Του Νίκου Σταθόπουλου*
Ο «Φωτεινός», του Αρ. Βαλαωρίτη, είναι ένα ωφέλιμο πεδίο αναφοράς για μια ανανεωμένη βίωση της παρούσας συνθετότητας των προβλημάτων μας ως χώρας και κοινωνίας. Ο «Φράγκος φεουδάρχης» που ασκεί την προσβλητική ηγεμονία του στον αδύναμο γέροντα, και, έτσι, ενεργοποιεί την εθνική κοινωνική εξεγερτικότητά του, είναι το πολύσημον «σημείον» της οιονεί Επικυριαρχίας που σφραγίζει, με πυρωμένο σίδερο, το τραγικό μας πεπρωμένο. Κι αν στους «επαναστάτες» αυτά ηχούν σαν «απολίτικος ιδεαλιστικός λυρισμός», ας ξαναδιαβάσουν την ιδρυτική διακήρυξη του ΕΑΜ…
Δυο προκαταβολικές διευκρινίσεις:
Διάσταση των γενικών διεργασιών αναστοχασμού της όλης μας κατάστασης, είναι το άνοιγμα της «συζήτησης» για τη σύζευξη εθνικού-κοινωνικού σε μια οργανική ενότητα πολιτικού προβληματισμού και αγώνα, δηλαδή σε μια σύνθεση προγραμματικού λόγου.
Αυτό που κυριαρχεί σήμερα, είναι ο κλασικός μανιχαϊσμός: από τη μια οι «πούροι πατριώτες» (με, κρυφά ή φανερά, συμπτώματα αλλεργίας σε κάθε «αριστερίστικη κοινωνικολογία») και από την άλλη οι «διεθνιστές ριζοσπάστες» (με ένα μονόφθαλμο και ιδεοληπτικό «ούτε κουβέντα» για τα ζητήματα της πατρίδας). Τάσεις που, ιστορικά, έχουν αποτύχει στην δημιουργική διαχείριση της πραγματικότητας (όπως δείχνουν και η συνεχής εμβάθυνση της υποτέλειας και η περιθωριοποίηση της Αριστεράς) και που λειτουργούν πλέον σαν προσχηματικοί ιδεολογισμοί για παραγωγή αποδομητικών πλαστών αντιθέσεων. «Προσχηματικοί», διότι δεν αφορούν σε πραγματικότητες συνείδησης, και «πλαστές αντιθέσεις», διότι απολυτοποιούν εγγενείς «διχασμούς» ριζωμένους στην ιδιότυπη διαλεκτική της εθνικοκοινωνικής μας ανάπτυξης.
Με αυτό τον μεταφυσικό διαχωρισμό, η ανάλυση εκπίπτει σε επιβεβαίωση «αρχών» και η πολιτική αποπολιτισμικοποιείται, δηλαδή γίνεται σχέση κοινωνικών ιδεολογιών και, ως εκ τούτου, βαθιά συναινετική. «Πολιτισμική πολιτική» σημαίνει εμβάθυνση στο ιστορικοκοινωνικό μας γίγνεσθαι και «επιστροφή στην τακτική» ως λεπτομερειοποιημένη στρατηγική διεξόδου, Με άλλα λόγια: ο ιστορικός «κλεφτοπόλεμος» των εθνικών μας αντιστάσεων, πρέπει να εννοηθεί πρακτικά ως οικοδομητική αντίσταση, δηλαδή όχι «μάχη για τη μάχη», αλλά ένα «όραμα» που θα μετατρέπει κάθε «μάχη» σε διευρυνόμενο σημείο επανεκκίνησης εντός μιας σαφούς καθολικής προοπτικής.
Γενικά, το «εθνικό» αφορά στο πρωτεύον πλαίσιο συγκρότησης της συλλογικής ταυτότητας, δηλαδή στους όρους, τρόπους και ποιότητες διαμόρφωσης του ανθρώπινου λόγου. Και αυτός ο «ανθρώπινος λόγος» είναι η φυσική και λογική προϋπόθεση κάθε κοινωνικής δημιουργίας, καθώς συνιστά τη συνείδηση, το «κοσμοείδωλο» (=το πνευματικό και ψυχικό αποτύπωμα της βιωματικής σύνθεσης φύσης-παράδοσης) με το οποίο μια ανθρώπινη κοινότητα συνειδητοποιεί και οργανώνει τη συμμετοχή της στην ιστορία
Ο «εθνικός τρόπος» είναι η διαρκώς γενετική προϋπόθεση και λειτουργία των κοινωνικών μορφών. Κανείς «καπιταλισμός» δεν είναι ίδιος, ακόμα και στο παρόν του «πλανητικού κεφαλαίου», καμιά «βασική εκμεταλλευτική σχέση» δεν είναι ταυτόσημη με μια άλλη όμοια κατ’ όνομα. Και, επιπλέον, το «κοινωνικό», το «ταξικό» αν προτιμάτε, ως συνείδηση είναι μέρος της όλης πολιτισμικής συνείδησης. Ναι, το «κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα», αλλά οι Γερμανοί βιομήχανοι, στον μεσοπόλεμο, τον Χίτλερ υποστήριξαν και δεν φυγάδευσαν τα κεφάλαιά τους στην «αντιφασιστική-δημοκρατική» Δύση. Σίγουρα, το προστατευόμενο από ένα αυταρχικό κράτος κέρδος ήταν μέγα κίνητρο, αλλά όχι ικανή συνθήκη σε μια κατάσταση πολέμου κατά όλων των άλλων. Και σήμερα, ακόμα και μέσα στην όλη «αυτονομία» των εστιών δραστηριότητας του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, ζούμε σύγκρουση εθνοταυτοποιημένων καπιταλισμών, με γενική δυναμική «παγκόσμιων επενδύσεων. Και, τέλος πάντων, η από κάθε άποψη «φυσική και θεμιτή» διεθνής κίνηση των καπιταλιστών, και των Ελλήνων, δεν βιώνεται/πραγματώνεται νομοτελειακά και μηχανιστικά σαν αποεθνικοποίηση.
Δυο παρατηρήσεις εδώ:
Και το «κοινωνικό», οι κοινωνικές σχέσεις σε όλο τους το φάσμα, δεν σχηματίζονται σε χωροχρονικό «κάπου» αλλά εντός των δράσεων μιας κοινότητας με κοινή γλώσσα, κοσμοείδωλο, φαντασιακό, παραδόσεις. Το πώς προσλαμβάνει και διαχειρίζεται κάποιος ή μια κοινωνική ομάδα αυτό το «γεγονός ρίζας» δεν αναιρεί τη «ρίζα», το «κοινόν».
Άλλωστε, καμιά «αντικειμενική θέση» δεν καθορίζει τη συνείδηση, αφού πόσο είναι «προλετάριος» (με την ταξική κατάσταση από επαναστατική έποψη) ένας μισθωτός, ένας ταξικά υποτελής, που νιώθει «πολίτης με προνόμια και με διάθεση/προοπτική κοινωνικής ανέλιξης»;
Στην Ελλάδα, ειδικά, ισχύει μια αξεδιάλυτη σχέση εθνικού – κοινωνικού. Ιστορικά, αυτό εξηγείται με το γεγονός ότι η νεοελληνική κοινωνία σχηματίστηκε σε πλαίσιο ξένης κατάκτησης. Η «κοινωνική διαφοροποίηση», καθορίστηκε από τα περιθώρια που άφηνε η υποδούλωση, και συνδέθηκε πολλαπλώς με την αναγέννηση του έθνους. Και το γενικό «κοινωνικό σύστημα» δομήθηκε, στις νεότερες ιστορικές περιστάσεις, όχι χωρίς τη λειτουργική αντήχηση της κοινοτικής παράδοσης. Ακόμα, στο πεδίο αυτό, είναι αυξημένου ειδικού βάρους η γεωγραφική θέση του τόπου, αφού αυτή επηρεάζει βαθιά και τους οικονομικοπαραγωγικούς προσανατολισμούς, αλλά, κυρίως, την ξένη επιβουλή. Η ανακοπή της αστικής ανάπτυξης στις «ζώνες συνεταιριστικής παραγωγικής δραστηριότητας» (Αμπελάκια, Μοσχόπολη) έγινε με πολιτική παρέμβαση των Άγγλων στην Υψηλή Πύλη. Και αυτό το κοινωνικοοικονομικό σαμποτάζ, οδήγησε σε μια αναδίπλωση των κατεστραμμένων πληθυσμών με όρους και πνεύμα συντηρητικού εθνοκεντρισμού.
Στον τόπο μας, ο αγώνας για εθνική ανεξαρτησία, συνάπτεται οργανικά με την κοινωνικοοικονομική ταυτότητα, αφού η Ξενοκρατία, στις ποικίλες εκδοχές της, σημαίνει «πρακτικά» έλεγχο της παραγωγικής και, συνακόλουθα, κοινωνικής συγκρότησης. Οι Δανειστές, επιβάλλουν αφανισμό του μικρομεσαίου «επιχειρείν», κι αυτό, πέραν του «στενού» οικονομικού και κοινωνικοταξικού, σημαίνει παραγωγική αποδόμηση της εθνικής υπόστασης.
Στην «εποχή του Μνημονίου», αυτής της πιο ολοκληρωμένης και ολοκληρωτικής Επικυριαρχίας, βλέπουμε ότι το «πρόγραμμα αναδιάρθρωσης» συμπληρώνεται οργανικά από την ελαχιστοποίηση της εθνικής κυριαρχίας και την γεωπολιτική ποδηγέτηση. Δεν «παίρνουν πίσω τα δανεικά» απλώς, αλλά μονιμοποιούν μια πλήρη κατάσταση ελέγχου της εθνικής ζωής. Η αφομοίωση από την Ε.Ε. εκδοχή των «ολοκληρώσεων», είναι η αποδιαρθρωτική υπαγωγή σε ένα επικαιροποιημένο «σύστημα άνισων ανταλλαγών» με πρακτικό αποτέλεσμα την ιστορική αποεθνικοποίηση. Και όλα αυτά, στον πλατύ ορίζοντα των γενικών δυναμικών της Νέας Τάξης, πλαισιώνονται βαθιά από την πολιτισμική αποπροσωποποίηση.
Τέλος, ο εξαναγκασμός (μέσω του εξωνισμένου πολιτικού συστήματος) σε απόλυτη λειτουργική υποταγή στους σχεδιασμούς του επιθετικού ευρωατλαντισμού, θέτει σοβαρό ζήτημα ακρωτηριασμών της εδαφικής ακεραιότητας. Η οργανωμένη αντίσταση, στο πεδίο αυτό, η πρόθυμη, σχεδιασμένη και ώριμη συμμετοχή στην ανάπτυξη αυτών των αγώνων: δημιουργεί συνθήκες ηγεμονίας, προσδιορίζει διεργασίες γενικής κινηματικής προοπτικής, επανασυνδέει τον ριζοσπαστισμό με το πατριωτικό φρόνημα ανοίγοντας δρόμους μιας νέας εθνικής λαϊκής ενότητας.
Η σύγκρουση, ας πούμε, για τις συντάξεις και τη λαϊκή κατοικία, αποκτούν το βάθος μιας καθολικής εθνικής αυτοάμυνας που επιμερίζεται σε στόχους, ανασυντίθεται αδιάκοπα ως πλατύ κοινωνικό μέτωπο για την όλη ιστορική μας υπόσταση, και βιώνεται ως μορφή αναμέτρησης για την πολιτισμική μας ουτοπία. Στην περίπλοκη εποχή της αντικειμενικής «παγκοσμιοποίησης», αυτά γίνονται «φωτεινό μονοπάτι» για μια μαχόμενη συνείδηση πατρίδας με πλατύ ορίζοντα.
Η διάσπαση της πολιτισμικής ενότητας, σε «εθνικό» και «κοινωνικό» είναι τεκμήριο ιδεολογισμού, και απολήγει, πολιτικά, σε ενσωματώσιμες μονομέρειες. Να, αίφνης, η «Συμφωνία των Πρεσπών»! Ο μονοδιάστατος «ιδεαλιστικός» πατριωτισμός, αποσυνδεμένος από την κοινωνικοπολιτική και γεωπολιτική νοηματοδότηση της μειοδοσίας, έμεινε χωρίς ουσιαστικά πολιτικά αιτήματα. Και ο θεωρητικίστικος «διεθνισμός», χωρίς επαφή πολιτικής σχέσης με τη λαϊκή διαθεσιμότητα, αντικειμενικά ταπεινώθηκε ως βαστάζος των πλάνων της Επικυριαρχίας και του πολιτικού συστήματος.
Από κάθε άποψη, διανύουμε μια εποχή ριζικής διακινδύνευσης, μια «κόλαση έσχατης κρίσης» που θα αφορά την οργανική μας ακεραιότητα, και όχι απλώς τον ανακαθορισμό της διεθνικής μας ενσωμάτωσης. Δεν είναι καθόλου υπερβολική η ανησυχία για την όλη εθνική μας σύσταση και προοπτική. Η ταυτοτική και γεωπολιτική μας μεθοριακότητα, δρομολογεί μια κολοσσιαία απειλή. Και αυτό ακριβώς είναι το ιδρυτικό σημείο αναφοράς μιας κινηματικής πολιτισμικής συνείδησης, μιας διευρυνόμενης πολιτικής παρέμβασης με συσπειρωτική δυναμική.
Τηρούμενων των ιστορικών και πολιτικών αναλογιών, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για έναν μεγάλο παρατεταμένο πατριωτικό πόλεμο με κίνητρο τη διάσωση της πατρίδας, εννοούμενης συνθετικά ως ταυτοποιημένου ιστορικοκοινωνικού χώρου.
* Ο Νίκος Σταθόπουλος είναι φιλόλογος
Πηγή: edromos.gr
Δρόμος της Αριστεράς: Επιλογές
Ο «Φωτεινός», του Αρ. Βαλαωρίτη, είναι ένα ωφέλιμο πεδίο αναφοράς για μια ανανεωμένη βίωση της παρούσας συνθετότητας των προβλημάτων μας ως χώρας και κοινωνίας. Ο «Φράγκος φεουδάρχης» που ασκεί την προσβλητική ηγεμονία του στον αδύναμο γέροντα, και, έτσι, ενεργοποιεί την εθνική κοινωνική εξεγερτικότητά του, είναι το πολύσημον «σημείον» της οιονεί Επικυριαρχίας που σφραγίζει, με πυρωμένο σίδερο, το τραγικό μας πεπρωμένο. Κι αν στους «επαναστάτες» αυτά ηχούν σαν «απολίτικος ιδεαλιστικός λυρισμός», ας ξαναδιαβάσουν την ιδρυτική διακήρυξη του ΕΑΜ…
Δυο προκαταβολικές διευκρινίσεις:
- α) Το «εθνικό» αφορά στην συλλογική πολιτισμική ταυτότητα και την υλική υπόσταση της εθνοκρατικής οντότητας. Πολιτισμός, λειτουργικό φαντασιακό και γεωπολιτικό στάτους: προσδιορίζουν την αντικειμενική ιστορική κατάσταση.
- β) Το «κοινωνικό» αφορά στην ολική συγκρότηση της συμβίωσης, δηλαδή στις κοινωνικές (ταξικές) σχέσεις που συνθέτουν το σύστημα συντήρησης και αναπαραγωγής του ταυτοποιημένου λαού.
Διάσταση των γενικών διεργασιών αναστοχασμού της όλης μας κατάστασης, είναι το άνοιγμα της «συζήτησης» για τη σύζευξη εθνικού-κοινωνικού σε μια οργανική ενότητα πολιτικού προβληματισμού και αγώνα, δηλαδή σε μια σύνθεση προγραμματικού λόγου.
***
Αυτό που κυριαρχεί σήμερα, είναι ο κλασικός μανιχαϊσμός: από τη μια οι «πούροι πατριώτες» (με, κρυφά ή φανερά, συμπτώματα αλλεργίας σε κάθε «αριστερίστικη κοινωνικολογία») και από την άλλη οι «διεθνιστές ριζοσπάστες» (με ένα μονόφθαλμο και ιδεοληπτικό «ούτε κουβέντα» για τα ζητήματα της πατρίδας). Τάσεις που, ιστορικά, έχουν αποτύχει στην δημιουργική διαχείριση της πραγματικότητας (όπως δείχνουν και η συνεχής εμβάθυνση της υποτέλειας και η περιθωριοποίηση της Αριστεράς) και που λειτουργούν πλέον σαν προσχηματικοί ιδεολογισμοί για παραγωγή αποδομητικών πλαστών αντιθέσεων. «Προσχηματικοί», διότι δεν αφορούν σε πραγματικότητες συνείδησης, και «πλαστές αντιθέσεις», διότι απολυτοποιούν εγγενείς «διχασμούς» ριζωμένους στην ιδιότυπη διαλεκτική της εθνικοκοινωνικής μας ανάπτυξης.
Με αυτό τον μεταφυσικό διαχωρισμό, η ανάλυση εκπίπτει σε επιβεβαίωση «αρχών» και η πολιτική αποπολιτισμικοποιείται, δηλαδή γίνεται σχέση κοινωνικών ιδεολογιών και, ως εκ τούτου, βαθιά συναινετική. «Πολιτισμική πολιτική» σημαίνει εμβάθυνση στο ιστορικοκοινωνικό μας γίγνεσθαι και «επιστροφή στην τακτική» ως λεπτομερειοποιημένη στρατηγική διεξόδου, Με άλλα λόγια: ο ιστορικός «κλεφτοπόλεμος» των εθνικών μας αντιστάσεων, πρέπει να εννοηθεί πρακτικά ως οικοδομητική αντίσταση, δηλαδή όχι «μάχη για τη μάχη», αλλά ένα «όραμα» που θα μετατρέπει κάθε «μάχη» σε διευρυνόμενο σημείο επανεκκίνησης εντός μιας σαφούς καθολικής προοπτικής.
***
Γενικά, το «εθνικό» αφορά στο πρωτεύον πλαίσιο συγκρότησης της συλλογικής ταυτότητας, δηλαδή στους όρους, τρόπους και ποιότητες διαμόρφωσης του ανθρώπινου λόγου. Και αυτός ο «ανθρώπινος λόγος» είναι η φυσική και λογική προϋπόθεση κάθε κοινωνικής δημιουργίας, καθώς συνιστά τη συνείδηση, το «κοσμοείδωλο» (=το πνευματικό και ψυχικό αποτύπωμα της βιωματικής σύνθεσης φύσης-παράδοσης) με το οποίο μια ανθρώπινη κοινότητα συνειδητοποιεί και οργανώνει τη συμμετοχή της στην ιστορία
Ο «εθνικός τρόπος» είναι η διαρκώς γενετική προϋπόθεση και λειτουργία των κοινωνικών μορφών. Κανείς «καπιταλισμός» δεν είναι ίδιος, ακόμα και στο παρόν του «πλανητικού κεφαλαίου», καμιά «βασική εκμεταλλευτική σχέση» δεν είναι ταυτόσημη με μια άλλη όμοια κατ’ όνομα. Και, επιπλέον, το «κοινωνικό», το «ταξικό» αν προτιμάτε, ως συνείδηση είναι μέρος της όλης πολιτισμικής συνείδησης. Ναι, το «κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα», αλλά οι Γερμανοί βιομήχανοι, στον μεσοπόλεμο, τον Χίτλερ υποστήριξαν και δεν φυγάδευσαν τα κεφάλαιά τους στην «αντιφασιστική-δημοκρατική» Δύση. Σίγουρα, το προστατευόμενο από ένα αυταρχικό κράτος κέρδος ήταν μέγα κίνητρο, αλλά όχι ικανή συνθήκη σε μια κατάσταση πολέμου κατά όλων των άλλων. Και σήμερα, ακόμα και μέσα στην όλη «αυτονομία» των εστιών δραστηριότητας του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, ζούμε σύγκρουση εθνοταυτοποιημένων καπιταλισμών, με γενική δυναμική «παγκόσμιων επενδύσεων. Και, τέλος πάντων, η από κάθε άποψη «φυσική και θεμιτή» διεθνής κίνηση των καπιταλιστών, και των Ελλήνων, δεν βιώνεται/πραγματώνεται νομοτελειακά και μηχανιστικά σαν αποεθνικοποίηση.
Δυο παρατηρήσεις εδώ:
- α) Ο «καπιταλισμός της Σίλικον Βάλευ και του Σίτυ», αφενός μεν πραγματώνεται υπό (εθνο)κρατική αιγίδα, αφετέρου δε στοχευμένα και τεχνητά προάγει τη βίαιη αποεθνικοποίηση ως «αναγκαιότητα» της «άυλης» υποστάτωσής του. Η διοίκηση του εθνοκράτους ηγείται στις τρέχουσες εξελίξεις, και ακόμα και στην «υπερεθνική» εκδοχή των λεγόμενων «ολοκληρώσεων», στην ουσία πρόκειται για προς πολτοποίησιν αθροίσματα εθνοκρατικών οντοτήτων.
- β) Καθόλου τυχαία, στους εξοντωτικούς καιρούς της «τραπεζοκρατίας», είναι ρυθμιστικά ηγεμονικός ο αναδομητικός ρόλος της γεωπολιτικής. Δηλαδή η καταστροφή – «αναδόμηση» – κατασκευή κρατών, κάτι που θέτει το «εθνικό» σε πρώτη μοίρα.
Και το «κοινωνικό», οι κοινωνικές σχέσεις σε όλο τους το φάσμα, δεν σχηματίζονται σε χωροχρονικό «κάπου» αλλά εντός των δράσεων μιας κοινότητας με κοινή γλώσσα, κοσμοείδωλο, φαντασιακό, παραδόσεις. Το πώς προσλαμβάνει και διαχειρίζεται κάποιος ή μια κοινωνική ομάδα αυτό το «γεγονός ρίζας» δεν αναιρεί τη «ρίζα», το «κοινόν».
Άλλωστε, καμιά «αντικειμενική θέση» δεν καθορίζει τη συνείδηση, αφού πόσο είναι «προλετάριος» (με την ταξική κατάσταση από επαναστατική έποψη) ένας μισθωτός, ένας ταξικά υποτελής, που νιώθει «πολίτης με προνόμια και με διάθεση/προοπτική κοινωνικής ανέλιξης»;
***
Στην Ελλάδα, ειδικά, ισχύει μια αξεδιάλυτη σχέση εθνικού – κοινωνικού. Ιστορικά, αυτό εξηγείται με το γεγονός ότι η νεοελληνική κοινωνία σχηματίστηκε σε πλαίσιο ξένης κατάκτησης. Η «κοινωνική διαφοροποίηση», καθορίστηκε από τα περιθώρια που άφηνε η υποδούλωση, και συνδέθηκε πολλαπλώς με την αναγέννηση του έθνους. Και το γενικό «κοινωνικό σύστημα» δομήθηκε, στις νεότερες ιστορικές περιστάσεις, όχι χωρίς τη λειτουργική αντήχηση της κοινοτικής παράδοσης. Ακόμα, στο πεδίο αυτό, είναι αυξημένου ειδικού βάρους η γεωγραφική θέση του τόπου, αφού αυτή επηρεάζει βαθιά και τους οικονομικοπαραγωγικούς προσανατολισμούς, αλλά, κυρίως, την ξένη επιβουλή. Η ανακοπή της αστικής ανάπτυξης στις «ζώνες συνεταιριστικής παραγωγικής δραστηριότητας» (Αμπελάκια, Μοσχόπολη) έγινε με πολιτική παρέμβαση των Άγγλων στην Υψηλή Πύλη. Και αυτό το κοινωνικοοικονομικό σαμποτάζ, οδήγησε σε μια αναδίπλωση των κατεστραμμένων πληθυσμών με όρους και πνεύμα συντηρητικού εθνοκεντρισμού.
Στον τόπο μας, ο αγώνας για εθνική ανεξαρτησία, συνάπτεται οργανικά με την κοινωνικοοικονομική ταυτότητα, αφού η Ξενοκρατία, στις ποικίλες εκδοχές της, σημαίνει «πρακτικά» έλεγχο της παραγωγικής και, συνακόλουθα, κοινωνικής συγκρότησης. Οι Δανειστές, επιβάλλουν αφανισμό του μικρομεσαίου «επιχειρείν», κι αυτό, πέραν του «στενού» οικονομικού και κοινωνικοταξικού, σημαίνει παραγωγική αποδόμηση της εθνικής υπόστασης.
Στην «εποχή του Μνημονίου», αυτής της πιο ολοκληρωμένης και ολοκληρωτικής Επικυριαρχίας, βλέπουμε ότι το «πρόγραμμα αναδιάρθρωσης» συμπληρώνεται οργανικά από την ελαχιστοποίηση της εθνικής κυριαρχίας και την γεωπολιτική ποδηγέτηση. Δεν «παίρνουν πίσω τα δανεικά» απλώς, αλλά μονιμοποιούν μια πλήρη κατάσταση ελέγχου της εθνικής ζωής. Η αφομοίωση από την Ε.Ε. εκδοχή των «ολοκληρώσεων», είναι η αποδιαρθρωτική υπαγωγή σε ένα επικαιροποιημένο «σύστημα άνισων ανταλλαγών» με πρακτικό αποτέλεσμα την ιστορική αποεθνικοποίηση. Και όλα αυτά, στον πλατύ ορίζοντα των γενικών δυναμικών της Νέας Τάξης, πλαισιώνονται βαθιά από την πολιτισμική αποπροσωποποίηση.
Τέλος, ο εξαναγκασμός (μέσω του εξωνισμένου πολιτικού συστήματος) σε απόλυτη λειτουργική υποταγή στους σχεδιασμούς του επιθετικού ευρωατλαντισμού, θέτει σοβαρό ζήτημα ακρωτηριασμών της εδαφικής ακεραιότητας. Η οργανωμένη αντίσταση, στο πεδίο αυτό, η πρόθυμη, σχεδιασμένη και ώριμη συμμετοχή στην ανάπτυξη αυτών των αγώνων: δημιουργεί συνθήκες ηγεμονίας, προσδιορίζει διεργασίες γενικής κινηματικής προοπτικής, επανασυνδέει τον ριζοσπαστισμό με το πατριωτικό φρόνημα ανοίγοντας δρόμους μιας νέας εθνικής λαϊκής ενότητας.
Η σύγκρουση, ας πούμε, για τις συντάξεις και τη λαϊκή κατοικία, αποκτούν το βάθος μιας καθολικής εθνικής αυτοάμυνας που επιμερίζεται σε στόχους, ανασυντίθεται αδιάκοπα ως πλατύ κοινωνικό μέτωπο για την όλη ιστορική μας υπόσταση, και βιώνεται ως μορφή αναμέτρησης για την πολιτισμική μας ουτοπία. Στην περίπλοκη εποχή της αντικειμενικής «παγκοσμιοποίησης», αυτά γίνονται «φωτεινό μονοπάτι» για μια μαχόμενη συνείδηση πατρίδας με πλατύ ορίζοντα.
Η διάσπαση της πολιτισμικής ενότητας, σε «εθνικό» και «κοινωνικό» είναι τεκμήριο ιδεολογισμού, και απολήγει, πολιτικά, σε ενσωματώσιμες μονομέρειες. Να, αίφνης, η «Συμφωνία των Πρεσπών»! Ο μονοδιάστατος «ιδεαλιστικός» πατριωτισμός, αποσυνδεμένος από την κοινωνικοπολιτική και γεωπολιτική νοηματοδότηση της μειοδοσίας, έμεινε χωρίς ουσιαστικά πολιτικά αιτήματα. Και ο θεωρητικίστικος «διεθνισμός», χωρίς επαφή πολιτικής σχέσης με τη λαϊκή διαθεσιμότητα, αντικειμενικά ταπεινώθηκε ως βαστάζος των πλάνων της Επικυριαρχίας και του πολιτικού συστήματος.
Από κάθε άποψη, διανύουμε μια εποχή ριζικής διακινδύνευσης, μια «κόλαση έσχατης κρίσης» που θα αφορά την οργανική μας ακεραιότητα, και όχι απλώς τον ανακαθορισμό της διεθνικής μας ενσωμάτωσης. Δεν είναι καθόλου υπερβολική η ανησυχία για την όλη εθνική μας σύσταση και προοπτική. Η ταυτοτική και γεωπολιτική μας μεθοριακότητα, δρομολογεί μια κολοσσιαία απειλή. Και αυτό ακριβώς είναι το ιδρυτικό σημείο αναφοράς μιας κινηματικής πολιτισμικής συνείδησης, μιας διευρυνόμενης πολιτικής παρέμβασης με συσπειρωτική δυναμική.
Τηρούμενων των ιστορικών και πολιτικών αναλογιών, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για έναν μεγάλο παρατεταμένο πατριωτικό πόλεμο με κίνητρο τη διάσωση της πατρίδας, εννοούμενης συνθετικά ως ταυτοποιημένου ιστορικοκοινωνικού χώρου.
* Ο Νίκος Σταθόπουλος είναι φιλόλογος
Πηγή: edromos.gr
Δρόμος της Αριστεράς: Επιλογές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου