοριστική την επιρροή των Rolling Stones και άλλων βρετανικών κυρίως συγκροτημάτων όπως οι Kinks των αδελφών Davies (You really got me, 1964), οι Who του Pete Townshed (My Generation, 1965), οι Yardbirds με τον Jeff Beck που εμφανίζονται στο Blow–Up του Αντονιόνι (1966), ο Eric Clapton με τους Cream (I Feel Free, 1966) κ.ά.
Το φορτηγό της ανατροπής
Αυτός που κάνει την πραγματική ανατροπή είναι ο Σαββόπουλος. Ξεφεύγοντας από τα καθιερωμένα είδη και στυλ που επικρατούσαν στο ελληνικό τραγούδι, χαρακτηρίστηκε από την αρχή, από το «Φορτηγό», ως ροκ καλλιτέχνης. Αναμφίβολα, άλλαξε όλα τα δεδομένα στη νέα σκηνή του ελληνικού τραγουδιού. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι με το έργο και τις εμφανίσεις του ανέβασε τόσο ψηλά τον πήχη της καινοτομίας που όχι μόνο επηρέασε θετικά την εξέλιξη του ελληνικού τραγουδιού, αλλά βραχυκύκλωσε και πολλούς μουσικούς που ήταν αδύνατον να τον ξεπεράσουν ή να τον μιμηθούν με αξιώσεις. Με τα Μπουρμπούλια στο πλευρό του, το «Περιβόλι τ’ ουρανού» (1969), τον «Μπάλλο» (1970) και το «Βρώμικο Ψωμί» (1972) σφράγισε και έκλεισε μια ολόκληρη εποχή.
Ορισμένα συγκροτήματα επιλέξανε συγκεκριμένους στέρεους «δρόμους» χωρίς παρεκκλίσεις και ανεμομαζώματα, όπως οι MGC και ο Εξαδάκτυλος (με τον Πολύτιμο και τον Πουλικάκο εγγυητές) που βασίστηκαν στην καλή γνώση του rhythm and blues, οι Νοστράδαμος και οι Poll που ακολούθησαν με δικές τους συνθέσεις και ελληνικό στίχο τα φωνητικά συγκροτήματα του folk-rock, οι Πελόμα Μποκιού σε στυλ περίπου Σαντάνα αλλά με ευδιάκριτη ελληνική χροιά, και οπωσδήποτε, οι Socrates Drank the conium που φλερτάρισαν με την ποπ, αλλά κατέληξαν στη μουσική που διαχρονικά έμελλε να οριοθετήσει το ελληνικό ροκ. Με βάση τις εικόνες, τον ήχο και τον απόηχο του Woodstock (1969) και τον σκληρό ήχο και τους αυτοσχεδιασμούς του Jimi Hendrix με το Hey Joe (1966) ή το All Along the Watchtower (1968) που απέδιδε με αξιοθαύμαστη πιστότητα ο βιρτουόζος Γιάννης Σπάθας με την κιθάρα του, αλλά και την σαρωτική επέλαση των Led Zeppelin με το Whole lotta love (1969) και το Immigrant song (1970) που μεταμόρφωναν τον Αντώνη Τουρκογιώργη σε Robert Plant, δικαιωματικά, οι Socrates άφησαν στίγμα σαν το πιο χαρακτηριστικό ελληνικό ροκ συγκρότημα, γέννημα της εποχής που το ροκ ήταν στην κορύφωσή του στην Αγγλία και την Αμερική.
Από σινεμά σε σινεμά
Εν δράσει επί σκηνής (από αριστερά): Στέλιος Ελληνιάδης, Αντώνης Τουρκογιώργης, Γιώργος Τρανταλίδης, Γιάννης Σπάθας (φωτό Δ. Συντζανάκης, αρχείο Στ. Ελληνιάδης-ντέφι, 1971) |
Το 1968-69-70, παρ’ όλη την αποδοκιμασία από ένα όχι ευκαταφρόνητο κομμάτι της κοινωνίας και την κρατική παρενόχληση, αυξανόταν σταθερά ο αριθμός των μυημένων. Όταν ξεκινήσαμε με τον Παύλο Δαμιανάκο τα κυριακάτικα πρωινά, η ιδέα ήταν να παρουσιάζουμε ένα μικρό κινητό φεστιβάλ από συνοικία σε συνοικία με τους Socrates drank the conium πλαισιωμένους από δοκιμασμένους καλλιτέχνες, αλλά και νιόφερτους. Στην πρώτη μας παρουσίαση των Σώκρατες, παρθενική ήταν και η εμφάνιση του σούπεργκρουπ «Εξαδάκτυλος» με πυρήνα τον Δημήτρη Πουλικάκο και τον Δημήτρη Πολύτιμο. Επίσης, συμμετείχαν ο Βαγγέλης Γερμανός, ως Ευάγγελος, και ο Βασίλης Ζαρούλιας, ως Βασίλειος, που τελικά βαφτίστηκαν «Διόσκουροι». Στις επόμενες συναυλίες, πήραν μέρος οι «Δάμων και Φιντίας», δηλαδή ο Παύλος Σιδηρόπουλος και ο Παντελής Δεληγιαννίδης, και πολλοί άλλοι ροκάδες της εποχής, όπως ο Λάκης Τυπάλδος, πολύ καλός κλασικός κιθαρίστας με folk ρεπερτόριο, Ντίλαν, Ντόνοβαν κ.ά., ο εκ Κομοτηνής Θανάσης Γκαϊφύλλιας, αλλά και διάφοροι ξένοι που περνούσαν από την Ελλάδα και εντοπίζονταν στο Folk 17 στην Πλάκα. Από την πρώτη μας απόπειρα στον Πειραιά, όλες οι μεγάλες αίθουσες των κινηματογράφων γέμιζαν από ενθουσιώδη παιδιά που τα περισσότερα φοιτούσαν ακόμα στο Λύκειο, το οποίο κι εμείς είχαμε τελειώσει πριν από δύο-τρία χρόνια.
Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι σε αντίθεση με ό,τι νομίζουν πολλοί, η μεγάλη προσέλευση στις ροκ συναυλίες δεν σημαίνει ότι το κοινό της ροκ μουσικής ήταν πελώριο. Μειοψηφικό ήταν, αλλά πολύ αφοσιωμένο και δυναμικό.
Οι νέοι από τις γειτονιές δεν ήξεραν καλά-καλά αγγλικά, δεν είχανε ταξιδέψει έξω από την Ελλάδα, δεν είχανε λεφτά για ωδεία, αλλά είχανε μια μεγάλη εσωτερική ανάγκη που τους ωθούσε να ανοίξουν τα φτερά τους και να πετάξουν ψηλά και ελεύθερα! Κόντρα στο συντηρητικό κλίμα που καλλιεργούσε η στρατιωτική δικτατορία η οποία προσπαθούσε να βάλει την επιθυμία για ζωή σε γύψο, κόντρα και στην αστυνομία που κυνηγούσε όσους είχανε μακριά μαλλιά, τη λογοκρισία που έκοβε τα τραγούδια και τις ταινίες που αγαπούσε η νεολαία και τις εφημερίδες και τα περιοδικά που σατίριζαν ή συκοφαντούσαν κάθε έναν που άφηνε φαβορίτες και κάθε μία που φορούσε μίνι φούστα και σι-θρου μπλουζάκι!
Με κιθάρες και βινύλια
Μέσα απ’ αυτή τη ζύμωση, την ανησυχία, τον πόθο, την ανακατωσούρα και την αντίδραση γεννιόταν και φούντωνε το ελληνικό ροκ. Αυτοσχέδιοι μουσικοί και αμούστακοι ακροατές δημιουργούσαν ένα ρεύμα που ένωνε τα παιδιά της Ελλάδας με τα παιδιά όλου του κόσμου. Με φωνές που έμοιαζαν άλλοτε με ύμνους κι άλλοτε με κραυγές!
Μέσα μας, είχαμε ένα δυνατό αέρα που φυσούσε ακατάπαυστα και μας έσπρωχνε να ανοιγόμαστε όλο και πιο πολύ στα πελάγη της αναζήτησης και της ελευθερίας με κουπιά, πανιά και τιμόνια τις κιθάρες, τα μικρόφωνα, τα μπάσα, τα τύμπανα, τα σαξόφωνα, τα ντέφια, τα συνθεσάιζερ και τα βινύλια!
Από μακριά, από άλλες χώρες, έφταναν μελωδίες, λαρυγγισμοί, σολαρίσματα και ακομπανιαμέντα που μας ξεσήκωναν και μας καλούσαν να μπούμε κι εμείς στο χορό των ξωτικών, να χαθούμε μέσα στα χρώματα και τα αρώματα που έβγαιναν από τις μουσικές, τα πρόσωπα και τα σχήματα που συμβόλιζαν το καινούργιο, το εναλλακτικό, το ονειρικό. Να πάρουμε μέρος σ’ αυτή την κοσμογονία, για όσο διαρκέσει και όπου μας βγάλει. Κι αυτό ήταν το ελληνικό ροκ στη γέννησή του.
Σ’ αυτή την έκρηξη, το συγκρότημα με το πρωτότυπο όνομα Socrates drank the conium ανέβασε τα ντεσιμπέλ στα άκρα και έβαλε φωτιά στα μυαλά των αγοριών και των κοριτσιών που πλημμύριζαν αναστατωμένα τις αίθουσες των κινηματογράφων στα περίφημα κυριακάτικα πρωινά. Με τα σόλο του Σπάθα και του Τρανταλίδη και τους φωνητικούς ακροβατισμούς του Τουρκογιώργη, ο ηλεκτρισμός διαπερνούσε τις νεανικές ψυχές και άφηνε όλες τις φαντασίες να ταξιδέψουν!
Ρεύματα, τάσεις και αποχρώσεις κάθε είδους, rock ‘n roll, pop, folk, rhythm and blues, soul κ.λπ., είχαν απήχηση και βρήκαν τους εκφραστές τους στην Ελλάδα, αλλά κανένας δεν ταυτίστηκε με το rock στην πιο ευδιάκριτη μορφή του όσο οι Socrates drank the conium από την πρώτη τους εμφάνιση στον Πειραιά, στις 11 Απριλίου του 1971. Δεν είχαμε τους Who ούτε τους Led Zeppelin, αλλά είχαμε τους Socrates και τη φωνή του Αντώνη Τουρκογιώργη, δυνατή, επιβλητική και οργισμένη, να κυκλοφορεί μέσα στο λαβύρινθο του καθενός από μας που χόρεψε με τα χέρια σηκωμένα και το σήμα της ειρήνης τυπωμένο ή καρφιτσωμένο στο στήθος στους μεγάλους σινεμάδες, στους Αμπελόκηπους, τα Πατήσια, το Περιστέρι, τη Γλυφάδα, την Καλλιθέα κ.λπ.
Παρθενικές εμφανίσεις
Socrates, Δημήτρης Πουλικάκος και Εξαδάκτυλος, Βαγγέλης Γερμανός, Βασίλης Ζαρούλιας και… μία έκπληξις! (αρχείο Στ. Ελληνιάδης-ντέφι, 1971) |
Το θυμάμαι με συγκίνηση. Η πρώτη μας συναυλία έγινε στην Τερψιθέα, όχι πολύ μακριά από το Δημοτικό Θέατρο. Αυτός ο ιστορικός κινηματογράφος δεν υπάρχει πια, όπως και οι περισσότεροι άλλωστε. Θα ήταν η πρώτη εμφάνιση των Socrates drank the conium. Τότε είχαν την πλήρη ονομασία πριν την περικόψουν σε σκέτο Socrates, όπως οι Chicago Transit Authority έγιναν σκέτο Chicago. Το συγκρότημα από το οποίο προέρχονταν λεγόταν Persons με τραγουδιστή τον Ηλία Ασβεστόπουλο. Στην μετεξέλιξη του, το σχήμα γινόταν πιο σκληρό, πιο βαρύ, με τραγουδιστή τον Αντώνη Τουρκογιώργη, στην κιθάρα τον Γιάννη Σπάθα, κορυφαίο σολίστα που διέπρεψε και σαν ενορχηστρωτής, και ντράμερ –μετά τον Ηλία Μπουκουβάλα- τον Γιώργο Τρανταλίδη, που διακρίθηκε και στην ελληνική τζαζ σκηνή. Ο Ασβεστόπουλος δημιούργησε το για πολλά χρόνια πετυχημένο ποπ συγκρότημα 2002 GR.
Ο δικός μου ρόλος ήταν πολλαπλός: χρηματοδότησα τις συναυλίες με τα λεφτά που έβγαζα από τη νυχτερινή μου δουλειά στο Φαληρικό Δέλτα, έκλεινα τους καλλιτέχνες που θα πλαισίωναν τους Socrates, οργάνωνα την προβολή τους και παρουσίαζα το πρόγραμμα. Στη διοργάνωση των κυριακάτικων πρωινών με τους Socrates, συνδιοργανωτής ήταν ο Παύλος Δαμιανάκος, ο οποίος ήταν μάνατζερ του συγκροτήματος και είχε τη φροντίδα για το τεχνικό κομμάτι των συναυλιών. Ευτυχώς, έχουν διασωθεί μερικές φωτογραφίες χάρη στον Δημήτρη Συντζανάκη που μας ακολουθούσε πάντα. Δυστυχώς, τα φιλμ καταστράφηκαν όταν το φωτογραφείο του πήρε φωτιά. Όσες φωτογραφίες υπάρχουν στο αρχείο μου, διασώθηκαν από φίλους και από τη μητέρα μας η οποία ήταν φιλόμουση και πολύ περήφανη για τα κατορθώματα του γιου της.
Όλοι μια παρέα
Ήμασταν μια μεγάλη παρέα από παιδιά που είχαν προσβληθεί από το ίδιο φαινόμενο. Είχαμε αποκηρύξει τους Charms, Olympians, Sounds, Idols και όλα τα ποπ συγκροτήματα που προηγήθηκαν και ήταν γνωστά από δίσκους, παραστάσεις στα night clubs και εμφανίσεις σε ελληνικές ταινίες. Ήταν πολύ καθωσπρέπει για τα γούστα μας και πολύ συμβατικά για την ανυπακοή μας, παρ’ όλο που είχαν καλούς μουσικούς οι οποίοι είχαν παίξει σημαντικό ρόλο στη γέννηση και την ωρίμαση της ντόπιας μουσικής σκηνής. Εμείς πλέον, με σημείο σταθμό για τους περισσότερους το Γούντστοκ, θεωρούσαμε την ποπ μουσική ξεπερασμένη και μικροαστική. Μας συγκινούσαν οι μουσικοί που έπαιζαν μπλουζ, μαύροι και λευκοί, όπως ο John Lee Hooker, o B.B. King, ο John Mayall και ο Paul Butterfield και εκστασιαζόμασταν με τις ροκ και ψυχεδελικές μουσικές των Doors και των Jefferson Airplane. Μεγαλώνοντας και εμβαθύνοντας σ’ αυτό που αγαπούσαμε, το πιο βασικό μας κριτήριο, έστω και υποσυνείδητο, ήταν η εμπλοκή των καλλιτεχνών στα ρεύματα αμφισβήτησης, στο λεγόμενο underground, από το χιπισμό ως τη Νέα Αριστερά, το αντιπολεμικό κίνημα και τους Μαύρους Πάνθηρες. Μπορεί η μετάγγιση του περιεχομένου τους στα μυαλά μας να μην ήταν πάντοτε πλήρης, λόγω του ανομοιογενούς πολιτισμικού περιβάλλοντος, αλλά τα μηνύματα τους ήταν πολύ ισχυρά και μας διαπερνούσαν.
Το ακροατήριο στις συναυλίες ήταν νεανικό, κυρίως μαθητόκοσμος, από τις λαϊκές και μεσοαστικές γειτονιές. Αυτό φαίνεται και από τις περιοχές στις οποίες βρίσκονταν τα περισσότερα club και οι ντίσκο, αλλά και οι κινηματογράφοι που γίνονταν οι κυριακάτικες συναυλίες. Οι φωτογραφίες δείχνουν τις ηλικίες των θαμώνων και τα ντυσίματα τους που δεν είχαν καμία πολυτέλεια. Εξάλλου, και οι μουσικοί στην πλειονότητα τους προέρχονταν από τα λαϊκά, εργατικά και μικροαστικά στρώματα.
Στις συναυλίες μας έρχονταν πάντοτε οι πιο κοντινοί μας φίλοι, μερικοί βοηθούσαν κιόλας, ενώ υπήρχε και μια μερίδα που είχε την περιέργεια να δει από κοντά αν ήταν αλήθεια όσα διαδίδονταν από τις εφημερίδες, τα περιοδικά, τους δασκάλους και τους γονείς. Σ’ αυτές τις μαζώξεις κάναμε φιλίες που διαρκούν μέχρι σήμερα. Παιδιά από τη γειτονιά μας και παιδιά από τις πιο μακρινές συνοικίες έσμιγαν και διασκέδαζαν μέσα σε μια ατμόσφαιρα που είχε αθωότητα, ενθουσιασμό και συντροφικότητα. Ο Γιάννης και ο Σωτήρης από τον Πειραιά, η Μαρία με τις αδελφές της από το Καλαμάκι, η Λένα, ο Αιμίλιος κι ο Αντώνης από τα Πατήσια, ο Ρήγας από το Περιστέρι, η Ιωάννα και η Ελένη από την Καλλιθέα, ο Λάκης από τον Περισσό και άλλοι πολλοί νέοι που είναι δύσκολο να καταγραφούν συμμετείχαν με την ίδια αγάπη για τη μουσική και την ίδια επιθυμία για κοινή δράση με ομοϊδεάτες.
Όλα στο τσακ, προτού οι εταιρίες, οι δημοσιογράφοι, οι στυλίστες και οι πολιτικοί βάλουν το ροκ στο στόμα τους.
(Το άρθρο γράφτηκε με αφορμή τη συναυλία αλληλεγγύης –για σοβαρούς λόγους υγείας- στον Αντώνη Τουρκογιώργη που θα πραγματοποιηθεί στις 10 Οκτωβρίου, στο Gagarin, Λιοσίων 205)
Πηγή: e-dromos.gr
Στέλιος Ελληνιάδης: Σχετικά με τον Συντάκτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου