Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2018

Η κλειστοφοβία του ανοιχτού ορίζοντα

Γελωτοποιός


13/10/18 Το θυμήθηκα! Αυτή ήταν η εντολή που χάθηκε. Τότε που οι εντολές ήταν ακόμα δέκα. Δεν θα με βγάλουνε τρελό, γαμώ την τρέλα μου. Δέκα ήταν οι εντολές και ύστερα έγιναν εννιά, κι ας συμφωνούν όλοι ότι ήταν πάντοτε εννιά. Αυτοί είναι για δέσιμο, όχι εγώ! Δεν θα με βγάλουνε τρελό.

Θα το γράψω σε ένα χαρτί να μην το ξεχάσω. “Η εντολή που χάθηκε ήταν ου… ου… Η εντολή που χάθηκε ήταν ου… Κοιτάζω το χαρτί και το στυλό. Την πρόταση που μόλις έγραψα. Ποια εντολή; Τι ήθελα να γράψω; Πάλι έκλασε ο νους μου.

Το παθαίνω συχνά αυτό τελευταία. Χάνεται ο ειρμός.

Αυτός ο πλανήτης φταίει για όλα. Αυτός που θα περνούσε, λέει, πολύ κοντά από τη Γη, αλλά θα ήταν ακίνδυνος. Ακίνδυνος, ναι. Όσο ακίνδυνο είναι ένα πεινασμένο… ένα πεινασμένο… Να το πάλι! Χάθηκε ο ειρμός.

Ανοίγω τη Google, στο πανάρχαιο κοινόχρηστο PC της κλινικής, πληκτρολογώ: “πεινασμένο…” και μου βγάζει: στόμα, παιδί, σκυλάκι, αρκούδι. Αρκούδι… Κοντά σε αυτό που είχα σκεφτεί: μεγάλα δόντια, νύχια μακρυά, επικίνδυνο όταν είναι πεινασμένο. Αλλά δεν είναι το ζώο που είχα σκεφτεί.

Μισή ώρα αναζήτησης μετά και έχει σχηματιστεί η ουρά από τα γνωστά ζόμπια πίσω μου: χαμένα βλέμματα και στόματα ανοιχτά. Περιμένουν οι κακόμοιροι την προκαθορισμένη ιντερνετική τους πρέζα. “Ντάξει παιδιά μη βαράτε, κάτι έψαχνα”. Τα παρατάω. Δεν με παίρνει να σπαταλάω το χρόνο μου έτσι κι αλλιώς σε μαλακίες, όταν κομμάτι-κομμάτι μας σβήνουν την πραγματικότητα.

Αυτός ο αναθεματισμένος πλανήτης φταίει. Θυμάμαι σαν χθες που στα φέισμπουκ και στα ίνσταγκραμ γινόταν χαμός για το μεγάλο αυτό αστρολογικό φαινόμενο.

“Rogue planet” ο επίσημος επιστημονικός όρος. Με άλλα λόγια, ένας πλανήτης που την έχει δει αλητεία και, απαλλαγμένος από ηλιακά συστήματα και άλλες τέτοιες δεσμεύσεις, κάνει τις βόλτες του στο άπειρο του διαστήματος. Αυτός θα περνούσε από κοντά μας. Θα μπορούσαμε λέει να τον δούμε από τα μπαλκόνια μας και θα είχε το μέγεθος της Γης περίπου. Σ’ εμάς θα φαινόταν λίγο μεγαλύτερος από την Σελήνη.

Γενικά είμαι στ’ αρχίδια μου με τα αστρολογικά φαινόμενα, δεν με συγκινούν. Αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση κάποια περίεργη χορδή είχε φλατζάρει μέσα μου. Ίσως να ταν και το αναρχικό στοιχείο που εξέπεμπε αυτή η τρελή πορεία του πλανήτη.

Μόνταρα λοιπόν μια βολική πολυθρόνα στο μπαλκόνι μου, έβαλα έναν δίσκο των Pink Floyd να παίζει στο background, άναψα ένα τρίφυλλο και περίμενα να αρχίσει το σόου.

Δεν θυμάμαι πολλά από εκείνη την βραδιά να σας πω την αλήθεια, μα -εδώ που τα λέμε- η μνήμη μου δεν είναι στα φόρτε της τελευταία. Θυμάμαι μόνο ένα δυνατό φως που είχε αγκαλιάσει τον ορίζοντα κι ένα μούδιασμα σε όλο μου το σώμα (δεν έφταιγε το χόρτο, σας το ορκίζομαι).

Η ουσία είναι ότι την επόμενη κιόλας μέρα άρχισαν να γίνονται περίεργα πράγματα.

Πρώτο και κύριο το γεγονός πως κανείς δεν ανέφερε κάτι για τον πλανήτη, για το φως στον ορίζοντα ή για οτιδήποτε άλλο είχε να κάνει με το φαινόμενο.

Κι όταν λέω ότι κανείς δεν ανέφερε κάτι για το φαινόμενο, δεν εννοώ ότι το θεωρούσαν ανάξιο λόγου και ασχολούνταν με άλλα πράγματα, αλλά ότι κανείς δεν ανέφερε απολύτως τίποτα, λες και δεν είχε συμβεί.

Όταν ρωτούσα κανέναν φεϊσμπουκικό φίλο αν είδε το πέρασμα του πλανήτη την προηγούμενη μέρα, η απάντηση που συνήθως έπαιρνα ήταν: “Ποιόν πλανήτη;”.

Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Όταν έψαξα στο ίντερνετ να βρω πληροφορίες σχετικά με το φαινόμενο, δεν βρήκα τίποτα. Στην κυριολεξία τίποτα. Σαν να μην είχε συμβεί. Σαν να το φαντάστηκα.

Κατά τις επόμενες μέρες άρχισαν σιγά-σιγά να γίνονται και άλλα περίεργα. Πρώτα άρχισα να παρατηρώ τα μικρά πράγματα: Στίχοι από τραγούδια που θα ορκιζόμουν πως είχαν αλλαχτεί, ατάκες από ταινίες που τις είχα πάντα στο νου μου αλλιώς ή λογότυπα εταιρειών που τα θυμόμουν διαφορετικά (“MacDonalds” ή “Mcdonalds”; Εδώ σε θέλω!)

Σε κάποια φάση, και αφού είχε πάρει το μάτι μου μια αφίσα των Star-Wars που μου είχε φανεί λειψή, έστειλα στο φίλο μου το Σώτο:

“Ρε μαλάκα, πόσα ρομπότ θυμάσαι να είναι στα Στάργουορς; Στην αρχική τριλογία λέω. Δύο δεν ήταν;”

“Δύο; Όχι, ρε… Αυτό το χρυσαφί δεν είναι μόνο; Που μιλάει μόνο του σ’ όλη την ταινία σα’ καθυστερημένο;” μου ‘πε ο Σώτος.

“Ρε μαλάκα, κάτσε… Είναι αυτή η αδερφάρα ο C3P-O, το χρυσαφί το ρομπότ, που όλο μιλάει, και είναι και το άλλο το μπλε το μικρό που κάνει μπλιπ-μπλιπ. Το κεφάλι μου σπάω, δεν θυμάμαι όνομα, αλλά σίγουρα παίζει και αυτό στην ταινία”.

“Γιώργο, μαλάκα, κόψε το αλβανικό γιατί έχεις κάψει ότι κύτταρο είχες”.

Ε, τελικά έκατσα την είδα την ταινία και είχε δίκιο ο πουτάνας γιος ο Σώτος. Ένα ήταν το ρομπότ και μιλούσε μόνο του σε όλη την ταινία. Σαν καθυστερημένο. Κι εγώ έτσι ένιωσα σε εκείνη την φάση, σαν καθυστερημένο.

Ήταν ένα παράξενο συναίσθημα. Δεν πίστευα ακριβώς πως έχανα το μυαλό μου, αλλά πως κατά κάποιο τρόπο απομακρυνόμουν όλο και περισσότερο από τους υπολοίπους, κάτι που στην πράξη -όπως αποδείχθηκε άλλωστε στην συνέχεια- δεν είχε και μεγάλη διαφορά, ως προς το αποτέλεσμα.

Με συνοπτικές διαδικασίες έκοψα για λίγο καιρό το χόρτο, έτσι για να είναι οι αισθήσεις μου πιο καθαρές. Τα περίεργα όμως δεν σταμάτησαν να συμβαίνουν. Όταν ένα από τα αδέρφια μου εξαφανίστηκε από προσώπου γης (ακόμα με στοιχειώνει εκείνη η απάντηση της μάνας μου: “ποιος είναι ο Κώστας;”), έκανα ότι θα έκανε κάθε αναρχοσυνδικαλιστής που σέβεται τον εαυτό του: στράφηκα προς το Θεό.

Βασικά, όχι ακριβώς προς το Θεό, αλλά προς έναν εκπρόσωπό του, τον παπά-Χρήστο τον ξάδερφο της μάνας μου.

Ο παπά-Χρήστος, που λέτε, είχε έναν περίεργο τρόπο να σε μαλώνει που μου είχε κάνει εντύπωση από όταν ήμουν παιδί ακόμα. Σε έκραζε για τις μαλακίες που έκανες, αλλά ταυτόχρονα γελούσαν φανερόκρυφα και τα μουστάκια του, σε φάση: “Βρε μπαγάσα, πάλι κουτσουκέλα έκανες; Πως τα καταφέρνεις;”

Το γεγονός αυτό, μαζί με τα χωρατά του, με έκανε να τον συμπαθώ τον γεροτράγο και να θέλω να του λέω καμιά φορά τα σκασίματά μου. Κάτι σαν εξομολόγηση, αλλά όχι ακριβώς εξομολόγηση.

Εκείνη την μέρα, όντας κομμάτια από την συνειδητοποίηση πως δεν θα ξανάβλεπα τον αδερφό μου (ούτε καν φωτογραφίες υπήρχαν πλέον), πήγα στην ενορία του παπά-Χρήστου, ώρα που ήξερα πως θα ‘ναι εκεί μόνος.

Μπήκα στο ναό και το πρώτο πράγμα που έσκασε στα μούτρα μου ήταν ο εσταυρωμένος που δεν ήταν σταυρωμένος. Στο τέλος του μεσαίου διαδρόμου, στον άμβωνα, εκεί που υπήρχε κάποτε ο Χριστός πάνω στο ξύλο, με τα καρφιά, με τα ασπαλάθια, με τα όλα του, πλέον έστεκε μόνο ο σταυρός, γυμνός, σαν πεθαμένο δέντρο. Σαν να την είχε κάνει με ελαφρά ο Ιησούς και να είχε αφήσει το σταυρό αμανάτι.

Πήγα κατά μέσα, προς τον παπά που εκείνη την ώρα κάτι έφτιαχνε στην Άγια Τράπεζα. “Πάτερ, καλησπέρα”, είπα.

“Ωπ! Καλώς το Γιώργη. Πού είσαι χαμένος βρε ρεμάλι;”, είπε και έκανε να βγει από την Τράπεζα για να έρθει κοντά μου.

“Παπά Χρήστο, δεν είμαι καλά. Νομίζω πως μου σαλεύει.”

Ο παπά Χρήστος έσμιξε τα φρύδια και μ’ άδραξε σφιχτά απ’ το μάγουλο για να δει καλύτερα τη φάτσα μου.

“Δεν μου λες, Γεώργιε, πήρες τίποτα περίεργο τώρα τελευταία; Τίποτα χάπια; Βλέπω τα μάτια σου γυαλίζουν. Εγώ -ξέρεις παιδί μου- τα λέω έξω από τα δόντια. Δεν θέλω να σε δω να πας χαμένος”.

Εγώ τραβήχτηκα και κοιτούσα το πάτωμα. Πώς το εξηγείς όλο αυτό; Από πού ξεκινάς; Παίζαν χίλια δύο πράγματα στο νου μου, μα αυτό που του είπα τελικά ήταν:

“Πάτερ, τι έγινε και δεν υπάρχει Ιησούς πάνω στο σταυρό; Πήρε διακοπές και αυτός;”.

Ο παπά-Χρήστος με κοίταξε τότε βλοσυρά και κατάλαβα ότι είχε αρχίσει να φορτώνει.

“Εντάξει, πάτερ, συγγνώμη. Ένα χαζό αστείο. Αλλά, αλήθεια, πως και δεν υπάρχει ο Ιησούς πάνω στο Σταυρό; Συντήρηση;”

Ο παπάς ξέσπασε: “Τι είναι αυτά που λες ρε; Τι βλασφημίες είναι αυτές; Πρόσεξε μικρέ, γιατί αυτά δεν είναι πλάκες. Θα σε παταρίσω!”.

Με τα πολλά, κατάλαβα πως αυτή η λοξή πορεία που έπαιρνε η πραγματικότητα δεν γνώριζε ούτε ιερό ούτε όσιο. Όπως μου εξήγησε ο παπά-Χρήστος (λες και ήμουνα πρωτοετό του κατηχητικού) σε αυτή την πραγματικότητα κανένας Χριστός δεν σταυρώθηκε για τις αμαρτίες των ανθρώπων, αλλά έκανε την έξυπνη κίνηση και κοίταξε την παρτάρα του.

Χρησιμοποίησε τη θεϊκή του υπόσταση και την έκανε από το σταυρό. Έκανε το σταυρό κομμάτια. Πήρε το ιμάτιο του που το παίζανε στα ζάρια κάτι Ρωμαίοι και έφυγε στους ουρανούς.

“Κανένας Χριστός δεν σταυρώθηκε ποτέ για σας. Για σας δεν υπάρχει Χριστός σταυρωμένος. Δεν υπάρχει ελπίδα να έχετε Χριστό σταυρωμένο εσείς ποτέ”, ήταν το ρεζουμέ.

Αυτό ήταν το υπέρτατο μήνυμα του Ιησού, σύμφωνα με τον παπα-Χρήστο: το να ξεπερνάς όποιο εμπόδιο σταθεί μπροστά σου, χρησιμοποιώντας κάθε μέσο, χωρίς να σκέφτεσαι παράπλευρες απώλειες.

***

19/10/18 Δεν έχει σημασία πως βρέθηκα εδώ. “Στο κλουβί με τις τρελές” που λέει στην πλάκα και ένας νοσηλευτής. Ήτανε θέμα χρόνου από τη στιγμή που ξέφυγα από το κυρίαρχο, για τους πολλούς, αφήγημα.

Κάθε μέρα που περνά είναι και πιο μικρή από την προηγούμενη. Πιο μικρή από στιγμές, πιο μικρή από περιεχόμενο. Κάθε καινούρια μέρα χάνω και από κάτι καινούριο. Τον προηγούμενο μήνα έχασα ένα καλό μου φιλαράκι που δεν θυμάμαι τώρα το όνομά του. Και αυτό είναι το πιο σκληρό σε όλη αυτή την γαμημένη κατάσταση. Η μνήμη μου είναι αρκετά επαρκής ώστε να με κάνει να υποφέρω για κάτι που έχασα, αλλά όχι αρκετά επαρκής ώστε να με παρηγορεί με συγκεκριμένες αναμνήσεις.

Καμιά φορά ζηλεύω τα ζόμπια που ζουν στον κόσμο τους.

Και δεν αναφέρομαι μόνο στα ζόμπια που ζουν σ’ αυτό το τρελάδικο, αλλά σ’ αυτούς που ζουν έξω. Στο μεγάλο τρελάδικο. Τους ζηλεύω όπως θα ζήλευε ο απελευθερωμένος δεσμώτης του πλατωνικού σπηλαίου τους πρώην συνδεσμώτες του.

Τι πάω και σας λέω τώρα ε;

Ε, διαβάζω πολύ τώρα τελευταία και μου φαίνεται. Τραβάτε κάνα ζόρι; Το μόνο εποικοδομητικό πράγμα που μπορεί να κάνει κανείς μέσα σ’ αυτήν την κλινική, άλλωστε, είναι να διαβάσει τα βιβλία που υπάρχουν, πριν εξαφανιστούν και αυτά.

2/11/18 Χθες έσκασε μύτη στο κελί μου ο μεγάλος ο δόκτορας για αξιολόγηση. Νοτιοαφρικανός, ασπρομάλλης, έμοιαζε με τον Μόργκαν Φρίμαν.

Του ‘πα πως βάζω τα χάπια κάτω απ’ τη γλώσσα μου και πως όποτε βρω ευκαιρία βαράω μαλακία μέσα στη σούπα των ασθενών. Αυτό είναι εν μέρει αλήθεια, μιας και καμιά φορά τα κουμπώνω τα χάπια, έτσι για τη ντάγκλα. Μου είπε κάτι για “οριακότητα” και πως θα ξανάρθει.

7/11/18 Ξέρω πως οι εντολές, αυτές από την Παλαιά Διαθήκη, ήτανε δέκα. Αυτό το ξέρω σίγουρα. Την μία την κλέψανε. Ποια όμως;

18/11/18 Σήμερα ίσως είναι η χειρότερη μέρα της ζωής μου. Στα ίσα. Πως θα νιώθατε αν ένα πρωί ξυπνούσατε και ανακαλύπτατε πως πλέον δεν υπάρχουν παράθυρα; Ή, μάλλον, όχι, δεν το διατυπώνω σωστά. Δεν είναι ότι δεν υπάρχουν παράθυρα, δεν υπάρχει Έξω Κόσμος, κάπου που να μπορούν να δουν τα παράθυρα. Μόνο η κλινική. Ντουβάρι παντού, και εκεί που ήταν κάποτε η εξώπορτα, ντουβάρι και εκεί.

Ο κόσμος εδώ λοβοτομή και ρούχλα, λες και δεν συμβαίνει τίποτα. Οι νοσηλευτές που κανονικά με το που έληγε η βάρδια τους φεύγανε σφαίρα για το σπίτι τους, τώρα γυροφέρνουν στους διαδρόμους σαν μουρόχαβλα. “Δεν θες να πας σπίτι;”, τους ρωτάς και δεν καταλαβαίνουν. Σε κοιτάν λες και τους μιλάς κονγκολέζικα. Για τους ασθενείς, δεν το συζητάω καν, κοσμάρα έτσι κι αλλιώς. Λέω σιγά- σιγά να το λήγω το πανηγύρι. Όποτε βρω ευκαιρία.

20/11/18 Ου… Μοιχεύσεις; Όχι, αυτή είναι η έκτη εντολή. Ου…

1/12/18 Ο Βασιλιάς Σαύρας, μαλάκα μου… Δες τι κρυβόταν τόσο καιρό κάτω από την μύτη μου που το νόμιζα για αρχιγιατρό. Ένας εξωπραγματικός που φοράει την ανθρώπινη σάρκα σαν κοστούμι. Ο Βασιλιάς Σαύρας.

Μπαίνει σήμερα μέσα, που λέτε, ο δόκτορας-Μόργκαν Φρίμαν, μ’ αποκαλύπτεται και μου τα ‘ξηγάει, τρόπον τινά. Για τον πλανήτη, για τις παράλληλες διαστάσεις, για την διπλωτή πραγματικότητα, για το σχίσμα και τη διαρροή.

Δεν μπορώ να σας τα πω όπως μου τα εξήγησε, δεν θα τα καταλαβαίνατε κιόλας, όπως δεν τα πολυκατάλαβα ούτε και εγώ. “Στα φέρνω στο δικό σου επίπεδο”, σαν να μου έλεγε. “Στα λέω χοντρά-χοντρά”.

Πώς θα εξηγούσες σε ένα ψάρι ότι υπάρχει και άλλος κόσμος πέρα από αυτόν του βυθού που γνωρίζει; Κάπως έτσι. Σε αυτό το παράδειγμα εγώ είμαι το ψάρι που βγήκε για λίγο στον έξω κόσμο: δεν καταλαβαίνει πολλά και οι ώρες του είναι μετρημένες.

“Και εγώ γιατί αντιλαμβάνομαι αυτά που χάνονται;”, τον ρωτάω.

“Μια σύμπτωση. Ένα γκλιτς στο μάτριξ. Υπομονή και σε λίγο όλα θα τελειώσουν”, μου λέει και χάνεται από το δωμάτιο. Μαζί του χάνεται και η πόρτα του κελιού μου.

Ο κόσμος μου τώρα τέσσερις τοίχοι, ένα ταβάνι, ένα πάτωμα και αυτό το ημερολόγιο.

?/12/18 Σκυλομετανοιώνω που δεν αυτοκτόνησα όταν είχα την ευκαιρία. Θα έπαιρνα ένα μαχαίρι και θα έκοβα το λαιμό μου. Πουφ! Τόσο απλό!

Προσπάθησα να κοπανήσω το κεφάλι μου στον τοίχο και στο πάτωμα. Δεν γίνεται τίποτα. Και δεδομένου ότι πλέον έχουν χαθεί οι βιολογικές μου ανάγκες, δεν μπορώ να πεθάνω ούτε της πείνας. Γιεεει!

?/?/19(?) Πλέον το κελί μου δεν έχει ούτε τοίχους. Ένα μεγάλο άσπρο υπάρχει μόνο. Παντού. Όσο και να τρέξω δεν φτάνω πουθενά, αλλά μ’ αρέσει αυτή η νέα διαρρύθμιση. Είναι λιγότερο κλειστοφοβική.

?/?/? Μόλις έφτασα στο συμπέρασμα πως μπορείς να νιώσεις κλειστοφοβικά και στον πιο ανοιχτό ορίζοντα, όταν αυτός είναι ομοιόμορφος.

?/?/? Υπάρχουν χειρότερα πράγματα από το θάνατο.

?/?/? Ου κλέψεις. Αυτή ήταν η εντολή που χάθηκε. Οι μπάσταρδοι μου κλέψαν την πραγματικότητα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Γιώργος Μελιόπουλος στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Η εικόνα είναι λεπτομέρεια απ’ τη φωτογραφία(!) του Warren Keelan


Πηγή: sanejoker.info



Γελωτοποιός: Σχετικά με τον συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου