Κυριακή 30 Ιουνίου 2019

Η σεξουαλική ανορεξία

Σπύρος Μανουσέλης


Η παλιομοδίτικη και φαινομενικά ξεπερασμένη έννοια του «μη φυσιολογικού» στις ερωτικές πρακτικές μας στερείται νοήματος σε μια εποχή που οι ερωτικές επιθυμίες μας χειραγωγούνται από τα ΜΜΕ και εκφράζονται στο διαδίκτυο. Πράγματι, οι σύγχρονοι «σκλάβοι του σεξ» είδαν την είσοδο του διαδικτύου στην ερωτική τους ζωή σαν μεγάλη ανατροπή: μια τεχνολογική αναβάθμιση που απελευθερώνει την «προκάτ» ερωτική φαντασία τους και ικανοποιεί εικονικά τις πιο ακραίες ερωτικές φαντασιώσεις τους

Η σεξουαλική επιθυμία είναι ο μηχανισμός που θέτει σε κίνηση το ερωτικό παιχνίδι. Ωστόσο, στις μέρες μας όλο και περισσότερα άτομα -ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας– παρουσιάζουν μια σαφώς μειωμένη ή και πλήρη απουσία επιθυμίας για κάθε τύπου σεξουαλικές επαφές. Αυτή η κάθε άλλο παρά σπάνια συμπεριφορά περιγράφεται συνήθως ως «σεξουαλική ανορεξία» ή, ενίοτε, ως «διαταραχή μειωμένης ή υποτονικής σεξουαλικής επιθυμίας» και αφορά τόσο την έλλειψη κάθε ικανοποίησης κατά τη σεξουαλική πράξη όσο και την απουσία επιθυμίας ή ερωτικών φαντασιώσεων.

Πρόκειται για μια δευτερογενή σεξουαλική διαταραχή που, συνήθως, δεν οφείλεται σε βιολογικές –γενετικές ή και εγκεφαλικές– δυσλειτουργίες (αναφροδισία), αλλά, όπως θα δούμε, πυροδοτείται και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το κοινωνικό περιβάλλον: οικονομική αβεβαιότητα και άγχος για τις κοινωνικές παθολογίες, οι οποίες μαζί με τις νέες τεχνολογίες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης δημιουργούν ένα ιδιαιτέρως επιβαρυντικό μείγμα που απορρυθμίζει την ανθρώπινη ερωτική επιθυμία.

Ο όρος σεξουαλική ανορεξία περιγράφει μια ακραία ανθρώπινη στάση απέναντι στο σεξ, που συνεπάγεται την πλήρη απουσία επιθυμίας ή/και σεξουαλικών επαφών με άλλα άτομα.

Εκδηλώνεται με δύο διαφορετικές εκδοχές: 1) το υποκείμενο μπορεί να έχει κάποια αόριστη ερωτική επιθυμία, η οποία όμως δεν κατευθύνεται προς άλλα πρόσωπα (διαφορετικού ή του ίδιου φύλου) και 2) το άτομο δεν έχει ούτε εκδηλώνει την παραμικρή σεξουαλική επιθυμία. Υπό αυτήν την έννοια, η προσωπική επιλογή απάρνησης ή αποχής από το σεξ και ο όρκος σωματικής αγνότητας δεν πρέπει να συγχέονται με τη σεξουαλική ανορεξία: η τελευταία είναι μια διαρκής «ανερωτική» συμπεριφορά, ενώ οι δύο πρώτες είναι πρόσκαιρες ή μόνιμες «αντιερωτικές» επιλογές που προκύπτουν από προσωπικές τραυματικές εμπειρίες ή από θρησκευτικές πεποιθήσεις.

Η σεξουαλική ανορεξία (sexual anorexia) ως επιστημονικός όρος εισάγεται πρώτη φορά το 1975, από τον Αμερικανό ψυχίατρο και σεξολόγο Patrick Carnes, διεθνούς φήμης ερευνητή των σεξουαλικών εξαρτήσεων στις σύγχρονες κοινωνίες.

Στο βιβλίο του «Σεξ; Ευχαριστώ, δεν θα πάρω» (που κυκλοφορεί από τις εκδ. Κέδρος), ο P. Carnes παρουσιάζει τη σεξουαλική ανορεξία ως μια παρεκκλίνουσα ψυχική κατάσταση, στο πλαίσιο της οποίας το άτομο αρνείται το σεξ τόσο σε σωματικό, νοητικό όσο και σε συγκινησιακό επίπεδο.

Μολονότι τα κρούσματα της σεξουαλικής ανορεξίας έχουν πληθύνει ανησυχητικά στις σύγχρονες κοινωνίες, η επιστημονική μελέτη αυτού του φαινομένου δεν έχει προχωρήσει αρκετά.

Η σύγχρονη αντίληψη για την ανθρώπινη ερωτική συμπεριφορά παραπαίει και ισορροπεί, επικίνδυνα, ανάμεσα σε δύο αντίθετα και μη συμβατά, μέχρι στιγμής, άκρα: αφενός των υλικότατων βιολογικών ή εγκεφαλικών αναγκών μας και αφετέρου των ρομαντικών ψευδαισθήσεών μας περί αιθέριων ψυχικών και δήθεν άυλων ερωτικών μας παθών. Αν όμως ισχύει αυτή η διάγνωση, τότε από τι καθορίζεται και πώς διαμορφώνεται η καθημερινή ερωτική συμπεριφορά μας και πόσο συνειδητή ή ελεύθερη μπορεί να θεωρείται η κάθε ερωτική «επιλογή» μας;

Από τη βουλιμία στη σεξουαλική ανορεξία



Οπως είδαμε στο προηγούμενο άρθρο, κάποιες απαντήσεις σε αυτά τα δυσαπάντητα ερωτήματα θα μπορούσε να μας τις προσφέρει ένας σχετικά νέος, αλλά ήδη αρκετά ανεπτυγμένος, τομέας επιστημονικής έρευνας που εστιάζει στη δομή και τη βιοχημεία του εγκεφάλου: η νευροχημική προσέγγιση, που επιχειρεί να απομονώσει και να αναλύσει (ποσοτικά και λειτουργικά) τον ρόλο που παίζουν κάποια μόρια (κυρίως ορμόνες και νευροδιαβιβαστές) στη φυσιολογική λειτουργία ή, εναλλακτικά, στη δυσλειτουργία των ερωτικών δομών του εγκεφάλου.

Για παράδειγμα, χάρη σε τέτοιου τύπου έρευνες διαπιστώθηκε πειραματικά ότι η ορμόνη «προλακτίνη», που εκκρίνεται από την εγκεφαλική υπόφυση, παίζει αποφασιστικό ρόλο, όχι μόνο στην παραγωγή του γάλακτος από τους μαστούς, αλλά και στη ρύθμιση της θηλυκής σεξουαλικής συμπεριφοράς.

Επειδή λοιπόν η έκκριση της προλακτίνης αυξάνεται σημαντικά κατά την ερωτική πράξη, έπειτα από κάθε οργασμό η συγκέντρωση αυτής της ορμόνης μειώνει αυτομάτως την όρεξη της γυναίκας για σεξ. Αντιστρόφως, αν για κάποια παθολογικά αίτια υπάρχει ανεπαρκής παραγωγή προλακτίνης, τότε τα άτομα τείνουν να γίνονται «βουλιμικά»: να επιδίδονται δηλαδή σε μια διαρκή και ανικανοποίητη αναζήτηση της ερωτικής ηδονής.

Από άλλες σχετικές έρευνες προέκυψε μάλιστα το συμπέρασμα ότι τόσο η εξάρτηση των ανθρώπων από το σεξ όσο και η εξάρτησή τους από ορισμένα σκληρά ναρκωτικά εντοπίζονται στις ίδιες ακριβώς εγκεφαλικές δομές. Γεγονός που ενισχύει την υποψία ότι ορισμένες διαταραχές της σεξουαλικής συμπεριφοράς μας, όπως είναι η ανικανοποίητη ερωτική βουλιμία αλλά και η ανορεξία, έχουν σαφή νευροβιολογική βάση και συνεπώς δεν θα έπρεπε να θεωρούνται ή να αντιμετωπίζονται αποκλειστικά ως προβλήματα ψυχολογικής ή κοινωνικής φύσης.

Σε μια εποχή σαν τη δική μας, όπου το δικαίωμα των ατόμων στη σεξουαλική ελευθερία επιβάλλεται μαζικά ως η κυρίαρχη κοινωνική επιταγή, οι ειδικοί ανακάλυψαν δύο «νέες» σεξουαλικές παθήσεις: τον εθισμό ή την εξάρτηση από το σεξ (sexual addiction) και τη φαινομενικά αντίθετη, αλλά συμμετρική παθολογία της σεξουαλικής ανορεξίας (sexual anorexia).

Εθισμό ή βουλιμία στο σεξ παρουσιάζουν άτομα και των δύο φύλων, τα οποία, ενώ κάνουν σεξ με το αντικείμενο του πόθου τους, δεν μπορούν να ικανοποιηθούν ερωτικά και συνεπώς αποζητούν διαρκώς νέες και, ενδεχομένως, πολύ πιο ακραίες ερωτικές εμπειρίες.

Οι ειδικοί ψυχίατροι και οι σεξολόγοι περιγράφουν αυτή την ανικανοποίητη και ψυχαναγκαστική σεξουαλική παρόρμηση ως σεξομανία, υπερσεξουαλικότητα, δονζουανισμό, νυμφομανία, ενώ εξίσου απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς επιφυλάσσουν για τα θύματα αυτής της ερωτικής διαταραχής: σεξομανείς, εξαρτημένοι από το σεξ, ακόμη και ναρκομανείς του έρωτα.

Τι ισχύει, όμως, για τους σεξουαλικά ανορεκτικούς ή όσους και όσες εμφανίζουν μια ορατή διαταραχή μειωμένης ή υποτονικής σεξουαλικής επιθυμίας; Αραγε, η ελλιπής σεξουαλική επιθυμία και η απουσία ερωτικής έλξης είναι το ίδιο πράγμα;

Οι σεξουαλικά ανορεκτικοί υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει να ταυτίζουμε την εγγενή σεξουαλική ενόρμηση ή λίμπιντο με την ερωτική έλξη για τους άλλους και επομένως η όποια σεξουαλική ενόρμηση ορισμένων ανορεκτικών κατευνάζεται μέσω του μηχανικού αυνανισμού, που δεν συνοδεύεται από τις συνήθεις ερωτικές φαντασιώσεις.

Επίσης, οι ανορεκτικοί υποστηρίζουν –χωρίς όμως επαρκή επιστημονική τεκμηρίωση!– ότι δεν θα έπρεπε να ταυτίζεται η ανορεξία τους για το σεξ με τη μειωμένη ή την υποτονική σεξουαλική επιθυμία: στη δεύτερη περίπτωση υπάρχει κάποια ψυχοσωματική δυσλειτουργία που τα άτομα που υποφέρουν από αυτήν τη βιώνουν επώδυνα ως καταστροφή, ενώ οι σεξουαλικά ανορεκτικοί δεν νιώθουν καμία έλλειψη ή δυσφορία από την απουσία του σεξ στη ζωή τους και, επομένως, θεωρούν ότι δεν υποφέρουν από τις συνήθεις παθολογίες της ετερο-, ομο- ή αμφι-φυλικής ερωτικής ζωής.

Οι απόψεις αυτές και το δικαίωμα στην ελεύθερη επιλογή των ατόμων για μόνιμη σεξουαλική ανορεξία εκφράζονται επίσημα, από το 2001, από το διεθνές δίκτυο και προπαγανδιστική Οργάνωση των Σεξουαλικά Ανορεκτικών, την περίφημη «AVEN» (Asexual Visibility and Education, βλ. στο διαδίκτυο www.asexuality org).

Σεξουαλικά ανορεκτικοί λόγω... Διαδικτύου



Από τις πιο έγκυρες διεθνώς έρευνες σχετικά με το ψυχολογικό και κοινωνικό προφίλ των σημερινών σεξομανών αλλά και των ανορεκτικών προκύπτει ότι τα άτομα αυτά συνήθως έχουν βιώσει διάφορες τραυματικές ερωτικές εμπειρίες κατά την παιδική ηλικία, τις οποίες αργότερα επιχείρησαν να «διαχειριστούν» μέσω κάποιας μορφής ψυχαναγκαστικής εξάρτησης ή απεξάρτησής τους από το σεξ.

Μάλιστα, πολλοί κοινωνικοί ψυχολόγοι και σεξολόγοι επιμένουν ότι η εμφάνιση και η υπερβολική αύξηση του αριθμού των σεξουαλικά ανορεκτικών ατόμων σε έναν πληθυσμό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αποδόμηση του σεξ, καθώς και από την αποκλειστικά εικονική-αυτιστική ερωτική ζωή, που ενισχύθηκε υπέρμετρα από τις νέες κοινωνικές και ιστορικές δυνατότητες διαδικτυακής επικοινωνίας.

Μάλιστα, αρκετοί ειδικοί υποστηρίζουν ότι αυτές οι νέες ερωτικές συμπεριφορές οφείλονται πρωτίστως στο πρόσφατο αλλά ταχύτατο πέρασμα από τη σεξοφοβική κουλτούρα, που επικρατούσε στον δυτικό κόσμο μέχρι τη δεκαετία του 1960, στην πολύ πιο «ελευθεριακή» και χωρίς ταμπού σεξοφιλική κουλτούρα της εποχής μας.

Στις μέρες μας, όποιος δεν έχει τουλάχιστον επτά «ολοκληρωμένες» και «ικανοποιητικές» σεξουαλικές συνευρέσεις κάθε μήνα, θεωρείται σχεδόν «μη φυσιολογικός» ή, τουλάχιστον, σεξουαλικά καταπιεσμένος. Πάντως, το γεγονός ότι η κοινωνικά επιβεβλημένη «οργιαστική» ερωτική δραστηριότητα δημιουργεί νέες διαταραχές, π.χ. υπερβολικό άγχος ή και πανικό για τη σχεδόν αθλητική επιταγή υπέρβασης των σεξουαλικών μας επιδόσεων, δεν φαίνεται να απασχολεί σοβαρά τους όψιμους οπαδούς της «ελεύθερης έκφρασης» του ανθρώπινου ερωτισμού.

Οσον αφορά, τώρα, την παλιομοδίτικη και φαινομενικά ξεπερασμένη έννοια του «μη φυσιολογικού» στις ερωτικές μας πρακτικές, αυτή εκ των πραγμάτων στερείται νοήματος σε μια εποχή όπου οι ερωτικές επιθυμίες μας χειραγωγούνται από τα ΜΜΕ και εκφράζονται στο διαδίκτυο.

Πράγματι, οι σύγχρονοι «σκλάβοι του σεξ» είδαν την είσοδο του διαδικτύου στην ερωτική τους ζωή σαν μεγάλη ανατροπή: μια τεχνολογική αναβάθμιση που απελευθερώνει την «προκάτ» ερωτική φαντασία τους και ικανοποιεί εμμέσως και εικονικά τις πιο ακραίες ερωτικές φαντασιώσεις τους!

Διόλου περίεργο, λοιπόν, ότι σήμερα γίνεται πολύς λόγος για το πρωτόγνωρο φαινόμενο της «Διαδικτυακής Σεξουαλικής Εξάρτησης» (Internet Sexual Addiction): η ανώνυμη, και άρα απενοχοποιητική, πρόσβαση στο «κυβερνοσέξ» αποτελεί για όλο και περισσότερα άτομα μια μορφή φυγής από τη συνήθως κοινότοπη ή και ανύπαρκτη ερωτική τους πραγματικότητα.

Ετσι, όλο και περισσότερα άτομα –ανεξαρτήτως ηλικίας και φύλου– στρέφονται πλέον στο διαδίκτυο επιζητώντας να αναπληρώσουν «εικονικά» και αυτοερωτικά τις ανεκπλήρωτες σεξουαλικές ανάγκες τους. Με τον καιρό, όμως, ο εθισμός στο διαδικτυακό σεξ παραλύει τη σεξουαλική όρεξη και τις δυνατότητες που είχαν αυτά τα άτομα για πραγματικές ερωτικές επαφές.

Πλήθος ερευνών, τα τελευταία χρόνια, επιβεβαιώνουν την υποψία ότι πορνογραφία και εικονικές ερωτικές σχέσεις στο διαδίκτυο από πολύ νεαρή ηλικία συμβάλλουν σημαντικά στην ανάπτυξη σεξουαλικής ανορεξίας και την απαξίωση της ερωτικής επιθυμίας. Νέα ερωτικά ήθη και πρακτικές που αποδεικνύονται ιδιαιτέρως καταστροφικές όταν πρόκειται για άτομα νεαρής ηλικίας.

Η αρχαιολογία των ερωτικών μας ηθών και απαγορεύσεων



Κλείνοντας το αφιέρωμά μας στις πιο πρόσφατες επιστημονικές ανακαλύψεις σχετικά με τις θεραπευτικές δυνατότητες αλλά και τα ιστορικά-κοινωνικά όρια των σημερινών ανθρώπινων σεξουαλικών πρακτικών, θα θέλαμε να παρουσιάσουμε ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Μισέλ Φουκό, ο οποίος αναγνωρίζεται σχεδόν από όλους ως ο κορυφαίος Γάλλος φιλόσοφος και ιστορικός των ανθρώπινων «αφροδισιακών πρακτικών».

Πρόκειται για τον τελευταίο, τέταρτο τόμο της περίφημης Ιστορίας της σεξουαλικότητας, που φέρει ως τίτλο «Οι ομολογίες της σάρκας». Το βιβλίο αυτό, που το ετοίμαζε με πάθος ο Φουκό τα τελευταία χρόνια της ζωής του, κυκλοφόρησε τελικά στη Γαλλία το 2018, μετά τον θάνατο του συγγραφέα. Ως έργο, ο τέταρτος τόμος αποτελεί την αναγκαία συνέχεια των τριών πρώτων τόμων (1. Η βούληση για γνώση, 2. Η χρήση των ηδονών, 3. Η επιμέλεια εαυτού) που κυκλοφορούν όλοι από τις εκδόσεις Πλέθρο.

Η τρίτομη Ιστορία της Σεξουαλικότητας είναι αναμφίβολα το σπουδαιότερο έργο που έχει γραφτεί, μέχρι σήμερα, για την ιστορία των ανθρώπινων ιδεών και κυρίως των κοινωνικών πρακτικών διαμόρφωσης της συλλογικής και ατομικής ερωτικής επιθυμίας των ανθρώπων στη Δύση.

Με τα λόγια του ίδιου του Φουκό, το έργο του αυτό γεννήθηκε όταν έθεσε το αποφασιστικό ερώτημα: «Με ποιον τρόπο, κατά τη διάρκεια των αιώνων, ο δυτικός άνθρωπος οδηγήθηκε να αναγνωρίσει τον εαυτό του ως υποκείµενο επιθυµίας;».

Ενώ, όμως, τα τρία πρώτα βιβλία της Ιστορίας της σεξουαλικότητας, που είχαν δημοσιευτεί όσο ζούσε ο Φουκό, εστίασαν κυρίως στην αρχαιολογία των επιστημονικών λόγων σχετικά με το σεξ και τις ερωτικές απολαύσεις, από την αρχαιότητα μέχρι τη νεωτερική εποχή, αυτό το μεταθανάτιο έργο επικεντρώνεται στην εννοιολόγηση της ερωτικής ζωής από τους Πατέρες της χριστιανικής θρησκείας και στις νέες πρακτικές που επιβλήθηκαν στις δυτικές κοινωνίες κατά την πρώιμη χριστιανική εποχή.

Πρόκειται, δηλαδή, για ένα βιβλίο όπου αναλύεται σε βάθος η θέση και τα όρια της σεξουαλικότητας κατά τη χριστιανική αρχαιότητα. Εξετάζει την αρχαιολογία των πρακτικών του εαυτού που ενώ αναπτύχθηκαν κατά την πρώιμη χριστιανική εποχή επηρέασαν αποφασιστικά –και εξακολουθούν να επηρεάζουν– τη σκέψη των δυτικών ανθρώπων.

Η ελληνική έκδοση αυτού του πολύ σημαντικού βιβλίου κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα χάρη στην αξιοθαύμαστη μεταφραστική εργασία του Θανάση Λάγιου, ο οποίος μας παραδίδει άριστα μεταφρασμένο και επιμελημένο αυτό το τόσο απαιτητικό –γλωσσικά και εννοιολογικά– έργο.

Πηγή: efsyn.gr



Σπύρος Μανουσέλης: Σχετικά με τον Συντάκτη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου